Βιβλιοπροτάσεις για ένα Μάρτη που μπορεί να ανανεώσει την όρεξη μας για διάβασμα με βιβλία για όλους.
Σήμερα επιλέγουμε βιβλία από την καλή σελίδα Protagon.gr (ιστορίες για να σκεφτόμαστε διαφορετικά).
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.vivlia
«Σκέτη Αναρχία», Γούντι Άλεν (Bell)
Πρόκειται για μία συλλογή ιστοριών του
ρηξικέλευθου σκηνοθέτη και συγγραφέα Γούντι Άλεν. Εάν έχετε γελάσει
μέχρι δακρύων με το ατακαδόρικο χιούμορ στις αμέτρητες ταινίες του-ο
μικρός το δέμας σεναριογράφος/ σκηνοθέτης/ ηθοποιός/ κωμικός /τζαζίστας
«γεννάει» κατά μέσο όρο 1 ταινία το χρόνο, κάθε χρόνο, εδώ και τριάντα
χρόνια-ή εάν σας έχει φτιάξει τη μέρα ο αυτοσαρκασμός στα προηγούμενα
βιβλία του, τότε η Σκέτη Αναρχία σίγουρα είναι το βιβλίο για σας! Κάθε
μία από τις μικρές ιστορίες στο βιβλίο είναι μεν ξεκαρδιστικά
απολαυστική, αλλά δεν παύει να στηλιτεύει γεγονότα και καταστάσεις με
τον χαρακτηριστικό τρόπο του ευφυέστατου διοπτροφόρου.
Οι ιστορίες αυτές-10 εκ των οποίων έχουν ήδη δημοσιευτεί στο New Yorker-μου θυμίζουν τα θεότρελα σκετσάκια των Monty Pythons τόσο με το εξωφρενικό τους χιούμορ, όσο και με τον τρόπο που θίγουν τα κακώς κείμενα της σύγχρονης ζωής. Τι μένει άλλο να πω, λοιπόν, από το να σας προτρέψω να τρέξετε στο κοντινότερό σας βιβλιοπωλείο για να πάρετε μια γεύση…σκέτης αναρχίας…και θα με θυμηθείτε!
* Ο Ηλίας Κυριακίδης είναι ποδοσφαιριστής του Εργοτέλη.
Οι ιστορίες αυτές-10 εκ των οποίων έχουν ήδη δημοσιευτεί στο New Yorker-μου θυμίζουν τα θεότρελα σκετσάκια των Monty Pythons τόσο με το εξωφρενικό τους χιούμορ, όσο και με τον τρόπο που θίγουν τα κακώς κείμενα της σύγχρονης ζωής. Τι μένει άλλο να πω, λοιπόν, από το να σας προτρέψω να τρέξετε στο κοντινότερό σας βιβλιοπωλείο για να πάρετε μια γεύση…σκέτης αναρχίας…και θα με θυμηθείτε!
* Ο Ηλίας Κυριακίδης είναι ποδοσφαιριστής του Εργοτέλη.
H αυτοβιογραφία του Howard Zinn (Αιώρα)
Είμαι από αυτούς που ανακάλυψαν κομματάκι αργά το
κλασσικό έργο του Ζιν «Ιστορία των λαών των Ηνωμένων Πολιτειών». Όταν
το πρωτοξεφύλλισα όμως έμεινα άναυδη με το τεράστιο αφηγηματικό του
ταλέντο, την βαθιά ανθρωπιστική του ματιά, τις γνώσεις και τη συμπόνια
που διαπότιζε την πρόζα του. Κυριολεκτικά δεν μπορούσα να το αφήσω από
το χέρι μου. Ολόκληρη η –σκοτεινή, τραγική και γοητευτική- ιστορία της
υπερδύναμης που γιγαντώθηκε τρεφόμενη από τα πτώματα των κατοίκων της
ζωντάνεψε στα μάτια μου με τρόπο μοναδικό. Ανάποδα όμως: Οι διάσημοι
πατέρες του αμερικανικού έθνους ξεβρακώθηκαν για πρώτη φορά τόσο
αποκαλυπτικά: ήταν επίσης πλούσιοι λευκοί, ιδιοκτήτες σκλάβων, έμποροι ,
ρατσιστές, φονιάδες ινδιάνων, ιμπεριαλιστές που έτρεμαν την εξέγερση
των φτωχών. Οι πραγματικοί ήρωες του Ζιν ήταν οι εξεγερμένοι αγρότες, οι
εξολοθρευμένοι ινδιάνοι, οι μαύροι που έδωσαν τη ζωή τους για να μη
ζήσουν τα παιδιά τους για πάντα στα γκέτο, οι εργάτες που ήρθαν
αντιμέτωποι με πανίσχυρες εταιρείες. Αυτούς περιέβαλε με την ερευνητική
του αγάπη. Αυτούς τους αφανείς ανέδειξε στο δικό του πάνθεο.
Ζήλεψα όπως λίγες φορές στη ζωή μου. Και ζήλεψα ακόμα περισσότερο όταν άρχισα να ψάχνω και να ανακαλύπτω τις πτυχές της πλουσιότατης ζωής του συναδέλφου μου: Ξεκίνησε το 1922 από το Μπρούκλιν, και δούλεψε από πιτσιρικάς στα ναυπηγεία για να βγάλει το σχολείο και να σπουδάσει. Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ. Ο άνθρωπος ποτέ δεν έγινε μονάδα για τον Ζιν, ποτέ μια αμελητέα ποσότητα. Ο άνθρωπος και η αξιοπρέπειά του ως θεμελιώδες δικαίωμα ήταν η στοχοπροσήλωσή του και το έργο της ζωής του από όλα τα μετερίζια που διάλεξε: Δίδασκε ιστορία (πράξη που όπως ξέρουμε μπορεί να καταστεί πολύ ενοχλητική για την εξουσία και πολύ διαφωτιστική για τους πολίτες), ήταν μπροστάρης στο κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων, διαδήλωνε για το σταμάτημα του πολέμου στο Βιετνάμ, έγραφε συνεχώς βιβλία, άρθρα, έκανε διαλέξεις, ταξίδευε ακαταπόνητα.
Ο Ζιν πέθανε ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά όπως του άξιζε: Έπαθε έμφραγμα στα 86 του χρόνια κολυμπώντας σε πισίνα στη Σάντα Μόνικα όπου είχε πάει για μια διάλεξη ακόμα. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, τον Μάιο του 2009, ήρθε στην Ελλάδα με την ευκαιρία της αργοπορημένης μετάφρασης του κλασσικού του έργου (το οποίο στην πρώτη δεκαετία της έκδοσης του πούλησε απίστευτα, προτάθηκε για μεγάλα αμερικάνικά βραβεία και τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο). Πάλι ήμουν άτυχη- δεν μπόρεσα να τον δω στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Όσοι τον είδαν όμως έχουν να λένε για τη γλύκα, τη ζωντάνια, τη σοφία και το φως που εξέπεμπε ο άνθρωπος αυτός. Εγώ είδα για δεύτερη φορά το θεατρικό του έργο «ο Μαρξ στο Σόχο» για να παρηγορηθώ –γιατί ξέχασα να σας πω: ο Ζιν έγραψε και θέατρο και μάλιστα πολύ καλά αν σκεφτεί κανείς ότι παρακολουθήσαμε όλοι έναν άνθρωπο να μονολογεί για μιάμισι ώρα. Δύσκολο πράμα ο μονόλογος...
Σήμερα κρατάω στα χέρια μου την αυτοβιογραφία του Ζιν που μεταφράστηκε μόλις στα ελληνικά, με πρόλογο γραμμένο τη στιγμή της πτώσης των δίδυμων πύργων. Ο γλυκύτατος κύριος Ζιν μας ανοίγει την πόρτα να ρίξουμε μια ματιά σε μια αξιομνημόνευτη ζωή- μια ζωή με ταξική συνείδηση. Όταν το έκλεισα –πριν 2 ώρες- χαμογελούσα. Και είχα αποφασίσει να μην ξεχάσω ποτέ αυτά που μου εξομολογήθηκε ο συνάδελφος: «Αυτό που έμαθα ήταν ότι οι μικρές πράξεις αντίστασης στην εξουσία, αν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και επιμονή, μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Ότι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι ικανοί για πράξεις ασυνήθιστου θάρρους. Ότι μπορεί να έρθει η ώρα που οι κατέχοντες την εξουσία και όλο αυτοπεποίθηση λένε ΟΧΙ στην αλλαγή, θα καταπιούν τη γλώσσα τους!»
Τ΄ακούσατε αυτό κύριε Καντάφι;
Ζήλεψα όπως λίγες φορές στη ζωή μου. Και ζήλεψα ακόμα περισσότερο όταν άρχισα να ψάχνω και να ανακαλύπτω τις πτυχές της πλουσιότατης ζωής του συναδέλφου μου: Ξεκίνησε το 1922 από το Μπρούκλιν, και δούλεψε από πιτσιρικάς στα ναυπηγεία για να βγάλει το σχολείο και να σπουδάσει. Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ. Ο άνθρωπος ποτέ δεν έγινε μονάδα για τον Ζιν, ποτέ μια αμελητέα ποσότητα. Ο άνθρωπος και η αξιοπρέπειά του ως θεμελιώδες δικαίωμα ήταν η στοχοπροσήλωσή του και το έργο της ζωής του από όλα τα μετερίζια που διάλεξε: Δίδασκε ιστορία (πράξη που όπως ξέρουμε μπορεί να καταστεί πολύ ενοχλητική για την εξουσία και πολύ διαφωτιστική για τους πολίτες), ήταν μπροστάρης στο κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων, διαδήλωνε για το σταμάτημα του πολέμου στο Βιετνάμ, έγραφε συνεχώς βιβλία, άρθρα, έκανε διαλέξεις, ταξίδευε ακαταπόνητα.
Ο Ζιν πέθανε ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά όπως του άξιζε: Έπαθε έμφραγμα στα 86 του χρόνια κολυμπώντας σε πισίνα στη Σάντα Μόνικα όπου είχε πάει για μια διάλεξη ακόμα. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, τον Μάιο του 2009, ήρθε στην Ελλάδα με την ευκαιρία της αργοπορημένης μετάφρασης του κλασσικού του έργου (το οποίο στην πρώτη δεκαετία της έκδοσης του πούλησε απίστευτα, προτάθηκε για μεγάλα αμερικάνικά βραβεία και τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο). Πάλι ήμουν άτυχη- δεν μπόρεσα να τον δω στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Όσοι τον είδαν όμως έχουν να λένε για τη γλύκα, τη ζωντάνια, τη σοφία και το φως που εξέπεμπε ο άνθρωπος αυτός. Εγώ είδα για δεύτερη φορά το θεατρικό του έργο «ο Μαρξ στο Σόχο» για να παρηγορηθώ –γιατί ξέχασα να σας πω: ο Ζιν έγραψε και θέατρο και μάλιστα πολύ καλά αν σκεφτεί κανείς ότι παρακολουθήσαμε όλοι έναν άνθρωπο να μονολογεί για μιάμισι ώρα. Δύσκολο πράμα ο μονόλογος...
Σήμερα κρατάω στα χέρια μου την αυτοβιογραφία του Ζιν που μεταφράστηκε μόλις στα ελληνικά, με πρόλογο γραμμένο τη στιγμή της πτώσης των δίδυμων πύργων. Ο γλυκύτατος κύριος Ζιν μας ανοίγει την πόρτα να ρίξουμε μια ματιά σε μια αξιομνημόνευτη ζωή- μια ζωή με ταξική συνείδηση. Όταν το έκλεισα –πριν 2 ώρες- χαμογελούσα. Και είχα αποφασίσει να μην ξεχάσω ποτέ αυτά που μου εξομολογήθηκε ο συνάδελφος: «Αυτό που έμαθα ήταν ότι οι μικρές πράξεις αντίστασης στην εξουσία, αν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και επιμονή, μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Ότι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι ικανοί για πράξεις ασυνήθιστου θάρρους. Ότι μπορεί να έρθει η ώρα που οι κατέχοντες την εξουσία και όλο αυτοπεποίθηση λένε ΟΧΙ στην αλλαγή, θα καταπιούν τη γλώσσα τους!»
Τ΄ακούσατε αυτό κύριε Καντάφι;
Ερωτικό αδιέξοδο, δια χειρός Μουρακάμι
Ανασκιρτήματα.
Λες και μπορείς να αλλάξεις τα αισθήματα.
Παλιές εικόνες αγάπης ξορκίζουν το φόβο.
Αναζητάς τον έρωτα.
Το ψυλλιάζεσαι ότι «δεν παίζει». Αλλά εσύ, εκεί.
Θέλεις να βγάλεις τα σωθικά σου.
Να τα τσαλαπατήσεις μαζί με κάποιον που δεν είσαι καν σίγουρος ότι υπάρχει.
Ποιος θα με φροντίζει άμα γεράσω;
Δεν νιώθεις το χέρι που σου ακουμπάει την πλάτη με συμπάθεια.
Προλαβαίνω να ερωτευτώ ακόμα μια φορά;
Το ερωτικό αδιέξοδο, τρυφερά και ώριμα δοσμένο από τον Μουρακάμι. Εκλείπουν οι αλληλοκατηγορίες, οι ενοχές είναι ζυγισμένες, ο συμβιβασμός θέλει χρόνο.
Πρέπει να πάψω να κοιτάω ικετευτικά την αφετηρία. Να δω τον τερματισμό.
Μακάρι μια μέρα να αποδεχτώ τα πράγματα.
Το φεγγάρι πάει δυτικά
ο ίσκιος των λουλουδιών
τραβιέται ανατολικά
Buson
O Γιάννης Βαλτής είναι φωτογράφος, σκηνοθέτης και υπεύθυνος δημιουργικού της ambigram στη Θεσσαλονίκη.
Λες και μπορείς να αλλάξεις τα αισθήματα.
Παλιές εικόνες αγάπης ξορκίζουν το φόβο.
Αναζητάς τον έρωτα.
Το ψυλλιάζεσαι ότι «δεν παίζει». Αλλά εσύ, εκεί.
Θέλεις να βγάλεις τα σωθικά σου.
Να τα τσαλαπατήσεις μαζί με κάποιον που δεν είσαι καν σίγουρος ότι υπάρχει.
Ποιος θα με φροντίζει άμα γεράσω;
Δεν νιώθεις το χέρι που σου ακουμπάει την πλάτη με συμπάθεια.
Προλαβαίνω να ερωτευτώ ακόμα μια φορά;
Το ερωτικό αδιέξοδο, τρυφερά και ώριμα δοσμένο από τον Μουρακάμι. Εκλείπουν οι αλληλοκατηγορίες, οι ενοχές είναι ζυγισμένες, ο συμβιβασμός θέλει χρόνο.
Πρέπει να πάψω να κοιτάω ικετευτικά την αφετηρία. Να δω τον τερματισμό.
Μακάρι μια μέρα να αποδεχτώ τα πράγματα.
Το φεγγάρι πάει δυτικά
ο ίσκιος των λουλουδιών
τραβιέται ανατολικά
Buson
O Γιάννης Βαλτής είναι φωτογράφος, σκηνοθέτης και υπεύθυνος δημιουργικού της ambigram στη Θεσσαλονίκη.
«Τεχνάσματα του έρωτα και άλλες ιστορίες», Μαρκήσιος ντε Σαντ (Μελάνι)
Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ είναι σίγουρα ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Η ζωή του χαρακτηρίστηκε από έναν έντονα έκλυτο ερωτισμό ο οποίος τον οδήγησε συχνά στη φυλακή. Γεννήθηκε το 1740 στην Προβηγκία. Γόνος μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, ακολουθεί την παράδοση και μπαίνει σε μία στρατιωτική σχολή που δέχεται μόνο ευγενείς, με σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Στον Επταετή πόλεμο με την Πρωσία διακρίνεται για την ανδρεία του, αλλά και για τις ερωτικές του ασυδοσίες. Αποτάσσεται από το στρατό το 1763 και αρχίζει να συναναστρέφεται πόρνες και χορεύτριες του καμπαρέ. Την ίδια χρονιά φυλακίζεται για πρώτη φορά. Από τότε και μέχρι το θάνατό του μπαινοβγαίνει στις φυλακές και τα ψυχιατρεία. Από τα 74 χρόνια της ζωής του ο ντε Σαντ περνάει συνολικά 30 χρόνια έγκλειστος. Στις φυλακές ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων, θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων.
Το συγγραφικό του έργο είναι πλούσιο και ιδιαίτερα αξιόλογο, άγνωστο όμως στο ευρύ κοινό μέχρι σχετικά πρόσφατα. Στο έργο του ανακαλύπτουμε έναν αντισυμβατικό συγγραφέα που μάχεται την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων και έναν φανατικό αντιθεϊστή. Υπερασπίζεται το δικαίωμα των γυναικών στον έρωτα και στη σεξουαλική απόλαυση, πράγμα καθαρά επαναστατικό για την εποχή του. (Μη ξεχνάμε ότι όλες οι συντηρητικές κοινωνίες σε όλους τους τόπους και χρόνους, πολεμούν την ελεύθερη έκφραση του έρωτα, γιατί από τη φύση του ο έρωτας είναι επαναστατικός και δεν μπαίνει σε καλούπια).
Στα εννέα από τα δέκα διηγήματα του βιβλίου έχουμε να κάνουμε με ερωτικές (όχι πορνογραφικές) ιστορίες όπου η γυναικεία επιθυμία της σαρκικής ηδονής κυριαρχεί και συχνά ταυτίζεται με μία επαναστατική στάση απέναντι στην υποκρισία και το συντηρητισμό της ανδροκρατούμενης κοινωνίας που θέλει τη γυναίκα υποταγμένο και άβουλο σκεύος ηδονής. Η γλώσσα του ντε Σαντ είναι εκλεπτυσμένη και απολαυστική και δεν λείπει το λεπτό χιούμορ. Η μετάφραση, της Έφης Κορομηλά, είναι εξαιρετική και αναδεικνύει τη φινέτσα της γλώσσας του πρωτότυπου.
Το δέκατο διήγημα με τίτλο «Διάλογος ιερέα και ετοιμοθάνατου» κινείται σε εντελώς άλλο κλίμα. Έχουμε εδώ να κάνουμε με έναν ιερέα που επισκέπτεται έναν μελλοθάνατο στη φυλακή για να τον μεταλάβει πριν την εκτέλεσή του. Ο διάλογος που αναπτύσσεται, ανάμεσα στους δύο, είναι πραγματικά απολαυστικός. Εδώ ο ντε Σαντ βρίσκει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τον έντονο αθεϊσμό του, οπλίζοντας όμως ταυτόχρονα και την άλλη πλευρά (τον ιερέα) με πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Ένα εξαιρετικό exercice de style με πολύ λεπτό χιούμορ.
Όσοι από εσάς δεν έχετε διαβάσει ντε Σαντ, συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβάσετε τη συλλογή αυτή των διηγημάτων του. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα το μετανιώσετε.
Υ.Γ. Το τελευταίο διήγημα αυτό κυκλοφορεί και αυτοτελές από τις εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο «Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο».
«Απολύομαι και τρελαίνομαι», Χ. Κάσδαγλης (Καστανιώτης)
Δεν μπορώ να κρύψω την αντιπάθεια μου για την 182
σειρά του ελληνικού στρατού. Ναι, μιλάω για εκείνους τους νεαρούς
άνδρες που ορκίστηκαν φαντάροι την άνοιξη του 1986. Αλλά για να είμαι
πιο δίκαιος, θα περιορίσω τη μομφή μου στην 182 σειρά του ένδοξου
ελληνικού Πυροβολικού. Διότι αυτή η καταραμένη σειρά με έτρεξε όσο καμία
άλλη. Εγώ μπήκα με την 190. Οταν μαζί με τη μακριά ποντικίσια ουρά μου
διασχίσαμε την πύλη του στρατοπέδου στην Κόρινθο, μάθαμε ότι πρώτα θα
απολυθεί ολόκληρος ο ελληνικός στρατός και μετά εμείς. Εκείνες τις μέρες
οι τύποι της 182 συμπλήρωναν 16 μήνες στο στράτευμα-τότε η θητεία είχε
διάρκεια 21 μηνών. Οσοι έχετε υπηρετήσει μπορείτε να φανταστείτε όχι
μόνο το συσχετισμό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ένας τόσο παλιός,
ένας συμπολεμιστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βλέπει τον νέο με την
καινούργια φόρμα και το ηλίθιο βλέμμα. Τον πατάει, όπως το γκάζι του
αυτοκινήτου, για να τρέξει. Μη με ρωτήσετε τι έκανα εγώ. Εγώ δεν πάλιωσα
ποτέ. Υπηρέτησα 12 μήνες ως «προστάτης οικογενείας» και άφησα τις
σειρές μου μέσα για άλλους εννιά μήνες. Υποθέτω ότι και η σειρά μου
έκανε τα ίδια και χειρότερα. Ομως εδώ δεν μας ενδιαφέρει τι έκανε η 190
σειρά. Δεν μας ενδιαφέρουν ούτε οι «θηριωδίες» της 182. Eτσι όπως
ζουμάρουμε από ψηλά στο κέντρο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου, έτσι όπως
πέφτουμε με δύναμη στη φωτογράφιση ομάδας φαντάρων από τον «φωτό» και
τους γιους του, ζουμάρουμε σε έναν τύπο με μύτη και μουστάκι. Είναι ο
στρατιώτης Πυροβολικού Κάσδαγλης Χριστόφορος, ο νεοσύλλεκτος της 182
σειράς, ο Χρήστος Καστανάς που δεν υπήρξε ποτέ, ο συγγραφέας του
Απολύομαι και Τρελαίνομαι!
Κανένας δεν ξέρει πόσοι διάβασαν αυτό το βιβλίο. Το φανταρίστικο ημερολόγιο του Χριστόφορου δημοσιεύτηκε, κατά τη διάρκεια της θητείας του, στο περιοδικό Παρά Πέντε. Εκεί ο πυροβολητής μας έγραφε ως Χρήστος Καστανάς, υπηρετών στην πόλη Βρύση, δηλαδή στη Βέροια. Αμέσως μετά έγινε βιβλίο, χώθηκε σε τζάκετ, κάτω από στρώματα, μέσα σε σάκους, άλλαξε χέρια στο ΚΨΜ και κρύφτηκε στο βιβλίο εφόδου της σκοπιάς. Και όχι μόνο. Εγινε τραγούδι, άνοιξε τη φανταρίστικη στήλη στην Ελευθεροτυπία και, το κυριότερο, σύστησε έναν σπουδαίο γραφιά στο ελληνικό κοινό. Είναι προφανές ότι δεν μπορώ να κρίνω αντικειμενικά το βιβλίο, δηλαδή τη συρραφή μικρών περιστατικών που συνθέτουν μία ολόκληρη θητεία. Πρώτον επειδή θαυμάζω τη γραφή του Χριστόφορου και δεύτερον επειδή το διάβασα για πρώτη φορά στη σκοπιά, στην Πυροβολαρχία και στην καρότσα του Στάγιερ. Συνεπώς διαβάζοντας το στην καινούργια επανέκδοση ήρθαν κάποια δάκρυα να μπλέξουν με τα χαμόγελα.
Τώρα εσείς θα αναρωτηθείτε για ποιο λόγο να το διαβάσετε. Εντάξει, αν είστε άνδρας άνω των 35 και έχετε υπηρετήσει στο στρατό ξηράς δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω-είναι η θητεία σας εκεί μέσα. Ολοι οι υπόλοιποι, όμως, αξίζει να μάθετε πως ήταν ο ελληνικός στρατός την εποχή χωρίς κινητό τηλέφωνο. Μόνο αυτό φτάνει. Το κινητό τηλέφωνο και η μικρότερη θητεία αρκούν για να χωρίσουν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, κατά μία έννοια και δύο διαφορετικές χώρες. Τώρα ο φαντάρος πάει σκοπιά και βλέπει την κοπέλα του μέσω Skype. Τότε διάβαζε το ίδιο γράμμα επί μία εβδομάδα-αν είχε γράμμα. Το βιβλίο του Χριστόφορου περιγράφει τον στρατό μέσα από τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του στρατιώτη. Εχει χιούμορ, πίκρα, σαρκασμό. Σήμερα υπάρχουν δεκάδες blogs που ενημερώνονται με βίντεο και κείμενο από smart phones. Τότε ήταν μόνο το νευρικό χέρι του πυροβολητή Καστανά βουτηγμένο στο συναίσθημα αλλά και στην αίσθηση της παρανομίας.
Και κάτι ακόμα. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν από 25 χρόνια, αλλά το ύφος της γραφής του είναι, τεχνικά, γοητευτικά σύγχρονο. Ο Κάσδαγλης είναι από τους γραφιάδες που, αν μη τι άλλο, θέλεις να μιμηθείς, αλλά, γαμώ την τρέλα μου, πάντα θα είναι παλιότερος, πάντα θα είναι 182 σειρά.
Κανένας δεν ξέρει πόσοι διάβασαν αυτό το βιβλίο. Το φανταρίστικο ημερολόγιο του Χριστόφορου δημοσιεύτηκε, κατά τη διάρκεια της θητείας του, στο περιοδικό Παρά Πέντε. Εκεί ο πυροβολητής μας έγραφε ως Χρήστος Καστανάς, υπηρετών στην πόλη Βρύση, δηλαδή στη Βέροια. Αμέσως μετά έγινε βιβλίο, χώθηκε σε τζάκετ, κάτω από στρώματα, μέσα σε σάκους, άλλαξε χέρια στο ΚΨΜ και κρύφτηκε στο βιβλίο εφόδου της σκοπιάς. Και όχι μόνο. Εγινε τραγούδι, άνοιξε τη φανταρίστικη στήλη στην Ελευθεροτυπία και, το κυριότερο, σύστησε έναν σπουδαίο γραφιά στο ελληνικό κοινό. Είναι προφανές ότι δεν μπορώ να κρίνω αντικειμενικά το βιβλίο, δηλαδή τη συρραφή μικρών περιστατικών που συνθέτουν μία ολόκληρη θητεία. Πρώτον επειδή θαυμάζω τη γραφή του Χριστόφορου και δεύτερον επειδή το διάβασα για πρώτη φορά στη σκοπιά, στην Πυροβολαρχία και στην καρότσα του Στάγιερ. Συνεπώς διαβάζοντας το στην καινούργια επανέκδοση ήρθαν κάποια δάκρυα να μπλέξουν με τα χαμόγελα.
Τώρα εσείς θα αναρωτηθείτε για ποιο λόγο να το διαβάσετε. Εντάξει, αν είστε άνδρας άνω των 35 και έχετε υπηρετήσει στο στρατό ξηράς δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω-είναι η θητεία σας εκεί μέσα. Ολοι οι υπόλοιποι, όμως, αξίζει να μάθετε πως ήταν ο ελληνικός στρατός την εποχή χωρίς κινητό τηλέφωνο. Μόνο αυτό φτάνει. Το κινητό τηλέφωνο και η μικρότερη θητεία αρκούν για να χωρίσουν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, κατά μία έννοια και δύο διαφορετικές χώρες. Τώρα ο φαντάρος πάει σκοπιά και βλέπει την κοπέλα του μέσω Skype. Τότε διάβαζε το ίδιο γράμμα επί μία εβδομάδα-αν είχε γράμμα. Το βιβλίο του Χριστόφορου περιγράφει τον στρατό μέσα από τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του στρατιώτη. Εχει χιούμορ, πίκρα, σαρκασμό. Σήμερα υπάρχουν δεκάδες blogs που ενημερώνονται με βίντεο και κείμενο από smart phones. Τότε ήταν μόνο το νευρικό χέρι του πυροβολητή Καστανά βουτηγμένο στο συναίσθημα αλλά και στην αίσθηση της παρανομίας.
Και κάτι ακόμα. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν από 25 χρόνια, αλλά το ύφος της γραφής του είναι, τεχνικά, γοητευτικά σύγχρονο. Ο Κάσδαγλης είναι από τους γραφιάδες που, αν μη τι άλλο, θέλεις να μιμηθείς, αλλά, γαμώ την τρέλα μου, πάντα θα είναι παλιότερος, πάντα θα είναι 182 σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου