Του Βασίλη Ρούβαλη
Όποτε οι ειδήσεις αναφέρουν την "αποδημία" ενός ποιητή (ή καλλιτέχνη εν γένει), ετούτο είναι επωφελές γεγονός για τη ροή του χρόνου και του τόπου, τις ζυμώσεις της σκέψης και της έκφρασης, την ουσία της τέχνης...
Ο Γιάννης Βαρβέρης υπήρξε ποιητής. Στάθηκε συνειδητά στο ύψος των λογοτεχνικών περιστάσεων κινούμενος απαρέγκλιτα στις συντεταγμένες της λεγόμενης "γενιάς του εβδομήντα". Η παρουσία του υπήρξε συγχρονική, εκ παραλλήλου, με τα προτάγματα των ομηλίκων του δημιουργών ενώ, σε καίριο βαθμό, ο ίδιος αποτέλεσε ιδιαίτερο καταλύτη και ρυθμιστή για το πεδίο αναζητήσεων της ελληνικής ποίησης στα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Η ποίηση είναι πλάνη - είναι αυτό που γνώριζε καλά ο Γιάννης Βαρβέρης. Επιδίωκε να διατηρεί μικρές αποστάσεις από τα τεκταινόμενα αλλά και να παρεμβαίνει κάποτε με προσεκτικές προσεγγίσεις τα ζητήματα που άπτονται της θέσης και της τοποθέτησης της ποίησης στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Πίστευε, όπως τουλάχιστον διεμήνυε με αγωνία, ότι ο λογοτεχνικός κανόνας, οι αισθητικές συντεταγμένες της τωρινής εποχής, φθείρονται από τους νόμους της εκδοτικής αγοράς παρ’ όλο που, ειδικότερα, ο ποιητικός λόγος φαίνεται να παραμένει περιθωριοποιημένος και απαξιωμένος. Παράλληλα, συμφωνούσε με την άποψη όλων εκείνων των σκεπτικιστών που επιχειρηματολογούν για την επιβολή του αναλυτικού λόγου, της πεζογραφίας, έναντι της πυκνής ποιητικής ύφανσης. Με τούτο το δεδομένο μπορεί να εξηγηθεί η δική του εσωστρέφεια: η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη ανατρέχει στο παρελθόν, εδράζεται στο παρόν, λοξοκοιτάζει το μέλλον, με κοινό παρονομαστή την καλλιεργημένη αίσθηση της «απόστασης», της ειδοποιού διαφοράς, από τον κόσμο των μη ποιητών. Ετούτο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί με αρνητισμό αλλ’ αρκεί να πεισθεί κανείς πως τόσο ο Γιάννης Βαρβέρης όσο και οι πλείστοι ποιητές «του εβδομήντα» παραμένουν προσκολλημένοι στον μοντερνισμό (όπως τον νοεί ο καθένας) αλλά και σ’ ένα πρίσμα συγκεκριμένης παρακολούθησης της σκέψης και της έκφρασης στις τέχνες, του ζητούμενου σ’ έναν κόσμο ταχύτατα εναλλασσόμενο, στην πολυδιάσπαση του εγώ.
Ο ποιητής δεν είναι άμοιρος του απροσδόκητου: κάθε στίχος του περιέχει το ξάφνιασμα της ζωής, την ανατροπή, το ναδίρ και το ζενίθ της ύπαρξης. Γνώριζε καλά πως ο θάνατος είναι δεδομένος και πως είναι πιο ανακουφιστική η αντιμετώπισή του ως ένα παιχνίδισμα του επικούρειου κυκλικού σχήματος «θάνατος-ζωή-θάνατος». Το προσδόκιμο είναι να γνωρίσει ο άνθρωπος την κοσμογονία των ματιών του, να βιώσει την πολυτέλεια του ζειν, όμως έχοντας υπόψη του ότι κάθε τι μορφοποιούμενο -έμβιο είτε μη έμβιο- περιέχει την επερχόμενη σιωπή. Δεν είναι βέβαιο ότι εννοούσε την ελπίδα του βιώματος ως παρηγορία. Σαφώς όμως έκλινε προς μιαν ερμηνευτική προσέγγιση αυτού του σχήματος όπου ο στοχαστικός νους συμπεριέχει το σαρδόνιο χαμόγελο, την αλληγορική έκφανση της αιωνιότητας, την κυνική διάσταση του διαρκούς ερωτήματος «υπάρχω;...». Αυτό ακριβώς το κλίμα αποτυπώνει εμμέσως πλην σαφώς στην ανθολόγηση ποιητών με ευθεία ενατένιση του θανάτου («Σα μια μουσική, την νύχτα…», εκδόσεις Κέδρος, 2007), όπου ο ίδιος μεταφράζει επιλεγμένα ποιήματα από το γαλλικό ποιητικό corpus από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα.
Άλλο τόσο όμως ο Γιάννης Βαρβέρης θέλησε να εστιάσει σε άλλα θέματα, εκείνα που εκ παραλλήλου συνθέτουν το προσωπικό του ποιητικό σύμπαν: η άγνοια στη δοκιμή του έρωτα, το αστικό τοπίο σε συνάρτηση με την ατομική ύπαρξη, η λεξιλαγνεία έναντι του νοήματος και του τιμήματος των πραγμάτων, το ποιητικό αντικείμενο ως αέναη επιδίωξη, το άγος της ανάσας και της σκέψης. Πράγματι, η ποίηση είναι πλάνη, και δη, εν προκειμένω, αποστασιοποιημένη από τα τεκταινόμενα: ο εκλιπών ποιητής μιλάει για τα θέματά του επανερχόμενος συστηματικά (θάνατος, ματαιότητα, ειρωνεία, σαρκασμός, αναρωτήσεις για το τι και το πώς), όπως συστηματικά αποφεύγει να εισέλθει στον άλλο κόσμο, τον πραγματικό και κυνικό, τον ρέοντα. Γιατί ως χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του, εξαρχής διατήρησε απόμακρη στάση από τις σειρήνες (κι όχι Σειρήνες) της εποχής του - «γέννημα» της μεταδικτατορικής κοινωνικής συντεταγμένης, άμεσος αποδέκτης της κοινής θεματικής ρητορείας, αλλ’ ωστόσο σιωπηλός παρατηρητής της. Παρομοίως, τα επόμενα χρόνια, η ποίησή του δεν «άγγιξε» ούτε κατ’ ελάχιστον το συλλογικό στοιχείο. (Ίσως κιόλας ετούτο πρέπει να ερμηνευτεί ως μια μοιραία αντίδραση των ομηλίκων του ποιητών συνολικά, καθώς δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν τους στόχους και την εκζήτηση των δύο προηγούμενων γενιών, της λεγόμενης «του ‘30» και της «γενιάς της ήττας» μεταπολεμικά.
Η κριτική έχει δώσει στον Γιάννη Βαρβέρη μια περίοπτη θέση στην πυραμίδα των σύγχρονων ποιητών. Ο χρόνος και η προσέγγιση με διαφορετικές μεθόδους μέτρησης, ως οφείλει η φιλολογική πένα, θα κρίνει το έργο του. Η μόνη βεβαιότητα είναι ακριβώς η εντιμότητά του καλλιεργώντας και υπηρετώντας έναν άκρατο ερωτισμό με τις λέξεις του, ήδη από την πρώτη του συλλογή «Εν φαντασία και λόγω» (1975) έως την πιο πρόσφατη «Ο άνθρωπος μόνος».
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=619532
Όποτε οι ειδήσεις αναφέρουν την "αποδημία" ενός ποιητή (ή καλλιτέχνη εν γένει), ετούτο είναι επωφελές γεγονός για τη ροή του χρόνου και του τόπου, τις ζυμώσεις της σκέψης και της έκφρασης, την ουσία της τέχνης...
Ο Γιάννης Βαρβέρης υπήρξε ποιητής. Στάθηκε συνειδητά στο ύψος των λογοτεχνικών περιστάσεων κινούμενος απαρέγκλιτα στις συντεταγμένες της λεγόμενης "γενιάς του εβδομήντα". Η παρουσία του υπήρξε συγχρονική, εκ παραλλήλου, με τα προτάγματα των ομηλίκων του δημιουργών ενώ, σε καίριο βαθμό, ο ίδιος αποτέλεσε ιδιαίτερο καταλύτη και ρυθμιστή για το πεδίο αναζητήσεων της ελληνικής ποίησης στα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Η ποίηση είναι πλάνη - είναι αυτό που γνώριζε καλά ο Γιάννης Βαρβέρης. Επιδίωκε να διατηρεί μικρές αποστάσεις από τα τεκταινόμενα αλλά και να παρεμβαίνει κάποτε με προσεκτικές προσεγγίσεις τα ζητήματα που άπτονται της θέσης και της τοποθέτησης της ποίησης στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Πίστευε, όπως τουλάχιστον διεμήνυε με αγωνία, ότι ο λογοτεχνικός κανόνας, οι αισθητικές συντεταγμένες της τωρινής εποχής, φθείρονται από τους νόμους της εκδοτικής αγοράς παρ’ όλο που, ειδικότερα, ο ποιητικός λόγος φαίνεται να παραμένει περιθωριοποιημένος και απαξιωμένος. Παράλληλα, συμφωνούσε με την άποψη όλων εκείνων των σκεπτικιστών που επιχειρηματολογούν για την επιβολή του αναλυτικού λόγου, της πεζογραφίας, έναντι της πυκνής ποιητικής ύφανσης. Με τούτο το δεδομένο μπορεί να εξηγηθεί η δική του εσωστρέφεια: η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη ανατρέχει στο παρελθόν, εδράζεται στο παρόν, λοξοκοιτάζει το μέλλον, με κοινό παρονομαστή την καλλιεργημένη αίσθηση της «απόστασης», της ειδοποιού διαφοράς, από τον κόσμο των μη ποιητών. Ετούτο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί με αρνητισμό αλλ’ αρκεί να πεισθεί κανείς πως τόσο ο Γιάννης Βαρβέρης όσο και οι πλείστοι ποιητές «του εβδομήντα» παραμένουν προσκολλημένοι στον μοντερνισμό (όπως τον νοεί ο καθένας) αλλά και σ’ ένα πρίσμα συγκεκριμένης παρακολούθησης της σκέψης και της έκφρασης στις τέχνες, του ζητούμενου σ’ έναν κόσμο ταχύτατα εναλλασσόμενο, στην πολυδιάσπαση του εγώ.
Ο ποιητής δεν είναι άμοιρος του απροσδόκητου: κάθε στίχος του περιέχει το ξάφνιασμα της ζωής, την ανατροπή, το ναδίρ και το ζενίθ της ύπαρξης. Γνώριζε καλά πως ο θάνατος είναι δεδομένος και πως είναι πιο ανακουφιστική η αντιμετώπισή του ως ένα παιχνίδισμα του επικούρειου κυκλικού σχήματος «θάνατος-ζωή-θάνατος». Το προσδόκιμο είναι να γνωρίσει ο άνθρωπος την κοσμογονία των ματιών του, να βιώσει την πολυτέλεια του ζειν, όμως έχοντας υπόψη του ότι κάθε τι μορφοποιούμενο -έμβιο είτε μη έμβιο- περιέχει την επερχόμενη σιωπή. Δεν είναι βέβαιο ότι εννοούσε την ελπίδα του βιώματος ως παρηγορία. Σαφώς όμως έκλινε προς μιαν ερμηνευτική προσέγγιση αυτού του σχήματος όπου ο στοχαστικός νους συμπεριέχει το σαρδόνιο χαμόγελο, την αλληγορική έκφανση της αιωνιότητας, την κυνική διάσταση του διαρκούς ερωτήματος «υπάρχω;...». Αυτό ακριβώς το κλίμα αποτυπώνει εμμέσως πλην σαφώς στην ανθολόγηση ποιητών με ευθεία ενατένιση του θανάτου («Σα μια μουσική, την νύχτα…», εκδόσεις Κέδρος, 2007), όπου ο ίδιος μεταφράζει επιλεγμένα ποιήματα από το γαλλικό ποιητικό corpus από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα.
Άλλο τόσο όμως ο Γιάννης Βαρβέρης θέλησε να εστιάσει σε άλλα θέματα, εκείνα που εκ παραλλήλου συνθέτουν το προσωπικό του ποιητικό σύμπαν: η άγνοια στη δοκιμή του έρωτα, το αστικό τοπίο σε συνάρτηση με την ατομική ύπαρξη, η λεξιλαγνεία έναντι του νοήματος και του τιμήματος των πραγμάτων, το ποιητικό αντικείμενο ως αέναη επιδίωξη, το άγος της ανάσας και της σκέψης. Πράγματι, η ποίηση είναι πλάνη, και δη, εν προκειμένω, αποστασιοποιημένη από τα τεκταινόμενα: ο εκλιπών ποιητής μιλάει για τα θέματά του επανερχόμενος συστηματικά (θάνατος, ματαιότητα, ειρωνεία, σαρκασμός, αναρωτήσεις για το τι και το πώς), όπως συστηματικά αποφεύγει να εισέλθει στον άλλο κόσμο, τον πραγματικό και κυνικό, τον ρέοντα. Γιατί ως χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του, εξαρχής διατήρησε απόμακρη στάση από τις σειρήνες (κι όχι Σειρήνες) της εποχής του - «γέννημα» της μεταδικτατορικής κοινωνικής συντεταγμένης, άμεσος αποδέκτης της κοινής θεματικής ρητορείας, αλλ’ ωστόσο σιωπηλός παρατηρητής της. Παρομοίως, τα επόμενα χρόνια, η ποίησή του δεν «άγγιξε» ούτε κατ’ ελάχιστον το συλλογικό στοιχείο. (Ίσως κιόλας ετούτο πρέπει να ερμηνευτεί ως μια μοιραία αντίδραση των ομηλίκων του ποιητών συνολικά, καθώς δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν τους στόχους και την εκζήτηση των δύο προηγούμενων γενιών, της λεγόμενης «του ‘30» και της «γενιάς της ήττας» μεταπολεμικά.
Η κριτική έχει δώσει στον Γιάννη Βαρβέρη μια περίοπτη θέση στην πυραμίδα των σύγχρονων ποιητών. Ο χρόνος και η προσέγγιση με διαφορετικές μεθόδους μέτρησης, ως οφείλει η φιλολογική πένα, θα κρίνει το έργο του. Η μόνη βεβαιότητα είναι ακριβώς η εντιμότητά του καλλιεργώντας και υπηρετώντας έναν άκρατο ερωτισμό με τις λέξεις του, ήδη από την πρώτη του συλλογή «Εν φαντασία και λόγω» (1975) έως την πιο πρόσφατη «Ο άνθρωπος μόνος».
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=619532
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου