Ο προκλητικός χορογράφος σκηνοθετεί τον μελοποιημένο Καβάφη της Λένας Πλάτωνος, για τέσσερις παραστάσεις, τον Δεκέμβριο στο Παλλάς, δημιουργώντας ένα ακατάλληλο θέαμα
ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=34&artId=321861&dt=07/11/2010#ixzz14g9WLcfW
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι
και πάλι εδώ: έναν χρόνο μετά το «Πουθενά» επανέρχεται, αυτή τη φορά
για να «μιλήσει» με τον δικό του τρόπο για τον Κ. Π. Καβάφη,
βασισμένος στη μουσική που έγραψε για 13 ποιήματα του Αλεξανδρινού η Λένα
Πλάτωνος. Με δεδομένο και εμφανή τον ενθουσιασμό του γι΄ αυτό που
προτείνει, μίλησε στο «Βήμα» για ένα θέαμα αυστηρώς ακατάλληλο, με
απαγορευμένα θέματα...
- Κύριε Παπαϊωάννου,γιατί «ΚΚ» και όχι ΚΠΚ;
«Για πλάκα. Είναι κάτι που πρότεινα στη Λένα Πλάτωνος στην πρώτη μας συνάντηση, όταν με κάλεσε στο σπίτι της να ακούσω τον Καβάφη. Την ώρα που άκουγα κατάλαβα πως έπρεπε να γίνει η σκηνοθεσία της συναυλίας και της πρότεινα αυτόν τον τίτλο- της άρεσε πολύ».
- Ολα ξεκίνησαν,δηλαδή,από τη Λένα Πλάτωνος;
«Ναι. Οταν με κάλεσε είχε ήδη ετοιμάσει τα 13 τραγούδια και είχε κλείσει να τα πρωτοπαρουσιάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Απλώς ήθελε να κάνει μια χειμερινή παρουσίαση της δουλειάς της αλλά σκηνοθετημένη. Είχε και την ανασφάλεια ότι το έργο είναι μικρό. Την απελευθέρωσα όμως λέγοντάς της ότι είναι μικρό και μικρό θα παραμείνει. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το κοντσέρτο έπρεπε να έχει μόνο Καβάφη και όχι άλλη δική της δουλειά. Συμφωνήσαμε σε όλα».
- Θα λέγατε ότι είναι ένα παιχνίδι το «ΚΚ»;
«Ενα παιχνίδι. Δύο ολόιδια γράμματα είναι όπως δύο άνθρωποι ολόιδιοι μεταξύ τους. Σαν ομοφυλόφιλη σχέση. Παίζει, κατά κάποιον τρόπο, με μια τέτοια αντιστοιχία. Είχα κάνει το 1999 ένα αγαπημένο μου τρίλεπτο έργο, “Το Τραγούδι του 99”, όπου ήταν δύο άνδρες με κοστούμια και ο ένας τραβούσε το κοστούμι του άλλου. Πολλές φορές έπαιρναν το σχήμα του κάππα. Πάντως ο τίτλος είναι τα αρχικά του, δεν έχει κανένα άλλο βάθος».
- Αλήθεια,πώς έγινε η σκηνοθεσία της μελοποίησης;
«Με πέτυχε στην περίοδο που μόλις είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη και είχα βυθιστεί στην καινούργια μου μανία που είναι να κινηματογραφώ, να επεξεργάζομαι και να μοντάρω εικόνες. Αυτό είναι κάτι που ξεκίνησα πέρυσι γυρίζοντας και μοντάροντας το “Πουθενά”. Μετά πήγα στην Αμερική και έμαθα κι άλλα πράγματα για τη video art και για τον κινηματογράφο. Γυρνώντας είχα αρχίσει να ξαναδουλεύω χωρίς συγκεκριμένο στόχο στον υπολογιστή μου μαθαίνοντας ακόμη πιο πολύ το νέο μέσο μου. Η Πλάτωνος με πέτυχε σ΄ αυτή τη φάση».
- Ποιος ήταν ο δικός σας στόχος; «Το έργο είναι αυστηρό, ιδιαίτερo, μελαγχολικό και δύσκολο στο πρώτο του άκουσμα. Η δική μου αποστολή ήταν, εφόσον αγάπησα το έργο, να δημιουργήσω ένα τοπίο το οποίο να διευκολύνει την ονειροπόληση την ώρα που έχει κανείς το πρώτο άκουσμα. Διότι πρόκειται για ένα μουσικό έργο που είναι κατ΄ εξοχήν για κατ΄ ιδίαν ακρόαση. Να φτιάξω, δηλαδή, εκπορευόμενες από τη μουσική εικόνες που προτείνονται για ονειροπόληση και διαλογισμό ώστε να επικοινωνήσει κανείς καλύτερα με τον ήχο και μέσα από αυτόν με την ποίηση. Της πρότεινα να γίνει μια μεγάλη οθόνη πίσω από τον τραγουδιστή όπου δημιουργούνται σχήματα και εικόνες. Ετσι κι έγινε». - Οσα διαδραματίζονται στην οθόνη είναι σε συνάρτηση με τους στίχους κάθε ποιήματος;
«Μερικές φορές καθόλου, μερικές φορές ναι, σε σχεδόν εκνευριστικό βαθμό, που ήδη στ΄ αφτιά μου ακούω τις κατηγορίες περί εικονογράφησης. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όταν άκουσα τα τραγούδια σκέφθηκα σχεδόν για όλα τι ακριβώς θα γυρίσω. Και το έκανα. Αλλά τα πέταξα όλα. Ολο το έργο δημιουργήθηκε από τα πλάνα που κατά λάθος τράβηξα με την κάμερά μου, την οποία είχα μαζί μου όλο το καλοκαίρι, στο πλάι αυτών των γυρισμάτων ή σε άσχετες στιγμές· από τα σκουπίδια των γυρισμάτων. Πήρα κομμάτια που άρχισαν να συνδιαλέγονται με τη μουσική της Λένας. Ξεκινώντας λοιπόν ένα καινούργιο μέσον ο ίδιος μου ο εαυτός μού εναντιώνεται. Το προαποφασισμένο και η συσσωρευμένη εμπειρία μου από το θέατρο και τον χορό εδώ δεν λειτουργούν καθόλου. Και λειτουργεί το τυχαίο, αυτό που σχεδόν υποσυνείδητα είχα τραβήξει, ζώντας μέσα σ΄ αυτό το κλίμα. Ετσι νομίζω τουλάχιστον».
- Τι θα δούμε λοιπόν; «Μικρά οπτικά, μικρές χορογραφίες, μικρές σκηνοθεσίες ανθρώπων ήταν αυτά που είχα κάνει. Αυτά δεν θα τα δούμε. Η ιστορία που δομήθηκε σιγά σιγά φτιάχτηκε από τον ίδιο της τον εαυτό. Επιλέγοντας ένα υλικό που μου φαινόταν γοητευτικό οδηγήθηκα τελικά σε κάποιο άλλο υλικό που με πήγε σε ένα εσωτερικό σενάριο. Ακούγοντάς το πού με πάει πήγα και θα δούμε...».
- Μιλάμε για 13 μικρές ιστορίες; «Υπάρχουν εικόνες για κάθε τραγούδι, καμιά φορά επανέρχονται ή συνεχίζονται σε άλλο τραγούδι, και υπάρχουν και εικόνες ανάμεσα στα τραγούδια που δεν ανήκουν πουθενά. Εχω φτιάξει και ένα sound design που ακούγεται ανάμεσα ή και πάνω στα τραγούδια. Φιλοδοξώ σε ένα εσωτερικό ταξίδι το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου μια αισθηματική και υπαρξιακή περιπέτεια. Αλλά μην εμπιστεύεστε τη γνώμη των δημιουργών για τα δημιουργήματά τους! Πάντως δεν είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Θα κάνουμε πολλά χρόνια να ξαναδούμε από εμένα κάτι τέτοιο».
- Ποια ποιήματα περιλαμβάνονται;
«Τα “Τείχη”, το “Περιμένοντας τους βαρβάρους”, η “Πόλις”, το “Δώδεκα και μισή”, τα “Κεριά”, το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, αλλά και η “Μονοτονία”, η “Δέησις”. Είναι μια ανάμειξη από τους ογκόλιθους και από τα μικρά διαμάντια». - Το γεγονός ότι ξέρουμε τα ποιήματα του Καβάφη λειτουργεί θετικά σε ένα θέαμα σαν κι αυτό;
«Και ναι και όχι. Οταν αγαπάς ένα μυθιστόρημα και πας να δεις την ταινία, δεν είναι πάντα ευχάριστο το αποτέλεσμα. Το θέαμα-ακρόαμα δεν δυσκολεύει τον θεατή-ακροατή. Εχει μια απλότητα και μια διάθεση για εσωτερικό ταξίδι, οπότε δεν φλερτάρει μαζί σου, δεν σε χαϊδεύει, ίσως σε σαγηνεύει, στέκεται εκεί και εσύ επικοινωνείς μαζί του. Δεν είναι πάντα θετικό ότι γνωρίζουμε τα ποιήματα. Εμένα, ας πούμε, ποτέ δεν μου άρεσε όποτε οπτικοποιήθηκαν αγαπημένα μου κείμενα. Θα το κρίνει ο κόσμος όμως...».
- Συμφωνείτε ότι ο Καβάφης είναι συγχρόνως οικείος και απόμακρος;
«Συμφωνώ. Εχει ταυτόχρονα μια κυνική και μια χιουμοριστική υπόνοια. Δεν αφήνεται να γίνει συναισθηματικός ενώ είναι πάντα βαθύτατα μα βαθύτατα συγκινητικός. Είναι απλός και μοντέρνος ποιητής. Η μεγάλη τέχνη πάντα έχει μια δόση ψυχρότητας».
- Γιατί ο Καβάφης παραμένει τόσο σημαντικός και επίκαιρος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς; «Κυρίως όχι μόνο στην Ελλάδα. Η θέση του παγκοσμίως είναι πολύ σημαντική- ομολογώ ότι δεν ήξερα πως τοποθετείται στο πάνθεον. Αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω γιατί δεν ξέρω τόσο καλά το αντικείμενο. Η υπαρξιακή του ματιά επάνω στα πράγματα και η δυνατότητά του να στοχάζεται επάνω στον αισθησιασμό και στον καημό της ζωής τον κάνουν να δονεί και να δονείται. Αλλά κυρίως η τρομερή του απλότητα. Αυτό έχει σημασία για μένα...».
- Το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλος δεν επηρέασε τη διάδοση της ποίησής του;
«Στη χώρα μας έχουμε μια παράδοση να μη
συνυπολογίζουμε την ομοφυλοφιλία καλλιτεχνών που μας έχουν καθορίσει
και μας συντροφεύουν και χαρακτηρίζουν τον αρχαίο και τον νέο
πολιτισμό. Απλώς δεν μας αρέσει να το σκεφτόμαστε. Είναι μια ποίηση
πέρα και πάνω από τη συγκεκριμένη επιλογή ερωτισμού γιατί είναι ένας
μεγάλος ποιητής. Οσο συγκεκριμένος κι αν είναι ο μεγάλος ποιητής, η
ποίηση η ίδια μεταμορφώνει και μεγαλώνει. Τα έχει πει ο
Χριστιανόπουλος, χρόνια τώρα, καλύτερα από μένα: “Είμαι ερωτικός
ποιητής. Ασχολούμαι με το εδάφιο του έρωτα που μου αναλογεί. Αν είμαι
καλός, η ποίησή μου θα μεγαλώσει”. Στην περίπτωση του Καβάφη - και με
την αποστειρωμένη διδασκαλία που γίνεται στο σχολείο έτσι ώστε να
υποβαθμιστεί το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας του- δεν μπήκε ποτέ σαν
πρόκριμα». - Κύριε Παπαϊωάννου,γιατί «ΚΚ» και όχι ΚΠΚ;
«Για πλάκα. Είναι κάτι που πρότεινα στη Λένα Πλάτωνος στην πρώτη μας συνάντηση, όταν με κάλεσε στο σπίτι της να ακούσω τον Καβάφη. Την ώρα που άκουγα κατάλαβα πως έπρεπε να γίνει η σκηνοθεσία της συναυλίας και της πρότεινα αυτόν τον τίτλο- της άρεσε πολύ».
- Ολα ξεκίνησαν,δηλαδή,από τη Λένα Πλάτωνος;
«Ναι. Οταν με κάλεσε είχε ήδη ετοιμάσει τα 13 τραγούδια και είχε κλείσει να τα πρωτοπαρουσιάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Απλώς ήθελε να κάνει μια χειμερινή παρουσίαση της δουλειάς της αλλά σκηνοθετημένη. Είχε και την ανασφάλεια ότι το έργο είναι μικρό. Την απελευθέρωσα όμως λέγοντάς της ότι είναι μικρό και μικρό θα παραμείνει. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το κοντσέρτο έπρεπε να έχει μόνο Καβάφη και όχι άλλη δική της δουλειά. Συμφωνήσαμε σε όλα».
- Θα λέγατε ότι είναι ένα παιχνίδι το «ΚΚ»;
«Ενα παιχνίδι. Δύο ολόιδια γράμματα είναι όπως δύο άνθρωποι ολόιδιοι μεταξύ τους. Σαν ομοφυλόφιλη σχέση. Παίζει, κατά κάποιον τρόπο, με μια τέτοια αντιστοιχία. Είχα κάνει το 1999 ένα αγαπημένο μου τρίλεπτο έργο, “Το Τραγούδι του 99”, όπου ήταν δύο άνδρες με κοστούμια και ο ένας τραβούσε το κοστούμι του άλλου. Πολλές φορές έπαιρναν το σχήμα του κάππα. Πάντως ο τίτλος είναι τα αρχικά του, δεν έχει κανένα άλλο βάθος».
- Αλήθεια,πώς έγινε η σκηνοθεσία της μελοποίησης;
«Με πέτυχε στην περίοδο που μόλις είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη και είχα βυθιστεί στην καινούργια μου μανία που είναι να κινηματογραφώ, να επεξεργάζομαι και να μοντάρω εικόνες. Αυτό είναι κάτι που ξεκίνησα πέρυσι γυρίζοντας και μοντάροντας το “Πουθενά”. Μετά πήγα στην Αμερική και έμαθα κι άλλα πράγματα για τη video art και για τον κινηματογράφο. Γυρνώντας είχα αρχίσει να ξαναδουλεύω χωρίς συγκεκριμένο στόχο στον υπολογιστή μου μαθαίνοντας ακόμη πιο πολύ το νέο μέσο μου. Η Πλάτωνος με πέτυχε σ΄ αυτή τη φάση».
- Ποιος ήταν ο δικός σας στόχος; «Το έργο είναι αυστηρό, ιδιαίτερo, μελαγχολικό και δύσκολο στο πρώτο του άκουσμα. Η δική μου αποστολή ήταν, εφόσον αγάπησα το έργο, να δημιουργήσω ένα τοπίο το οποίο να διευκολύνει την ονειροπόληση την ώρα που έχει κανείς το πρώτο άκουσμα. Διότι πρόκειται για ένα μουσικό έργο που είναι κατ΄ εξοχήν για κατ΄ ιδίαν ακρόαση. Να φτιάξω, δηλαδή, εκπορευόμενες από τη μουσική εικόνες που προτείνονται για ονειροπόληση και διαλογισμό ώστε να επικοινωνήσει κανείς καλύτερα με τον ήχο και μέσα από αυτόν με την ποίηση. Της πρότεινα να γίνει μια μεγάλη οθόνη πίσω από τον τραγουδιστή όπου δημιουργούνται σχήματα και εικόνες. Ετσι κι έγινε». - Οσα διαδραματίζονται στην οθόνη είναι σε συνάρτηση με τους στίχους κάθε ποιήματος;
«Μερικές φορές καθόλου, μερικές φορές ναι, σε σχεδόν εκνευριστικό βαθμό, που ήδη στ΄ αφτιά μου ακούω τις κατηγορίες περί εικονογράφησης. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όταν άκουσα τα τραγούδια σκέφθηκα σχεδόν για όλα τι ακριβώς θα γυρίσω. Και το έκανα. Αλλά τα πέταξα όλα. Ολο το έργο δημιουργήθηκε από τα πλάνα που κατά λάθος τράβηξα με την κάμερά μου, την οποία είχα μαζί μου όλο το καλοκαίρι, στο πλάι αυτών των γυρισμάτων ή σε άσχετες στιγμές· από τα σκουπίδια των γυρισμάτων. Πήρα κομμάτια που άρχισαν να συνδιαλέγονται με τη μουσική της Λένας. Ξεκινώντας λοιπόν ένα καινούργιο μέσον ο ίδιος μου ο εαυτός μού εναντιώνεται. Το προαποφασισμένο και η συσσωρευμένη εμπειρία μου από το θέατρο και τον χορό εδώ δεν λειτουργούν καθόλου. Και λειτουργεί το τυχαίο, αυτό που σχεδόν υποσυνείδητα είχα τραβήξει, ζώντας μέσα σ΄ αυτό το κλίμα. Ετσι νομίζω τουλάχιστον».
- Τι θα δούμε λοιπόν; «Μικρά οπτικά, μικρές χορογραφίες, μικρές σκηνοθεσίες ανθρώπων ήταν αυτά που είχα κάνει. Αυτά δεν θα τα δούμε. Η ιστορία που δομήθηκε σιγά σιγά φτιάχτηκε από τον ίδιο της τον εαυτό. Επιλέγοντας ένα υλικό που μου φαινόταν γοητευτικό οδηγήθηκα τελικά σε κάποιο άλλο υλικό που με πήγε σε ένα εσωτερικό σενάριο. Ακούγοντάς το πού με πάει πήγα και θα δούμε...».
- Μιλάμε για 13 μικρές ιστορίες; «Υπάρχουν εικόνες για κάθε τραγούδι, καμιά φορά επανέρχονται ή συνεχίζονται σε άλλο τραγούδι, και υπάρχουν και εικόνες ανάμεσα στα τραγούδια που δεν ανήκουν πουθενά. Εχω φτιάξει και ένα sound design που ακούγεται ανάμεσα ή και πάνω στα τραγούδια. Φιλοδοξώ σε ένα εσωτερικό ταξίδι το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου μια αισθηματική και υπαρξιακή περιπέτεια. Αλλά μην εμπιστεύεστε τη γνώμη των δημιουργών για τα δημιουργήματά τους! Πάντως δεν είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Θα κάνουμε πολλά χρόνια να ξαναδούμε από εμένα κάτι τέτοιο».
- Ποια ποιήματα περιλαμβάνονται;
«Τα “Τείχη”, το “Περιμένοντας τους βαρβάρους”, η “Πόλις”, το “Δώδεκα και μισή”, τα “Κεριά”, το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, αλλά και η “Μονοτονία”, η “Δέησις”. Είναι μια ανάμειξη από τους ογκόλιθους και από τα μικρά διαμάντια». - Το γεγονός ότι ξέρουμε τα ποιήματα του Καβάφη λειτουργεί θετικά σε ένα θέαμα σαν κι αυτό;
«Και ναι και όχι. Οταν αγαπάς ένα μυθιστόρημα και πας να δεις την ταινία, δεν είναι πάντα ευχάριστο το αποτέλεσμα. Το θέαμα-ακρόαμα δεν δυσκολεύει τον θεατή-ακροατή. Εχει μια απλότητα και μια διάθεση για εσωτερικό ταξίδι, οπότε δεν φλερτάρει μαζί σου, δεν σε χαϊδεύει, ίσως σε σαγηνεύει, στέκεται εκεί και εσύ επικοινωνείς μαζί του. Δεν είναι πάντα θετικό ότι γνωρίζουμε τα ποιήματα. Εμένα, ας πούμε, ποτέ δεν μου άρεσε όποτε οπτικοποιήθηκαν αγαπημένα μου κείμενα. Θα το κρίνει ο κόσμος όμως...».
- Συμφωνείτε ότι ο Καβάφης είναι συγχρόνως οικείος και απόμακρος;
«Συμφωνώ. Εχει ταυτόχρονα μια κυνική και μια χιουμοριστική υπόνοια. Δεν αφήνεται να γίνει συναισθηματικός ενώ είναι πάντα βαθύτατα μα βαθύτατα συγκινητικός. Είναι απλός και μοντέρνος ποιητής. Η μεγάλη τέχνη πάντα έχει μια δόση ψυχρότητας».
- Γιατί ο Καβάφης παραμένει τόσο σημαντικός και επίκαιρος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς; «Κυρίως όχι μόνο στην Ελλάδα. Η θέση του παγκοσμίως είναι πολύ σημαντική- ομολογώ ότι δεν ήξερα πως τοποθετείται στο πάνθεον. Αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω γιατί δεν ξέρω τόσο καλά το αντικείμενο. Η υπαρξιακή του ματιά επάνω στα πράγματα και η δυνατότητά του να στοχάζεται επάνω στον αισθησιασμό και στον καημό της ζωής τον κάνουν να δονεί και να δονείται. Αλλά κυρίως η τρομερή του απλότητα. Αυτό έχει σημασία για μένα...».
- Το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλος δεν επηρέασε τη διάδοση της ποίησής του;
- Αρα δεν λειτούργησε ποτέ σαν εμπόδιο...
«Οχι, επειδή είναι τόσο μεγάλος ποιητής δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο. Επειδή είναι και πολύ μεγάλος καλλιτέχνης δεν στάθηκε ούτε στον ίδιο εμπόδιο. Γιατί ο Καβάφης δεν πήγε από δίπλα, από μέσα πήγε. Δεν πέρασε ξώφαλτσα».
- Στο βίντεο θα αναγνωρίσουμε τους συνεργάτες σας από τις προηγούμενες δουλειές σας;
«Λίγους ανθρώπους θα δείτε, κάποιοι από τους ανθρώπους είναι συνεργάτες μου και άλλοι είναι τυχαίοι. Ξεκαθαρίζω όμως ότι το υλικό δεν έχει να κάνει με τα αντικείμενα ή τους τόπους του Καβάφη. Δεν ξέρω και δεν καταλαβαίνω ποιες εικόνες θυμίζουν Καβάφη».
- Φαντάζομαι ότι θα είναι ασπρόμαυρο...
«Κυρίως ασπρόμαυρο, όχι όλο. Είναι μια μαυρόασπρη αλληλουχία από εικόνες που κινούνται και χορεύουν ή δεν χορεύουν ή πάνε κόντρα στη μουσική- και συμφωνήσαμε με τη Λένα από την αρχή σ΄ αυτό. Στην πορεία όμως το έργο ζητάει αναπνοές και έτσι δεν είναι μόνο μαυρόασπρο. Διαρκεί 45 λεπτά και είναι non stop: μια οθόνη που διαρκώς συνδιαλέγεται με τη μουσική και τους στίχους. Ενα κοντσέρτο 45 λεπτών. Αρχίζουμε και όταν σταματάει έχουμε τελειώσει». - Με το «ΚΚ» το κοινό θα δει και μια καινούργια καλλιτεχνική σας πτυχή;
«Είναι ένας πρώτος δειγματισμός. Εχω μια ταραχή, έναν ενθουσιασμό... Και το μοιράζομαι με τον κόσμο. Το βασικό έργο είναι το μουσικό και βασικότερο όλων είναι η ποίηση. Είμαι μαγεμένος όχι με αυτό που κάνω αλλά με το ότι κάνω αυτό που κάνω. Οπως ζωγράφιζα, τώρα κάνω κινούμενες εικόνες. Μοιάζει πολύ με τα κόμικς μου. Το μοντάζ είναι ακριβώς αυτό που λέμε χορογραφία. Κατάλαβα πρόσφατα γιατί μου ασκούσαν τόση μεγάλη γοητεία οι σκηνές δράσης στις ταινίες καταστροφής: επειδή είναι ωμή χορογραφία».
- Ωστόσο ο κόσμος έρχεται να δει, πιστεύω, πάνω απ΄ όλα μια δική σας παράσταση...
«Ο κόσμος δεν έρχεται να ακούσει την ποίηση του Καβάφη γιατί μπορεί να το κάνει σπίτι του. Ερχεται σαφώς να ακούσει τη μουσική της Λένας και φαντάζομαι ότι έχει ένα παραπανίσιο ιντριγκάρισμα από αυτή τη συνάντηση. Για εμένα είναι μια ενδιαφέρουσα στιγμή γιατί έχει μια ανεπίσημη ματιά αυτό που έχω κάνει, κάτι τόσο ημερολογιακό, κάτι τόσο των σημειώσεων, σαν να ξαναβουτάω στην πηγή. Επίσης επέτρεψα στον εαυτό μου να κάνει τόσο πολλά πράγματα που απαγορεύονται, κάνω τόσο πολλά ενάντια στις αρχές μου επεξεργαζόμενος αυτές τις εικόνες και είμαι εκ των υστέρων τόσο υπέρ των επιλογών που έχω κάνει γιατί μου λέει η καρδιά μου πως λειτουργούν σωστά. Σε αυτή τη δουλειά η αυστηρότητά μου εκφράζεται με έναν άλλον τρόπο. Εχει μέσα πράγματα που αν μου το έλεγε κάποιος άλλος θα έλεγα “μα αυτά δεν είναι που απαγορεύονται”...».
- Ποια είναι αυτά; «Το κιτς, π.χ., έχει πολύ κιτς. Για το δικό μου κριτήριο όμως κάτι λειτουργεί πολύ βαθιά. Γι΄ αυτό και τα παραδίδω και τα υποστηρίζω απόλυτα. Είναι κάτι πολύ πραγματικό νομίζω και είμαι χαρούμενος».
ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
- Προσωπικά τι αποκομίσατε από όλο αυτό το ταξίδι με τον Καβάφη; «Εμένα μου έκανε δώρο η Πλάτωνος.Ξεσκόνισα τον Καβάφη,αναμετρήθηκα με τα προσωπικά μου βιώματα,ξανακοίταξα τον υπαρξιακό του προβληματισμό και συνδέθηκα με έναν πολύ πιο προσωπικό τρόπο.Ταξίδεψα πολύ ωραία.
Και ακόμη κάτι: εγώ παλιά έκανα κόμικς.Αυτή η δουλειά συνδέεται ευθέως με τα κόμικς μου.Με την έννοια ότι στη δημιουργική μου διαδικασία δεν παρενέβη κανένας άλλος και έτσι ολομόναχος ολοκλήρωσα το αποτέλεσμα.Αυτή είναι μια διαδικασία που με τη ζωντανή τέχνη μου είχε λείψει πάρα πολλά χρόνια. Ανακαλύπτοντας την τεχνική της video art του κινηματογράφου ξαναβρέθηκα μόνος μου κάνοντας ό,τι ήθελα,χωρίς να λογοδοτώ και χωρίς να εξαρτώμαι από το ταλέντο και την κατανόηση κανενός.Και αυτό ήταν ένα πολύ ανακουφιστικό ταξίδι.Η Λένα μού έδωσε την ευκαιρία να ξανακοιτάξω τον Καβάφη και ο Καβάφης μου έδωσε την ευκαιρία με το καινούργιο μέσο να ξαναμείνω μόνος μου με το δημιούργημά μου.Οπως o ποιητής με τις λέξεις του.Και αυτό ήταν για μένα απολύτως θεραπευτικό».
- Γιατί «αυστηρώς ακατάλληλο»; «Σκέτο “ακατάλληλο”- το “αυστηρώς” το προσθέτετε με το μυαλό σας.Γιατί; Επειδή υπάρχει πορνογραφικό υλικό σε μερικά κομμάτια της παράστασης.Οχι γυμνό, πορνογραφικό. Είναι ανακυκλωμένο και επεξεργασμένο πορνογραφικό υλικό από ελεύθερες στο Διαδίκτυο ιδιωτικές στιγμές ανθρώπων που τις έχουν πετάξει μέσα.Αυτό το υλικό εγώ το πειράζω,το διαμορφώνω και το ανασυνθέτω. Υπάρχει στο “ΚΚ” και ερωτικό υλικό ειδικά γυρισμένο,αλλά το ακατάλληλο μπήκε λόγω του πορνογραφικού».
ΠΟΤΕ & ΠΟΥ
«ΚΚ» - Δημήτρης Παπαϊωάννου
Μουσική: Λένα Πλάτωνος
Τραγούδι: Γιάννης Παλαμίδας Θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5,τηλ.210 3213.100)Παραστάσεις: 10-11 Δεκεμβρίου 2010,στις 21.00 και στις 23.00.
Τιμές: 35,30,25 ευρώ. Η προπώληση έχει αρχίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου