Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Πέντε βιβλία για τον Χειμώνα (προτάσεις από την εφημερίδα "το Ποντίκι")

Το τελευταίο τετράδιο

thumb
Ζοζέ Σαραμάγκου
Μετάφραση
: Αθηνά Ψυλλιά
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελ.: 210

Τα τελευταία κείμενα του Πορτογάλου νομπελίστα, ο οποίος πέθανε στις 18 Ιουνίου του 2010, δημοσιεύονται σε αυτόν τον - ας τον πούμε - δεύτερο τόμο, υπό τον τίτλο «Τετράδια», που έρχεται σαν συνέχεια των κειμένων του που ξεκίνησαν να αναρτώνται στο blog του συγγραφέα από τον Σεπτέμβριο του 2008 έως τον Μάρτιο του 2009. Τα τελευταία του κείμενα είναι αυτά που συνεχίζουν από τον Μάρτιο του 2009 ώς και τον Ιούνιο του 2010. Δίχως υπερβολή, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Σαραμάγκου έγραφε ώς την τελευταία στιγμή της ζωής του. Το γεγονός δε ότι αυτά τα κείμενα σχετίζονται λίγο πολύ με την επικαιρότητα, με όλα όσα συνέβαιναν τόσο στην πατρίδα του αλλά και στον κόσμο, δείχνει έναν άνθρωπο με βαθύτατη συνείδηση απέναντι στην κοινωνία, έναν άνθρωπο αγωνιστή, που το φάσμα του θανάτου δεν του απέσπασε την προσοχή από τη ζωή. Το ενδιαφέρον και σε αυτό τον τόμο, σε αυτά τα κείμενα, βρίσκεται όχι τόσο στην πολεμική τους απέναντι στη διάχυτη αδικία που βασιλεύει στον κόσμο, όσο στο πώς η ματιά ενός συγγραφέα αποσπά από την τρέχουσα επικαιρότητα την προοπτική της πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία ενός ιδιωτικού διαλόγου με την άποψη του συγγραφέα πάνω σε ζητήματα που την ίδια περίοδο απασχόλησαν και τον ίδιο. Τέλος, αυτά τα κείμενα που αναφέρονται σε δη μόσιες και προσωπικές υποθέσεις αποτελούν τεκμήρια της προσωπικότητας ενός μεγάλου μυθιστοριογράφου της εποχής μας, όπως αναμφισβήτητα υπήρξε ο Σαραμάγκου!

http://topontiki.gr/article/24473

Ίζημα από θειάφι

thumb
Χρυσούλα ΠλάλαΕκδόσεις: Γαβριηλίδης
Σελ.: 118

Στη δεύτερη εκδοτική της παρουσία, η συγγραφέας μας παρουσιάζει δύο διηγήσεις της. Η πρώτη φέρει τον τίτλο «Ο χειμώνας της πίκρας μας» και η δεύτερη «Ίζημα από θειάφι». Πρόκειται για δυο ερωτικές περιπέτειες, που το βασικό τους χαρακτηριστικό έγκειται στην εξής ιδιαιτερότητα: ενώ είναι σύγχρονα, δηλαδή ο χρόνος και ο τόπος τους αναφέρονται στο παρόν, η αντιμετώπισή τους είναι παλιά. Για την ακρίβεια, διαβάζοντας τις ιστορίες βυθίζεσαι σε έναν παλαιότερο χρόνο. Αυτό εν πρώτης θα μπορούσε να μοιάζει σαν μια αντίφαση, όπου η ανακολουθία του χρόνου με τα ήθη και τις συνήθειες είναι εμφανής. Ωστόσο, όσον αφορά σε ερωτικά ζητήματα, τα πάντα κρατούν μια καθυστέρηση. Ενώ όλα εξελίσσονται, τα ερωτικά ήθη κρατούν καθυστερήσεις σ’ έναν κόσμο παρωχημένο και ξεπερασμένο από τις φρενήρεις ταχύτητες της τρέχουσας ζωής. Αυτό τονίζει και μια διάσταση της πραγματικότητας που ζούμε, ότι δηλαδή αδυνατούμε να ακολουθήσουμε τις ταχύτητες ενός κόσμου που εξελίσσεται βεβιασμένα. Έτσι, οι υποθέσεις του έρωτα μοιάζουν μερικές φορές αναχρονιστικές εξαιτίας της διαχρονικότητάς τους, που θέλουν τους ανθρώπους να έχουν τον δικό τους χρόνο, να παθιάζονται, να αγαπιούνται, να προδίδουν και να συγχωρούν. Παράλληλα με τον έρωτα η ζωή προχωρά ένα βήμα μπρος. Μέσα στην ευρύτερη καθημερινότητά τους οι ήρωες, φορτωμένοι τον δικό τους κόσμο, συμπορεύονται στη συνήθεια και την επανάληψη. Ο έρωτας και στα δυο κείμενα αναδεικνύεται «θεσμικά» ανατρεπτικός, εμπλουτίζοντας και δίνοντας ένα ξεχωριστό χαρακτήρα στις πολυσύνθετες ανθρώπινες σχέσεις.

http://topontiki.gr/article/24474

Αρόδο, Λιμάνια, Πορθμεία και Βαρκάρηδες της Άνδρου

thumb
Εκδόσεις: Φιλοπρόοδος Όμιλος «Το Γαύριο»
Σελ.: 296

Η πιο αισθαντική σχέση που αναπτύχτηκε ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο είναι αυτή της θάλασσας με τα καράβια. Μια σχέση έμπνευ­σης που συνδύασε κάτι σπάνιο, μοναδικό και δυσεύρετο: την πρακτική με την αισθητική πλευρά της ζωής! Η ανάγκη για επικοινωνία, για πε­ριπέτεια και για συναλλαγή βασίστηκε αποκλειστικά στον κανόνα της ομορφιάς όπως αυτή εκφράζεται από την ανείπωτη εικόνα ενός καρα­βιού και μιας θάλασσας… Αποτέλεσμα αυτής της βαθύτατης σχέσης ανθρώπου και θάλασσας είναι τα καράβια!
Τα καράβια κι οι άνεμοι μετέφεραν αγαθά κι ιδέες από τόπο σε τόπο, σαν μια υπέρτατη συνθήκη ζωής, μια γέφυρα στεριάς - θάλασσας και στεριάς - ενώνοντας ανθρώπους και πολιτισμούς, μεταφέροντας τη μια ζωή στην άλλη, τον έναν κόσμο στον άλλο, γι’ αυτό, ακόμα και σήμε­ρα, στις μέρες της τεχνολογικής αποθέωσης, όπου κανένα θαύμα δεν αποτελεί έκπληξη, όπου όλα γίνονται, η εικόνα ενός πλοίου που πλέει κατά μήκος των ακτών ενός νησιού αποτελεί την υπέρτατη απόλαυση, την πιο ολοκληρωμένη και βαθιά εκδοχή ομορφιάς, τουλάχιστον για όλους εμάς που γεννηθήκαμε στις ακτές αυτού του ευλογημένου τό­που. Ό,τι μας ενώνει με τη βαθύτητά μας είναι ένα καράβι μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας. Το τελευταίο επιζών εθνικό θαύμα ενός λαού που παραδόθηκε αμαχητί στην ασχήμια. Πάντα η ανάμνηση ενός καραβιού θα διατρέχει το μακρύ παρελθόν, θα λαμπρύνει το θολό μας παρόν, θα χαρίζει μια προοπτική ελπίδας στον ασταθή κυματισμό του μέλλοντός μας.
Αρόδο είναι ο τίτλος ενός λευκώματος που κυκλοφόρησε από τον Φιλοπρόοδο Όμιλο «Το Γαύριο», ενός λευκώματος που περικλείει στις σελίδες του την ιστορία όλων εκείνων των καραβιών του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα που έπιαναν αρόδο στα τέσσερα λιμάνια της Άνδρου (Χώρα, Κόρθι, Μπατσί, Γαύριο), περιμένοντας τους βαρκάρη­δες με τις ξύλινες βάρκες τους για να παραλάβουν επιβάτες και αγαθά. Εκείνα τα χρόνια, τα περισσότερα νησιά δεν διέθεταν κατάλληλα λιμά­νια για να προσορμισθούν τα πλοία· έτσι διέκοπταν την πορεία τους στα αβαθή, φόρτωναν και ξεφόρτωναν ανθρώπους και πραμάτειες και συνέχιζαν την πορεία τους για το επόμενο αρόδο στην Τήνο, στη Μύκονο…
Αρόδο: όταν «πλοίον τι παραμένει ολίγον έξωθεν λιμένος ή όρμου χω­ρίς να αγκυροβολήσει». Παλιά συνήθεια, ξεθωριασμένη, ασπρόμαυρη σαν τις μοναδικές φωτογραφίες των καραβιών του λευκώματος που ζωντανεύουν θαρρείς ένα αρχαίο ήθος ανθρώπων και τόπων, μιας άλλης ζωής που πέρασε από χίλια μύρια κύματα για να φτάσει ως τις μέρες μας - αυτός ο μικρόκοσμος του μέτρου και της ψυχής -, να θερι­έψει σε ένα τερατούργημα «αναπτυξιακής χρεοκοπίας»… Αρόδο· τα καράβια έρχονται και φεύγουν σαν μια αέναη εναλλαγή της ζωής. Ελπί­δα και μελαγχολία, αρχή και τέλος, σμίξιμο και χωρισμός με δυο λόγια ο κύκλος της ζωής και του θανάτου στην πιο λαμπρή του εκδοχή: μιας θάλασσας, ενός ουρανού, ενός τόπου, ενός καραβιού με μάρτυρες τις ζωές των ανθρώπων.
Αρόδο· μια συνθήκη αναμονής με μόνιμο χαρακτήρα και με τα στοιχεία της πλέον πολυπόθητης επανάληψης, μιας επανάληψης που αναζω­ογονεί, που δεν είναι ποτέ ίδια. Η ιδέα και μόνο ενός νησιού δίχως τη συντροφιά ενός πλοίου μοιάζει με την απέραντη έρημο, όπως αντίθετα ένα καράβι στο λιμάνι αποτελεί την όαση κάθε νησιωτικού τόπου. Έτσι, αυτά τα καράβια υπήρξαν σάρκα απ’ τη σάρκα των νησιών μας, ένας πλωτός τόπος- ένα αναπόσπαστο κομμάτι τους, η ψυχή τους η ίδια. Μεταφέροντας τους ανθρώπους, εκπλήρωναν τις βαθύτερες επι­θυμίες και ανάγκες τους.
Το σφύριγμα στην άφιξη και στον απόπλου ενός καραβιού συμβόλιζε τον ζεστό και γεμάτο ζωή κτύπο της καρδιάς του νησιού, ο ουρανομή-κης καπνόςτου τα όνειρα, η αφρισμένη γραμμή τηςπορείαςτου την υπόσχεση της συνέχειας.
Η ιδέα αυτού του λευκώματος ξεκίνησε από το νησιώτικο πάθος στη θέα ενός καραβιού, όπως αυτή αποτυπώνεται στις παλιές φωτογραφί­ες. Δεν άργησε λοιπόν να εξελιχτεί σε συλλεκτική εμμονή να βρεθούν όλες εκείνες οι ασπρόμαυρες φωτογραφικές αποτυπώσεις των καραβι­ών κυρίως που έπιαναν αρόδο.
Ο εμπνευστής και δημιουργός αυτού του λευκώματος, ο Γιάννης Μα-μάης, άνθρωποςτων εκδόσεων, δεν ήθελε και πολύ αυτή την ιδέα να την αποτυπώσει σε βιβλίο. Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκδοση αντάξια της ιδέας και του υλικού της. Βάρκες, καΐκια, πρόσωπα και τα πλοία αρόδο, ξαναζωντανεύουν το πρώτο μισό του περασμένου αι­ώνα με την ελκυστική πατίνα της νοσταλγίας, αλλά και την αναβίωση ενός κόσμου που πέρασε και μοιάζει απελπιστικά παλιός, αν και είναι ο κόσμος των πατεράδων μας, ο λαμπρός κόσμος των παιδικών μας χρόνων, ένας κόσμος που μέσα του μεγαλώσαμε. Ωστόσο, τα χρυσά ονόματα των πλοίων εκείνων - «Μοσχάνθη», «Παντελής», «Δέσποινα», «ΚωστάκηςΤόγιας» - πλέουν στο παρελθόν μας, εκεί, στα βάθη των αναμνήσεων, και συνεχίζουν τα μυθικά τους δρομολόγια…

http://topontiki.gr/article/23997

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες/ τα ποιήματα

thumb
Μαρία Πολυδούρη
Επιμέλεια: Γιάννης Παπάς
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελ.: 234

Η Μαρία Πολυδούρη, η ποιήτρια που δεν ευτύχη­σε να μεγαλώσει, μένοντας πάντα νέα, σύμβολο του έρωτα δίχως όρια, πρόλαβε στον σύντομο βίο της να δημοσιεύσει δυο ποιητικές συλλο­γές: « Οι τρίλλιες που σβήνουν» το 1 928 κι έναν χρόνο αργότερα την «Ηχώ στο χάος». Η εποχή του Μεσοπολέμου στη χώρα μας υπήρξε μια εν­διαφέρουσα περίοδος με σημαντικά εθνικά και κοινωνικά γεγονότα και ανακατατάξεις (Μικρασι­ατική Καταστροφή, οικονομικό κραχ) και με την εμφάνιση και εξάπλωση πολιτικών κινημάτων. Μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλα έμεναν ανοιχτά και όλα ήταν υπό διαμόρφωση, η τότε λογοτεχνική γενιά καλλιέργησε ένα πνεύμα απαισιοδοξίας που έβρισκε διέξοδο στη μελαγχολική διάθεση, στην αβεβαιότητα. Έτσι, η θρηνητική διάθεση έλαβε διαστάσεις ιδανικού. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο - περιβάλλον αναπτύχτηκαν αντίστοιχα λογοτεχνικά ιδανικά φυγής, απώλειας και απαξίωσης του κοινοτικού πνεύματος. Η πε­ρίπτωση της Πολυδούρη στην ποίηση της εποχής της χαρακτηρίζεται από έναν μελαγχολικό ρομα­ντισμό που η νεότητα τού προσδίδει διαστάσεις απελπισίας. Η κλίση της στην ποίηση λειτουργού­σε λυτρωτικά, πράγμα που δεν της περιόριζε τον ασυγκράτητο λυρισμό και την ανάγκη της έκφρα­σης, με αποτέλεσμα το έργο της να υπολείπεται σε λεπτές αποχρώσεις και κείνες τις απαραίτητες λεπτομέρειες που λειτουργούν υπερβατικά προς χάριν της αίσθησης και όχι της κραυγής. Η έκδο­ση αυτή περιέχει τις δυο ποιητικές της συλλογές και τα ανέκδοτά της ποιήματα. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να κατατοπιστεί σχετικά με τη ζωή και το έργο της ποιήτριας από ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα που προτάσ­σεται των ποιημάτων.

http://topontiki.gr/article/23577


Αρνητικό 13

thumb
Μαίρη Γεωργίου - Στέργια ΚάββαλουΕκδόσεις: Τετράγωνο
Σελ.: 161
Τα καλοκαίρια και οι διακοπές μάς παραδίδουν… άλλους ανθρώπους στη μελαγχολία του φθινόπωρου. Ο λόγος είναι απλός: η καλοκαιρινή μαθητεία στο φως και η γοητεία των βυθών είναι μεθυστικές. Αυτή την υπεροχή της νεανικής ζωής που επενδύει μπόλικη φαντασία και υπερβολικό συναίσθημα στην πραγματικότητα, αφηγούνται μέσα από 13 επιστολές δυο νεαρές, ωστόσο προικισμένες, συγγραφείς: η Μαίρη Γεωργίου και η Στέργια Κάββαλου. Πρόκειται για ένα αφήγημα που εξελίσσεται μέσα από την αλληλογραφία δυο σύγχρονων νεαρών κοριτσιών, τα οποία ξεκινούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές κουβαλώντας στις αποσκευές τους προκάτ - μάλλον - νευρώσεις… Οι εντυπώσεις τους, ο προσωπικός τρόπος του βιώματος, η ιδιαίτερη ματιά πάνω στην τρέχουσα ζωή που τις περιβάλλει, μας κρατούν το ενδιαφέρον σ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Ωστόσο, το στοίχημα στη λογοτεχνία αρχίζει όταν κλείνει το βιβλίο. Εκεί αναμετριέται το κείμενο με τον αναγνώστη, αλλά και με την ίδια του την ύπαρξη. Έχοντας κατακτήσει ένα ενιαίο αφηγηματικό ύφος που ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον, κυρίως με την ικανότητά τους να φωτίζουν τον πολύπλευρο και απαιτητικό κόσμο της νεότητας, τα δυο κορίτσια καταφέρνουν να στρέψουν την προσοχή μας σ’ αυτό που υπάρχει δίπλα μας, αλλά στεκόμαστε μακριά του, και που είναι η άλλη όψη των πραγμάτων που ζητά τον δικό της ζωτικό χώρο, τις δικές της ευκαιρίες, την ευχή και την κατάρα της δικής της αυθυπαρξίας. Οι αγωνίες και η εσωτερικότητα ενός δύσκολου παρόντος αποτυπώνονται μέσα από αυτά τα 13 κείμενα - επιστολές δυο νεαρών φωνών που μοιάζουν απελευθερωμένες από τις αγκυλώσεις του παλιού κόσμου, αν και στην τελευταία επιστολή ο Νοέμβρης του Πολυτεχνείου λειτουργεί περισσότερο σαν αξεσουάρ· κάτι σαν φούστα - μπλούζα…

 http://topontiki.gr/article/23229

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου