Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Αυτή την Κυριακή η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη διαβάζει το βιβλίο του Μάνου Σαββάκη για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας. Πρόκειται για την πρώτη και μοναδική επιστημονική εργασία για το ακανθώδες και δυσπρόσιτο θέμα των χανσενικών
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=367075&dt=14/11/2010#ixzz15LghE4E0
Διάβασα το βιβλίο του άγνωστου σ΄ εμένα Μάνου
Σαββάκη όταν βγήκε και το ξαναδιάβασα τελευταία, ενοχλημένη από τη σιωπή
που το περιβάλλει, όταν όλη η Ελλάδα φλυαρεί για το φαινόμενο
Σπιναλόγκα, μετά τη μετατροπή του εξωραϊσμένου εμπορικού ρομάντζου της
Χίσλοπ σε σίριαλ. Ωστόσο η μελέτη του Μ.Σ., που είναι ανεπτυγμένη μορφή
της διδακτορικής διατριβής του, είναι η μόνη έγκυρη εργασία για το
ακανθώδες και δυσπρόσιτο θέμα των χανσενικών, απαραίτητη πλέον για
όποιον θέλει να πει έστω και μία λέξη για το θέμα, αλλά και για την
οποιαδήποτε μεταφορά του. Στις σελίδες του διασταυρώνονται η σύγχρονη
κοινωνιολογική μεθοδολογία του συγγραφέα με την ιστορία των χανσενικών,
με νόμους και ντοκουμέντα. Οι πηγές, η βιβλιογραφία και τα παραρτήματα
καταλαμβάνουν 22 σελίδες.
Η στενόμακρη Σπιναλόγκα, αυτό το καλά οχυρωμένο «μακρύ αγκάθι» των Βενετών, η αρχαιοελληνική Καλυδώνα, είχε για μισό αιώνα τη δική της εντελώς ιδιάζουσα μικροϊστορία, που δέχθηκε τους κραδασμούς όλων των ιστορικών γεγονότων. Ιδρύθηκε ύστερα από χρονοβόρες συζητήσεις επί Κρητικής Πολιτείας, μέσα από τις εκσυγχρονιστικές επιταγές της εποχής για την υγεία. Οι παλιές «μεσκινιές», οι τόποι στους οποίους ζούσαν οι λεπροί κοντά σε κατοικημένα μέρη για να ζητιανεύουν, έδωσαν τη θέση τους στο νησί όπου συγκεντρώθηκαν, και ταυτόχρονα απομονώθηκαν, οι χανσενικοί. Οι λίγοι Οθωμανοί που είχαν απομείνει από το άλλοτε ακμάζον μουσουλμανικό κέντρο της Σπιναλόγκας εκδιώχθηκαν κακήν κακώς από την Κρητική Πολιτεία που αποκόμισε διπλό όφελος: και να διώξει τους Τούρκους και να απομονώσει τους στιγματισμένους στο άνυδρο νησί.
Η ιδιόμορφα οργανωμένη και εσωστρεφής κοινωνία των λεπρών διατηρούσε μια πολύ χαλαρή επικοινωνία με τον κόσμο των υγιών. Η σωματική επαφή απαγορευόταν φυσικά. Τα εκατέρωθεν προϊόντα- γιατί και οι χανσενικοί παρήγαν μερικά πράγματα- και τα χρήματα απολυμαίνονταν σε ειδικό κλίβανο. Οι επισκέψεις (επιτράπηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄30) γίνονταν μέσω υποβολής αιτήσεως των συγγενών προς τον διευθυντή, και πολύ δύσκολα εγκρίνονταν. Ενα μικρό κρατικό επίδομα δόθηκε στους αρρώστους στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 έπειτα από αγώνες, ενώ η οικονομική εκμετάλλευση των ασθενών από τους απέναντι δεν ήταν σπάνια. Λιγότερο σπάνια υπήρξε η ολιγωρία της πολιτείας για αυτούς τους εκτοπισμένους, που έπασχαν από την αργή και βαρύτατα παραμορφωτική ασθένεια, αλλά και για κάποιους υγιείς που από, σφάλμα συνήθως, οδηγούνταν και εκείνοι σιδηροδέσμιοι στη Σπιναλόγκα, ή για τα παιδιά που μεγάλωναν εκεί (ο γάμος επιτράπηκε το 1935 μόνο από την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κρήτης και μόνο για τους Σπιναλογκίτες, ενώ η Εκκλησία της Ελλάδας απαγόρευε τον γάμο στις αντίστοιχες κοινότητες χανσενικών στη Σάμο και στη Χίο).
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον η μετεξέλιξη της ιδιότυπης κοινωνίας των απομονωμένων και στιγματισμένων. Καταλύτης υπήρξε ο τελειόφοιτος της Νομικής Αθηνών Ε. Ρεμουντάκης, ο οποίος οδηγήθηκε στη Σπιναλόγκα στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ύστερα από καταδίωξη και σύλληψη (θα ήταν χρήσιμο να ξαναεκδοθούν τα απομνημονεύματά του, Αϊτός χωρίς φτερά, αυτοέκδοση, Αθήνα, 1973). Αυτός ο φωτισμένος και εύπορος Κρητικός μετέτρεψε την κοινότητα των άτολμων ασθενών, χωρικών στην πλειονότητά τους που προτιμούσαν να εγκατασταθούν στα πιο φτωχά τουρκόσπιτα και ξεχαρβάλωναν
τα αρχοντικά, σε μια οργανωμένη κοινότητα με σύλλογο και καταστατικό που αναγνωρίστηκαν από τη διοίκηση, με προμηθευτικό συνεταιρισμό και άλλα. Προσπάθησε να βελτιώσει τα κτίρια και να περιορίσει την οινοποσία και τη χαρτοπαιξία των άεργων χανσενικών στα καφενεία, ενεργοποιώντας τον πληθυσμό προς άλλες κατευθύνσεις, και διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής αρωγής, καθημερινής διαβίωσης και αξιοπρέπειας.
Με την κατοχή ακυρώθηκαν τα παραπάνω επιτεύγματα. Οι Ιταλοί που κατείχαν την περιοχή περιγράφονται ως ανεκτικότεροι προς όσους χανσενικούς έφταναν απέναντι κολυμπώντας για να ζητιανέψουν φαγητό, σε αντίθεση με τους Γερμανούς που τους διαδέχθηκαν, οι οποίοι έφτασαν ως και στην εκτέλεση χανσενικού παραβάτη. Χωρίς κρατικό επίδομα πλέον, οι χανσενικοί διεκδίκησαν και πέτυχαν να συμπεριληφθούν στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής για να εξασφαλίσουν την τροφή τους, καταφεύγοντας παράλληλα και στην ανταλλαγή αντικειμένων για να επιβιώσουν. Η χρησιμοποίηση των, ήδη γνωστών, αντιλεπρικών φαρμάκων μετά το ΄48 στη Σπιναλόγκα οδήγησε στην άμεση αποθεραπεία πολλών ασθενών, αλλά οι διεκδικήσεις όσων παρέμειναν συνεχίστηκαν. Το ΄53 σημειώθηκε μεγάλη εξέγερση των χανσενικών, η διοίκηση διαμαρτυρήθηκε για την ύπαρξη στο νησί «αναρχικών», οι οποίοι και τιμωρήθηκαν με μεταγωγή τους στα λεπροκομεία Σάμου και Χίου (εξεγέρσεις των χανσενικών της Σπιναλόγκας είχαν γίνει επίσης το ΄23 και το ΄42). Με μια μεγάλη απεργία πείνας και άλλους αγώνες οι Σπιναλογκίτες κέρδισαν αργότερα το δικαίωμα της κατ΄ οίκον νοσηλείας. Τον Ιούλιο του ΄57 οι τελευταίοι τριάντα χανσενικοί μεταφέρθηκαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό στην Αγία Βαρβάρα Αττικής (σήμερα Κέντρο Κοινωνικής Αποκατάστασης Χανσενικών).
Η μετακίνηση αυτή, που με πάθος είχαν διεκδικήσει οι χανσενικοί, προκάλεσε διττά συναισθήματα, όπως φαίνεται από τη λεπτομερή έρευνα του συγγραφέα και τις συζητήσεις του με πρώην Σπιναλογκίτες. Για μερικούς είχε χαθεί ο γενέθλιος τόπος, το χωριό τους, η μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης- και η απώλεια αυτή απάλυνε την απομόνωσή τους στο νησί ως στιγματισμένων από τη λέπρα· άλλωστε η υποδοχή των Σπιναλογκιτών από τους χανσενικούς του Αντιλεπρικού Σταθμού Αττικής φαίνεται ότι δεν υπήρξε θερμή. Για τους περισσότερους Σπιναλογκίτες όμως ήταν πλέον εφικτή η συστηματική θεραπεία, αλλά και η προσπάθεια ένταξης των αποθεραπευμένων στην «κανονική» ζωή, με άλλα λόγια στο για χρόνια απαγορευμένο όνειρό τους.
Η στενόμακρη Σπιναλόγκα, αυτό το καλά οχυρωμένο «μακρύ αγκάθι» των Βενετών, η αρχαιοελληνική Καλυδώνα, είχε για μισό αιώνα τη δική της εντελώς ιδιάζουσα μικροϊστορία, που δέχθηκε τους κραδασμούς όλων των ιστορικών γεγονότων. Ιδρύθηκε ύστερα από χρονοβόρες συζητήσεις επί Κρητικής Πολιτείας, μέσα από τις εκσυγχρονιστικές επιταγές της εποχής για την υγεία. Οι παλιές «μεσκινιές», οι τόποι στους οποίους ζούσαν οι λεπροί κοντά σε κατοικημένα μέρη για να ζητιανεύουν, έδωσαν τη θέση τους στο νησί όπου συγκεντρώθηκαν, και ταυτόχρονα απομονώθηκαν, οι χανσενικοί. Οι λίγοι Οθωμανοί που είχαν απομείνει από το άλλοτε ακμάζον μουσουλμανικό κέντρο της Σπιναλόγκας εκδιώχθηκαν κακήν κακώς από την Κρητική Πολιτεία που αποκόμισε διπλό όφελος: και να διώξει τους Τούρκους και να απομονώσει τους στιγματισμένους στο άνυδρο νησί.
Η ιδιόμορφα οργανωμένη και εσωστρεφής κοινωνία των λεπρών διατηρούσε μια πολύ χαλαρή επικοινωνία με τον κόσμο των υγιών. Η σωματική επαφή απαγορευόταν φυσικά. Τα εκατέρωθεν προϊόντα- γιατί και οι χανσενικοί παρήγαν μερικά πράγματα- και τα χρήματα απολυμαίνονταν σε ειδικό κλίβανο. Οι επισκέψεις (επιτράπηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄30) γίνονταν μέσω υποβολής αιτήσεως των συγγενών προς τον διευθυντή, και πολύ δύσκολα εγκρίνονταν. Ενα μικρό κρατικό επίδομα δόθηκε στους αρρώστους στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 έπειτα από αγώνες, ενώ η οικονομική εκμετάλλευση των ασθενών από τους απέναντι δεν ήταν σπάνια. Λιγότερο σπάνια υπήρξε η ολιγωρία της πολιτείας για αυτούς τους εκτοπισμένους, που έπασχαν από την αργή και βαρύτατα παραμορφωτική ασθένεια, αλλά και για κάποιους υγιείς που από, σφάλμα συνήθως, οδηγούνταν και εκείνοι σιδηροδέσμιοι στη Σπιναλόγκα, ή για τα παιδιά που μεγάλωναν εκεί (ο γάμος επιτράπηκε το 1935 μόνο από την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κρήτης και μόνο για τους Σπιναλογκίτες, ενώ η Εκκλησία της Ελλάδας απαγόρευε τον γάμο στις αντίστοιχες κοινότητες χανσενικών στη Σάμο και στη Χίο).
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον η μετεξέλιξη της ιδιότυπης κοινωνίας των απομονωμένων και στιγματισμένων. Καταλύτης υπήρξε ο τελειόφοιτος της Νομικής Αθηνών Ε. Ρεμουντάκης, ο οποίος οδηγήθηκε στη Σπιναλόγκα στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 ύστερα από καταδίωξη και σύλληψη (θα ήταν χρήσιμο να ξαναεκδοθούν τα απομνημονεύματά του, Αϊτός χωρίς φτερά, αυτοέκδοση, Αθήνα, 1973). Αυτός ο φωτισμένος και εύπορος Κρητικός μετέτρεψε την κοινότητα των άτολμων ασθενών, χωρικών στην πλειονότητά τους που προτιμούσαν να εγκατασταθούν στα πιο φτωχά τουρκόσπιτα και ξεχαρβάλωναν
τα αρχοντικά, σε μια οργανωμένη κοινότητα με σύλλογο και καταστατικό που αναγνωρίστηκαν από τη διοίκηση, με προμηθευτικό συνεταιρισμό και άλλα. Προσπάθησε να βελτιώσει τα κτίρια και να περιορίσει την οινοποσία και τη χαρτοπαιξία των άεργων χανσενικών στα καφενεία, ενεργοποιώντας τον πληθυσμό προς άλλες κατευθύνσεις, και διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής αρωγής, καθημερινής διαβίωσης και αξιοπρέπειας.
Με την κατοχή ακυρώθηκαν τα παραπάνω επιτεύγματα. Οι Ιταλοί που κατείχαν την περιοχή περιγράφονται ως ανεκτικότεροι προς όσους χανσενικούς έφταναν απέναντι κολυμπώντας για να ζητιανέψουν φαγητό, σε αντίθεση με τους Γερμανούς που τους διαδέχθηκαν, οι οποίοι έφτασαν ως και στην εκτέλεση χανσενικού παραβάτη. Χωρίς κρατικό επίδομα πλέον, οι χανσενικοί διεκδίκησαν και πέτυχαν να συμπεριληφθούν στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής για να εξασφαλίσουν την τροφή τους, καταφεύγοντας παράλληλα και στην ανταλλαγή αντικειμένων για να επιβιώσουν. Η χρησιμοποίηση των, ήδη γνωστών, αντιλεπρικών φαρμάκων μετά το ΄48 στη Σπιναλόγκα οδήγησε στην άμεση αποθεραπεία πολλών ασθενών, αλλά οι διεκδικήσεις όσων παρέμειναν συνεχίστηκαν. Το ΄53 σημειώθηκε μεγάλη εξέγερση των χανσενικών, η διοίκηση διαμαρτυρήθηκε για την ύπαρξη στο νησί «αναρχικών», οι οποίοι και τιμωρήθηκαν με μεταγωγή τους στα λεπροκομεία Σάμου και Χίου (εξεγέρσεις των χανσενικών της Σπιναλόγκας είχαν γίνει επίσης το ΄23 και το ΄42). Με μια μεγάλη απεργία πείνας και άλλους αγώνες οι Σπιναλογκίτες κέρδισαν αργότερα το δικαίωμα της κατ΄ οίκον νοσηλείας. Τον Ιούλιο του ΄57 οι τελευταίοι τριάντα χανσενικοί μεταφέρθηκαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό στην Αγία Βαρβάρα Αττικής (σήμερα Κέντρο Κοινωνικής Αποκατάστασης Χανσενικών).
Η μετακίνηση αυτή, που με πάθος είχαν διεκδικήσει οι χανσενικοί, προκάλεσε διττά συναισθήματα, όπως φαίνεται από τη λεπτομερή έρευνα του συγγραφέα και τις συζητήσεις του με πρώην Σπιναλογκίτες. Για μερικούς είχε χαθεί ο γενέθλιος τόπος, το χωριό τους, η μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης- και η απώλεια αυτή απάλυνε την απομόνωσή τους στο νησί ως στιγματισμένων από τη λέπρα· άλλωστε η υποδοχή των Σπιναλογκιτών από τους χανσενικούς του Αντιλεπρικού Σταθμού Αττικής φαίνεται ότι δεν υπήρξε θερμή. Για τους περισσότερους Σπιναλογκίτες όμως ήταν πλέον εφικτή η συστηματική θεραπεία, αλλά και η προσπάθεια ένταξης των αποθεραπευμένων στην «κανονική» ζωή, με άλλα λόγια στο για χρόνια απαγορευμένο όνειρό τους.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
H άγνωστη Σπιναλόγκα και ο Ελ. Βενιζέλος
12-11-2010
Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΛΥΜΑΚΗΣhttp://www.haniotika-nea.gr/55753
Γι’ αυτό το νησί, εξαιτίας του υπέροχου σήριαλ της τηλεόρασης με τίτλο 'Το Νησί', ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ και εγώ σε κάποια άλλα, άγνωστα ίσως, στους πολλούς.
Η βραχονησίδα αυτή, στον όμορφο κόλπο της Ελούντας ήταν γνωστή στην αρχαιότητα σαν νήσος 'Καλυδών' ονομασία, που τουλάχιστον στα χαρτιά, ξαναέλαβε από το 1956 με βασιλικό διάταγμα.
Στα αρχαία χρόνια υπήρχε σε αυτήν οχυρό κάστρο για να προστατεύει τον όρμο της αρχαίας Ελούντας, το οποίο ξαναέφτιαξαν ο Βενετσιάνοι από το 1579, για τον ίδιο λόγο.
Πολλοί είναι οι Βενετσιάνοι προβλέπτες και άλλοι, αλλά και περιηγητές περασμένων αιώνων που αναφέρονται στο νησί, την οχύρωσή του κ.λπ. Το φρούριο του νησιού παρέμεινε ελεύθερο, μαζί με αυτά της Σούδας και της Γραμπούσας, όταν το 1669 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη για μισό αιώνα και μόνο το 1715 κατάφερε ο Καπουδάν πασάς να το πάρει από τους Ενετούς. Ο πασάς κρέμασε πολλούς από τους κατοίκους του που παραδόθηκαν, ενώ άλλους έστειλε να κωπηλατούν στα κάτεργα των καραβιών και άλλους τους πούλησε για σκλάβους.
Από τότε, λοιπόν, το νησί ήταν τόπος μαρτυρικός. Το 1821, με τον ξεσηκωμό των χριστιανών, κατέφυγαν εκεί, εκτός από τους μόνιμους 200 κατοίκους και όλοι σχεδόν οι Μεραμπελιώτες Τούρκοι, ενώ πολιορκήθηκαν από τους επαναστάτες της περιοχής. Στην επανάσταση του 1866-69, στις 15-5-1867, 1000 οχυρωμένοι εκεί Τούρκοι εξόρμησαν εναντίον των 150 επαναστατών που ήταν οχυρωμένοι στην περιοχή της Πλάκας και οι Τούρκοι υπέστησαν πανωλεθρία. Τον Μάιο του 1878 άλλη μεγάλη μάχη συνήφθηκε έξω από το φρούριο.
Στο νησί υπήρχαν κατά την περίοδο εκείνη, γενίτσαροι που αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο των χριστιανών για τη θηριωδία τους με πιο αιμοβόρο τον Μεχμέτ Μπερμπάντη, που έσφαξε με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο 70 χριστιανούς, αφού πρώτα τους εβασάνισε, τους έκοψε τα μέλη και τους ετύφλωσε.
Σε παλαιότερες απογραφές φαίνεται να κατοικούν στο νησί 80 τουρκικές οικογένειες το 1884 και το 1881 στον Δήμο των Τούρκων Σπιναλόγκας 1110 Τούρκοι.
Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί το 1903, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να τους αναγκάσει να το εγκαταλείψουν, έφερε διά νυχτός μερικούς λεπρούς από το χωριό Χρυσοπηγή Ηρακλείου, που αργότερα έλαβε το όνομα Μεσκίνια, αφού τους λεπρούς τους ονόμαζαν μεσκίνηδες.
H ζωή των λεπρών που μεταφερόταν εκεί, ήταν περισσότερο από μαρτυρική μέχρι 1917, που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, χειριζόμενος προσωπικά μεγάλες δωρεές του Άγγελου Καλοκαιρινού και άλλων εβελτίωσε ουσιαστικά τη θέση των και τους έβγαλε να λαβαίνουν και κάποιο επίδομα. Με αυτό κατάφεραν να ζουν κάπως ανθρώπινα και αναπτύχθηκε και εμπορική κίνηση με την απέναντι, Πλάκα.
Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν μάλιστα ότι το νησί ευημερούσε σε σύγκριση με τα απέναντι χωριά, αφού και άλλοι μεμονωμένοι άνθρωποι προσέφεραν αρκετή βοήθεια καθώς και ο Ερυθρός Σταυρός.
Το έτος 1957 καταργήθηκε το εκεί λεπροκομείο και το νησί ερήμωσε. Στο νησί υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονα του 17ου αιώνα που ιδιαίτερα τιμούσαν οι ασθενείς και του Αγίου Γεωργίου του 1661.
Σήμερα πλέον παίρνει μια θέση (λέγεται τη δεύτερη μετά την Κνωσό) στα αξιοθέατα της Κρήτης, χάρη σε ένα βιβλίο που έγινε μπεστ σέλερ και ένα τηλεοπτικό σήριαλ που θα παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και επί μήνες.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
Σπιναλόγκα όπως λέμε Μακρόνησος!
11-11-2010
Γράφει η Μαρία Ευαγ. Κοντογιάννη
http://www.haniotika-nea.gr/55682
Εχω τη γνώμη ότι είναι σημαντικό να αναφέρουμε, όταν βρεθούν στα χέρια μας, αποσπάσματα από νουβέλες της πνευματικής κοινωνίας των καιρών, τα οποία μας μιλούν με λεπτομέρεια για τη ζωή των λεπρών, όπως τα παρακάτω:
'Η λέπρα γίνεται σήμερον της μόδας, όπως και ένας χορός, ένα καπέλο ή μια κωμωδία, δηλαδή κατόπιν άρθρων εις τας εφημερίδας, συνεντεύξεων ή παντός είδους ρεκλάμας». Αυτά έγραφε το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας 'ΕΜΠΡΟΣ' τον Απρίλιο του 1914, με τίτλο «Η ασθένεια της μόδας». Όπως κανείς καταλαβαίνει, αν τηρήσει σωστά τις αναλογίες, οι εποχές τείνουν να επαναλαμβάνονται.
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου: Το 1914, το νησάκι Σπιναλόγκα, που λειτουργεί ως χώρος απομόνωσης των λεπρών της Κρήτης ήδη για μια δεκαετία, έχει πλέον αρχίσει να δέχεται ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα. Και ο Αμάουερ Χάνσεν πειραματίζεται πάνω στον βάκιλο που προκαλεί την ασθένεια. Η πίστη ότι η επιστήμη είναι κοντά στη θεραπεία, αλλά και η, για μια ακόμη φορά, απομόνωση των ασθενών σε 'αποικίες λεπρών' τους καθιστούσε την ίδια στιγμή εκτός κοινωνίας αλλά και εντελώς ορατούς. Όπως περίπου το νησί της Σπιναλόγκας από την παραλία της Κρήτης απέναντι. Δηλαδή σε απόσταση ασφαλείας, αλλά και μονίμως παρόντες. Οι ελληνικές εφημερίδες της δεκαετίας του 1910 επανέρχονται συχνά στη λέπρα, κάποτε σε τόνο ελεήμονα, κάποτε φοβικά, κάποτε και με 'επιστημονική' περιέργεια. Σε αυτό το κλίμα επίσης τον Απρίλιο του 1914, η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσιεύει στο περιοδικό 'Νέα ζωή' της Αλεξάνδρειας τη νουβέλα της 'Η άρρωστη πολιτεία'. Στο σκοτάδι: Όπου μια νέα, γεμάτη ζωή και καλοσύνη, φθάνει, ασθενής και η ίδια, στο νησί των εκτοπισμένων. «Όλες οι απαιτούμενες διατυπώσεις γενήκαν κι εγώ είμαι πια εγκατεστημένη για πάντα εδώ πέρα» θα μπορούσε να είναι και το νησί της Βικτόριας Χίσλοπ (όπου νέα, γεμάτη ζωή και καλοσύνη φθάνει ασθενής και η ίδια κ.λπ. κ.λπ.) είναι όμως το αντίθετό του: η Καζαντζάκη (με το γνωστό της στιλ – ιδεολογική αυτοπεποίθηση, αισθητικός τσαμπουκάς και αφηγηματική τσαπατσουλιά σε ισόποσες δόσεις) μουντζουρώνει από νωρίς την εικόνα. Η ανώνυμη ηρωίδα της, παρ’ όλο που στην αρχή προσπαθεί να δει θετικά τον εκτοπισμό (ανοίγει, όπως και η ηρωίδα της Χίσλοπ, σχολείο για παιδιά των λεπρών, ψιλοτσεκάρει και την πιθανότητα να ερωτευτεί), πολύ γρήγορα καταλήγει στο άλλο άκρο. Το νησί είναι κολαστήριο, η 'πολιτεία' των λεπρών ανάξια κάθε προσπάθειας, η ίδια η αρρώστια πορεία αυτογνωσίας αλλά από την ανάποδη: ως άσκηση μηδενισμού. Στο πλαίσιο αυτό και η ερωτική ένωση που κλείνει τη νουβέλα, όπου η ηρωίδα, όπως και όταν επιλέγει, ενώνεται με απελπισμένο ήρωα ονόματι Λουκά και ίσως μαζί του αυτοκτονεί. «Το σκοτάδι μας εσκέπαζε ολοένα. Η άρρωστη πολιτεία είχε βουλιάξει σ’ ένα σκοτάδι πηχτό σαν τέλμα και κανένα λευκό λουλούδι δεν ανθούσε επάνω στα στεκάμενα νερά». Τελεία, παράγραφος, τέλος νουβέλας.
Σύμβολο του 'άλλου'. Κλασικό τέκνο του καιρού της, 'Η άρρωστη πολιτεία' είναι μια αφήγηση εντελώς επηρεασμένη από τον Νίτσε, τον συμβολισμό και τον μυστικισμό, όπως υποδειγματικά εξηγεί η Κέλλη Δασκαλά στη θαυμάσια μελέτη της που δημοσιεύεται ως επίμετρο σε μια από τις δύο πρόσφατες επανεκδόσεις του έργου της Καζαντζάκη. Η Δασκαλά προχωρά σε μια γενικότερη ανατομία της πολιτισμικής διαχείρισης της λέπρας τους τελευταίους αιώνες στην Ελλάδα και τον κόσμο. Η νόσος του Χάνσεν, εξηγεί, ακριβώς επειδή μπορούσε να ταυτιστεί με μια ιστορία αιώνων (από τη Βίβλο, στον Μεσαίωνα, στην εποχή της αποικιοκρατίας, στον 20ό αιώνα) και ως ασθένεια επέφερε οργή, μετάλλαξη στο παρουσιαστικό των ασθενών χωρίς να επιφέρει γρήγορο θάνατο, γέννησε μια πλούσια μυθολογία. Ο λεπρός αντιμετωπίστηκε ως άνθρωπος μεταξύ ζωής και θανάτου (και γι’ αυτό, ειδικά τον Μεσαίωνα με απώθηση αλλά και ταυτόχρονο δέος), ως μίασμα, το απόλυτο σύμβολο του 'άλλου'... Και οι τόποι εντοπισμού του, οι 'αποικίες λεπρών' όπως η ελληνική Σπιναλόγκα, υπήρξαν μια από τις ιστορικά πιο ανθεκτικές μορφές άσκησης απόλυτης βιοεξουσίας το πρωτοτυπικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Aν το καλοσκεφτεί κανείς (με βοήθεια από Φουκώ και Αγκάρμπεν) υπάρχει, όσο κι αν δεν φαίνεται με την πρώτη, μια νοητή γραμμή που συνδέει τη Σπιναλόγκα και τη Μακρόνησο.
Από τον 'Μπεν Χουρ'έως τα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας': Η μεγάλη πολιτισμική παραγωγή γύρω από το θέμα, η οποία εντείνεται στον 20ό αιώνα, έλκεται ακριβώς από αυτήν την πτυχή. Από τα διηγήματα του Ρώσου Αντρέγιεφ σε αυτά του Τζακ Λόντον (ιδιαίτερα το «Κoolau the Leper») ή το μυθιστόρημα του Γκριν 'Α Βurnt Οut Case' κι από το 'Μπεν Χουρ' στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας', η λέπρα γίνεται σύμβολο και της απόλυτης καταδίκης κι ετερότητας, αλλά και της υπέρβασής τους (δια του θάρρους όσων προσεγγίζουν, συμπαρίστανται, συνοικούν με τους λεπρούς)· και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και του αγώνα εναντίον του· και της παθητικότητας, αλλά και της εξέγερσης. Αυτή η γραμμή φαίνεται να ακολουθείται και στην Ελλάδα, όπου με το θέμα καταπιάνονται, μεταξύ άλλων, και ο Βικέλας, ο Πικρός, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Γουλιέλμος Άμποτ. Πληθαίνουν μάλιστα κάποια στιγμή, μετά το 1930, οι φωνές που ζητούν να βελτιωθεί η κατάσταση νοσηλείας των λεπρών και βλέπουν στην ιστορία του αποκλεισμού τους την ευρύτερη ιστορία της κοινωνικής αδικίας.
Έτσι ο Θέμος Κορνάρος θα γράψει το 1933 τη συγκλονιστική του νουβέλα 'Σπιναλόγκα', όπου η περιγραφή των πληγών, των σάπιων σωμάτων, των ζωντανών - νεκρών, συνδυάζεται με την κραυγή εναντίον εμπόρων και γιατρών που τους εκμεταλλεύονται.
Στη Σπιναλόγκα της δεκαετίας του 1930 'βλέπει κανείς όλη τη σαπίλα των χρεοκοπημένων αξιών', έγραφε ο Θέμος Κορνάρος. Και η Γαλάτεια Καζαντζάκη θα επανέλθει, με δύο δημοσιογραφικά άρθρα στον «Ριζοσπάστη» του 1935, για να «καταγγείλλει αδίστακτα» τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των λεπρών. Τη θέση του νιτσεϊκού μηδενισμού έχει πια πάρει η σοσιαλιστική - νεωτερική ευφορία. Καθώς το φάρμακο είναι πια ορατό στον ορίζοντα, οι λεπροί, από ζωντανοί νεκροί, παρίες και αισθητικά σύμβολα της παραίτησης, αντιμετωπίζονται πλέον, ίσως πιο ξεκάθαρα από ποτέ, ως κοινωνικοί ήρωες.
Εχω τη γνώμη ότι είναι σημαντικό να αναφέρουμε, όταν βρεθούν στα χέρια μας, αποσπάσματα από νουβέλες της πνευματικής κοινωνίας των καιρών, τα οποία μας μιλούν με λεπτομέρεια για τη ζωή των λεπρών, όπως τα παρακάτω:
'Η λέπρα γίνεται σήμερον της μόδας, όπως και ένας χορός, ένα καπέλο ή μια κωμωδία, δηλαδή κατόπιν άρθρων εις τας εφημερίδας, συνεντεύξεων ή παντός είδους ρεκλάμας». Αυτά έγραφε το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας 'ΕΜΠΡΟΣ' τον Απρίλιο του 1914, με τίτλο «Η ασθένεια της μόδας». Όπως κανείς καταλαβαίνει, αν τηρήσει σωστά τις αναλογίες, οι εποχές τείνουν να επαναλαμβάνονται.
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου: Το 1914, το νησάκι Σπιναλόγκα, που λειτουργεί ως χώρος απομόνωσης των λεπρών της Κρήτης ήδη για μια δεκαετία, έχει πλέον αρχίσει να δέχεται ασθενείς απ’ όλη την Ελλάδα. Και ο Αμάουερ Χάνσεν πειραματίζεται πάνω στον βάκιλο που προκαλεί την ασθένεια. Η πίστη ότι η επιστήμη είναι κοντά στη θεραπεία, αλλά και η, για μια ακόμη φορά, απομόνωση των ασθενών σε 'αποικίες λεπρών' τους καθιστούσε την ίδια στιγμή εκτός κοινωνίας αλλά και εντελώς ορατούς. Όπως περίπου το νησί της Σπιναλόγκας από την παραλία της Κρήτης απέναντι. Δηλαδή σε απόσταση ασφαλείας, αλλά και μονίμως παρόντες. Οι ελληνικές εφημερίδες της δεκαετίας του 1910 επανέρχονται συχνά στη λέπρα, κάποτε σε τόνο ελεήμονα, κάποτε φοβικά, κάποτε και με 'επιστημονική' περιέργεια. Σε αυτό το κλίμα επίσης τον Απρίλιο του 1914, η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσιεύει στο περιοδικό 'Νέα ζωή' της Αλεξάνδρειας τη νουβέλα της 'Η άρρωστη πολιτεία'. Στο σκοτάδι: Όπου μια νέα, γεμάτη ζωή και καλοσύνη, φθάνει, ασθενής και η ίδια, στο νησί των εκτοπισμένων. «Όλες οι απαιτούμενες διατυπώσεις γενήκαν κι εγώ είμαι πια εγκατεστημένη για πάντα εδώ πέρα» θα μπορούσε να είναι και το νησί της Βικτόριας Χίσλοπ (όπου νέα, γεμάτη ζωή και καλοσύνη φθάνει ασθενής και η ίδια κ.λπ. κ.λπ.) είναι όμως το αντίθετό του: η Καζαντζάκη (με το γνωστό της στιλ – ιδεολογική αυτοπεποίθηση, αισθητικός τσαμπουκάς και αφηγηματική τσαπατσουλιά σε ισόποσες δόσεις) μουντζουρώνει από νωρίς την εικόνα. Η ανώνυμη ηρωίδα της, παρ’ όλο που στην αρχή προσπαθεί να δει θετικά τον εκτοπισμό (ανοίγει, όπως και η ηρωίδα της Χίσλοπ, σχολείο για παιδιά των λεπρών, ψιλοτσεκάρει και την πιθανότητα να ερωτευτεί), πολύ γρήγορα καταλήγει στο άλλο άκρο. Το νησί είναι κολαστήριο, η 'πολιτεία' των λεπρών ανάξια κάθε προσπάθειας, η ίδια η αρρώστια πορεία αυτογνωσίας αλλά από την ανάποδη: ως άσκηση μηδενισμού. Στο πλαίσιο αυτό και η ερωτική ένωση που κλείνει τη νουβέλα, όπου η ηρωίδα, όπως και όταν επιλέγει, ενώνεται με απελπισμένο ήρωα ονόματι Λουκά και ίσως μαζί του αυτοκτονεί. «Το σκοτάδι μας εσκέπαζε ολοένα. Η άρρωστη πολιτεία είχε βουλιάξει σ’ ένα σκοτάδι πηχτό σαν τέλμα και κανένα λευκό λουλούδι δεν ανθούσε επάνω στα στεκάμενα νερά». Τελεία, παράγραφος, τέλος νουβέλας.
Σύμβολο του 'άλλου'. Κλασικό τέκνο του καιρού της, 'Η άρρωστη πολιτεία' είναι μια αφήγηση εντελώς επηρεασμένη από τον Νίτσε, τον συμβολισμό και τον μυστικισμό, όπως υποδειγματικά εξηγεί η Κέλλη Δασκαλά στη θαυμάσια μελέτη της που δημοσιεύεται ως επίμετρο σε μια από τις δύο πρόσφατες επανεκδόσεις του έργου της Καζαντζάκη. Η Δασκαλά προχωρά σε μια γενικότερη ανατομία της πολιτισμικής διαχείρισης της λέπρας τους τελευταίους αιώνες στην Ελλάδα και τον κόσμο. Η νόσος του Χάνσεν, εξηγεί, ακριβώς επειδή μπορούσε να ταυτιστεί με μια ιστορία αιώνων (από τη Βίβλο, στον Μεσαίωνα, στην εποχή της αποικιοκρατίας, στον 20ό αιώνα) και ως ασθένεια επέφερε οργή, μετάλλαξη στο παρουσιαστικό των ασθενών χωρίς να επιφέρει γρήγορο θάνατο, γέννησε μια πλούσια μυθολογία. Ο λεπρός αντιμετωπίστηκε ως άνθρωπος μεταξύ ζωής και θανάτου (και γι’ αυτό, ειδικά τον Μεσαίωνα με απώθηση αλλά και ταυτόχρονο δέος), ως μίασμα, το απόλυτο σύμβολο του 'άλλου'... Και οι τόποι εντοπισμού του, οι 'αποικίες λεπρών' όπως η ελληνική Σπιναλόγκα, υπήρξαν μια από τις ιστορικά πιο ανθεκτικές μορφές άσκησης απόλυτης βιοεξουσίας το πρωτοτυπικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Aν το καλοσκεφτεί κανείς (με βοήθεια από Φουκώ και Αγκάρμπεν) υπάρχει, όσο κι αν δεν φαίνεται με την πρώτη, μια νοητή γραμμή που συνδέει τη Σπιναλόγκα και τη Μακρόνησο.
Από τον 'Μπεν Χουρ'έως τα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας': Η μεγάλη πολιτισμική παραγωγή γύρω από το θέμα, η οποία εντείνεται στον 20ό αιώνα, έλκεται ακριβώς από αυτήν την πτυχή. Από τα διηγήματα του Ρώσου Αντρέγιεφ σε αυτά του Τζακ Λόντον (ιδιαίτερα το «Κoolau the Leper») ή το μυθιστόρημα του Γκριν 'Α Βurnt Οut Case' κι από το 'Μπεν Χουρ' στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας', η λέπρα γίνεται σύμβολο και της απόλυτης καταδίκης κι ετερότητας, αλλά και της υπέρβασής τους (δια του θάρρους όσων προσεγγίζουν, συμπαρίστανται, συνοικούν με τους λεπρούς)· και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και του αγώνα εναντίον του· και της παθητικότητας, αλλά και της εξέγερσης. Αυτή η γραμμή φαίνεται να ακολουθείται και στην Ελλάδα, όπου με το θέμα καταπιάνονται, μεταξύ άλλων, και ο Βικέλας, ο Πικρός, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Γουλιέλμος Άμποτ. Πληθαίνουν μάλιστα κάποια στιγμή, μετά το 1930, οι φωνές που ζητούν να βελτιωθεί η κατάσταση νοσηλείας των λεπρών και βλέπουν στην ιστορία του αποκλεισμού τους την ευρύτερη ιστορία της κοινωνικής αδικίας.
Έτσι ο Θέμος Κορνάρος θα γράψει το 1933 τη συγκλονιστική του νουβέλα 'Σπιναλόγκα', όπου η περιγραφή των πληγών, των σάπιων σωμάτων, των ζωντανών - νεκρών, συνδυάζεται με την κραυγή εναντίον εμπόρων και γιατρών που τους εκμεταλλεύονται.
Στη Σπιναλόγκα της δεκαετίας του 1930 'βλέπει κανείς όλη τη σαπίλα των χρεοκοπημένων αξιών', έγραφε ο Θέμος Κορνάρος. Και η Γαλάτεια Καζαντζάκη θα επανέλθει, με δύο δημοσιογραφικά άρθρα στον «Ριζοσπάστη» του 1935, για να «καταγγείλλει αδίστακτα» τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των λεπρών. Τη θέση του νιτσεϊκού μηδενισμού έχει πια πάρει η σοσιαλιστική - νεωτερική ευφορία. Καθώς το φάρμακο είναι πια ορατό στον ορίζοντα, οι λεπροί, από ζωντανοί νεκροί, παρίες και αισθητικά σύμβολα της παραίτησης, αντιμετωπίζονται πλέον, ίσως πιο ξεκάθαρα από ποτέ, ως κοινωνικοί ήρωες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου