Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Ήταν ο Πόε ρατσιστής; (ένα άρθρο και ο σχολιασμός του)

Ανήλιαγες κρύπτες, βαριά παραπετάσματα, μισοερειπωμένα σπίτια. Ωραίες, ωχρές γυναίκες, προορισμένες να πεθάνουν. Θάλασσες που καταπίνουν στη δίνη τους τους ναυτικούς, πηγάδια, κελιά, υπόγεια, λαγούμια. Και κάθε λογής αναλύσεις – ψυχαναλυτικές, αισθητικές, φιλολογικές. Ο Πόε διαβάστηκε πολύ, αναλύθηκε πολύ, κι αν η Αμερική τον αντιμετώπισε με εξωφρενική αμφιθυμία – «Όποιος τον πάρει στα σοβαρά, δείχνει ότι δεν είναι ο ίδιος σοβαρός», έλεγε ο Χένρυ Τζέιμς–, η Ευρώπη τον αναδέχτηκε με θέρμη, σαγηνευμένη από το πνεύμα της φθοράς και του αδιεξόδου, του τρόμου και του θανάτου που τόσο πρώιμα εξέφρασε.



Πρότυπο του παρακμιακού πνεύματος για τον Μπωντλαίρ, λανθάνων νεκρόφιλος, σύμφωνα με τη Μαρία Βοναπάρτη, δάσκαλος της υλιστικής φαντασίας για τον Γκαστόν Μπασλάρ, ισορροπιστής στο όριο ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, κατά τον Τζβετάν Τοντόρωφ, μόνιμος κάτοικος του «ιερού τόπου του μακάβριου», όπως τον θέλει ο συγκινητικός βιογράφος του Πήτερ Ακρόυντ. Ένας συγγραφέας ταγμένος να ζει «μέσα στα όνειρα». Ή, σύμφωνα με μια ακόμα πιο αυστηρή αποτίμηση, με την υπογραφή μάλιστα του Ντ.Χ. Λώρενς, «ένας συγγραφέας εντελώς απορροφημένος από την εκφυλιστική διαδικασία της ψυχής του... Καταδικασμένος να σφαδάζει [...] μέσα στη συνεχή αναταραχή του εκφυλισμού και καταδικασμένος να καταγράφει αυτή τη διαδικασία». Ακόμα και ο E.Λ. Ντοκτόροου –βεβαρημένος ο ίδιος από το όνομα Έντγκαρ (αυτό κρύβεται πίσω από το αρχικό Ε.) με το οποίο τον βάφτισαν οι γονείς του σε ένδειξη του θαυμασμού τους γι' αυτόν–, ανεπιφύλακτα τον περιορίζει μέσα στο «ναρκισσιστικό κουκούλι του προσωπικού του βασανισμού», θεωρώντας πως «λίγο έλειψε να μην πάρει είδηση την άνθιση του αμερικανικού έθνους». «Γι' αυτό και είναι παράδοξο που παγιώθηκε τόσο στέρεα στην αμερικανική λογοτεχνική συνείδηση, αποτελώντας σχεδόν μυθική παρουσία», γράφει.
Peter Ackroyd, Πόε: Μια σύντομη ζωή, μετάφραση: Μαρία Φακίνου, Πατάκη, Αθήνα 2010, σελ. 266.

Έντγκαρ Άλαν Πόε, 21 Ιστορίες και το «Κοράκι». Ανθολόγηση, μετάφραση, σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σελ. 425.

Παράδοξο; Μα ο Πόε ενσάρκωσε τη νέα αμερικανική συνείδηση όσο και ο ρομαντικά υψιπετής Φένιμορ Κούπερ, που ύμνησε τα μεγαλόπρεπα δάση της νέας ηπείρου, τις απέραντες εκτάσεις, το άπλετο φως, τους ανοιχτούς ορίζοντες και τους τελευταίους των Μοϊκανών. Δείγμα και ταυτόχρονα διαμορφωτής της συνείδησης του Νέου Κόσμου, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αμερικανούς συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα που είναι de facto προφήτες, αφού η νέα τους χώρα τούς δημιούργησε μόνο και μόνο για να μιλήσουν με τη φωνή της. Ας μην ξεχνάμε ότι όλους αυτούς –Έμερσον, Θορώ, Μέλβιλ, Γουίτμαν, Πόε– ελάχιστες δεκαετίες τους χωρίζουν από την Αμερικανική Επανάσταση και την ανεξαρτησία. Όλοι τους βιώνουν εκστατικοί την αδιανόητη ώς τότε εξάλειψη της βασιλείας και της κληρονομικής διαδοχής στην εξουσία, προσβλέπουν σε μια ελευθερία που δεν θα παρεμποδίζεται από την εκκλησία και υπερβαίνουν τη μεταφυσική ανησυχία προς όφελος μιας εγκόσμιας Δημοκρατίας, μιας χαρτογραφημένης χώρας, μιας χώρας σε συμφωνία όχι με το Θεό αλλά με τον εαυτό της.
Βεβαίως ο Πόε είναι συναισθηματικά σολιψιστής, δεν συμπαθεί την ιδέα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιφρονεί τον όχλο, φτάνει μάλιστα να γράψει: «η μύτη του όχλου είναι η εφεύρεσή του κι απ' αυτή τη μύτη θα μπορούσε κανείς να τον τραβάει πάντα εκεί που θέλει». Όμως ασφαλώς και δεν είναι ένας «άνθρωπος αποκομμένος από τον κόσμο», που εκτός από την τέχνη του «δεν είχε ούτε φιλοσοφία, ούτε πρόγραμμα, ούτε ιδεολογία» (όπως έγραψε ο καθηγητής Πάρινγκτον στο βιβλίο του Κύρια ρεύματα στην αμερικανική σκέψη το 1927) ούτε «τραγική και μοναχική ιδιοφυΐα, ένας Ισμαήλ των γραμμάτων, που δείχνει να μην τον απασχολεί ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος στα γραπτά του», όπως θα αποφαινόταν ο Α. Μ. Σλέσινγκερ, το 1922. Τρεις γενιές μελετητών θα του απέδιδαν «πνευματική αποστασιοποίηση από την εποχή και το περιβάλλον του». Και θα τον αδικούσαν κατάφωρα.

ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ – ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Ναι, ο Πόε είναι ο par excellence συγγραφέας του φανταστικού, όμως ποτέ δεν διέρρηξε τους δεσμούς του με το κοινωνικό ή το πολιτικό. Για δεκαπέντε χρόνια ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία∙ έγραψε εκατοντάδες κριτικές για βιβλία που ασχολούνταν με θέματα τόσο ετερόκλιτα όσο η ιστορία του αμερικανικού ναυτικού, η ζωή και τα ήθη της Δύσης, η εκπαίδευση, η εκκλησιαστική ιστορία των ΗΠΑ, οι εξερευνήσεις των Νότιων Θαλασσών∙ περιπλανήθηκε στο Μανχάταν, μπαινοβγαίνοντας στις άθλιες παράγκες των ιρλανδών μεταναστών, για να σχολιάσει τη φτώχεια, την τραχιά γεύση του νερού της δημόσιας κρήνης, τις κακές συνθήκες υγιεινής. Και, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, αποπειράθηκε να εμπλακεί στην πολιτική. Την άνοιξη του 1841, όταν αναγορεύτηκε νέος αμερικανός πρόεδρος ο Τζον Τάιλερ, ο Πόε προσπάθησε να διεκδικήσει μια θέση δημοσίου υπαλλήλου στην Ουάσινγκτον, για να απογοητευτεί όμως πολύ σύντομα από τη διαφθορά, τη μικροψυχία, το δόλο που επικρατούσε στους διαδρόμους των πολιτικών γραφείων. «Δεν έχεις ιδέα πόσοι μικροαπατεώνες και χοντροκέφαλοι πήραν θέσεις υπερφαλαγγίζοντάς με...», έγραψε στο φίλο του Φ. Γ. Τόμας, που τον είχε παροτρύνει να επιδιώξει το διορισμό του ώστε να εξασφαλίσει κάποιο σταθερό εισόδημα. Και τέσσερα χρόνια αργότερα, στο σατιρικό του αφήγημα Μερικές κουβέντες με μια μούμια, θα περιγράψει τον τυπικό πολιτικό με λίγες αράδες που θυμίζουν καρικατούρα:

Δεν μπορούσε να κάνει τον Αιγύπτιο να καταλάβει τον όρο «πολιτική» παρά μόνο σχεδιάζοντας με κάρβουνο πάνω στον τοίχο έναν μικρόσωμο άντρα μ' ένα εξάνθημα στη μύτη, με τους αγκώνες προς τα έξω, να στέκεται πάνω σ' ένα κούτσουρο, με το αριστερό του πόδι τεντωμένο προς τα πίσω, με το δεξί του χέρι υψωμένο μπροστά, με τη γροθιά κλειστή, τα μάτια στραμμένα προς τον Ουρανό και το στόμα ανοιχτό σε γωνία ενενήντα μοιρών.

Ο Έμερσον παρατηρούσε πως «είναι αδύνατον να εξαιρέσει κανείς τον εαυτό του από τα ζητήματα που απασχολούν την εποχή του». Αδύνατον, λοιπόν, να εξαιρέσει και ο Πόε τον εαυτό του από τα μεγάλα ερωτήματα περί δημοκρατίας, κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, προόδου. Βέβαια ήταν ατομιστής – όμως ο ατομισμός του δεν συνδεόταν τόσο με το laissez faire του κόμματος των Whig το οποίο ανέδειξε τον Τάιλερ στην αμερικανική προεδρία, όσο με τη βαθιά ριζωμένη πίστη του στη μοναδικότητα, την αξία και την αξιοπρέπεια του ατόμου. Αντιμάχεται οτιδήποτε φαίνεται να απειλεί την ακεραιότητα του «κοινού ενός», εξ ου και απεχθάνεται τη λατρεία του ηρωισμού που διαγίγνωσκε στον Καρλάιλ, την εξύμνηση της αφηρημένης έννοιας της Ανθρωπότητας ερήμην των ατόμων που την συναποτελούν, την επιδίωξη «του μεγαλύτερου καλού για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων». Τον εξοργίζει ο ωφελιμισμός ενός Μπένθαμ και ενός Τζον Στιούαρτ Μιλ∙ δεν συμμερίζεται ούτε την επιχειρηματολογία τους ούτε τα συμπεράσματά τους. Διατείνεται πως οι θέσεις του Μπένθαμ θα μπορούσαν να καταρριφθούν με τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο στοχαστής για να τις υποστηρίξει. Κατηγορεί τον Μιλ ότι παραλλάσσει τέσσερις φορές το νόημα της λέξης «ισχύς» στην ίδια σελίδα. Όσο για την a priori επιχειρηματολογία, αυτή, έξω από τις μαθηματικές επιστήμες, παραμένει, σύμφωνα με τον Πόε, απολύτως ξεκρέμαστη∙ «είναι απόλυτα και ριζικά ανεφάρμοστη» όταν πρόκειται για τη διακυβέρνηση.

Ο ΠΟΕ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΔΟΣ

Στο αφήγημά του με τον ελληνικότατο τίτλο Μέλλοντα ταύτα, μια κατεδαφιστική σάτιρα της δημοκρατίας, της προόδου και των ηθών του καιρού του, ο Πόε μετέρχεται ενός τεχνάσματος που θα χρησιμοποιήσουν πολλοί έπειτα απ' αυτόν: να προβάλλει την πλοκή στο μακρινό μέλλον, προκειμένου να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα του παρόντος. Βρισκόμαστε στο έτος 2848, η ηρωίδα της ιστορίας διαπλέει τους ουρανούς επιβαίνοντας σ' ένα αερόστατο τελευταίας τεχνολογίας και για να διασκεδάσει την πλήξη της έχει βαλθεί να αποτυπώσει σκέψεις και εντυπώσεις σε μιαν επιστολή «προς φίλον»:

Πανηγυρίζω, αγαπητέ μου φίλε, επειδή ζούμε σε μια εποχή τόσο φωτισμένη, ώστε να αδιαφορεί για την ύπαρξη της οντότητας που ονομάζεται άτομο. Διότι αυτό για το οποίο ενδιαφέρεται η πραγματική Ανθρωπότης είναι η Μάζα [...]. Δεν είναι αληθινά εντυπωσιακό ότι πριν να ρίξει πάνω στη φιλοσοφία τα λαμπρά της φώτα η Ανθρωπότης, ο κόσμος συνήθιζε να θεωρεί τον Πόλεμο και τον Λοιμό ως συμφορές; [...] Συμφωνείς ότι είναι πραγματικά δύσκολο να κατανοήσουμε σήμερα επι τη βάσει ποιας αρχής συμφέροντος ενεργούσαν οι πρόγονοί μας; Ήταν άραγε τόσο τυφλοί ώστε να μην αντιλαμβάνονται ότι ο αφανισμός μυριάδων ατόμων αποτελεί ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη για τη μάζα;

Ο αφανισμός του ενός υπέρ των πολλών, η αναπόφευκτη εξίσωση προς τα κάτω, η τάση των εφημερίδων να κολακεύουν μιαν αμφιβόλου οξύνοιας «κοινή γνώμη», επιδιώκοντας «περισσότερο να δημιουργήσουν αίσθηση, να προκαλέσουν ενδιαφέρον, παρά να υπηρετήσουν την αλήθεια», όπως λέει ο Ωγκύστ Ντυπέν στο αφήγημα «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ», απελπίζει τον Πόε. Όσο για τη δημοκρατία, ιδού ένα ανελέητο κατηγορώ που επαναλαμβάνεται, ελαφρώς διαφοροποιημένο, στη Συνομιλία του Μόνου και της Ούνα , αλλά που στο αφήγημα Μέλλοντα ταύτα αντηχεί με πικρό και όχι πάντοτε αδικαιολόγητο σαρκασμό:

Όλη τη μέρα (ο Παντίτ) προσπαθούσε να με πείσει ότι οι αρχαίοι Αμερικανοί αυτοκυβερνώνταν! Έχει ποτέ κανείς ακούσει μεγαλύτερο παραλογισμό; Ότι συνυπήρχαν στη βάση μιας ομοσπονδίας του τύπου «ο καθένας για τον εαυτό του», όπως ακριβώς τα τσοπανόσκυλα, για τα οποία διαβάζουμε στα παραμύθια. Λέει ότι αυτός ο τρόπος διακυβέρνησης θεμελιώθηκε πάνω στην πιο αλλόκοτη ιδέα που μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και ελεύθεροι – παραβλέποντας έτσι τους νόμους της διαβάθμισης, που τόσο καθαρά ορίζουν όλα τα πράγματα, τόσο στη φύση όσο και στο χώρο των ιδεών. Κάθε άνθρωπος «ψήφιζε», όπως ονόμαζαν τότε την ανάμειξη του καθενός στα δημόσια πράγματα, ώς τη στιγμή, τελικά, που διαπιστώθηκε ότι αυτό που είναι υπόθεση όλων δεν είναι υπόθεση κανενός και ότι από τη «Δημοκρατία» τους (έτσι ονομαζόταν αυτό το παράλογο σύστημα) απουσίαζε κάθε έννοια διακυβέρνησης. Λέγεται ωστόσο ότι η πρώτη περίσταση κατά την οποία διαταράχθηκε η αυταρέσκεια των φιλοσόφων που είχαν οικοδομήσει την εν λόγω «Δημοκρατία» ήταν η διαπίστωση ότι το καθολικό δικαίωμα ψήφου έδινε την ευκαιρία για κομπίνες: όποιο κόμμα ήταν τόσο φαύλο ώστε να μην ορρωδεί μπροστά σε οποιαδήποτε απάτη, είχε τη δυνατότητα να συγκεντρώσει οποιονδήποτε επιθυμητό αριθμό ψήφων, χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου ή αποτροπής. Λίγη σκέψη πάνω σ' αυτή τη διαπίστωση αρκούσε για να καταστήσει προφανείς τις συνέπειες, που δεν ήταν άλλες από μιαν αδήριτη πραγματικότητα: όταν συντρέχουν συνθήκες όπως αυτές που μόλις περιέγραψα, είναι αναπόφευκτο να υπερισχύει η κατεργαριά –με δυο λόγια, μια δημοκρατική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να είναι παρά κυβέρνηση απατεώνων. Ωστόσο, ενώ οι φιλόσοφοι ήταν απασχολημένοι με το να κοκκινίζουν για την ηλιθιότητά τους που τους είχε εμποδίσει να προβλέψουν τέτοια αναπόφευκτα δεινά και σκόπευαν να επινοήσουν καινούργιες θεωρίες, το ζήτημα πήρε μια απρόβλεπτη τροπή λόγω ενός τύπου ονόματι Μομπ1, ο οποίος πήρε τα πάντα στα χέρια του και εγκαθίδρυσε ένα δεσποτικό καθεστώς, σε σύγκριση με το οποίο εκείνα των μυθικών Ζήρων και Ηλιοφαγκάμπαλων2 ήταν και σεβαστά και αποδεκτά. Αυτός ο Μομπ (παρεμπιπτόντως, ήταν αλλοδαπός) λέγεται ότι ήταν ο πιο μισητός από τους ανθρώπους που βάρυναν τη γη με την παρουσία τους. Ήταν γιγάντιος το δέμας, αυθάδης, άπληστος, βρωμερός∙ ήταν αψίθυμος σαν ταύρος, και είχε καρδιά ύαινας και μυαλό παγονιού. Στο τέλος, βέβαια, πέθανε, εξαιτίας των πράξεών του, που τον εξουθένωσαν. Παρ'όλα αυτά είχε κάποια χρησιμότητα, όπως και κάθε πράγμα, όσο φρικτό και αν είναι∙ δίδαξε το ανθρώπινο γένος ένα μάθημα που μέχρι σήμερα δεν κινδυνεύει να λησμονήσει: ποτέ μην πηγαίνεις ενάντια στη φύση . Όσο για τον «Δημοκρατισμό» δεν έχει ανάλογό του στη γη – εκτός και αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των «τσοπανόσκυλων», μια εξαίρεση που φαίνεται να καταδεικνύει, αν μη τι άλλο, ότι η δημοκρατία είναι ένας αξιοθαύμαστος τρόπος διακυβέρνησης – για σκύλους.


ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Ο Πόε, λοιπόν, δεν βλέπει κοινωνία, αλλά μάζα∙ δεν βλέπει συλλογικότητες αλλά αγελαίες συμπεριφορές. Τον δαιμονίζει ο ένθεος ζήλος των «μεταρρυθμιστών» που λαχταρούν όλα να τα αλλάξουν, όλα να τα βελτιώσουν – ενδυμασία, διατροφή, εκπαίδευση, ιδιοκτησία, γάμο, τη θέση των γυναικών. Σε μια εποχή που ολόκληρη η χώρα δοκιμάζει κοινωνικά πειράματα –από τη Φάρμα Μπρουκ στη Μασαχουσέτη, μια βραχύβια ουτοπική κοινότητα βασισμένη στις αρχές του Φουριέ, όπου οι συμμετέχοντες συνδύαζαν εργασία, πνευματισμό, λογοτεχνία και επιστήμη, ώς την επίσης ουτοπική κοινότητα της «Νέας Αρμονίας» στην Ιντιάνα, εμπνεύσεως του αυτοδημιούργητου εργοστασιάρχη Ρόμπερτ Όουεν, η οποία διαλύθηκε μέσα σε τρία μόλις χρόνια λόγω «ασυνεννοησίας» των μελών της– και λαχταράει μια ζωή απαλλαγμένη από περιττές οδύνες και προσηλωμένη αρμονικά στην ευδαιμονία και τη δημιουργικότητα, ο Πόε διατηρεί τις επιφυλάξεις του απέναντι στα ιδιαιτέρως δημοφιλή τότε γραπτά του Σαιν Σιμόν και του Σαρλ Φουριέ. Δεν τον συγκινούν οι πρώιμα σοσιαλιστικές τους ιδέες: «Τα πράγματα», γράφει, «που αυτοί οι φιλόσοφοι ονομάζουν αποδείξεις κι επιχειρήματα δεν είναι γι' αυτούς παρά ένας τρόπος να αρνηθούν αυτό που είναι και να εκφράσουν αυτό που δεν υπήρξαν ποτέ». Κι από κοντά, αμφισβητεί την ειλικρίνεια του μεταρρυθμιστικού πνεύματος, θεωρεί ότι εκμηδενίζει το άτομο, ότι αντιβαίνει στην ανθρώπινη φύση. Ιδού τι γράφει στις Πενήντα Προτάσεις του:

«Εκείνος που γεννήθηκε άνθρωπος», λέει ο Βίλαντ στο έργο του Peregrinus Proteus, «δεν μπορεί να γίνει ευγενέστερος, σπουδαιότερος, καλύτερος από τον άνθρωπο». Γεγονός είναι ότι στην προσπάθειά μας να εξακοντιστούμε πέρα από τη φύση μας, γινόμαστε αναπόφευκτα κατώτεροί της. Οι ρεφορμιστές ημίθεοί μας είναι απλώς διάβολοι, γυρισμένοι το μέσα έξω.

Κακά τα ψέματα, ο Πόε είναι ένας συντηρητικός του Νότου. Εξιδανικεύει «το ευγενικό και ωραίο αυτό μυστήριο, την καρδιά της γυναίκας», αλλά προφανώς δεν θέλει να ακούσει κουβέντα για τα δικαιώματά της. Του είναι αδιανόητη η διεκδίκηση της εκπαίδευσης από πλευράς του «ασθενούς φύλου»:

Το ζήτημα της γυναικείας εκπαίδευσης δεν είναι να παράσχουμε σε μια γυναίκα τα προσόντα ώστε να γίνει η κεφαλή μιας λογοτεχνικής coterie (ενός λογοτεχνικού κύκλου) ή να μνημονευτεί στο ημερολόγιο ενός ταξιδευτή λιμοκοντόρου. Την προετοιμάζουμε, ως σύζυγο, ώστε να καταστήσει το σπιτικό ενός καλού, συνετού, σπουδαίου άνδρα το πιο ευτυχισμένο μέρος γι' αυτόν στη γη. Την προετοιμάζουμε, ως μητέρα, να διαμορφώσει τον γιο της έτσι ώστε να βαδίσει στα χνάρια του πατέρα του. [...] Όταν το κατορθώσουμε αυτό, της έχουμε προσφέρει αν όχι όλη, τουλάχιστον την καλύτερη εκπαίδευση που θα μπορούσε να έχει. Ο έπαινός της έγκειται στην ευτυχία του συζύγου της, στις αρετές και στις τιμές του γιου της. Το όνομά της είναι πολύ ιερό για να βεβηλωθεί από τη δημόσια ανάσα.

Έτσι τη θέλει τη γυναίκα ο Πόε, κι έτσι την ονειρεύεται: «γεμάτη υψηλές και γενναιόδωρες παρορμήσεις, ωραία, στοχαστική και spirituelle». Αν είναι και φιλάσθενη, ακόμα καλύτερα. «Ωχράν» την θέλει «και λευκήν, ως νεκρικήν σινδόνην»... Αλλιώς ενδέχεται να μπει στον πειρασμό να γράψει:

Οι άσεμνες γυναίκες αυξάνονται ταχύτατα σε αριθμό και θα έπρεπε να εξολοθρευτούν ώς την τελευταία. Δεν υπάρχει κανένας κριτικός που να έχει τα κότσια να κρεμάσει μια δυο δεκάδες από δαύτες in terrorem;

Ο ίδιος, πάντως, δεν τα έχει. Παρουσιάζοντας το βιβλίο της πρωτοπόρου φεμινίστριας Μάργκαρετ Φούλερ Η γυναίκα στον δέκατο ένατο αιώνα, παρ' ότι θεωρεί τη συλλογιστική της συγγραφέως στρεβλή και τις θέσεις της υπερβολικά τολμηρές «και επικίνδυνες ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειές τους», δεν τολμά να μη της αναγνωρίσει «στοχαστικότητα και πνεύμα».
Αλλά αν ο Πόε θέλει τα πράγματα να μείνουν ως έχουν, είναι γιατί πιστεύει πως όσες μεταρρυθμίσεις και να επιχειρηθούν, η μυστηριώδης δύναμη που φωλιάζει μέσα στον άνθρωπο θα μείνει ανέγγιχτη. Είναι μια δύναμη ανώνυμη, μια αρχέγονη ροπή που τον τραβάει στο χείλος της αβύσσου: η έλξη προς το κακό, η φυσική του μοχθηρία. Τη βλέπει να γιγαντώνεται στην Αμερική του καιρού του, καθώς η χώρα παραπαίει ανάμεσα στο ξεγύμνωμα του κυνισμού και την αταραξία της βιβλικής υποκρισίας και όντας αφοσιωμένη στην ύλη ξεπέφτει, καθώς έγραψε ο Μπωντλαίρ, «σε μια ηθική λογιστηρίου». Είναι σαν να αντιστρέφει εκείνη την εμβληματική φράση από τον Γατόπαρδο του Λαμπεντούζα: «όλα πρέπει να αλλάξουν για να μείνουν ίδια», σε ένα: «αφού θα μείνουν όλα ίδια, γιατί να αλλάξουν;» Η κατάλυση μιας μορφής καταπίεσης συχνά γεννάει άλλες, φρικτότερες. Κι έτσι, ο Πόε μπορεί να φρικιά όταν «καίγονται αλυσοδεμένοι νέγροι, γιατί έχουν γεμάτο αίσθημα το μαύρο τους μάγουλο και μυρμηγκιάζει από την κοκκινίλα της τιμής», όπως λέει ο Μπωντλαίρ, όμως υπερασπίζεται τον θεσμό της δουλείας με τα ίδια επιχειρήματα που εκστομίζονταν από χιλιάδες άμβωνες κάθε Κυριακή και από εκατοντάδες εφημερίδες του Νότου επί δεκαετίες. Η δουλεία είναι θεσμός «φυσικός», αφού οι μαύροι ανήκουν σε κατώτερη ράτσα: «Είναι πλάνη να πιστεύουμε πως επειδή οι νέγροι είναι, όπως κι εμείς, γιοι του Αδάμ, έχουν τα ίδια με μας πάθη, επιθυμίες και αισθήματα». Οι δουλοκτήτες δεν παραβιάζουν κανένα θεϊκό νόμο – άλλωστε υπάρχουν και εκείνοι που φέρονται στους υπηρέτες τους με «πατρική στοργή». Στην κριτική του για το βιβλίο της Αν ΜακΒίκαρ Γκραντ Αναμνήσεις μιας αμερικανίδας κυρίας ο Πόε επαινεί τη δεξιότητα με την οποία η συγγραφέας περιγράφει την «υγιή και ικανοποιητική» σχέση κυρίου και δούλου, παραθέτει μάλιστα και μια χαρακτηριστική παράγραφο: «Πουθενά δεν συναπαντήθηκα με παραδείγματα φιλίας πιο τρυφερής και γενναιόδωρης από αυτήν που συνέδεε τους δούλους με τους κυρίους και τις κυρίες τους». Το εθνικό αμάρτημα της δουλείας δικαιολογείται από την ακαταμάχητη ανάγκη του ανθρώπου να εξουσιάσει – από την «αξεπέραστη αλήθεια» ότι θα υπάρχουν πάντα, παντού στον κόσμο, κύριοι και δούλοι.
Αλλά βέβαια ο Πόε, τυπικός προεμφυλιακός Νότιος, με αριστοκρατικές αξιώσεις και φυλετικά καθορισμένες απόψεις, διαβλέπει ολοκάθαρα το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης των μαύρων – ίσως γιατί στο βάθος δεν θεωρεί και τόσο «φυσική» την υποδούλωσή τους. Στο αφήγημά του «Ο πηδηχτούλης βάτραχος», εξιστόρηση της βίαιης εκδίκησης ενός κακοποιημένου νάνου γελωτοποιού ενάντια στον σκληρό του αφέντη, ο Πόε επινοεί έναν παραμορφωμένο αλλά μυώδη υπηρέτη, ταγμένο να διασκεδάζει τον βασιλιά και τους οικείους του, καταγόμενο «από κάποιο βάρβαρο έθνος, που κανένας άνθρωπος δεν το είχε ακουστά – πολύ, πολύ μακριά απ' την αυλή του βασιλιά μας», ξεριζωμένο από τον τόπο του, νοσταλγό των «χαμένων του φίλων» –προφανώς τυπικό θύμα του δουλεμπόριου–, που θα εξεγερθεί με απάνθρωπη λύσσα ενάντια στη βία της βασιλικής εξουσίας. Στην ιστορία «Το σύστημα του δρος Πίσσα και του Καθηγητή Φτερά», οι τρελοί του φρενοκομείου που επισκέπτεται ο αφηγητής «ανατρέπουν το καθεστώς του ασύλου»: «Πράγματι, ένα ωραίο πρωί, οι φύλακες βρέθηκαν δεμένοι χειροπόδαρα από τους ίδιους τους τρελούς, που τους έριξαν μέσα στα κελιά σαν να 'ταν εκείνοι οι τρελοί, κι ανέλαβαν αυτοί τα καθήκοντα του φύλακα». Στον «Χρυσό Σκαραβαίο», ο μαύρος δούλος μαστιγώνει τον κύριό του. Στο σατιρικό «Μπλέξιμο», η αφηγήτρια επισκέπτεται το Εδιμβούργο συνοδευόμενη από τον «αράπη» της, τον Πομπήιο, ντυμένο μόνο «με ένα περιλαίμιο εννέα ίντσες ύψος και ένα σχεδόν καινούργιο φαιόχρωμο πανωφόρι», με τον οποίο διαπληκτίζεται, τον αρπάζει από τα μαλλιά και του ξεριζώνει «μια τεράστια ποσότητα μαύρου και ξηρού και κατσαρού υλικού»∙ αργότερα, για να απολαύσει τη θέα της πόλης από το άνοιγμα ενός ψηλού καμπαναριού, σκαρφαλώνει στις πλάτες του υπηρέτη και μένει εκεί επί ώρες, καθυβρίζοντάς τον όταν τολμάει να της ανακοινώσει ότι κουράστηκε. Όμως η αφηγήτρια διαπιστώνει ότι το άνοιγμα στο οποίο έχει χώσει το κεφάλι της είναι η περίμετρος ενός ρολογιού όπου είναι σκαλισμένα τα σύμβολα των ωρών και ότι πολύ σύντομα ο λεπτοδείκτης, «τεράστιος, αστραφτερός, σαν γιαταγάνι» θα ακουμπήσει επικινδύνως τον αυχένα της. Το κεφάλι της έχει μαγκώσει στην «τρομερή παγίδα που ολοένα στενεύει με τρομερή ταχύτητα»∙ στριγκλίζει προς τον Πομπήιο για βοήθεια, αλλά εκείνος μένει αδιάφορος και επικριτικός, αφού η κυρά του «τον είχε πληγώσει αποκαλώντας τον αδαή γέρο αλλήθωρο».
Έγραψα στην αρχή ότι ο Πόε αποτελεί, μαζί με τον Έμερσον, τον Θορώ, τον Γουίτμαν, υποδειγματική περίπτωση της νέας αμερικανικής συνείδησης – όχι όμως γιατί δοξολόγησε την αμερικανική δημοκρατία, αλλά γιατί αποκάλυψε τους εφιάλτες της. Η επιφυλακτική συνάντηση του νέγρου και του λευκού, βιωμένη με απροσμέτρητη ένταση στον αμερικανικό Νότο, βαραίνει διπλά πάνω στον Πόε, και μάλιστα δυο φορές: γιατί είναι ξεριζωμένος από το Νότο και γιατί είναι φτωχός λευκός. Η εξέγερση ενός παρία, από τον οποίο τον χωρίζει βάραθρο ολόκληρο –διαφορά χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, ακόμα και γεωγραφίας– κλονίζει διπλά το ολισθηρό έδαφος πάνω στο οποίο κι ο ίδιος στέκεται. Ο φόβος για τον άλλο είναι, το ξέρουμε, φόβος για τον εαυτό.
Όμως η αμερικανική ταυτότητα είναι συνδεδεμένη αξεδιάλυτα με τον «αφρικανισμό»3, όσο κι αν αποκρύπτει την εξάρτησή της απ' αυτόν. Και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στο έργο του Πόε είναι η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ. Να πώς περιγράφει τις δυο τελευταίες ημέρες του ταξιδιού αυτού στα ερέβη:

21η Μαρτίου – Ένα βλοσυρό σκοτάδι ζυγιαζόταν τώρα από πάνω μας – όμως από τα γαλακτώδη βάθη του ωκεανού αναδυόταν μια φωτεινή λάμψη που σερνόταν στο κουρτέλο του πλοίου. Σχεδόν μας έπνιγε ένας καταιωνισμός λευκής στάχτης που κατακάθιζε πάνω μας και πάνω στο πλεούμενο, αλλά έλιωνε καθώς έπεφτε στο νερό...

22α Μαρτίου – Το σκοτάδι είχε αυξηθεί σημαντικά· το διαπερνούσε μονάχα η λάμψη του νερού που την αντανακλούσε η λευκή κουρτίνα μπροστά μας. Πολλά γιγάντια και κάτωχρα στη λευκότητά τους πουλιά πετούσαν αδιάκοπα τώρα ερχόμενα πίσω από το πέπλο και η στριγκλιά τους ήταν το αιώνιο Τεκελι-λι! καθώς απομακρύνονταν από το οπτικό μας πεδίο. Κάποια στιγμή ο Νου-Νου αναδεύτηκε εκεί που κειτόταν· όμως με το που τον αγγίξαμε διαπιστώσαμε ότι η ψυχή του είχε εγκαταλείψει το σώμα του. Και τώρα ορμούσαμε στην αγκαλιά του καταρράκτη, όπου ένα χάσμα ανοιγόταν για να μας δεχτεί. Μα τότε ορθώθηκε στο δρόμο μας μια σαβανωμένη ανθρώπινη μορφή, πολύ μεγαλύτερη σε διαστάσεις από κάθε άνθρωπο που βρέθηκε ποτέ στη γη. Και η απόχρωση της επιδερμίδας της μορφής είχε την τέλεια λευκότητα του χιονιού.

Ο μαύρος ιθαγενής πεθαίνει και το πλοίο ορμάει μέσα στη λευκή κουρτίνα, πίσω από την οποία ορθώνεται ένας λευκός γίγαντας. Κι εδώ η αφήγηση τελειώνει. Το μόνο που ακολουθεί είναι μια λόγια σημείωση κι ένα βιαστικό συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο αυτό που τρομοκρατούσε τους μαύρους ως και στα δόντια ιθαγενείς και σκότωσε τον Νου-Νου είναι η λευκότητα. Η επιγραφή που ήταν λαξευμένη «με αιθιοπικούς χαρακτήρες» στα τοιχώματα των χασμάτων μέσα από τα οποία είχαν διαβεί οι ταξιδιώτες είναι χαρακτηριστική: «Χάραξα την εντολή μου στο βουνό και την εκδίκησή μου πάνω στη σκόνη των βράχων».

ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΠΟΘΟΣ

«Κανένας από τους πρώτους αμερικανούς συγγραφείς δεν έχει παίξει σημαντικότερο ρόλο από ό,τι ο Πόε στη σύλληψη του Αμερικανικού Αφρικανισμού», γράφει η Τόνι Μόρισον. «Και καμιά εικόνα δεν είναι πιο εύγλωττη από την λευκή μορφή (την οποία συλλαμβάνουμε νοερά αλλά δεν μπορούμε να την εξιχνιάσουμε) που αναδύεται από την ομίχλη στο τέλος του ταξιδιού – ή, ακριβέστερα στο τέλος της αφήγησης. Οι εικόνες της λευκής κουρτίνας και η σαβανωμένη ανθρώπινη μορφή που το δέρμα της έχει την τέλεια λευκότητα του χιονιού αναδύονται, αφού η αφήγηση έχει προηγουμένως διασταυρωθεί με το απόλυτο μαύρο. Η πρώτη λευκή εικόνα συνδέεται έτσι με την τελευταία πνοή και την εκμηδένιση του εξυπηρετικού υπηρέτη, του μαύρου Νου-Νου. Και η κουρτίνα και η μορφή είναι αναπαραστάσεις της αδιαπέραστης λευκότητας που αναδύεται στην επιφάνεια της αμερικανικής λογοτεχνίας, όποτε εμφανίζεται μια "αφρικανιστική" παρουσία».
Μορφές λευκές, εικόνες παραλυτικές στην αδιαπερατότητά τους, αποσβολωτικές στην ασάφειά τους, εξουσιαστικές και επίμονες. Εικόνες που εμφανίζονται, όπως επισημαίνει η Μόρισον, «σχεδόν πάντοτε σε συνάφεια με αναπαραστάσεις σκοτεινών μορφών ή μαύρων που είναι νεκροί, αδύναμοι ή υποταγμένοι». «Αυτές οι εικόνες εκτυφλωτικής λευκότητας», σημειώνει η συγγραφέας, «φαίνεται να λειτουργούν τόσο σαν αντίδοτο όσο και σαν στοχασμός πάνω στη σκιά που συνοδεύει πάντοτε το λευκό – μια σκοτεινή, επίμονη παρουσία που πλημμυρίζει τα κείμενα της αμερικανικής λογοτεχνίας με φόβο και πόθο. Αυτό το στοίχειωμα, αυτό το σκοτάδι από το οποίο η πρώιμη λογοτεχνία μας έδειχνε ανήμπορη να απαγκιστρωθεί, υποδηλώνει την πολύπλοκη και αντιφατική συνθήκη μέσα στην οποία βρέθηκαν οι αμερικανοί συγγραφείς τα χρόνια της διαμόρφωσης της εθνικής μας λογοτεχνίας».
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε μπορεί να λογίζεται συγγραφέας του σκότους, έδειξε όμως ότι ο απόλυτος τρόμος συχνά είναι το λευκό.
-------------------------------
Mob, στο κείμενο, δηλαδή Όχλος.
Εδώ ο Πόε παίζει με τις λέξεις. Ο Ζήρος, προφανώς, προέρχεται από το zero (μηδενικό) και ο Ηλιοφαγκάμπαλος δεν είναι παρά μια παραφθορά του Ηλιογάβαλου.
Ο όρος ανήκει στην Τόνι Μόρισον, που τον χρησιμοποιεί στο δοκίμιό της Παίζοντας στο σκοτάδι για να ορίσει και τον συσχετισμό (δεδηλωμένο ή υπονοούμενο) της σκοτεινότητας με τους λαούς της Αφρικής και ολόκληρο το φάσμα των απόψεων, υποθέσεων, αναγνώσεων και παραναγνώσεων που συνοδεύουν την αντίληψη της Δύσης για τους λαούς αυτούς.

- Από την Κατερίνα Σχινά



Κριτική - ο Πόε παιδί της εποχής του.

Σε μια εποχή παρακμής πάντα οι από πάνω θα προσπαθούν να αποδομησούν σύμβολα και πρόσωπα για να καλύψουν την δικιά τους γύμνια ή για να φύγουμε από το ταξικό, σε μια εποχή παρακμής όπου δεν υπάρχουν ιδέες και θέματα για κριτική ανακυκλώνονται και παράγονται σκουπίδια. Το άρθρο που αναδημοσιεύουμε εδώ θα μπορούσε να βρίσκεται σε αυτή την κατηγορία αν ο συγγραφέας του δεν ανέλυε το θέμα του από όλες τις πλευρές όπως οφείλει να κάνει μια κριτική, με τον κίνδυνο να γίνει δογματικός. (Ελπίζω όσα σημειώσω σε αυτό τον σχολιασμό  να μην ακουστούν έτσι...)
Αυτό που δεν βλέπω στο άρθρο ούτε ως υποσημείωση ή τουλάχιστον αναφέρεται πολύ επιφανειακά και θέλω να "συμπληρώσω" είναι μια μικρή αναφορά στην κοινωνική κατάσταση της Αμερικής που όσο να ναι ήταν μια εποχή μεταίχμιων και συγκρούσεων που θέλει δε θέλει κανείς επιδρά με διάφορους τρόπους στον καθένα... Βλέπουμε λοιπόν τον Πόε με αντιλήψεις χαραγμένες από το κλίμα της εποχής και περιοχής του, τον αμερικάνικο Νότο σε μια κατάσταση ημιφεουδαρχίας που οδηγείται σε παρακμή την ίδια ώρα που στον Βορρά γιγαντώνεται μια νέα αστική τάξη... Ο αμερικάνικος εμφύλιος μην ξεχνάμε δεν ήταν παρά ένας ταξικός πόλεμος, κομμάτι αντίστοιχων καταστάσεων στον 18ο κι 19ο αιώνα, όπου μια νέα οντότητα δημιουργήθηκε και μια άλλη είτε εξαφανίζονταν, είτε ενσωματώνονταν στις νέες καταστάσεις - όπως η αριστοκρατία στην Αγγλία. Άρα και οι ιδέες διαμορφώνονται αναλόγως. Βεβαιότητες γκρεμίζονται, νέα ιδανικά κι ελπίδες γεννιούνται ανολοκλήρωτα όμως. Συνεπώς και με βάση τις προσλαμβάνουσες εκάστου υπάρχει και η αντίστοιχη διαμόρφωση. Ο Πόε λοιπόν δεν μπορεί να διαφέρει... Ούτως η άλλως, όπως θα έλεγε κι ο Τρότσκι γεννιόμαστε "σακατεμένοι" από τις ιδέες της άρχουσας τάξης κι αυτές που "καλλιεργούμε" μόνοι μας στην πορεία της ζωής μας... Μην ξεχνάμε ακόμα - και το άρθρο δεν το κρύβει - ο Πόε ήταν αντίθετος και σε αυτή την "αντιπροσωπευτική" αμερικάνικη δημοκρατία, με τις δήθεν ελευθερίες... Μιλάει ακόμα και για ξεσηκωμούς "μαύρων" και "ψυχασθενών" ενάντια στους καταπιεστές τους... Όποιος θέλει αναγνωρίζει σε αυτά την διαφορά του Πόε σε σχέση με άλλους Αμερικανούς ποιητές που ύμνησαν την γέννηση του αμερικάνικου έθνους αλλά τώρα δεν τους θυμάται ούτε η μάνα τους... Ας μη γελιόμαστε, το κριτήριο του αναγνωστικού κοινού είναι πιο μπροστά από όσο θέλουν οι διάφοροι κριτικοί και είναι ικανό να ξεχωρίσει τον "ρατσιστή" συγγραφέα από τον "προοδευτικό". Για παράδειγμα... ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, εξαίρετος Βρετανός συγγραφέας, είναι γνωστός κυρίως από τα "παιδικά" έργα του (Μόγλης) όχι όμως από αυτά που υμνούσαν στην κυριολεξία το ιμπεριαλισμό της αυτοκρατορίας (αν και πάλι υπάρχουν έργα του που δεν διαβάστηκαν γιατί πάντα "κάποιοι" με έναν τρόπο προωθούν αυτά που τους συμφέρουν - δες την αντιμετώπιση του Καβάφη από τους κατεστημένους παλαμικούς) - ο Πόε είναι γνωστός για το σύνολο του έργου του...

Ειρηναίος Μαράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου