γράφει ο Νίκος Λούντος
http://www.socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=39:i83&Itemid=1
Ο Νίκος Λούντος παρουσιάζει τις μάχες του Τρότσκι στη δεκαετία του ‘30.
Ένα χρονικό για να εξηγήσουμε το τότε και να μην επαναλάβουμε τα ίδια
λάθη σήμερα.
Εχουμε σήμερα το πλεονέκτημα να μπορούμε να κοιτάξουμε το φιλμ της δεκαετίας του ’30 γνωρίζοντας το τέλος του. Οσοι περιγράφουν την καπιταλιστική κρίση λες και είναι κάποιου είδους μετεωρολογικό φαινόμενο ή κρυολόγημα που πρέπει να περιμένουμε να περάσει, ξεχνάνε τι πραγματικά συνέβη στη δεκαετία του ’30. Η δεκαετία εκείνη κατέληξε στα «μεσάνυχτα της ιστορίας», στο φασισμό και το Β΄΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βασικός κινητήρας των εξελίξεων ήταν η οικονομική κρίση που άρχισε να επιταχύνεται μετά το Κραχ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το ’29. Το 1932 το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ και τη Γερμανία είχε βγει στην ανεργία και ένας στους πέντε ήταν άνεργος στη Βρετανία. Συνολικά οι άνεργοι παγκόσμια εκτινάχθηκαν από 10 εκ. το 1929 σε 40 εκ. το 1932. Ο καπιταλισμός σήμερα περνάει τη μεγαλύτερη κρίση του μετά τη δεκαετία του ’30. Γι’αυτό είναι κάτι παραπάνω από σημαντική η συζήτηση για τα συμπεράσματα εκείνης της δεκαετίας. Είναι σημαντική γιατί τα γεγονότα της δεκαετίας του ’30 δεν εξελίχθηκαν σαν τρένο πάνω σε προκαθορισμένη τροχιά. Αντίθετα, για ολόκληρη την ανθρωπότητα παίχτηκε το πιο ακραίο στοίχημα, ανάμεσα στη βαρβαρότητα και την επανάσταση. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε γυρνώντας στη δεκαετία του ’30 είναι γιατί το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να κερδίσει εκείνο το στοίχημα. Και η απάντηση δεν μπορεί να βρεθεί αλλού παρά στην στρατηγική και στις συγκεκριμένες επιλογές των πολιτικών δυνάμεων που καθόρισαν τη δεκαετία.
Ο τέταρτος τόμος της βιογραφίας του Τρότσκι, γραμμένος από τον Τόνι Κλιφ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, είναι ο καλύτερος οδηγός για να παρακολουθήσει κανείς τα πολιτικά διλήμματα που έμπαιναν στο εργατικό κίνημα και τις πολιτικές απαντήσεις που δόθηκαν από τα δύο κυρίαρχα ρεύματα, τη σοσιαλδημοκρατία και τα σταλινικά κομμουνιστικά κόμματα.
Ο Τρότσκι έδωσε την πιο δύσκολη μάχη της ζωής του και την πιο σημαντική, όπως θεωρούσε ο ίδιος, στη δεκαετία του ’30. Από ηγέτης εκατομμυρίων, πρόεδρος του Σοβιέτ των εργατών της Πετρούπολης, Κομισάριος στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και ηγέτης του Κόκκινου Στρατού τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, ο Τρότσκι αναλαμβάνει τη δεκαετία του ’30 έναν πολύ διαφορετικό ρόλο. Εξόριστος από το σταλινικό καθεστώς και χωρίς να μπορέσει να γίνει δεκτός σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, έδωσε ασταμάτητα τη μάχη για να χτίσει, σχεδόν απ’ το μηδέν, επαναστατικές οργανώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το εργατικό κίνημα στη νίκη.
Η σταλινική αντεπανάσταση στη Ρωσία είχε πλέον νικήσει οριστικά. Η Αριστερή Αντιπολίτευση διαλύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και ο Στάλιν ξεκίνησε το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο για το χτίσιμο του κρατικού καπιταλισμού. Η ειρωνία της ιστορίας ήταν ότι όταν πλέον οι επαναστάτες που πρότειναν πως η λύση για τη ρώσικη επανάσταση είναι η εξάπλωσή της στην Ευρώπη βρίσκονταν στην εξορία, τότε πραγματικά ξεκίνησε ένα κύμα ριζοσπαστικοποίησης στην Ευρώπη που θα μπορούσε να είχε βγάλει τη Ρωσία από την απομόνωση. Η θεωρία για το «σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα» όμως είχε γίνει επίσημη ιδεολογία στη Ρωσία. Πλέον σε πρώτη προτεραιότητα έμπαινε η αύξηση της παραγωγής για χάρη της συσσώρευσης, σε βάρος της κατανάλωσης, αλλά κυρίως σε βάρος των σοβιέτ και της εργατικής δημοκρατίας. Ετσι, αντί οι αγώνες στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’30 να γίνουν η πνοή που θα έλυνε το πρόβλημα καθυστέρησης της Ρωσίας, τα πράγματα αντιστράφηκαν. Η σταλινική πολιτική έπαιξε κομβικό ρόλο για να πνίξει τα κινήματα στην Ευρώπη.
Οι ναζί είχαν πάρει 2,6% στις εκλογές του ’28, όμως τώρα έβγαιναν δεύτερο κόμμα, με 18,3%. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας είχε άνοδο, αλλά περιορισμένη, από το 10,6% σε 13,1%.
Το πρόβλημα όμως δεν ήταν πόσο άμεσα είχε εκλογική πρόοδο το ΚΚ, αλλά η αναισθησία με την οποία αντιμετώπισε την άνοδο των ναζί. Για το ΚΚ, η μαζική στροφή στην αγκαλιά των φασιστών δεν ήταν παρά μια αλλαγή φρουράς. Οι σοσιαλδημοκρατές αποκαλούνταν ήδη «σοσιαλφασίστες». Ηδη πριν τις εκλογές του ’30, ο ηγέτης του ΚΚ, Ερνστ Τέλμαν, έλεγε από το βήμα του Ράιχσταγκ ότι η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Μίλερ ήταν «μια σοσιαλφασιστική συμμορία… Στη Γερμανία ήδη κυβερνάει ο φασισμός». Αν όμως ο φασισμός ήδη κυβερνούσε το ’30, τότε ποια η διαφορά όταν οχταπλασίασαν τις ψήφους τους και ποια όταν το ’33 ο Χίτλερ θα έπαιρνε πραγματικά την εξουσία και θα έβγαζε εκτός νόμου όλα τα κόμματα και τα συνδικάτα; Το συμπέρασμα που έβγαλε η ηγεσία του ΚΚ από τις εκλογές του ’30 ήταν ότι οι Κομμουνιστές ήταν οι μόνοι νικητές, αφού είχαν αυξήσει τις ψήφους τους, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν υποχώρηση.
Αυτή η γραμμή παράλυσης προερχόταν από τη Ρωσία. Η Κομιντέρν είχε κάνει από το 1928 την εκτίμηση περί «Τρίτης Περιόδου». Ο καπιταλισμός υποτίθεται έμπαινε στην τελική του κρίση και τα Κομμουνιστικά Κόμματα ανά τον κόσμο έπρεπε να σταματήσουν τις τακτικές και τις συμμαχίες. Συμβουλεύονταν να διασπάσουν τα συνδικάτα και να φτιάξουν δικά τους, ξεχωριστά, «κόκκινα συνδικάτα», και να συγκεντρώσουν τα πυρά τους κατά της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν «δίδυμη αδερφή» του φασισμού.
Η σοσιαλδημοκρατία όντως κινιόταν ολοταχώς προς τα δεξιά και προς κάθε είδους χυδαίο συμβιβασμό που απαιτεί ο καπιταλισμός όταν βρίσκεται σε κρίση. Ανέχτηκαν την κυβέρνηση Μπρίνινγκ, ακόμη και μετά τις εκλογές του ’30, με τη λογική ότι ήταν καλύτερη από τους φασίστες. Ανέχονταν δηλαδή τις επιθέσεις που γεννούσαν την απελπισία, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτούσε τα πανιά των φασιστών. Ομως η τακτική του ΚΚ αντί να χτίσει γέφυρες με τους εργάτες που απογοητεύονταν από το SPD, οδηγούσε στην απομόνωση. Ριζοσπαστικοποίηση σήμαινε για τους ηγέτες του KPD πόσο δυνατότερα βρίζεις τους εργάτες που ακόμη έχουν αυταπάτες για το SPD, ακόμη και συμπλοκές στους δρόμους μεταξύ οπαδών των δύο κομμάτων. Οι εργάτες που ψήφιζαν σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν όσο «ριζοσπάστες» χρειαζόταν η «Τρίτη Περίοδος» γι’αυτό τα μέλη του ΚΚ αποχωρούσαν από τα συνδικάτα και βρήκαν ένα διαφορετικό καταφύγιο, τους άνεργους και τους πιο χτυπημένους εργάτες.
Ο Τρότσκι έγραψε κάποια από τα πιο σημαντικά του κείμενα, απευθυνόμενος στους γερμανούς κομμουνιστές, αυτήν την περίοδο, προσπαθώντας να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Η δύναμη πρόγνωσης εκείνων των κειμένων είναι αξεπέραστη: «Η κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές θα σήμαινε προπάντων την εξόντωση του ανθού του γερμανικού προλεταριάτου, την καταστροφή των οργανώσεών του, το χάσιμο της εμπιστοσύνη στον ίδιο τον εαυτό του και στο μέλλον του. Αν πάρουμε υπόψη πόσο πιο ώριμες και πιο οξυμένες είναι οι κοινωνικές αντιφάσεις που υπάρχουν στη Γερμανία, το καταχθόνιο έργο του ιταλικού φασισμού θα φαινόταν ασφαλώς σαν ένα ασήμαντο και σχεδόν ανθρωπιστικό πείραμα μπροστά στο έργο του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού», γράφει το 1931, αρκετά χρόνια πριν η ανθρωπότητα γνωρίσει πραγματικά τι θα σημάνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η ναζιστική θηριωδία. Ο Τρότσκι τόνιζε τον κίνδυνο του φασισμού στην προσπάθεια να ξανασυνειδητοποιήσουν οι Κομμουνιστές τις προτεραιότητες της περιόδου.
Η ηγεσία του ΚΚ ταλαντευόταν επικίνδυνα. Τον Ιούλη του ’31 έφτασε στο σημείο να κάνει κοινή καμπάνια μαζί με τους φασίστες στο δημοψήφισμα που οι ίδιοι οι ναζί είχαν προκαλέσει για να ρίξουν τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, του μεγαλύτερου κρατιδίου της τότε Γερμανίας. Με σχεδόν θρησκευτικό τρόπο, η ηγεσία του ΚΚ θεωρούσε ότι η άνοδος του Χίτλερ θα ήταν ένα αναγκαίο κακό που θα περνούσε και «μετά τον Χίτλερ, έρχεται η σειρά μας».
Το ΚΚ ήταν όλο λόγια για το τι θα σημάνει η μέρα που θα εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου. Επένδυε τις ελπίδες των εργατών στις μάχες που θα έρχονταν στο μέλλον, ενώ οι μάχες του παρόντος δεν πήγαιναν βήμα μπροστά.
«Το πρόβλημα δεν είναι να υποσχεθούμε την αναδιοργάνωση της οικονομίας μετά την κατάληψη της εξουσίας, το πρόβλημα βρίσκεται στην κατάληψη της εξουσίας», έγραφε ο Τρότσκι.
Κεντρική θέση στην παρέμβασή του είχε η αναγκαιότητα του ενιαίου μετώπου. Ο Τρότσκι αντλεί επιχειρήματα από τη συσσωρευμένη εμπειρία των Μπολσεβίκων, από το Σοβιέτ του 1905, μέχρι το 1917 όταν χρειάστηκε να συμμαχήσουν με τον Κερένσκι κατά του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ, ακόμη και τον Ιούλη, λίγο πριν την επανάσταση του Οκτώβρη.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να καλέσει στην υπεράσπιση των υλικών και ηθικών θέσεων που η εργατική τάξη έχει ήδη κατακτήσει στο γερμανικό κράτος. Παίζεται η τύχη των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεών της, των εφημερίδων και των τυπογραφείων της, των λεσχών και των βιβλιοθηκών της. Ο κομμουνιστής εργάτης πρέπει να πει στο σοσιαλδημοκράτη συνάδελφό του: «Οι πολιτικές των κομμάτων μας είναι ασυμφιλίωτες· αλλά αν οι φασίστες επιτεθούν αυτή τη νύχτα στα γραφεία της οργάνωσής σου θα τρέξω να σε βοηθήσω με το όπλο στο χέρι. Υπόσχεσαι και συ ότι σε περίπτωση που ένας τέτοιος κίνδυνος απειλήσει τη δική μου οργάνωση θα τρέξεις να μας βοηθήσεις; Αυτή είναι η πεμπτουσία της πολιτικής της τωρινής περιόδου. Σε αυτό το πνεύμα πρέπει να συντονιστεί κάθε δράση».
Το ενιαίο μέτωπο δεν ήταν τακτική υποχώρηση που οφειλόταν στη μεγάλη δύναμη των φασιστών. Ισα ίσα, ο Τρότσκι επισημαίνει τον κοινωνικό χαρακτήρα του φασισμού για να μην τρομοκρατηθεί το κίνημα από τα μεγάλα τους εκλογικά ποσοστά.
«Μέχρι τώρα η κυριότερη δύναμη των φασιστών είναι οι αριθμοί τους. Ναι, παίρνουν πολλές ψήφους στις εκλογές. Όμως, στους κοινωνικούς αγώνες η ψήφος δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Την κύρια δύναμη του φασισμού την αποτελούν οι μικροαστοί και η νέα μεσαία τάξη: μικροβιοτέχνες και μικρέμποροι των πόλεων, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, τεχνικοί, διανοούμενοι, εξαθλιωμένοι αγρότες. Στη ζυγαριά της εκλογικής στατιστικής χίλιες φασιστικές ψήφοι ισοδυναμούν με χίλιες κομμουνιστικές ψήφους. Όμως, στη ζυγαριά του επαναστατικού αγώνα χίλιοι εργάτες που δουλεύουν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αξίζουν εκατό φορές περισσότερο απ’ όσο αξίζουν χίλιοι χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι, γραφιάδες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους. Ο κύριος όγκος της φασιστικής μάζας αποτελείται από ανθρώπινη σκόνη…».
Οσο περισότερο οι φασίστες απλώνονταν στις γειτονιές και τρομοκρατούσαν τους εργάτες, τα μέλη του ΚΚ αναγκάζονταν να οργανώνονται και να απαντάνε. Ενοπλα τμήματα κομμουνιστών έδιναν μάχες με τους ναζί για τον έλεγχο των δρόμων και των καφενείων. Ομως το να ανοίγουν μερικά κεφάλια φασιστών στις γειτονιές από τις ομάδες των «επίλεκτων» του ΚΚ ήταν σκέτη αυτοϊκανοποίηση, όταν οι ταξιαρχίες της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα, δεν μπορούσαν να δώσουν μια ενιαία απάντηση και στους φασίστες και στην κυβέρνηση. Οι Κομμουνιστές κατηγορούσαν τους Σοσιαλδημοκράτες για τις προδοσίες τους, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούσαν να ηγηθούν σε αγώνες από μόνοι τους. Το ΚΚ μπορούσε να παραμένει μεθυσμένο μέσα στην αισιοδοξία του, αφού στρατολογούσε νέα μέλη, ειδικά μέσα στους ανέργους. «Στο τέλος του 1931, το 78% των μελών του KPD ήταν άνεργοι και τον Απρίλη του 1932 αυτό το ποσοστό είχε ανέβει στο 85%. Στο βιομηχανικό προλεταριάτο κυριαρχούσε το SPD. Το 1930 το 89,9% των μελών των εργοστασιακών επιτροπών ήταν σοσιαλδημοκράτες», γράφει ο Τόνι Κλιφ. Το ΚΚ κατάφερνε να στρατολογεί τους πιο οργισμένους εργάτες και πολύ γρήγορα να τους χάνει. Από την άλλη, ένα στα πέντε μέλη του SPD είχε κομματική ηλικία 15 ετών, με εμπειρίες όχι μόνο συνδικαλισμού αλλά και επανάστασης. «Οι άνεργοι δεν είναι μια τάξη, αλλά ήδη αποτελούν ένα κοινωνικό στρώμα πολύ συμπαγές και σταθερό που προσπαθεί μάταια να βγει από την ανυπόφορη κατάστασή του. [..] μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να σώσει τη Γερμανία από την αποσύνθεση και την καταστροφή και αυτό ισχύει πάνω απ’ όλα για τα εκατομμύρια των ανέργων». Ομως, «παίρνοντας υπόψη την αδυναμία του ΚΚ μέσα στα εργοστάσια και τα συνδικάτα, η αριθμητική αύξησή του δεν σημαίνει τίποτα. Σ’ ένα έθνος που κατατρώγεται από την κρίση και τις αντιθέσεις, το κόμμα της άκρας αριστεράς μπορεί να βρει δεκάδες χιλιάδες νέους οπαδούς[...]. Τα πάντα στηρίζονται στις σχέσεις ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη. Ενας μονάχος κομμουνιστής εργαζόμενος εκλεγμένος στην εργοστασιακή επιτροπή ή τη διοίκηση ενός συνδικάτου έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από χίλια καινούργια μέλη [...]»
Το 1933 ήταν η πιο πικρή επιβεβαίωση για τις προειδοποιήσεις του Τρότσκι. Ο Χίτλερ έβγαλε γρήγορα εκτός νόμου όλα τα κόμματα και τα συνδικάτα. Ο ιδιωτικός στρατός των φαιοχιτώνων φασιστών κατάφερε να κονιορτοποιήσει την εργατική τάξη με τρόπο που ο στρατός και η αστυνομία της αστικής δημοκρατίας δεν είχε καταφέρει. Ηταν η σημαντικότερη ήττα που είχε υποστεί το εργατικό κίνημα στην ιστορία του. Η χώρα με τη μεγαλύτερη Αριστερά, με τη μεγαλύτερη εργατική τάξη και με την εμπειρία της Επανάστασης του ’18-’23 είδε την εργατική της τάξη να παραδίδεται αμαχητί.
«Όποιος παρηγορείται με τη φράση «Η Γαλλία δεν είναι Γερμανία», είναι απελπιστικά ανόητος. Σήμερα σ’ όλες τις χώρες λειτουργούν οι ίδιοι νόμοι, οι νόμοι της καπιταλιστικής κρίσης και παρακμής… Στις διάφορες χώρες οι συνέπειες της γήρανσης και της αποσύνθεσης του καπιταλισμού εκφράζονται με διαφορετικές μορφές και αναπτύσσονται με άνισους ρυθμούς. Παντού, όμως, τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ίδια. Η αστική τάξη οδήγησε την κοινωνία της σε ολοκληρωτική χρεοκοπία. Δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ούτε το ψωμί ούτε την ειρήνη. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορεί να ανεχθεί περισσότερο το δημοκρατικό καθεστώς. Είναι αναγκασμένη να τσακίζει τους εργάτες με τη φυσική βία. Αλλά η αγανάκτηση των εργατών και των αγροτών δεν μπορεί να καταπνιγεί μόνο με τη φυσική βία της αστυνομίας.»
Ο κύκλος των γεγονότων στη Γαλλία είχε ξεκινήσει ανάποδα. Μια πρόκληση των φασιστών έδωσε ευκαιρία στο κίνημα να περάσει στην επίθεση. Στις αρχές του ’34 οι φασίστες προσπάθησαν να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο. Μετά από επεισόδια με 16 νεκρούς και περίπου 2000 τραυματίες, η κυβέρνηση Νταλαντιέ έπεσε για να αντικατασταθεί από μια συντηρητική κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Οι φασίστες είχαν καταφέρει να σπρώξουν το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, αλλά την νέα κυβέρνηση την υποδέχθηκε μια μεγάλη διαδήλωση των Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών και τρεις μέρες αργότερα μια γενική απεργία οργανωμένη από τα συνδικάτα του KK και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Παρότι τα δύο κόμματα κάλεσαν ξεχωριστές συγκεντρώσεις, το ένα εκατομμύριο εργάτες που βγήκαν στους δρόμους δεν άφησαν τις ηγεσίες τους να τους διασπάσουν. Οι διαδηλώσεις έγιναν μία με τον κόσμο να φωνάζει «Ενότητα-Ενότητα». Η γραμμή του ΚΚ της Γαλλίας δεν ήταν διαφορετική από τη Γερμανική. Καθοριζόταν από την «Τρίτη Περίοδο» και τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού». Ομως η πίεση από τα κάτω, ανάγκασε και τα δύο κόμματα να αφήσουν στην άκρη τους σεκταρισμούς.
Λίγους μήνες μετά, οι τακτικές της «Τρίτης Περίοδου» θα έμοιαζαν να ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Η ηγεσία του ΚΚ έλεγε τώρα ότι το μέτωπο ενάντια στο φασισμό πρέπει να συμπεριλάβει όχι μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και το αστικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ηταν η στροφή στη λεγόμενη στρατηγική του «λαϊκού μετώπου». Οι λόγοι που οδήγησαν το ΚΚ Γαλλίας από το ένα άκρο στο άλλο δεν ήταν κυρίως εσωτερικοί. Στις αρχές του ’35, ο Στάλιν συνάπτει με την γαλλική κυβέρνηση το «Γαλλο-Σοβιετικό Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας» για λόγους αμυντικής προετοιμασίας και των δύο χωρών. Πλέον η κυβέρνηση της Γαλλίας είναι συμμαχική για την ΕΣΣΔ και οι Γάλλοι κομμουνιστές έπρεπε να υποταχθούν σε αυτή τη συμμαχία.
Ο Μορίς Τορέζ, ο γενικός γραμματέας του ΚΚ, υποστήριζε πως το Λαϊκό Μέτωπο είναι μια διευρυμένη και καλύτερη εκδοχή του Ενιαίου Μετώπου, μιας και μπορεί να συμπεριλάβει και κομμάτια των μικροαστών. Ομως στην πραγματικότητα το Λαϊκό Μέτωπο ήταν ο αφοπλισμός της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι έγραφε για τη συμμαχία με τους Ριζοσπάστες: «η εξωκοινοβουλευτική συμμαχία μαζί τους στο όνομα της πάλης ενάντια στο φασισμό, δεν είναι μόνο έγκλημα, είναι και ηλιθιότητα.
Αντί να δυναμώνει τη μάχη ενάντια στο φασισμό, το «μέτωπο του λαού» δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το συνασπισμό της εργατικής τάξης με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη, η οποία στην περίπτωσή μας εκπροσωπείται από το Ριζοσπαστικό Κόμμα και κάποιες άλλες ασήμαντες δυνάμεις του ίδιου τύπου. Ο συνασπισμός αυτός εκτείνεται τόσο στην κοινοβουλευτική όσο και στην εξωκοινοβουλευτική σφαίρα. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα και στις δυο αυτές σφαίρες, κρατώντας για τον εαυτό του το δικαίωμα της πλήρους ελευθερίας δράσης, επιβάλλει άγριους περιορισμούς στην ελευθερία δράσης του προλεταριάτου.»
Αν η πολιτική της «Τρίτης περιόδου» ήταν ένας αντικαπιταλισμός στα λόγια που οδηγούσε σε απομόνωση, το «Λαϊκό Μέτωπο» ήταν η εγκατάλειψη του αντικαπιταλισμού ακόμη και στα λόγια. Οι Κομμουνιστές μετατρέπονταν σε μια από τις «υπεύθυνες δυνάμεις» που θα έσωζαν τη χώρα από το φασισμό και την κρίση, χωρίς να ακουμπήσουν το σύστημα. Στην Τρίτη περίοδο ο φασισμός θα αντιμετωπιζόταν με φοβέρες. Τα Λαϊκά Μέτωπα θα τον αντιμετώπιζαν με καλοπιάσματα.
Η εργατική τάξη της Γαλλίας όμως δεν χώρεσε σε αυτό το στενό ρούχο. Τα κοινά μανιφέστα Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών τα μετέτρεψε σε κοινή δράση στους δρόμους. Τα χρόνια ’35 και ’36 ήταν γεμάτα από απεργιακούς αγώνες που κλιμακώθηκαν με καταλήψεις των εργοστασίων. Τον Ιούνη του ’36 οργανώθηκαν πάνω από 12 χιλιάδες απεργίες, σπάζοντας το ρεκόρ του 1920. Ενα μήνα πριν, το Μάη του ’36, είχε ήδη εκλεγεί η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου με πρωθυπουργό τον Λεόν Μπλουμ. Το πρώτο καθήκον που έβαλε η κυβέρνηση στον εαυτό της ήταν να σταματήσει τις απεργίες. Για να επιβληθεί η κοινωνική ειρήνη δόθηκαν σημαντικές παραχωρήσεις στους εργάτες: αυξήσεις, μείωση ωρών εργασίας, δυο βδομάδες πληρωμένες διακοπές. Για τα αφεντικά όμως ήταν σωτηρία. Ηταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει η απεργιακή έκρηξη και έτσι να προετοιμάσουν την αντεπίθεση. Ο Μορίς Τορέζ εξηγούσε στα μέλη του ΚΚ ότι πρέπει επιτέλους να μάθουν «να κλείνουν μια απεργία» και οι Ριζοσπάστες μέλη της κυβέρνησης έλεγαν πως: «Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου δεν περιλαμβάνει απεργίες και καταλήψεις». Ο Τρότσκι εξηγούσε ότι όσο σημαντικές κι αν ήταν οι νίκες του Ιούνη, αν η εργατική τάξη σταματήσει την έφοδό της, σύντομα θα δει τα αφεντικά να τις παίρνουν πίσω:
«Τον Ιούνη οι εργάτες άσκησαν μια κολοσσιαία πίεση πάνω στην άρχουσα τάξη, αλλά δεν την έφτασαν στη λογική της κατάληξη. Απέδειξαν την επαναστατική τους θέληση, αλλά φανέρωσαν και τις αδυναμίες τους: την έλλειψη ενός προγράμματος και μιας ηγεσίας. Όλα τα χαρακτηριστικά, όλες οι ανίατες πληγές της καπιταλιστικής κοινωνίας, παραμένουν ανέπαφα. Τώρα, είναι η περίοδος που εκδηλώνονται οι προετοιμασίες της αντίδρασης για αντεπίθεση: καταστολή των αριστερών αγωνιστών, ολοένα και πιο δηλητηριώδης προπαγάνδα απ’ την πλευρά των δεξιών, πειραματισμοί με την άνοδο των τιμών, κραυγές και κινητοποιήσεις από πλευράς βιομηχάνων για μεγάλης έκτασης λοκ-αουτ.»
Αυτή η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε. Η κυβέρνηση Μπλουμ από την επόμενη χρονιά άρχισε τις υποχωρήσεις στα αφεντικά, προχώρησε σε ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμού της χώρας και στη συνέχεια είδε τους καπιταλιστές να προκαλούν οικονομική αποσταθεροποίηση με φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η αντεπίθεση των αφεντικών θα γκρεμίσει αλλεπάλληλες κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου, για να καταλήξει ο σύμμαχος «Ριζοσπάστης» Νταλαντιέ να συγκυβερνάει με τη Δεξιά και όχι με την Αριστερά αυτή τη φορά. Τα δυνατά κομμάτια της εργατικής τάξης δέχτηκαν ήττες και εξευτελισμούς: «Μετά τη μάχη που τερμάτισε την απεργία, ξετυλίχτηκε μια αποκρουστική αντιστροφή της εορταστικής ατμόσφαιρας μέσα στην οποία είχε τερματισθεί η κατάληψη τον Ιούνη του 1936. Οι αστυνομικοί ανάγκασαν τους εργάτες να βαδίσουν έξω από το εργοστάσιο, αναγκάζοντάς τους να χαιρετάνε φασιστικά και να φωνάζουν “ζήτω η αστυνομία”, αναφέρει ο Κλιφ.
Ομως η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου είχε άλλα σχέδια. Η ανατροπή του καπιταλισμού δεν ήταν στο «πρόγραμμα» και ο φασισμός θα αντιμετωπιζόταν υποτίθεται καλύτερα αν καθησύχαζαν τους δημοκράτες αστούς. Αυτό στην πράξη σήμανε επίθεση ενάντια στο κίνημα. Οι καταλήψεις έπρεπε να σταματήσουν, τα χωράφια να δοθούν πίσω στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, ο εξοπλισμός των εργατών έπρεπε να σταματήσει. Μόνο ο κυβερνητικός στρατός θα πολεμούσε τους φασίστες. Μόνο που ο κυβερνητικός στρατός και μαζί του οι πολιτοφυλακές των σταλινικών ασχολήθηκαν με το να αφοπλίζουν τους εργάτες και να διαλύσουν τις πολιτοφυλακές του POUM, των αναρχικών και των τροτσκιστών, όσων δηλαδή προσπαθούσαν να οργανώσουν το κίνημα από τα κάτω. Η σταλινική «Τρίτη περίοδος» έλεγε ότι δεν χρειάζεται πάλη κατά του φασισμού, αλλά μόνο γενικά κατά του καπιταλισμού. Τώρα, οι αγώνες των απλών ανθρώπων έπρεπε να κατασταλούν γιατί ξεπερνούσαν τα όρια του αντι-φασισμού και ενοχλούσαν τους «αστούς συμμάχους». Αστούς συμμάχους που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν, μιας και οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στις περιοχές που είχε αρπάξει ο φασιστικός στρατός.
Το κίνημα στην Ισπανία, αφοπλισμένο, απογοητευμένο και χωρίς ηγεσία έμεινε εύκολη βορά στο στρατό των φασιστών που κατέλαβε τελικά την εξουσία και έμεινε εκεί μέχρι και τη δεκαετία του ’70.
Ομως, στην Ισπανία δεν δοκιμάστηκαν μόνο οι ρεφορμιστές. Δοκιμάστηκαν οι επαναστάτες και οι αναρχικοί. Κανένας τους δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε εναλλακτική ηγεσία για το κίνημα για να το σώσει από το στραγγαλισμό των σταλινικών. Οι αναρχικοί που ήταν η σημαντικότερη δύναμη αριστερά του ΚΚ αρνήθηκαν στο όνομα της «ελευθεριακότητας» να διαμορφώσουν μια εναλλακτική εξουσία κόντρα στους φασίστες και στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου και όταν τα πράγματα σκούρυναν κατέληξαν να πάρουν υπουργεία στην κυβέρνηση. Το POUM, μια μαρξιστική οργάνωση που επηρεαζόταν από τον τροτσκισμό, προσπαθούσε περισσότερο να πείσει την ηγεσία των αναρχικών παρά να πάρει ανεξάρτητες πρωτοβουλίες για να αλλάξει την κατάσταση.
Ο Τρότσκι σε ένα από τα τελευταία κείμενα, με τίτλο «Κόμμα, τάξη, ηγεσία» που έγραψε στο Μεξικό πριν δολοφονηθεί από έναν πράκτορα του Στάλιν επιτέθηκε στις απόψεις που ήθελαν να ερμηνεύσουν την ήττα στην Ισπανία μόνο σαν «προδοσία των σταλινικών». Η προδοσία των σταλινικών ήταν το αντικειμενικό, το δεδομένο στην όλη κατάσταση. Αυτό που κρίνεται στις περιόδους κρίσης είναι αν υπάρχει διαθέσιμη μια άλλη ηγεσία για το κίνημα. Μια ηγεσία που δεν θα έχει απλά τις σωστές ιδέες, αλλά θα έχει και το μέγεθος και τη σχέση με την τάξη ώστε να μπορέσει να μπει επικεφαλής των νέων ζωντανών δυνάμεων που βγαίνουν μέσα από την επανάσταση.
«Το προλεταριάτο μπορεί να «ανεχθεί» για πολύ καιρό μια ηγεσία που έχει ήδη υποστεί συνολικό εσωτερικό εφκυλισμό αλλά δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να εκφράσει αυτόν της τον εκφυλισμό μέσα σε μεγάλα γεγονότα. Είναι αναγκαίο ένα μεγάλο ιστορικό σοκ για να φανεί έντονα η αντίφαση ανάμεσα στην ηγεσία και την τάξη. Τέτοια μεγάλα ιστορικά σοκ είναι οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις. Ομως ακόμη και σε περιπτώσεις που η παλιά ηγεσία έχει δείξει την εσωτερική της διαφθορά, η τάξη δεν μπορεί να εφεύρει αμέσως μια νέα ηγεσία, ειδικά αν δεν έχει κληρονομήσει από την προηγούμενη περίοδο ισχυρά επαναστατικά στελέχη ικανά να αξιοποιήσουν την κατάρρευση του παλιού ηγετικού κόμματος”.
Η επιλογή νέας ηγεσίας δεν είναι σαν «να μπαίνεις σε ένα κατάστημα και να διαλέγεις τα καλύτερα παπούτσια. Η επιλογή είναι πολύ περιορισμένη. Μόνο σταδιακά, μόνο στη βάση της δικής τους εμπειρίας μπορούν πλατιά στρώματα των μαζών να πειστούν ότι η νέα ηγεσία είναι ικανότερη, πιο αξιόπιστη, πιο αφοσιωμένη από την παλιά. Σίγουρα, μέσα σε μια επανάσταση, δηλαδή όταν τα γεγονότα κινούνται γρήγορα, ένα αδύναμο κόμμα μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε ισχυρό, με προϋπόθεση ότι θα καταλάβει την πορεία της επανάστασης και έχει στις γραμμές του πεισματωμένα στελέχη που δεν θα ζαλίζονται από τα λόγια και δεν θα τρομοκρατηθούν από τις διώξεις. Αλλά ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να υπάρχει πριν από την επανάσταση, αφού η διαδικασία διαμόρφωσης των στελεχών απαιτεί ιδιαίτερο χρόνο και στη διάρκεια της επανάστασης δεν περισσεύει αυτός ο χρόνος».
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε και χάθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30. Η μάχη του να υπάρχουν επαναστατικά κόμματα αρκετά ισχυρά ώστε να μην αφήσουν να πάει χαμένη η τεράστια μαχητικότητα και η ενέργεια που έδειξαν οι εργάτες σε όλες τις χώρες. Ο Τρότσκι έδωσε όλες τους τις δυνάμεις σ’ αυτό το σκοπό. Ιδρυσε την Τέταρτη Διεθνή προσπαθώντας να ενοποιήσει τις μικρές επαναστατικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Αποδείχτηκαν πολύ μικρές και αδύναμες για να σταματήσουν τον δίδυμο οδοστρωτήρα του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο μάθημα για το σήμερα. Η κρίση γεννάει επαναστάσεις αλλά οι επαναστάσεις για να μην μείνουν στα μισά του δρόμου χρειάζονται δυνατά επαναστατικά κόμματα.
Εχουμε σήμερα το πλεονέκτημα να μπορούμε να κοιτάξουμε το φιλμ της δεκαετίας του ’30 γνωρίζοντας το τέλος του. Οσοι περιγράφουν την καπιταλιστική κρίση λες και είναι κάποιου είδους μετεωρολογικό φαινόμενο ή κρυολόγημα που πρέπει να περιμένουμε να περάσει, ξεχνάνε τι πραγματικά συνέβη στη δεκαετία του ’30. Η δεκαετία εκείνη κατέληξε στα «μεσάνυχτα της ιστορίας», στο φασισμό και το Β΄΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βασικός κινητήρας των εξελίξεων ήταν η οικονομική κρίση που άρχισε να επιταχύνεται μετά το Κραχ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το ’29. Το 1932 το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ και τη Γερμανία είχε βγει στην ανεργία και ένας στους πέντε ήταν άνεργος στη Βρετανία. Συνολικά οι άνεργοι παγκόσμια εκτινάχθηκαν από 10 εκ. το 1929 σε 40 εκ. το 1932. Ο καπιταλισμός σήμερα περνάει τη μεγαλύτερη κρίση του μετά τη δεκαετία του ’30. Γι’αυτό είναι κάτι παραπάνω από σημαντική η συζήτηση για τα συμπεράσματα εκείνης της δεκαετίας. Είναι σημαντική γιατί τα γεγονότα της δεκαετίας του ’30 δεν εξελίχθηκαν σαν τρένο πάνω σε προκαθορισμένη τροχιά. Αντίθετα, για ολόκληρη την ανθρωπότητα παίχτηκε το πιο ακραίο στοίχημα, ανάμεσα στη βαρβαρότητα και την επανάσταση. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε γυρνώντας στη δεκαετία του ’30 είναι γιατί το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να κερδίσει εκείνο το στοίχημα. Και η απάντηση δεν μπορεί να βρεθεί αλλού παρά στην στρατηγική και στις συγκεκριμένες επιλογές των πολιτικών δυνάμεων που καθόρισαν τη δεκαετία.
Ο τέταρτος τόμος της βιογραφίας του Τρότσκι, γραμμένος από τον Τόνι Κλιφ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, είναι ο καλύτερος οδηγός για να παρακολουθήσει κανείς τα πολιτικά διλήμματα που έμπαιναν στο εργατικό κίνημα και τις πολιτικές απαντήσεις που δόθηκαν από τα δύο κυρίαρχα ρεύματα, τη σοσιαλδημοκρατία και τα σταλινικά κομμουνιστικά κόμματα.
Ο Τρότσκι έδωσε την πιο δύσκολη μάχη της ζωής του και την πιο σημαντική, όπως θεωρούσε ο ίδιος, στη δεκαετία του ’30. Από ηγέτης εκατομμυρίων, πρόεδρος του Σοβιέτ των εργατών της Πετρούπολης, Κομισάριος στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και ηγέτης του Κόκκινου Στρατού τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, ο Τρότσκι αναλαμβάνει τη δεκαετία του ’30 έναν πολύ διαφορετικό ρόλο. Εξόριστος από το σταλινικό καθεστώς και χωρίς να μπορέσει να γίνει δεκτός σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, έδωσε ασταμάτητα τη μάχη για να χτίσει, σχεδόν απ’ το μηδέν, επαναστατικές οργανώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το εργατικό κίνημα στη νίκη.
Η σταλινική αντεπανάσταση στη Ρωσία είχε πλέον νικήσει οριστικά. Η Αριστερή Αντιπολίτευση διαλύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και ο Στάλιν ξεκίνησε το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο για το χτίσιμο του κρατικού καπιταλισμού. Η ειρωνία της ιστορίας ήταν ότι όταν πλέον οι επαναστάτες που πρότειναν πως η λύση για τη ρώσικη επανάσταση είναι η εξάπλωσή της στην Ευρώπη βρίσκονταν στην εξορία, τότε πραγματικά ξεκίνησε ένα κύμα ριζοσπαστικοποίησης στην Ευρώπη που θα μπορούσε να είχε βγάλει τη Ρωσία από την απομόνωση. Η θεωρία για το «σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα» όμως είχε γίνει επίσημη ιδεολογία στη Ρωσία. Πλέον σε πρώτη προτεραιότητα έμπαινε η αύξηση της παραγωγής για χάρη της συσσώρευσης, σε βάρος της κατανάλωσης, αλλά κυρίως σε βάρος των σοβιέτ και της εργατικής δημοκρατίας. Ετσι, αντί οι αγώνες στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’30 να γίνουν η πνοή που θα έλυνε το πρόβλημα καθυστέρησης της Ρωσίας, τα πράγματα αντιστράφηκαν. Η σταλινική πολιτική έπαιξε κομβικό ρόλο για να πνίξει τα κινήματα στην Ευρώπη.
Γερμανία – Η νίκη του ναζισμού
Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη μετατράπηκε γρήγορα σε μια ακόμη πιο ραγδαία πολιτική κρίση. Τίποτα δεν έμεινε σταθερό. Η κατάσταση έπαιρνε τα πιο οξυμένα χαρακτηριστικά στη Γερμανία. Στις αρχές του ’30 ξέσπασαν καβγάδες ανάμεσα στους εταίρους της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης Μίλερ, όπως για το αν έπρεπε να περικοπεί το επίδομα ανεργίας. Η κυβέρνηση κατέρρευσε. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχρισε καγκελάριο τον Μπρίνινγκ, από το Καθολικό κόμμα του Κέντρου και του έδωσε τη δυνατότητα να κυβερνάει χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου. Αυτό που ακολούθησε ήταν απολύσεις δημόσιων υπάλληλων, φόροι για τους μικρομεσαίους, περικοπές για τους ανέργους, την ώρα που τα εργοστάσια συνέχιζαν να κλείνουν και οι ουρές των απολυμένων να μακραίνουν. Οι εκλογές το Σεπτέμβρη του ’30 κατέγραψαν το σεισμό που συγκλόνιζε τη γερμανική κοινωνία.Οι ναζί είχαν πάρει 2,6% στις εκλογές του ’28, όμως τώρα έβγαιναν δεύτερο κόμμα, με 18,3%. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας είχε άνοδο, αλλά περιορισμένη, από το 10,6% σε 13,1%.
Το πρόβλημα όμως δεν ήταν πόσο άμεσα είχε εκλογική πρόοδο το ΚΚ, αλλά η αναισθησία με την οποία αντιμετώπισε την άνοδο των ναζί. Για το ΚΚ, η μαζική στροφή στην αγκαλιά των φασιστών δεν ήταν παρά μια αλλαγή φρουράς. Οι σοσιαλδημοκρατές αποκαλούνταν ήδη «σοσιαλφασίστες». Ηδη πριν τις εκλογές του ’30, ο ηγέτης του ΚΚ, Ερνστ Τέλμαν, έλεγε από το βήμα του Ράιχσταγκ ότι η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Μίλερ ήταν «μια σοσιαλφασιστική συμμορία… Στη Γερμανία ήδη κυβερνάει ο φασισμός». Αν όμως ο φασισμός ήδη κυβερνούσε το ’30, τότε ποια η διαφορά όταν οχταπλασίασαν τις ψήφους τους και ποια όταν το ’33 ο Χίτλερ θα έπαιρνε πραγματικά την εξουσία και θα έβγαζε εκτός νόμου όλα τα κόμματα και τα συνδικάτα; Το συμπέρασμα που έβγαλε η ηγεσία του ΚΚ από τις εκλογές του ’30 ήταν ότι οι Κομμουνιστές ήταν οι μόνοι νικητές, αφού είχαν αυξήσει τις ψήφους τους, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν υποχώρηση.
Αυτή η γραμμή παράλυσης προερχόταν από τη Ρωσία. Η Κομιντέρν είχε κάνει από το 1928 την εκτίμηση περί «Τρίτης Περιόδου». Ο καπιταλισμός υποτίθεται έμπαινε στην τελική του κρίση και τα Κομμουνιστικά Κόμματα ανά τον κόσμο έπρεπε να σταματήσουν τις τακτικές και τις συμμαχίες. Συμβουλεύονταν να διασπάσουν τα συνδικάτα και να φτιάξουν δικά τους, ξεχωριστά, «κόκκινα συνδικάτα», και να συγκεντρώσουν τα πυρά τους κατά της σοσιαλδημοκρατίας που ήταν «δίδυμη αδερφή» του φασισμού.
Η σοσιαλδημοκρατία όντως κινιόταν ολοταχώς προς τα δεξιά και προς κάθε είδους χυδαίο συμβιβασμό που απαιτεί ο καπιταλισμός όταν βρίσκεται σε κρίση. Ανέχτηκαν την κυβέρνηση Μπρίνινγκ, ακόμη και μετά τις εκλογές του ’30, με τη λογική ότι ήταν καλύτερη από τους φασίστες. Ανέχονταν δηλαδή τις επιθέσεις που γεννούσαν την απελπισία, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτούσε τα πανιά των φασιστών. Ομως η τακτική του ΚΚ αντί να χτίσει γέφυρες με τους εργάτες που απογοητεύονταν από το SPD, οδηγούσε στην απομόνωση. Ριζοσπαστικοποίηση σήμαινε για τους ηγέτες του KPD πόσο δυνατότερα βρίζεις τους εργάτες που ακόμη έχουν αυταπάτες για το SPD, ακόμη και συμπλοκές στους δρόμους μεταξύ οπαδών των δύο κομμάτων. Οι εργάτες που ψήφιζαν σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν όσο «ριζοσπάστες» χρειαζόταν η «Τρίτη Περίοδος» γι’αυτό τα μέλη του ΚΚ αποχωρούσαν από τα συνδικάτα και βρήκαν ένα διαφορετικό καταφύγιο, τους άνεργους και τους πιο χτυπημένους εργάτες.
Ο Τρότσκι έγραψε κάποια από τα πιο σημαντικά του κείμενα, απευθυνόμενος στους γερμανούς κομμουνιστές, αυτήν την περίοδο, προσπαθώντας να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Η δύναμη πρόγνωσης εκείνων των κειμένων είναι αξεπέραστη: «Η κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές θα σήμαινε προπάντων την εξόντωση του ανθού του γερμανικού προλεταριάτου, την καταστροφή των οργανώσεών του, το χάσιμο της εμπιστοσύνη στον ίδιο τον εαυτό του και στο μέλλον του. Αν πάρουμε υπόψη πόσο πιο ώριμες και πιο οξυμένες είναι οι κοινωνικές αντιφάσεις που υπάρχουν στη Γερμανία, το καταχθόνιο έργο του ιταλικού φασισμού θα φαινόταν ασφαλώς σαν ένα ασήμαντο και σχεδόν ανθρωπιστικό πείραμα μπροστά στο έργο του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού», γράφει το 1931, αρκετά χρόνια πριν η ανθρωπότητα γνωρίσει πραγματικά τι θα σημάνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η ναζιστική θηριωδία. Ο Τρότσκι τόνιζε τον κίνδυνο του φασισμού στην προσπάθεια να ξανασυνειδητοποιήσουν οι Κομμουνιστές τις προτεραιότητες της περιόδου.
Η ηγεσία του ΚΚ ταλαντευόταν επικίνδυνα. Τον Ιούλη του ’31 έφτασε στο σημείο να κάνει κοινή καμπάνια μαζί με τους φασίστες στο δημοψήφισμα που οι ίδιοι οι ναζί είχαν προκαλέσει για να ρίξουν τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, του μεγαλύτερου κρατιδίου της τότε Γερμανίας. Με σχεδόν θρησκευτικό τρόπο, η ηγεσία του ΚΚ θεωρούσε ότι η άνοδος του Χίτλερ θα ήταν ένα αναγκαίο κακό που θα περνούσε και «μετά τον Χίτλερ, έρχεται η σειρά μας».
Το ΚΚ ήταν όλο λόγια για το τι θα σημάνει η μέρα που θα εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου. Επένδυε τις ελπίδες των εργατών στις μάχες που θα έρχονταν στο μέλλον, ενώ οι μάχες του παρόντος δεν πήγαιναν βήμα μπροστά.
«Το πρόβλημα δεν είναι να υποσχεθούμε την αναδιοργάνωση της οικονομίας μετά την κατάληψη της εξουσίας, το πρόβλημα βρίσκεται στην κατάληψη της εξουσίας», έγραφε ο Τρότσκι.
Κεντρική θέση στην παρέμβασή του είχε η αναγκαιότητα του ενιαίου μετώπου. Ο Τρότσκι αντλεί επιχειρήματα από τη συσσωρευμένη εμπειρία των Μπολσεβίκων, από το Σοβιέτ του 1905, μέχρι το 1917 όταν χρειάστηκε να συμμαχήσουν με τον Κερένσκι κατά του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ, ακόμη και τον Ιούλη, λίγο πριν την επανάσταση του Οκτώβρη.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να καλέσει στην υπεράσπιση των υλικών και ηθικών θέσεων που η εργατική τάξη έχει ήδη κατακτήσει στο γερμανικό κράτος. Παίζεται η τύχη των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεών της, των εφημερίδων και των τυπογραφείων της, των λεσχών και των βιβλιοθηκών της. Ο κομμουνιστής εργάτης πρέπει να πει στο σοσιαλδημοκράτη συνάδελφό του: «Οι πολιτικές των κομμάτων μας είναι ασυμφιλίωτες· αλλά αν οι φασίστες επιτεθούν αυτή τη νύχτα στα γραφεία της οργάνωσής σου θα τρέξω να σε βοηθήσω με το όπλο στο χέρι. Υπόσχεσαι και συ ότι σε περίπτωση που ένας τέτοιος κίνδυνος απειλήσει τη δική μου οργάνωση θα τρέξεις να μας βοηθήσεις; Αυτή είναι η πεμπτουσία της πολιτικής της τωρινής περιόδου. Σε αυτό το πνεύμα πρέπει να συντονιστεί κάθε δράση».
Το ενιαίο μέτωπο δεν ήταν τακτική υποχώρηση που οφειλόταν στη μεγάλη δύναμη των φασιστών. Ισα ίσα, ο Τρότσκι επισημαίνει τον κοινωνικό χαρακτήρα του φασισμού για να μην τρομοκρατηθεί το κίνημα από τα μεγάλα τους εκλογικά ποσοστά.
«Μέχρι τώρα η κυριότερη δύναμη των φασιστών είναι οι αριθμοί τους. Ναι, παίρνουν πολλές ψήφους στις εκλογές. Όμως, στους κοινωνικούς αγώνες η ψήφος δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Την κύρια δύναμη του φασισμού την αποτελούν οι μικροαστοί και η νέα μεσαία τάξη: μικροβιοτέχνες και μικρέμποροι των πόλεων, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, τεχνικοί, διανοούμενοι, εξαθλιωμένοι αγρότες. Στη ζυγαριά της εκλογικής στατιστικής χίλιες φασιστικές ψήφοι ισοδυναμούν με χίλιες κομμουνιστικές ψήφους. Όμως, στη ζυγαριά του επαναστατικού αγώνα χίλιοι εργάτες που δουλεύουν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αξίζουν εκατό φορές περισσότερο απ’ όσο αξίζουν χίλιοι χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι, γραφιάδες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους. Ο κύριος όγκος της φασιστικής μάζας αποτελείται από ανθρώπινη σκόνη…».
Οσο περισότερο οι φασίστες απλώνονταν στις γειτονιές και τρομοκρατούσαν τους εργάτες, τα μέλη του ΚΚ αναγκάζονταν να οργανώνονται και να απαντάνε. Ενοπλα τμήματα κομμουνιστών έδιναν μάχες με τους ναζί για τον έλεγχο των δρόμων και των καφενείων. Ομως το να ανοίγουν μερικά κεφάλια φασιστών στις γειτονιές από τις ομάδες των «επίλεκτων» του ΚΚ ήταν σκέτη αυτοϊκανοποίηση, όταν οι ταξιαρχίες της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα, δεν μπορούσαν να δώσουν μια ενιαία απάντηση και στους φασίστες και στην κυβέρνηση. Οι Κομμουνιστές κατηγορούσαν τους Σοσιαλδημοκράτες για τις προδοσίες τους, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούσαν να ηγηθούν σε αγώνες από μόνοι τους. Το ΚΚ μπορούσε να παραμένει μεθυσμένο μέσα στην αισιοδοξία του, αφού στρατολογούσε νέα μέλη, ειδικά μέσα στους ανέργους. «Στο τέλος του 1931, το 78% των μελών του KPD ήταν άνεργοι και τον Απρίλη του 1932 αυτό το ποσοστό είχε ανέβει στο 85%. Στο βιομηχανικό προλεταριάτο κυριαρχούσε το SPD. Το 1930 το 89,9% των μελών των εργοστασιακών επιτροπών ήταν σοσιαλδημοκράτες», γράφει ο Τόνι Κλιφ. Το ΚΚ κατάφερνε να στρατολογεί τους πιο οργισμένους εργάτες και πολύ γρήγορα να τους χάνει. Από την άλλη, ένα στα πέντε μέλη του SPD είχε κομματική ηλικία 15 ετών, με εμπειρίες όχι μόνο συνδικαλισμού αλλά και επανάστασης. «Οι άνεργοι δεν είναι μια τάξη, αλλά ήδη αποτελούν ένα κοινωνικό στρώμα πολύ συμπαγές και σταθερό που προσπαθεί μάταια να βγει από την ανυπόφορη κατάστασή του. [..] μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να σώσει τη Γερμανία από την αποσύνθεση και την καταστροφή και αυτό ισχύει πάνω απ’ όλα για τα εκατομμύρια των ανέργων». Ομως, «παίρνοντας υπόψη την αδυναμία του ΚΚ μέσα στα εργοστάσια και τα συνδικάτα, η αριθμητική αύξησή του δεν σημαίνει τίποτα. Σ’ ένα έθνος που κατατρώγεται από την κρίση και τις αντιθέσεις, το κόμμα της άκρας αριστεράς μπορεί να βρει δεκάδες χιλιάδες νέους οπαδούς[...]. Τα πάντα στηρίζονται στις σχέσεις ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη. Ενας μονάχος κομμουνιστής εργαζόμενος εκλεγμένος στην εργοστασιακή επιτροπή ή τη διοίκηση ενός συνδικάτου έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από χίλια καινούργια μέλη [...]»
Το 1933 ήταν η πιο πικρή επιβεβαίωση για τις προειδοποιήσεις του Τρότσκι. Ο Χίτλερ έβγαλε γρήγορα εκτός νόμου όλα τα κόμματα και τα συνδικάτα. Ο ιδιωτικός στρατός των φαιοχιτώνων φασιστών κατάφερε να κονιορτοποιήσει την εργατική τάξη με τρόπο που ο στρατός και η αστυνομία της αστικής δημοκρατίας δεν είχε καταφέρει. Ηταν η σημαντικότερη ήττα που είχε υποστεί το εργατικό κίνημα στην ιστορία του. Η χώρα με τη μεγαλύτερη Αριστερά, με τη μεγαλύτερη εργατική τάξη και με την εμπειρία της Επανάστασης του ’18-’23 είδε την εργατική της τάξη να παραδίδεται αμαχητί.
Γαλλία – Οι καταλήψεις στα εργοστάσια
Η μεγάλη μάχη όμως δεν είχε ακόμα κριθεί. Το κλειδί της παγκόσμιας κατάστασης τώρα κρατούσε η Γαλλία, υποστήριζε ο Τρότσκι. Τον Οκτώβρη του ’34, στο κείμενό του «Πού βαδίζει η Γαλλία;», προειδοποιούσε για να μην θεωρηθεί η κατάληξη της Γερμανίας «ειδική περίπτωση»:«Όποιος παρηγορείται με τη φράση «Η Γαλλία δεν είναι Γερμανία», είναι απελπιστικά ανόητος. Σήμερα σ’ όλες τις χώρες λειτουργούν οι ίδιοι νόμοι, οι νόμοι της καπιταλιστικής κρίσης και παρακμής… Στις διάφορες χώρες οι συνέπειες της γήρανσης και της αποσύνθεσης του καπιταλισμού εκφράζονται με διαφορετικές μορφές και αναπτύσσονται με άνισους ρυθμούς. Παντού, όμως, τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ίδια. Η αστική τάξη οδήγησε την κοινωνία της σε ολοκληρωτική χρεοκοπία. Δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ούτε το ψωμί ούτε την ειρήνη. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορεί να ανεχθεί περισσότερο το δημοκρατικό καθεστώς. Είναι αναγκασμένη να τσακίζει τους εργάτες με τη φυσική βία. Αλλά η αγανάκτηση των εργατών και των αγροτών δεν μπορεί να καταπνιγεί μόνο με τη φυσική βία της αστυνομίας.»
Ο κύκλος των γεγονότων στη Γαλλία είχε ξεκινήσει ανάποδα. Μια πρόκληση των φασιστών έδωσε ευκαιρία στο κίνημα να περάσει στην επίθεση. Στις αρχές του ’34 οι φασίστες προσπάθησαν να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο. Μετά από επεισόδια με 16 νεκρούς και περίπου 2000 τραυματίες, η κυβέρνηση Νταλαντιέ έπεσε για να αντικατασταθεί από μια συντηρητική κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Οι φασίστες είχαν καταφέρει να σπρώξουν το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, αλλά την νέα κυβέρνηση την υποδέχθηκε μια μεγάλη διαδήλωση των Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών και τρεις μέρες αργότερα μια γενική απεργία οργανωμένη από τα συνδικάτα του KK και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Παρότι τα δύο κόμματα κάλεσαν ξεχωριστές συγκεντρώσεις, το ένα εκατομμύριο εργάτες που βγήκαν στους δρόμους δεν άφησαν τις ηγεσίες τους να τους διασπάσουν. Οι διαδηλώσεις έγιναν μία με τον κόσμο να φωνάζει «Ενότητα-Ενότητα». Η γραμμή του ΚΚ της Γαλλίας δεν ήταν διαφορετική από τη Γερμανική. Καθοριζόταν από την «Τρίτη Περίοδο» και τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού». Ομως η πίεση από τα κάτω, ανάγκασε και τα δύο κόμματα να αφήσουν στην άκρη τους σεκταρισμούς.
Λίγους μήνες μετά, οι τακτικές της «Τρίτης Περίοδου» θα έμοιαζαν να ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Η ηγεσία του ΚΚ έλεγε τώρα ότι το μέτωπο ενάντια στο φασισμό πρέπει να συμπεριλάβει όχι μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και το αστικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ηταν η στροφή στη λεγόμενη στρατηγική του «λαϊκού μετώπου». Οι λόγοι που οδήγησαν το ΚΚ Γαλλίας από το ένα άκρο στο άλλο δεν ήταν κυρίως εσωτερικοί. Στις αρχές του ’35, ο Στάλιν συνάπτει με την γαλλική κυβέρνηση το «Γαλλο-Σοβιετικό Σύμφωνο Αμοιβαίας Βοήθειας» για λόγους αμυντικής προετοιμασίας και των δύο χωρών. Πλέον η κυβέρνηση της Γαλλίας είναι συμμαχική για την ΕΣΣΔ και οι Γάλλοι κομμουνιστές έπρεπε να υποταχθούν σε αυτή τη συμμαχία.
Ο Μορίς Τορέζ, ο γενικός γραμματέας του ΚΚ, υποστήριζε πως το Λαϊκό Μέτωπο είναι μια διευρυμένη και καλύτερη εκδοχή του Ενιαίου Μετώπου, μιας και μπορεί να συμπεριλάβει και κομμάτια των μικροαστών. Ομως στην πραγματικότητα το Λαϊκό Μέτωπο ήταν ο αφοπλισμός της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι έγραφε για τη συμμαχία με τους Ριζοσπάστες: «η εξωκοινοβουλευτική συμμαχία μαζί τους στο όνομα της πάλης ενάντια στο φασισμό, δεν είναι μόνο έγκλημα, είναι και ηλιθιότητα.
Αντί να δυναμώνει τη μάχη ενάντια στο φασισμό, το «μέτωπο του λαού» δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το συνασπισμό της εργατικής τάξης με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη, η οποία στην περίπτωσή μας εκπροσωπείται από το Ριζοσπαστικό Κόμμα και κάποιες άλλες ασήμαντες δυνάμεις του ίδιου τύπου. Ο συνασπισμός αυτός εκτείνεται τόσο στην κοινοβουλευτική όσο και στην εξωκοινοβουλευτική σφαίρα. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα και στις δυο αυτές σφαίρες, κρατώντας για τον εαυτό του το δικαίωμα της πλήρους ελευθερίας δράσης, επιβάλλει άγριους περιορισμούς στην ελευθερία δράσης του προλεταριάτου.»
Αν η πολιτική της «Τρίτης περιόδου» ήταν ένας αντικαπιταλισμός στα λόγια που οδηγούσε σε απομόνωση, το «Λαϊκό Μέτωπο» ήταν η εγκατάλειψη του αντικαπιταλισμού ακόμη και στα λόγια. Οι Κομμουνιστές μετατρέπονταν σε μια από τις «υπεύθυνες δυνάμεις» που θα έσωζαν τη χώρα από το φασισμό και την κρίση, χωρίς να ακουμπήσουν το σύστημα. Στην Τρίτη περίοδο ο φασισμός θα αντιμετωπιζόταν με φοβέρες. Τα Λαϊκά Μέτωπα θα τον αντιμετώπιζαν με καλοπιάσματα.
Η εργατική τάξη της Γαλλίας όμως δεν χώρεσε σε αυτό το στενό ρούχο. Τα κοινά μανιφέστα Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών τα μετέτρεψε σε κοινή δράση στους δρόμους. Τα χρόνια ’35 και ’36 ήταν γεμάτα από απεργιακούς αγώνες που κλιμακώθηκαν με καταλήψεις των εργοστασίων. Τον Ιούνη του ’36 οργανώθηκαν πάνω από 12 χιλιάδες απεργίες, σπάζοντας το ρεκόρ του 1920. Ενα μήνα πριν, το Μάη του ’36, είχε ήδη εκλεγεί η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου με πρωθυπουργό τον Λεόν Μπλουμ. Το πρώτο καθήκον που έβαλε η κυβέρνηση στον εαυτό της ήταν να σταματήσει τις απεργίες. Για να επιβληθεί η κοινωνική ειρήνη δόθηκαν σημαντικές παραχωρήσεις στους εργάτες: αυξήσεις, μείωση ωρών εργασίας, δυο βδομάδες πληρωμένες διακοπές. Για τα αφεντικά όμως ήταν σωτηρία. Ηταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει η απεργιακή έκρηξη και έτσι να προετοιμάσουν την αντεπίθεση. Ο Μορίς Τορέζ εξηγούσε στα μέλη του ΚΚ ότι πρέπει επιτέλους να μάθουν «να κλείνουν μια απεργία» και οι Ριζοσπάστες μέλη της κυβέρνησης έλεγαν πως: «Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου δεν περιλαμβάνει απεργίες και καταλήψεις». Ο Τρότσκι εξηγούσε ότι όσο σημαντικές κι αν ήταν οι νίκες του Ιούνη, αν η εργατική τάξη σταματήσει την έφοδό της, σύντομα θα δει τα αφεντικά να τις παίρνουν πίσω:
«Τον Ιούνη οι εργάτες άσκησαν μια κολοσσιαία πίεση πάνω στην άρχουσα τάξη, αλλά δεν την έφτασαν στη λογική της κατάληξη. Απέδειξαν την επαναστατική τους θέληση, αλλά φανέρωσαν και τις αδυναμίες τους: την έλλειψη ενός προγράμματος και μιας ηγεσίας. Όλα τα χαρακτηριστικά, όλες οι ανίατες πληγές της καπιταλιστικής κοινωνίας, παραμένουν ανέπαφα. Τώρα, είναι η περίοδος που εκδηλώνονται οι προετοιμασίες της αντίδρασης για αντεπίθεση: καταστολή των αριστερών αγωνιστών, ολοένα και πιο δηλητηριώδης προπαγάνδα απ’ την πλευρά των δεξιών, πειραματισμοί με την άνοδο των τιμών, κραυγές και κινητοποιήσεις από πλευράς βιομηχάνων για μεγάλης έκτασης λοκ-αουτ.»
Αυτή η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε. Η κυβέρνηση Μπλουμ από την επόμενη χρονιά άρχισε τις υποχωρήσεις στα αφεντικά, προχώρησε σε ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμού της χώρας και στη συνέχεια είδε τους καπιταλιστές να προκαλούν οικονομική αποσταθεροποίηση με φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η αντεπίθεση των αφεντικών θα γκρεμίσει αλλεπάλληλες κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου, για να καταλήξει ο σύμμαχος «Ριζοσπάστης» Νταλαντιέ να συγκυβερνάει με τη Δεξιά και όχι με την Αριστερά αυτή τη φορά. Τα δυνατά κομμάτια της εργατικής τάξης δέχτηκαν ήττες και εξευτελισμούς: «Μετά τη μάχη που τερμάτισε την απεργία, ξετυλίχτηκε μια αποκρουστική αντιστροφή της εορταστικής ατμόσφαιρας μέσα στην οποία είχε τερματισθεί η κατάληψη τον Ιούνη του 1936. Οι αστυνομικοί ανάγκασαν τους εργάτες να βαδίσουν έξω από το εργοστάσιο, αναγκάζοντάς τους να χαιρετάνε φασιστικά και να φωνάζουν “ζήτω η αστυνομία”, αναφέρει ο Κλιφ.
Ισπανία – Η επανάσταση ενάντια στο φασισμό
Η λαϊκο-μετωπική Λογική που έλεγε ότι μια προοδευτική κυβέρνηση αρκεί ως αντίσταση και στο φασισμό και στον καπιταλισμό είχε ακόμη χειρότερα αποτελέσματα στην Ισπανία. Το Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε τις εκλογές στις αρχές του ’36, μετά από μια πενταετία αποσταθεροποίησης της χώρας και ενός κύματος ριζοσπαστικοποίησης, αγώνων και τοπικών εξεγέρσεων. Και στην περίπτωση της Ισπανίας, η εκλογική νίκη έδωσε ακόμη περισσότερη ώθηση στους αγώνες, με ένα κύμα καταλήψεων εργοστασίων και τσιφλικιών στην ύπαιθρο. Τον Ιούλη ξέσπασε η ανταρσία των φασιστών του στρατηγού Φράνκο με σκοπό να ανατρέψει την κυβέρνηση και να διαλύσει το κίνημα. Η φασιστική απειλή ριζοσπαστικοποίησε ακόμη περισσότερο τον κόσμο που έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του ζητώντας από την κυβέρνηση να δώσει όπλα και να τσακίσει την άρχουσα τάξη που είχε ταχτεί με τον Φράνκο. Η χώρα έφτασε γρήγορα σε κατάσταση δυαδικής εξουσίας, όπου οι οργανώσεις των εργατών και των χωρικών είχαν έναν, παράλληλο με την κυβέρνηση, μηχανισμό εξουσίας στις περιοχές που έλεγχαν.Ομως η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου είχε άλλα σχέδια. Η ανατροπή του καπιταλισμού δεν ήταν στο «πρόγραμμα» και ο φασισμός θα αντιμετωπιζόταν υποτίθεται καλύτερα αν καθησύχαζαν τους δημοκράτες αστούς. Αυτό στην πράξη σήμανε επίθεση ενάντια στο κίνημα. Οι καταλήψεις έπρεπε να σταματήσουν, τα χωράφια να δοθούν πίσω στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, ο εξοπλισμός των εργατών έπρεπε να σταματήσει. Μόνο ο κυβερνητικός στρατός θα πολεμούσε τους φασίστες. Μόνο που ο κυβερνητικός στρατός και μαζί του οι πολιτοφυλακές των σταλινικών ασχολήθηκαν με το να αφοπλίζουν τους εργάτες και να διαλύσουν τις πολιτοφυλακές του POUM, των αναρχικών και των τροτσκιστών, όσων δηλαδή προσπαθούσαν να οργανώσουν το κίνημα από τα κάτω. Η σταλινική «Τρίτη περίοδος» έλεγε ότι δεν χρειάζεται πάλη κατά του φασισμού, αλλά μόνο γενικά κατά του καπιταλισμού. Τώρα, οι αγώνες των απλών ανθρώπων έπρεπε να κατασταλούν γιατί ξεπερνούσαν τα όρια του αντι-φασισμού και ενοχλούσαν τους «αστούς συμμάχους». Αστούς συμμάχους που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν, μιας και οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στις περιοχές που είχε αρπάξει ο φασιστικός στρατός.
Το κίνημα στην Ισπανία, αφοπλισμένο, απογοητευμένο και χωρίς ηγεσία έμεινε εύκολη βορά στο στρατό των φασιστών που κατέλαβε τελικά την εξουσία και έμεινε εκεί μέχρι και τη δεκαετία του ’70.
Ομως, στην Ισπανία δεν δοκιμάστηκαν μόνο οι ρεφορμιστές. Δοκιμάστηκαν οι επαναστάτες και οι αναρχικοί. Κανένας τους δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε εναλλακτική ηγεσία για το κίνημα για να το σώσει από το στραγγαλισμό των σταλινικών. Οι αναρχικοί που ήταν η σημαντικότερη δύναμη αριστερά του ΚΚ αρνήθηκαν στο όνομα της «ελευθεριακότητας» να διαμορφώσουν μια εναλλακτική εξουσία κόντρα στους φασίστες και στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου και όταν τα πράγματα σκούρυναν κατέληξαν να πάρουν υπουργεία στην κυβέρνηση. Το POUM, μια μαρξιστική οργάνωση που επηρεαζόταν από τον τροτσκισμό, προσπαθούσε περισσότερο να πείσει την ηγεσία των αναρχικών παρά να πάρει ανεξάρτητες πρωτοβουλίες για να αλλάξει την κατάσταση.
Ο Τρότσκι σε ένα από τα τελευταία κείμενα, με τίτλο «Κόμμα, τάξη, ηγεσία» που έγραψε στο Μεξικό πριν δολοφονηθεί από έναν πράκτορα του Στάλιν επιτέθηκε στις απόψεις που ήθελαν να ερμηνεύσουν την ήττα στην Ισπανία μόνο σαν «προδοσία των σταλινικών». Η προδοσία των σταλινικών ήταν το αντικειμενικό, το δεδομένο στην όλη κατάσταση. Αυτό που κρίνεται στις περιόδους κρίσης είναι αν υπάρχει διαθέσιμη μια άλλη ηγεσία για το κίνημα. Μια ηγεσία που δεν θα έχει απλά τις σωστές ιδέες, αλλά θα έχει και το μέγεθος και τη σχέση με την τάξη ώστε να μπορέσει να μπει επικεφαλής των νέων ζωντανών δυνάμεων που βγαίνουν μέσα από την επανάσταση.
«Το προλεταριάτο μπορεί να «ανεχθεί» για πολύ καιρό μια ηγεσία που έχει ήδη υποστεί συνολικό εσωτερικό εφκυλισμό αλλά δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να εκφράσει αυτόν της τον εκφυλισμό μέσα σε μεγάλα γεγονότα. Είναι αναγκαίο ένα μεγάλο ιστορικό σοκ για να φανεί έντονα η αντίφαση ανάμεσα στην ηγεσία και την τάξη. Τέτοια μεγάλα ιστορικά σοκ είναι οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις. Ομως ακόμη και σε περιπτώσεις που η παλιά ηγεσία έχει δείξει την εσωτερική της διαφθορά, η τάξη δεν μπορεί να εφεύρει αμέσως μια νέα ηγεσία, ειδικά αν δεν έχει κληρονομήσει από την προηγούμενη περίοδο ισχυρά επαναστατικά στελέχη ικανά να αξιοποιήσουν την κατάρρευση του παλιού ηγετικού κόμματος”.
Η επιλογή νέας ηγεσίας δεν είναι σαν «να μπαίνεις σε ένα κατάστημα και να διαλέγεις τα καλύτερα παπούτσια. Η επιλογή είναι πολύ περιορισμένη. Μόνο σταδιακά, μόνο στη βάση της δικής τους εμπειρίας μπορούν πλατιά στρώματα των μαζών να πειστούν ότι η νέα ηγεσία είναι ικανότερη, πιο αξιόπιστη, πιο αφοσιωμένη από την παλιά. Σίγουρα, μέσα σε μια επανάσταση, δηλαδή όταν τα γεγονότα κινούνται γρήγορα, ένα αδύναμο κόμμα μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε ισχυρό, με προϋπόθεση ότι θα καταλάβει την πορεία της επανάστασης και έχει στις γραμμές του πεισματωμένα στελέχη που δεν θα ζαλίζονται από τα λόγια και δεν θα τρομοκρατηθούν από τις διώξεις. Αλλά ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να υπάρχει πριν από την επανάσταση, αφού η διαδικασία διαμόρφωσης των στελεχών απαιτεί ιδιαίτερο χρόνο και στη διάρκεια της επανάστασης δεν περισσεύει αυτός ο χρόνος».
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε και χάθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30. Η μάχη του να υπάρχουν επαναστατικά κόμματα αρκετά ισχυρά ώστε να μην αφήσουν να πάει χαμένη η τεράστια μαχητικότητα και η ενέργεια που έδειξαν οι εργάτες σε όλες τις χώρες. Ο Τρότσκι έδωσε όλες τους τις δυνάμεις σ’ αυτό το σκοπό. Ιδρυσε την Τέταρτη Διεθνή προσπαθώντας να ενοποιήσει τις μικρές επαναστατικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Αποδείχτηκαν πολύ μικρές και αδύναμες για να σταματήσουν τον δίδυμο οδοστρωτήρα του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο μάθημα για το σήμερα. Η κρίση γεννάει επαναστάσεις αλλά οι επαναστάσεις για να μην μείνουν στα μισά του δρόμου χρειάζονται δυνατά επαναστατικά κόμματα.