Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Αντριου Γουάιλι: Το τσακάλι των εκδόσεων (από το Βήμα)

O 14ος ισχυρότερος παγκοσμίως παράγοντας στο χώρο του βιβλίου (σύμφωνα με τον «Guardian») µιλά στο «Βήµα» γιαι τις εκδοτικές εξελίξεις





Οι νοµπελίστες Ορχάν Παµούκ, Β. Σ. Νάιπολ, Κενζαµπούρο Οε, Σολ Μπέλοου και Τζόζεφ Μπρόντσκι, ο Νικολά Σαρκοζί αλλά και οι κληρονόµοι του Ναµπόκοφ, του Μπόρχες και του Καλβίνο συγκαταλέγονται στο εκτενές διεθνές πελατολόγιο του Αντριου Γουάιλι, µαζί µε τον Φίλιπ Ροθ, τον Μίλαν Κούντερα και τον Μάρτις Εϊµις. Η απόκτηση του τελευταίου από τη βρετανή ατζέντισσα Πατ Κάβανο το 1995 τον στιγµάτισε µε τη φήµη του αρπακτικού και το προσωνύµιο «Τσακάλι», αλλά αυτός δεν ενοχλείται.

Τέσσερις από τους συγγραφείς τα δικαιώματα των οποίων εκπροσωπεί διεθνώς ο Αντριου Γουάιλι:
1. Ο Αμερικανός Φίλιπ Ροθ
2. Ο Τούρκος Ορχάν Παμούκ
3. Ο Βρετανός Β.Σ. Νάιπολ
4. Ο Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες







Ζει σε έναν «παράδεισο για κάθε βιβλιόφιλο» έτσι µας περιέγραψε από το τηλέφωνο το αρχηγείο του στη Νέα Υόρκη, ένα ολόκληρο οικοδοµικό τετράγωνο γεµάτο βιβλία. Αγναντεύοντας από το παράθυρο την 57η οδό, ο παλιός σύντροφος του Αντι Γουόρχολ στα πάρτι της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, µας µίλησε για τη δουλειά του µε ενθουσιασµό διανθίζοντας συχνά τον λόγο του µε λόγιες λέξεις ελληνικής προέλευσης.

– Πώς αποφασίσατε να γίνετε λογοτεχνικός πράκτορας;
«Ο πατέρας µου ήταν επιµελητής εκδόσεων και η επιθυµία µου ήταν να ακολουθήσω τη δική του καριέρα. Αρχισα να αναζητώ δουλειά σε εκδοτικούς οίκους και όλοι µε ρωτούσαν τι διάβαζα. Τότε διάβαζα Θουκυδίδη και οι εκδότες µού εξηγούσαν ότι θα ήταν περισσότερο χρήσιµο για τη δουλειά που αναζητούσα να διαβάζω τα βιβλία που περιλαµβάνονται στις λίστες ευπωλήτων. ∆εν διάβαζα τα µπεστ σέλερ, ούτε µε ενδιέφερε να τα διαβάσω, έτσι στο τέλος αποφάσισα να γίνω λογοτεχνικός πράκτορας, ώστε να µπορώ να επιλέγω εγώ τους συγγραφείς µε τους οποίους θα συνεργάζοµαι χωρίς να µου επιβάλλουν άλλοι ένα εµπορικό µοντέλο. ∆εν γνώριζα αν ήταν εφικτό να οικοδοµήσω µια ενδιαφέρουσα και βιώσιµη επιχείρηση συνεργαζόµενος µόνο µε ποιοτικούς συγγραφείς, 31 χρόνια αργότερα όµως απεδείχθη ότι ήταν εφικτό».

– Ποιες ικανότητες εξασφάλισαν την
επιτυχία σας;
«Αφενός ήξερα από την αρχή τι ήθελα να κάνω, δηλαδή να αναλάβω αποκλειστικά συγγραφείς που µε ενδιέφεραν χωρίς να επηρεάζοµαι από την εµπορική παράµετρο της δουλειάς τους. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι για να γίνει αυτό θα έπρεπε να δώσω µεγάλη σηµασία στα διαχρονικά αναγνώσµατα, σε αυτό που λέµε backlist, και να αποκτήσω διεθνή πελατεία. Επειτα από επαφές και πολλά ταξίδια η επιχείρηση άρχισε να αποκτά σηµαντική εµβέλεια και πλέον εκπροσωπούµε συγγραφείς από πολλές χώρες και συνεργαζόµαστε µε εκδότες σε πολλές χώρες».



Οι εξελίξεις στην αγορά του βιβλίου
– Η αγορά του βιβλίου αλλάζει με τις ψηφιακές εκδόσεις. Πώς εκτιμάτε τις εξελίξεις;
«Στις ΗΠΑ η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού βιβλίου συντελείται µε αλµατώδεις ρυθµούς. Υπάρχουν όµως σηµαντικότατα ζητήµατα σχετικά µε την κατανοµή των εσόδων από το ηλεκτρονικό βιβλίο τα οποία πρέπει να επιλυθούν άµεσα, διαφορετικά οι εκδότες ως ενδιάµεσοι ανάµεσα στους συγγραφείς και στο αναγνωστικό κοινό θα εκλείψουν και θα συµβεί στην εκδοτική βιοµηχανία ό,τι συνέβη στη µουσική βιοµηχανία. Η θέση µου είναι ότι το ποσοστό των συγγραφέων πρέπει να αυξηθεί και των διακινητών να µειωθεί από το 30%. Υπάρχουν βεβαίως ακόµη αγορές µη ανεπτυγ µένες ψηφιακά, όπως η γερµανική, όπου το ηλεκτρονικό βιβλίο καταλαµβάνει το 1%, όµως αυτό, αναπότρεπτα, θα αλλάξει. Πιστεύω πάντως ότι θα υπάρχει αγορά και για το ηλεκτρονικό και για το έντυπο βιβλίο».

– Βιβλιοπωλεία σε όλον τον κόσμο
κλείνουν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και του ηλεκτρονικού εμπορίου. Θα επιβιώσει το βιβλίο χωρίς αυτά;
«Τα βιβλιοπωλεία δεν θα εκλείψουν οριστικά, θεωρώ όµως ότι τα βιβλιοπωλεία του µέλλοντος θα είναι ένας συνδυασµός ηλεκτρονικών και ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων. Θα έρθουν πολύ δύσκολες ηµέρες για τις µεγάλες αλυσίδες κατά τη γνώµη µου, εκτός αν διαφοροποιηθούν από κατάστηµα σε κατάστηµα, όπως πρόκειται να κάνει η Waterstone’s στη Βρετανία. Μόνον έτσι θα επιβιώσουν».

– Ο αγγλικός Τύπος σάς αποκαλεί «Τσακάλι» για την επιθετική πολιτική σας. Σας ενοχλεί ο χαρακτηρισμός;
«∆εν µε απασχολεί, µια λέξη είναι κι αυτή».

– Ο κόσμος των εκδόσεων είναι εξίσου ανταγωνιστικός με τον κόσμο άλλων επιχειρήσεων;
«Οι αγορές είναι µικρές, η δουλειά είναι δύσκολη, οι άνθρωποι εργάζονται πολλές ώρες. Σε άλλον τοµέα, ένας τόσο σκληρά εργαζόµενος θα αµειβόταν τρεις ή τέσσερις φορές περισσότερο. Το κόστος ζωής στις πόλεις όπου συνήθως δραστηριοποιούνται οι εκδοτικοί οίκοι είναι υψηλό, οι µισθοί είναι χαµηλοί, η πίεση της δουλειάς έντονη, οπότε υπό αυτή την έννοια τα επαγγέλµατα του εκδοτικού χώρου είναι δύσκολα».
Καλή και καλή λογοτεχνία
– Τι αναζητείτε στα κείμενα των νέων συγγραφέων που αναλαμβάνετε;
«Στους λογοτέχνες αναζητούµε ποιοτική γραφή, στους µη λογοτέχνες ενδιαφέρουσες ιδέες ή ιστορίες».

– Πώς ορίζετε την ποιοτική γραφή;
«Είναι δύσκολο να δώσω γενικό ορισµό γιατί κάθε συγγραφέας έχει κάτι ιδιαίτερο, έχει τα δικά του προτερήµατα. Επειτα από 31 χρόνια όµως µπορούµε εύκολα να διακρίνουµε κάποιον που γράφει καλά από κάποιον που δεν γράφει καλά. Το καλό κείµενο το αναγνωρίζεις αµέσως µόλις το δεις».

– Στον αντίποδα, οι πωλήσεις κακής
και εύκολης λογοτεχνίας είναι αυξητικές. Το φιλολογικό γούστο εκφυλίζεται ανεπιστρεπτί;
«Αυτό που συνέβη στην εκδοτική βιοµηχανία είναι ότι παρέδωσε τον έλεγχο στους µεσάζοντες διακινητές και εκείνοι, προκειµένου να ικανοποιήσουν τις επαγγελµατικές φιλοδοξίες τους, έβαλαν στόχο τις πωλήσεις µεγάλου αριθµού αντιτύπων σε µικρό χρονικό διάστηµα. Η εκδοτική βιοµηχανία επαναοικοδοµήθηκε τεχνητά πάνω σε µια εντελώς εµπορική βάση, πράγµα που δεν θεωρώ επωφελές για το βιβλίο. Συµβαίνει σήµερα στον εκδοτικό χώρο αυτό που συνέβη και µε την τηλεόραση, όπου η ηλιθιότητα των πρωινών εκποµπών καθόρισε τελικά το πρόγραµµα της τηλεόρασης στο σύνολό του ώσπου η τηλεόραση απαξιώθηκε. Τώρα η συνδροµητική τηλεόραση προσφέρει 500 κανάλια και η ποιότητα των εκποµπών έχει βελτιωθεί σηµαντικά διότι ο έλεγχος του παραγόµενου προϊόντος δεν συγκεντρώνεται στα χέρια ολίγων. Νοµίζω ότι η εκδοτική βιοµηχανία µέσω της ψηφιακής ανάπτυξης διανύει µια αντίστοιχη περίοδο µεταβολής και εκτιµώ ότι η ποιότητα θα βελτιω θεί και το εµπορικό κριτήριο θα παίζει µικρότερο ρόλο».

Δουλειά και απόλαυση
– Τι απολαμβάνετε περισσότερο στη δουλειά σας;
«Τους ανθρώπους, τους συγγραφείς που αναλαµβάνουµε και το διάβασµα».

– Ποια είναι τα αγαπημένα σας αναγνώσματα;
«Αγαπηµένο µου βιβλίο είναι εκείνο που διαβάζω κάθε φορά. Πέρασα το περασµένο Σαββατοκύριακο µε τον Β. Σ. Νάιπολ στην αγγλική ύπαιθρο. Την προηγούµενη ηµέρα που βρισκόµουν στο Λονδίνο έδωσα σε κάποιον ένα αντίτυπο του δικού του A Bend in the River και του σύστησα να το διαβάσει. Του έδωσα επίσης ένα αντίτυπο του The Enigma of Arrival και αγόρασα ένα άλλο για τον εαυτό µου που το διάβασα στο αεροπλάνο, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη. Αυτή την πολυτέλεια µου προσφέρει η απόφαση να αναλαµβάνω µόνο συγγραφείς που µε ενδιαφέρουν».

– Οι αρνητικές πλευρές του επαγγέλματός σας ποιες είναι;
«∆εν υπάρχουν αρνητικές πλευρές. Αποφάσισα νωρίς τι ήθελα να κάνω, δούλεψα πολύ για να υλοποιήσω την επιθυµία µου και είµαι ευτυχισµένος».

– Υπάρχει ο μύθος ότι οι ταλαντούχοι συγγραφείς είναι δύσκολοι άνθρωποι. Πώς τους χειρίζεστε;
«Είµαστε υπάλληλοι των συγγραφέων που εκπροσωπούµε. Πάντως οι περισσότεροι δεν είναι δύσκολοι άνθρωποι. Υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις. Ετυχε να µου διατυπωθούν αιτήµατα που δεν έβρισκα λογικά και δεν µπορούσα να τα πραγµατοποιήσω. Πρόκειται όµως για σπάνιες περιπτώσεις, δύο ή τρεις µέσα σε αυτά τα 31 χρόνια».

– Αν δεν ήσασταν ατζέντης, τι θα κάνατε;
«Θα ήµουν άστεγος... ή θα µετακόµιζα στην Αθήνα και θα εργαζόµουν για την οικονοµία σας».
Η σχέση του µε την ελληνική λογοτεχνία

Στους πελάτες του Αντριου Γουάιλι συγκαταλέγεται μόνο ένας έλληνας συγγραφέας, ο Πάνος Καρνέζης. «Ο Μαρκ Μαζάουερ γράφει τώρα μια ιστορική μελέτη που θα αποτελέσει την πληρέστερη ιστορία του Αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Είναι Βρετανός μεν αλλά φιλέλληνας» προσθέτει ο ίδιος.

Γνωρίζει τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

«Ομολογώ ότι δεν τη γνωρίζω καλά και το λάθος είναι δικό μου. Μου είναι δύσκολο να είμαι ενημερωμένος διότι δεν μιλάω ελληνικά, παρ’ ότι σπούδασα αρχαία ελληνικά στο κολέγιο. Παρεμπιπτόντως, ο πρώτος πελάτης που ανέλαβα είχε κάποια σχέση με την Ελλάδα, ήταν ο Ι. Φ. Στόουν, ο συγγραφέας του βιβλίου “Η δίκη του Σωκράτη”. Τον εντυπωσίασα απαγγέλλοντας στίχους του Ομήρου που είχα αποστηθίσει στη διάρκεια των μαθημάτων του Αλμπερτ Λορντ στο Χάρβαρντ».

Πώς, κατά την επαγγελματική του άποψη, η λογοτεχνία που γράφεται σε μια «μικρή» γλώσσα όπως η ελληνική μπορεί να αποκτήσει ευρύτερο παγκόσμιο κοινό; «Δυστυχώς συνήθως πρέπει να καταφύγει κανείς στη μετάφραση. Χρειάζεται να βρεθεί ένας καλός μεταφραστής, να μεταφράσει ένα τμήμα του έργου και να δώσει μια εκτεταμένη περίληψη του συνόλου και με αυτή τη μετάφραση ανά χείρας να αναζητηθεί εκδότης. Είναι η πρακτική που ακολουθούμε στην περίπτωση του Ορχάν Παμούκ και του Αλάα αλ Ασουάνι. Mεταφράζουμε μέρος του βιβλίου και μετακινούμαστε από την αρχική τοπική αγορά προς την αγορά των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Από τη στιγμή που είναι εξασφαλισμένες η τοπική αγορά και η αγορά των ΗΠΑ, το να κατακτήσει κανείς τον υπόλοιπο κόσμο είναι εύκολη υπόθεση».







http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=426457

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου