Καρλ Μαρξ: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας
Πώς αλλάζουν οι κοινωνίες
Το κείμενο που παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν δημοσιεύθηκε
όσο ζούσε ο Μαρξ. Βρέθηκε μετά το θάνατό του, το 1883, μεταξύ άλλων
χειρογράφων του και είχε χρονολογηθεί από τον ίδιο με ημερομηνία «23
Αυγούστου του 1857». Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1903, μισό αιώνα
αργότερα, στο περιοδικό «Νέοι Καιροί» του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος.
Από τότε, το βιβλίο έχει ασκήσει σημαντική επίδραση και κατέχει κεντρική θέση στη μελέτη του έργου του Μαρξ από ακτιβιστές και επαναστάτες, μαρξιστές ή μη. Είναι διάσημο για τον περίφημο Πρόλογό του, που αποτελεί ταυτοχρόνως και τη μόνη σύντομη έκθεση της ιστορίας της εξέλιξης της σκέψης του Μαρξ γραμμένη από τον ίδιο. Σε αυτόν τον Πρόλογο ο Μαρξ παρουσιάζει την υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους», σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Προλόγου, που δεν θα σταματήσει ποτέ να γονιμοποιείται στο μυαλό και την πρακτική όλων όσων θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, «οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων.
Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω σ’ αυτήν υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα προς το οποίο αντιστοιχούν ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής».
Με λίγα λόγια, αν η κινητήρια δύναμη και η βάση της αλλαγής και της προοδευτικής εξέλιξης των κοινωνιών και της ιστορίας ασφαλώς δεν πρέπει να αναζητηθεί στον «καλό θεό», τους αγγέλους και τους αγίους του, όπως πολύ πρόσφατα σε σχέση με την εποχή που ζούσε ο Μαρξ είχε αρχίσει να θεωρείται περίπου αυταπόδεικτο, δεν θα βρεθεί ούτε στις καλές, τις «ορθές και λογικές» ιδέες που συλλαμβάνει ο νους των ανθρώπων, όπως υποστηριζόταν καλόπιστα από μεγάλο κομμάτι θεωρητικών αλλά και αγωνιστών της εποχής του.
Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις και τα δικαστήρια, οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες που υπάρχουν ή επικρατούν σε μια κοινωνία και που εμφανίζονται ότι αποτελούν από μόνα τους την κινητήρια δυναμική των εξελίξεων, αντιστοιχούν και θεμελιώνονται στις κοινωνικές εκείνες σχέσεις με βάση τις οποίες οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να συνεργάζονται ώστε να παράγουν και να αναπαράγουν τα μέσα επιβίωσής τους.
Επειδή, όμως, δεν αγοράζουμε ποτέ ένα βιβλίο για να διαβάσουμε μόνο τον πρόλογό του, έστω και αν είναι ο συγκεκριμένος Πρόλογος, εκείνος ή εκείνη που θα διαβάσει το βιβλίο θα κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ θέτει ως στόχο του να διασαφηνίσει και να παρουσιάσει το φάσμα των δυνάμεων και των μηχανισμών που λειτουργούν στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία και ανοίγουν τη δυνατότητα της επαναστατικής αλλαγής της.
Σε πείσμα της σκόπιμης φημολογίας ότι ο Μαρξ είναι δύσκολος, η μεθοδολογία του είναι και σαφής και αναλυτική: προχωρά από τα φαινόμενα που αποτελούν κοινή διαπίστωση όλων, όπως είναι το εμπόρευμα, δηλαδή από το πώς εμφανίζονται τα πράγματα στην επιφάνεια, στην καθημερινή τους διάσταση, προς τις έννοιες που συγκροτούν την ανάλυση της πραγματικότητας των κοινωνικών σχέσεων που μπορεί να καλύπτονται, αλλά δρουν στους μηχανισμούς της οικονομίας της αγοράς.
Καταλήγει στο ότι ισχύει και για τον καπιταλισμό το συμπέρασμα ότι «σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή, πράγμα που είναι μόνο η νομική διατύπωση, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας που μέσα σ’ αυτές είχαν ως τότε κινηθεί. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι σχέσεις αυτές μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι μια τέτοιου είδους σύγκρουση εκδηλώνεται ολοκάθαρα και μεταξύ της εργατικής τάξης και των κεφαλαιοκρατών: οι επιδιώξεις της μιας τάξης, όπως, για παράδειγμα, υψηλότεροι μισθοί ή καλύτερες εργασιακές συνθήκες, βρίσκονται διαμετρικά αντίθετες προς τις επιδιώξεις της άλλης, που είναι τα υψηλότερα κέρδη και η αυξημένη παραγωγικότητα. Στην αντιπαράθεσή τους, διαμορφώνονται και αλλάζουν και οι δυο τάξεις, προσδίδουν στις ριζικά διαφορετικές επιδιώξεις τους πολιτικές μορφές. Η σύγκρουσή τους ανοίγει κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη δυνατότητα να οδηγηθεί η κοινωνία στην επαναστατική αλλαγή της και να εξελιχθεί στη βάση ενός νέου συστήματος οικονομικών σχέσεων.
Ο Κρις Χάρμαν, το 2007, σε μια βιβλιοπαρουσίαση στο περιοδικό International Socialism, εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τη σπουδαιότητα του θεωρητικού έργου που είχε αναλάβει και, επί της ουσίας, κατάφερε να ολοκληρώσει ο Μαρξ τόσο στην Κριτική όσο και αργότερα στο Κεφάλαιο:
«Οι διανοούμενοι που ταυτίζονται με τους αγώνες εκείνης της κοινωνικής τάξης που αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τη δύναμη της άρχουσας τάξης έχουν εντονότερο ενδιαφέρον να κατανοήσουν καλύτερα τη κοινωνική διαδικασία που παρήγε την εξουσία της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό, είναι σε θέση να προχωρούν πολύ πέραν των ορίων της τοποθέτησης των διανοούμενων που συντάσσονται με την άρχουσα τάξη, σε διεισδυτικότερες θεωρητικές προοπτικές της πραγματικότητας.
Ασφαλώς, δεν οδηγούνται σε βαθύτερη γνώση της πραγματικότητας εκ του γεγονότος ότι αναφέρονται στην νέα κοινωνική τάξη. Οφείλουν να ελέγχουν την εγκυρότητα αυτού του ισχυρισμού εμπλεκόμενοι με τα δυσκολότερα από τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στο παρελθόν, αλλά ταυτοχρόνως και δείχνοντας ότι αυτό το επιτυγχάνουν, επειδή έχουν μια διαφορετική προοπτική και προσέγγιση από την καθιερωμένη και περιορισμένη της άρχουσας τάξης.
Η ολοκλήρωση των προσπαθειών του Σμιθ, του Ρικάρντο και των υπολοίπων εκπροσώπων της κλασικής πολιτικής οικονομίας, στο πλαίσιο της ταυτόχρονης κριτικής της προοπτικής τους, βρίσκεται ακριβώς στην επίλυση του προβλήματος των πηγών της υπεραξίας και τη διατύπωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας, όπως την επεξεργάστηκε ο Μαρξ στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το Κεφάλαιο».
Η εργατική τάξη σήμερα αποδεικνύει καθημερινά με τους αγώνες της παγκοσμίως ότι είναι σε θέση, όσο και όπως ποτέ άλλοτε πριν, όχι μόνο να αμφισβητεί την ιερότητα του κριτηρίου των κερδών και της ανταγωνιστικότητας των αρχουσών τάξεων, αλλά και να «κλείσει την περίοδο της προϊστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας», αφήνοντας πίσω της όλους τους οικονομολόγους που κατά καιρούς κατηγόρησαν τον Μαρξ ότι «έχει χαθεί στους λαβύρινθους της εργασιακής θεωρίας της αξίας». Οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε τους παράγοντες που οδηγούν το σύστημα που υπερασπίζονται σε κρίση ούτε βεβαίως ότι η πραγματικότητα της εργατικής αντίστασης και της εργατικής επανάστασης είναι κλειδωμένη στην πραγματικότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το σύστημα έχει γεννήσει τον νεκροθάφτη του!
Τιμή 18€, 378 σελίδες
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Μετάφραση: Χρήστος Μπαλωμένος
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=257:i86&Itemid=1
Από τότε, το βιβλίο έχει ασκήσει σημαντική επίδραση και κατέχει κεντρική θέση στη μελέτη του έργου του Μαρξ από ακτιβιστές και επαναστάτες, μαρξιστές ή μη. Είναι διάσημο για τον περίφημο Πρόλογό του, που αποτελεί ταυτοχρόνως και τη μόνη σύντομη έκθεση της ιστορίας της εξέλιξης της σκέψης του Μαρξ γραμμένη από τον ίδιο. Σε αυτόν τον Πρόλογο ο Μαρξ παρουσιάζει την υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους», σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Προλόγου, που δεν θα σταματήσει ποτέ να γονιμοποιείται στο μυαλό και την πρακτική όλων όσων θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, «οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων.
Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω σ’ αυτήν υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα προς το οποίο αντιστοιχούν ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής».
Με λίγα λόγια, αν η κινητήρια δύναμη και η βάση της αλλαγής και της προοδευτικής εξέλιξης των κοινωνιών και της ιστορίας ασφαλώς δεν πρέπει να αναζητηθεί στον «καλό θεό», τους αγγέλους και τους αγίους του, όπως πολύ πρόσφατα σε σχέση με την εποχή που ζούσε ο Μαρξ είχε αρχίσει να θεωρείται περίπου αυταπόδεικτο, δεν θα βρεθεί ούτε στις καλές, τις «ορθές και λογικές» ιδέες που συλλαμβάνει ο νους των ανθρώπων, όπως υποστηριζόταν καλόπιστα από μεγάλο κομμάτι θεωρητικών αλλά και αγωνιστών της εποχής του.
Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις και τα δικαστήρια, οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες που υπάρχουν ή επικρατούν σε μια κοινωνία και που εμφανίζονται ότι αποτελούν από μόνα τους την κινητήρια δυναμική των εξελίξεων, αντιστοιχούν και θεμελιώνονται στις κοινωνικές εκείνες σχέσεις με βάση τις οποίες οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να συνεργάζονται ώστε να παράγουν και να αναπαράγουν τα μέσα επιβίωσής τους.
Επειδή, όμως, δεν αγοράζουμε ποτέ ένα βιβλίο για να διαβάσουμε μόνο τον πρόλογό του, έστω και αν είναι ο συγκεκριμένος Πρόλογος, εκείνος ή εκείνη που θα διαβάσει το βιβλίο θα κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ θέτει ως στόχο του να διασαφηνίσει και να παρουσιάσει το φάσμα των δυνάμεων και των μηχανισμών που λειτουργούν στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία και ανοίγουν τη δυνατότητα της επαναστατικής αλλαγής της.
Σε πείσμα της σκόπιμης φημολογίας ότι ο Μαρξ είναι δύσκολος, η μεθοδολογία του είναι και σαφής και αναλυτική: προχωρά από τα φαινόμενα που αποτελούν κοινή διαπίστωση όλων, όπως είναι το εμπόρευμα, δηλαδή από το πώς εμφανίζονται τα πράγματα στην επιφάνεια, στην καθημερινή τους διάσταση, προς τις έννοιες που συγκροτούν την ανάλυση της πραγματικότητας των κοινωνικών σχέσεων που μπορεί να καλύπτονται, αλλά δρουν στους μηχανισμούς της οικονομίας της αγοράς.
Καταλήγει στο ότι ισχύει και για τον καπιταλισμό το συμπέρασμα ότι «σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή, πράγμα που είναι μόνο η νομική διατύπωση, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας που μέσα σ’ αυτές είχαν ως τότε κινηθεί. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι σχέσεις αυτές μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι μια τέτοιου είδους σύγκρουση εκδηλώνεται ολοκάθαρα και μεταξύ της εργατικής τάξης και των κεφαλαιοκρατών: οι επιδιώξεις της μιας τάξης, όπως, για παράδειγμα, υψηλότεροι μισθοί ή καλύτερες εργασιακές συνθήκες, βρίσκονται διαμετρικά αντίθετες προς τις επιδιώξεις της άλλης, που είναι τα υψηλότερα κέρδη και η αυξημένη παραγωγικότητα. Στην αντιπαράθεσή τους, διαμορφώνονται και αλλάζουν και οι δυο τάξεις, προσδίδουν στις ριζικά διαφορετικές επιδιώξεις τους πολιτικές μορφές. Η σύγκρουσή τους ανοίγει κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη δυνατότητα να οδηγηθεί η κοινωνία στην επαναστατική αλλαγή της και να εξελιχθεί στη βάση ενός νέου συστήματος οικονομικών σχέσεων.
Ο Κρις Χάρμαν, το 2007, σε μια βιβλιοπαρουσίαση στο περιοδικό International Socialism, εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τη σπουδαιότητα του θεωρητικού έργου που είχε αναλάβει και, επί της ουσίας, κατάφερε να ολοκληρώσει ο Μαρξ τόσο στην Κριτική όσο και αργότερα στο Κεφάλαιο:
«Οι διανοούμενοι που ταυτίζονται με τους αγώνες εκείνης της κοινωνικής τάξης που αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τη δύναμη της άρχουσας τάξης έχουν εντονότερο ενδιαφέρον να κατανοήσουν καλύτερα τη κοινωνική διαδικασία που παρήγε την εξουσία της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό, είναι σε θέση να προχωρούν πολύ πέραν των ορίων της τοποθέτησης των διανοούμενων που συντάσσονται με την άρχουσα τάξη, σε διεισδυτικότερες θεωρητικές προοπτικές της πραγματικότητας.
Ασφαλώς, δεν οδηγούνται σε βαθύτερη γνώση της πραγματικότητας εκ του γεγονότος ότι αναφέρονται στην νέα κοινωνική τάξη. Οφείλουν να ελέγχουν την εγκυρότητα αυτού του ισχυρισμού εμπλεκόμενοι με τα δυσκολότερα από τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στο παρελθόν, αλλά ταυτοχρόνως και δείχνοντας ότι αυτό το επιτυγχάνουν, επειδή έχουν μια διαφορετική προοπτική και προσέγγιση από την καθιερωμένη και περιορισμένη της άρχουσας τάξης.
Η ολοκλήρωση των προσπαθειών του Σμιθ, του Ρικάρντο και των υπολοίπων εκπροσώπων της κλασικής πολιτικής οικονομίας, στο πλαίσιο της ταυτόχρονης κριτικής της προοπτικής τους, βρίσκεται ακριβώς στην επίλυση του προβλήματος των πηγών της υπεραξίας και τη διατύπωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας, όπως την επεξεργάστηκε ο Μαρξ στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το Κεφάλαιο».
Η εργατική τάξη σήμερα αποδεικνύει καθημερινά με τους αγώνες της παγκοσμίως ότι είναι σε θέση, όσο και όπως ποτέ άλλοτε πριν, όχι μόνο να αμφισβητεί την ιερότητα του κριτηρίου των κερδών και της ανταγωνιστικότητας των αρχουσών τάξεων, αλλά και να «κλείσει την περίοδο της προϊστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας», αφήνοντας πίσω της όλους τους οικονομολόγους που κατά καιρούς κατηγόρησαν τον Μαρξ ότι «έχει χαθεί στους λαβύρινθους της εργασιακής θεωρίας της αξίας». Οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε τους παράγοντες που οδηγούν το σύστημα που υπερασπίζονται σε κρίση ούτε βεβαίως ότι η πραγματικότητα της εργατικής αντίστασης και της εργατικής επανάστασης είναι κλειδωμένη στην πραγματικότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το σύστημα έχει γεννήσει τον νεκροθάφτη του!
Τιμή 18€, 378 σελίδες
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Μετάφραση: Χρήστος Μπαλωμένος
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=257:i86&Itemid=1
Αχμέτ Νταβούτογλου - Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας
Πέρα από τα κλισέ
Η εμφάνιση του ονόματος του Αχμέτ Νταβούτογλου (Υπουργού Εξωτερικών της
Τουρκίας) στον ελληνικό τύπο δεν αποφεύγει τα κυρίαρχα αντι-τουρκικά
στερεότυπα. Ο Νταβούτογλου είναι για τα ελληνικά ΜΜΕ ένα “γεράκι” της
Άγκυρας, εκφραστής των επιδιώξεων της Τουρκίας για επέκταση της
περιφερειακής της κυριαρχίας, πολιτικής που έχει βαφτιστεί (πάντως όχι
από τον ίδιο τον Νταβούτογλου) ως “νεο-οθωμανισμός”. Η ανάγνωση του
βιβλίου του Νταβούτογλου “Στρατηγικό Βάθος” βοηθάει να ξεπεράσουμε τα
κλισέ και να αναλύσουμε νηφάλια την στρατηγική της τουρκικής κυρίαρχης
τάξης, ιδίως μετά την επικράτηση του κόμματος Ερντογάν στα πολιτικά
πράγματα της γειτονικής χώρας στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Ο Νταβούτογλου ήταν αρχικά καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο
του Μαρμαρά και κατόπιν στην Ισταμπούλ, με τις πολιτικές του συμπάθειες
να πρόσκεινται στο μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν. Το βιβλίο
του “Στρατηγικό Βάθος” πρωτοεκδόθηκε το 2001 και αποτελεί την σύνοψη της
θεώρησης του Νταβούτογλου ως προς το ποιά πρέπει να είναι η θέση και η
στρατηγική της Τουρκίας στον σύγχρονο κόσμο. Μετά την άνοδο του Ερντογάν
στην εξουσία, ο Νταβούτογλου είχε πλέον από θέση ευθύνης (πρώτα ως
σύμβουλος, ως πρεσβευτής και από τον Μάη του 2009 ως Υπουργός
Εξωτερικών) την δυνατότητα να εφαρμόσει πολλές από τις θεωρητικές του
συλλήψεις στην πραγματική άσκηση εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Τα
αποτελέσματα της στρατηγικής του δεν είναι αμελητέα.
Η βασική κριτική του Νταβούτογλου στη στρατηγική των προηγούμενων τουρκικών κυβερνήσεων αφορά την μονομερή προσκόλληση της Τουρκίας στα συμφέροντα των ΗΠΑ και (από ένα σημείο και πέρα) του Ισραήλ, καθώς και την παρουσίαση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και της εισόδου της στην ΕΕ ως μονοδρόμου. Μια τέτοια μονομερής στρατηγική, λέει ο Νταβούτογλου, μετέτρεπε τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας (κοντολογίς την “ανατολίτικη” κληρονομιά της) σε βαρίδια, που θα έπρεπε να καταπιεστούν και εν τέλει να απαλειφτούν μέσω ενός στρατιωτικά ενορχηστρωμένου “εκσυγχρονισμού”. Το κεμαλικό “βαθύ κράτος” και η στρατιωτική ιεραρχία υπήρξαν ιστορικά οι θεματοφύλακες αυτής της διαδικασίας.
Η άνοδος στην εξουσία του κόμματος του Ερντογάν και η νέα εξωτερική πολιτική που εισήγαγε ο Νταβούτογλου σήμαναν αλλαγή πορείας στη στρατηγική της Τουρκίας. Η Τουρκία πήρε σαφείς αποστάσεις από την πολιτική των ΗΠΑ (μάλιστα σε μια δεκαετία που ήταν γεμάτη από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις), επιχειρώντας έτσι να αποκτήσει αυτόνομο ηγετικό ρόλο στην Μέση Ανατολή και μέσω αυτού να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους τα συμφέροντά της με τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις. Κομμάτι αυτής της στροφής ήταν μια αισθητή χειροτέρευση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, που κορυφώθηκε με την δολοφονική επέμβαση του Ισραήλ στον φιλο-παλαιστινιακό “Στολίσκο της Ελευθερίας” τον Μάη του 2010 στα ανοιχτά της Γάζας, με αποτέλεσμα τον θάνατο 9 Τούρκων πολιτών.
Στο ζήτημα της εισόδου στην ΕΕ, η Τουρκία συνέχισε την πολιτική προσέγγισης με την Ευρώπη, όχι όμως με την εμμονή τού “ανήκομεν εις την Δύσιν”, αλλά αξιοποιώντας ενεργητικά τα ανοίγματά της (οικονομικά, γεωπολιτικά, πολιτισμικά) στην Ανατολή. Τίποτα από όλα αυτά δεν σημαίνει μια απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση προς μια άλλη (αντι-ιμπεριαλιστική ή ισλαμική) κατεύθυνση. Ο Νταβούτογλου περιγράφει τη νέα στρατηγική συνοπτικά: “η σχέση μεταξύ Ασίας και Ευρώπης μοιάζει στη σχέση του τόξου με το βέλος. Όσο περισσότερο τεντωθεί το τόξο, με τόσο μεγαλύτερη ταχύτητα θα εκτοξευθεί το βέλος προς τα εμπρός”. Αξιοποιώντας το στρατηγικό της βάθος και την κρίσιμη γεωπολιτική της θέση, η Τουρκία επιχειρεί να αναδειχθεί σε σημαντικό περιφερειακό παίκτη στην ευρύτερη περιοχή.
Το βιβλίο λοιπόν του Νταβούτογλου έχει σημασία γιατί είναι το εγχειρίδιο αυτής της νέας στρατηγικής. Εξετάζει την θέση της Τουρκίας εντάσσοντάς την σε 3 γεωγραφικά σύνολα: την εγγύς χερσαία περιοχή (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασο), την εγγύς θαλάσσια περιοχή (Ευξεινο Πόντο, Ανατολική Μεσόγειο, Περσικό Κόλπο και Κασπία) και την εγγύτερη ηπειρωτική περιοχή (Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Ασία). Για καθένα από αυτά τα σύνολα, ο Νταβούτογλου εντοπίζει τα συμφέροντα της Τουρκίας (βασισμένος σε μια πολύ καλή γνώση της γεωγραφίας και της ιστορίας), τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορεί αυτή να αξιοποιήσει, καθώς και τους κρίσιμους κρίκους της κάθε χωριστής αλυσίδας.
Αν το βιβλίο αφορούσε μόνο τις τουρκικές επιδιώξεις, θα ήταν ίσως περιορισμένου ενδιαφέροντος. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια εργασία που επιχειρεί να συνοψίσει τις βασικές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αντιπαραθέσεις στις πιο κρίσιμες περιοχές του πλανήτη (πάντοτε βέβαια μέσα από μια τουρκική οπτική). Κι επειδή ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν υπάρχει σαν αφαίρεση, αλλά διαμεσολαβείται από τις αντιπαραθέσεις των διαφορετικών αστικών τάξεων και την ιεραρχία των εθνικών κρατών τους, η γεωστρατηγική έχει σημασία. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου (παρά τις 870 σελίδες του και τις συχνές επαναλήψεις του συγγραφέα του).
Ο Ερντογάν κατόρθωσε – μετά τον αφανισμό των κατεστημένων κομμάτων της Τουρκίας λόγω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 2002 – να οικοδομήσει μια νέα διαταξική συμμαχία που προσέφερε μια πετυχημένη οικονομική και πολιτική στρατηγική στα πιο δυναμικά τμήματα του τουρκικού κεφαλαίου, συνεγείροντας ταυτόχρονα τις δημοκρατικές ευαισθησίες πλατιών λαϊκών στρωμάτων κατά του παλιού κεμαλικού κατεστημένου και του – ισχυρού ακόμα – Στρατού. Ο Νταβούτογλου υπήρξε ο οργανικός διανοούμενος αυτής της διαδικασίας. Οι επικείμενες εκλογές του Ιούνη στην Τουρκία δεν προβλέπεται να είναι το τέλος της εποχής Ερντογάν, κάθε άλλο. Γι' αυτό και το βιβλίο του Νταβούτογλου κρατάει την επικαιρότητά του και αξίζει την προσοχή μας.
Τιμή 30,43€, 845 σελίδες
Εκδόσεις Προοπτική
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=258:i86&Itemid=1
Η βασική κριτική του Νταβούτογλου στη στρατηγική των προηγούμενων τουρκικών κυβερνήσεων αφορά την μονομερή προσκόλληση της Τουρκίας στα συμφέροντα των ΗΠΑ και (από ένα σημείο και πέρα) του Ισραήλ, καθώς και την παρουσίαση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και της εισόδου της στην ΕΕ ως μονοδρόμου. Μια τέτοια μονομερής στρατηγική, λέει ο Νταβούτογλου, μετέτρεπε τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας (κοντολογίς την “ανατολίτικη” κληρονομιά της) σε βαρίδια, που θα έπρεπε να καταπιεστούν και εν τέλει να απαλειφτούν μέσω ενός στρατιωτικά ενορχηστρωμένου “εκσυγχρονισμού”. Το κεμαλικό “βαθύ κράτος” και η στρατιωτική ιεραρχία υπήρξαν ιστορικά οι θεματοφύλακες αυτής της διαδικασίας.
Η άνοδος στην εξουσία του κόμματος του Ερντογάν και η νέα εξωτερική πολιτική που εισήγαγε ο Νταβούτογλου σήμαναν αλλαγή πορείας στη στρατηγική της Τουρκίας. Η Τουρκία πήρε σαφείς αποστάσεις από την πολιτική των ΗΠΑ (μάλιστα σε μια δεκαετία που ήταν γεμάτη από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις), επιχειρώντας έτσι να αποκτήσει αυτόνομο ηγετικό ρόλο στην Μέση Ανατολή και μέσω αυτού να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους τα συμφέροντά της με τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις. Κομμάτι αυτής της στροφής ήταν μια αισθητή χειροτέρευση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, που κορυφώθηκε με την δολοφονική επέμβαση του Ισραήλ στον φιλο-παλαιστινιακό “Στολίσκο της Ελευθερίας” τον Μάη του 2010 στα ανοιχτά της Γάζας, με αποτέλεσμα τον θάνατο 9 Τούρκων πολιτών.
Στο ζήτημα της εισόδου στην ΕΕ, η Τουρκία συνέχισε την πολιτική προσέγγισης με την Ευρώπη, όχι όμως με την εμμονή τού “ανήκομεν εις την Δύσιν”, αλλά αξιοποιώντας ενεργητικά τα ανοίγματά της (οικονομικά, γεωπολιτικά, πολιτισμικά) στην Ανατολή. Τίποτα από όλα αυτά δεν σημαίνει μια απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση προς μια άλλη (αντι-ιμπεριαλιστική ή ισλαμική) κατεύθυνση. Ο Νταβούτογλου περιγράφει τη νέα στρατηγική συνοπτικά: “η σχέση μεταξύ Ασίας και Ευρώπης μοιάζει στη σχέση του τόξου με το βέλος. Όσο περισσότερο τεντωθεί το τόξο, με τόσο μεγαλύτερη ταχύτητα θα εκτοξευθεί το βέλος προς τα εμπρός”. Αξιοποιώντας το στρατηγικό της βάθος και την κρίσιμη γεωπολιτική της θέση, η Τουρκία επιχειρεί να αναδειχθεί σε σημαντικό περιφερειακό παίκτη στην ευρύτερη περιοχή.
Το βιβλίο λοιπόν του Νταβούτογλου έχει σημασία γιατί είναι το εγχειρίδιο αυτής της νέας στρατηγικής. Εξετάζει την θέση της Τουρκίας εντάσσοντάς την σε 3 γεωγραφικά σύνολα: την εγγύς χερσαία περιοχή (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασο), την εγγύς θαλάσσια περιοχή (Ευξεινο Πόντο, Ανατολική Μεσόγειο, Περσικό Κόλπο και Κασπία) και την εγγύτερη ηπειρωτική περιοχή (Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Ασία). Για καθένα από αυτά τα σύνολα, ο Νταβούτογλου εντοπίζει τα συμφέροντα της Τουρκίας (βασισμένος σε μια πολύ καλή γνώση της γεωγραφίας και της ιστορίας), τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορεί αυτή να αξιοποιήσει, καθώς και τους κρίσιμους κρίκους της κάθε χωριστής αλυσίδας.
Αν το βιβλίο αφορούσε μόνο τις τουρκικές επιδιώξεις, θα ήταν ίσως περιορισμένου ενδιαφέροντος. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια εργασία που επιχειρεί να συνοψίσει τις βασικές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αντιπαραθέσεις στις πιο κρίσιμες περιοχές του πλανήτη (πάντοτε βέβαια μέσα από μια τουρκική οπτική). Κι επειδή ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν υπάρχει σαν αφαίρεση, αλλά διαμεσολαβείται από τις αντιπαραθέσεις των διαφορετικών αστικών τάξεων και την ιεραρχία των εθνικών κρατών τους, η γεωστρατηγική έχει σημασία. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου (παρά τις 870 σελίδες του και τις συχνές επαναλήψεις του συγγραφέα του).
Ο Ερντογάν κατόρθωσε – μετά τον αφανισμό των κατεστημένων κομμάτων της Τουρκίας λόγω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 2002 – να οικοδομήσει μια νέα διαταξική συμμαχία που προσέφερε μια πετυχημένη οικονομική και πολιτική στρατηγική στα πιο δυναμικά τμήματα του τουρκικού κεφαλαίου, συνεγείροντας ταυτόχρονα τις δημοκρατικές ευαισθησίες πλατιών λαϊκών στρωμάτων κατά του παλιού κεμαλικού κατεστημένου και του – ισχυρού ακόμα – Στρατού. Ο Νταβούτογλου υπήρξε ο οργανικός διανοούμενος αυτής της διαδικασίας. Οι επικείμενες εκλογές του Ιούνη στην Τουρκία δεν προβλέπεται να είναι το τέλος της εποχής Ερντογάν, κάθε άλλο. Γι' αυτό και το βιβλίο του Νταβούτογλου κρατάει την επικαιρότητά του και αξίζει την προσοχή μας.
Τιμή 30,43€, 845 σελίδες
Εκδόσεις Προοπτική
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=258:i86&Itemid=1
Φρίντριχ Ένγκελς: Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου (1876) - Κρις Χάρμαν: Ο Ένγκελς και η καταγωγή της ανθρώπινης κοινωνίας (1994)
Εργασία, γλώσσα, κοινωνία
Η κυκλοφορία των δύο αυτών κειμένων στην καλαίσθητη έκδοση του
Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου πραγματικά εμπλουτίζει την ελληνική
βιβλιογραφία σχετικά με την βιολογική και κοινωνική εξέλιξη της
ανθρωπότητας. Είναι μια συζήτηση που όλες οι κυρίαρχες τάξεις εδώ και
ενάμισι τουλάχιστον αιώνα, που οι μελέτες τους Δαρβίνου έθεσαν τις
βάσεις για μια υλιστική ερμηνεία της εξέλιξής μας, προσπαθούν
συστηματικά με όλα τα μέσα ιδεολογικής επιβολής, που διαθέτουν, να την
παρεκκλίνουν (και να την κλείσουν) σε ιδεαλιστικά και θεολογικά δόγματα.
Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ένγκελς στο κείμενο του: "Όλα τα εύσημα
για τη γρήγορη ανάπτυξη του πολιτισμού αποδόθηκαν στο πνεύμα, στην
ανάπτυξη και στη δραστηριότητα του μυαλού. Οι άνθρωποι συνήθισαν να
εξηγούν τη δραστηριότητά τους με τη σκέψη τους αντί να την εξηγούν με
τις ανάγκες τους (που αντανακλώνται βέβαια στο μυαλό τους, γίνονται
συνείδηση). Έτσι γεννήθηκε με τον καιρό η ιδεαλιστική αντίληψη του
κόσμου που κυριάρχησε στα πνεύματα, προπαντός ύστερα από την παρακμή της
αρχαιότητας. Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί ακόμα σε τέτοιο σημείο, ώστε και
οι πιο υλιστές επιστήμονες της δαρβινικής σχολής, δεν μπορούν πάντα να
αποκτήσουν μια σαφή ιδέα για την προέλευση του ανθρώπου. Κι αυτό γιατί
κάτω από την επίδραση αυτής της ιδεολογίας, δεν αναγνωρίζουν το ρόλο που
έπαιξε η εργασία σ' αυτή την εξέλιξη".
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Ένγκελς παρά το σχετικά φτωχό ανθρωπολογικό υλικό της εποχής του, αλλά απαλλαγμένος από ιδεαλιστικές εξαρτήσεις, καταφέρνει να διατυπώσει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη και ρεαλιστική εξήγηση της βιολογικής εξέλιξης του ανθρώπου. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η θεωρία του καταφέρνει να αξιοποιεί όλες τις νεότερες ανθρωπολογικές και γενετικές ανακαλύψεις, χωρίς να χάνει σε τίποτα η δύναμη της να ερμηνεύει την πορεία της ανθρωπότητας, από την εμφάνιση του πρώτου ανθρωποειδούς μέχρι και σήμερα: "Πρώτα η εργασία κι ύστερα απ' αυτήν και σε συνέχεια μ' αυτήν η γλώσσα είναι τα δύο ουσιαστικά ερεθίσματα, που κάτω απ' την επίδραση τους μεταμορφώθηκε σιγά σιγά ο πιθηκίσιος εγκέφαλος σ' ανθρώπινο, που παρ' όλες τις ομοιότητες του με τον πρώτο, είναι πιο μεγάλος και τέλειος… Η κατάκτηση της φύσης, που αρχίζει με την ανάπτυξη του χεριού, με την εργασία διεύρυνε με κάθε πρόοδο τους ορίζοντες του ανθρώπου….Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη από τη μια επισπεύστηκε έντονα και από την άλλη οδηγήθηκε σε πιο προσδιορισμένες κατευθύνσεις, χάρη σ' ένα νέο στοιχείο που ήρθε στο προσκήνιο με την εμφάνιση του ολοκληρωτικά αναπτυγμένου ανθρώπου: την κοινωνία…".
Στις δεκαοχτώ σελίδες του δοκιμίου του καταφέρνει να μας δώσει πολύ περισσότερες απαντήσεις απ' όλες τις θεολογικές, ιδεαλιστικές, ή "γονιδιακές" δοξασίες που διαδίδονται ακόμα και σήμερα στα σχολεία, αλλά πολλές φορές και στις πανεπιστημιακές αίθουσες όλου του κόσμου.
Η θεωρία του Ένγκελς διατηρεί τη δύναμη και την επικαιρότητα της και για έναν πρόσθετο λόγο. Οι επισημάνσεις του για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση αποκτούν σήμερα ακόμη πιο επείγουσα σημασία απ' ό,τι στην εποχή του: "Το ζώο απλώς χρησιμοποιεί την εξωτερική φύση και τη μεταβάλλει μόνο με την παρουσία του. Με τις αλλαγές που της δημιουργεί ο άνθρωπος, την κάνει να υπηρετήσει τους σκοπούς του, την εξουσιάζει... Ας μην κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ για τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Η φύση μας εκδικείται για καθεμιά τους… Τα γεγονότα μας θυμίζουν σε κάθε βήμα, πως δεν κυριαρχούμε καθόλου πάνω στη φύση όπως ένας κατακτητής πάνω σ' έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που θα στεκόταν έξω από τη φύση, αλλά πως ανήκουμε στη φύση με τη σάρκα, το αίμα και το μυαλό μας, πως είμαστε μέσα της και πως όλη μας η εξουσία βρίσκεται στο πλεονέκτημα που έχουμε σχετικά μ' όλα τα άλλα όντα, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορούμε να τους εφαρμόζουμε σωστά".
Στο εκτενές δοκίμιο του, ο Κρις Χάρμαν, αρχικά, αξιοποιεί τη θεωρία του Ένγκελς αλλά και όλες, στο μεταξύ, τις επιστημονικές ανακαλύψεις για να ξεδιαλύνει "απάτες και πλάνες" σύγχρονων θεωριών. Η πρώτη είναι η θεωρία του "γυμνού πιθήκου" που επιχειρεί να ανακαλύψει την εξήγηση για τις "αδυναμίες της ανθρώπινης κοινωνίας" στη ζωώδη προέλευση του ανθρώπου. Ο Χάρμαν βασίζεται σε πλήθος ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα, που καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς περί "φονικής ανθρώπινης φύσης" που δήθεν καθοδήγησε την "διαδοχική εξολόθρευση" όλων των προγενέστερων ανθρώπινων ειδών μέχρι την τελική επικράτηση του σημερινού homo sapiens sapiens. Η δεύτερη πρόκληση έρχεται από τις απόψεις για μια "ανθρώπινη επανάσταση" πριν περίπου 35.000 χρόνια. Ο Χάρμαν επιχειρηματολογεί "…πώς μέσα από διαδοχικές αλλαγές η ζωή των ζώων γέννησε μια νέα μορφή ζωής που αποκαλούμε 'ανθρώπινη'. Μια μορφή ζωής που είχε τη δική της δυναμική, διαμορφωμένη από την εργασία και την κουλτούρα της, όχι από τα γονίδιά της. Αλλά αυτό δεν πρέπει να καταλήξει σε ένα νέο ιδεαλισμό που βλέπει την κουλτούρα και τη γλώσσα να εμφανίζονται από το πουθενά στο πολύ πρόσφατο παρελθόν …ήταν η απελευθέρωση των χεριών που έκανε δυνατή τη συνεργατική εργασία σε μια κλίμακα που ούτε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ανάμεσα στους πιθήκους και ότι απ' αυτό προέκυψε και η ανάπτυξη του εγκεφάλου".
Το 1884, οχτώ χρόνια αργότερα, ο Ένγκελς ολοκληρώνει την υλιστική ερμηνεία του για την εξέλιξη του ανθρώπου γράφοντας την "Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους". Εδώ βάζει τις βάσεις της θεωρίας για την κοινωνική εξέλιξη της ανθρωπότητας, το πώς περάσαμε, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, στην πρώτη διαίρεση σε τάξεις, στα πρώτα κράτη και στην πρώτη συστηματική καταπίεση των γυναικών.
"Οι περισσότεροι αντιδραστικοί διανοητές", σημειώνει ο Χάρμαν "ισχυρίζονται πως οι 'πρωτόγονες κοινωνίες' είναι εξαιρετικά ιεραρχικές, κάτω από την εξουσία στυγνών, επιθετικών και δολοφονικών αρσενικών. Η άποψη του Ένγκελς ήταν πολύ διαφορετική…. Η έμφαση στο μοίρασμα, οι δυνατές συνεργατικές αξίες και η ευέλικτη αναδιάταξη των ομάδων πρέπει να χαρακτήριζαν τη ζωή των προγόνων μας για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, όπως χαρακτηρίζουν και τους σύγχρονους κυνηγούς-συλλέκτες. Αυτές οι αξίες ταιριάζουν τέλεια με τις ανάγκες της νομαδικής ζωής των κυνηγών-συλλεκτών…”, ενώ παράλληλα "…οι γυναίκες έχουν κεντρική θέση στην παραγωγή και την αναπαραγωγή".
Ο Χάρμαν σ' αυτό το μέρος του δοκιμίου του ασχολείται με το να διορθώσει, στο φως των σύγχρονων ευρημάτων, επιμέρους ελλείψεις και αντιφάσεις στην ανάλυση του Ένγκελς, όμως ταυτόχρονα εμβαθύνει ουσιαστικά τη θεωρία του με απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα: γιατί οι άνθρωποι έκαναν την αλλαγή από την νομαδική τροφοσυλλογή στην ανάπτυξη της γεωργίας και στη συνέχεια των πόλεων; ποιες συνέπειες είχε αυτό στην οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας; γιατί οι άνθρωποι αποδέχτηκαν την άνοδο των αρχουσών τάξεων; γιατί αυτοί που κυβερνούσαν έφτασαν να εκμεταλλεύονται αντί να υπηρετούν την υπόλοιπη κοινωνία; γιατί ήταν απαραίτητα οι άνδρες αυτοί που κυριάρχησαν στη νέα ταξική κοινωνία;
"Παντού, στην αρχή, υπήρχε πρωτόγονος κομμουνισμός. Παντού, από τη στιγμή που σχηματίστηκαν μόνιμα εγκατεστημένες αγροτικές κοινωνίες, κάποιες γενεαλογικές γραμμές, κάποιοι από τους γεροντότερους ενός γένους ή κάποιοι "μεγάλοι άνδρες" μπόρεσαν να κερδίσουν κύρος μέσω του ρόλου τους στην αναδιανομή του λιγοστού πλεονάσματος, που υπήρχε, προς το συμφέρον όλης της ομάδας ως σύνολο. Παντού, καθώς το πλεόνασμα μεγάλωνε, αυτό το μικρό τμήμα της κοινωνίας έφτασε να ελέγχει ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού πλούτου, το οποίο το ανέβαζε σε μια θέση απ' όπου μπορούσε να αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται σε μια νέα κοινωνική τάξη… Σήμερα δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία για το κατά πόσο αυτή η διαδικασία αποτελεί πραγματικό γεγονός. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια τεράστια επιβεβαίωση του Ένγκελς. Και επίσης, τορπιλίζει μερικά από τα πιο βασικά αντι-σοσιαλιστικά επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι τα ανθρώπινα όντα είναι από τη φύση τους τόσο εγωιστικά που καθιστούν αδύνατη την εγκαθίδρυση μια συνεργατικής κοινοπολιτείας".
Αυτό το μικρό βιβλίο είναι πραγματικό εφόδιο στη σημερινή συζήτηση για το πώς οι ίδιοι οι άνθρωποι αλλάζουν τον εαυτό τους και τις κοινωνίες τους με βάση τις ανάγκες τους. Ταυτόχρονα, προκαλεί τον αναγνώστη για περαιτέρω αναζήτηση.
Τιμή 12,00€, 156 σελίδες
Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=259:i86&Itemid=1
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Ένγκελς παρά το σχετικά φτωχό ανθρωπολογικό υλικό της εποχής του, αλλά απαλλαγμένος από ιδεαλιστικές εξαρτήσεις, καταφέρνει να διατυπώσει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη και ρεαλιστική εξήγηση της βιολογικής εξέλιξης του ανθρώπου. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η θεωρία του καταφέρνει να αξιοποιεί όλες τις νεότερες ανθρωπολογικές και γενετικές ανακαλύψεις, χωρίς να χάνει σε τίποτα η δύναμη της να ερμηνεύει την πορεία της ανθρωπότητας, από την εμφάνιση του πρώτου ανθρωποειδούς μέχρι και σήμερα: "Πρώτα η εργασία κι ύστερα απ' αυτήν και σε συνέχεια μ' αυτήν η γλώσσα είναι τα δύο ουσιαστικά ερεθίσματα, που κάτω απ' την επίδραση τους μεταμορφώθηκε σιγά σιγά ο πιθηκίσιος εγκέφαλος σ' ανθρώπινο, που παρ' όλες τις ομοιότητες του με τον πρώτο, είναι πιο μεγάλος και τέλειος… Η κατάκτηση της φύσης, που αρχίζει με την ανάπτυξη του χεριού, με την εργασία διεύρυνε με κάθε πρόοδο τους ορίζοντες του ανθρώπου….Η παραπέρα αυτή ανάπτυξη από τη μια επισπεύστηκε έντονα και από την άλλη οδηγήθηκε σε πιο προσδιορισμένες κατευθύνσεις, χάρη σ' ένα νέο στοιχείο που ήρθε στο προσκήνιο με την εμφάνιση του ολοκληρωτικά αναπτυγμένου ανθρώπου: την κοινωνία…".
Στις δεκαοχτώ σελίδες του δοκιμίου του καταφέρνει να μας δώσει πολύ περισσότερες απαντήσεις απ' όλες τις θεολογικές, ιδεαλιστικές, ή "γονιδιακές" δοξασίες που διαδίδονται ακόμα και σήμερα στα σχολεία, αλλά πολλές φορές και στις πανεπιστημιακές αίθουσες όλου του κόσμου.
Η θεωρία του Ένγκελς διατηρεί τη δύναμη και την επικαιρότητα της και για έναν πρόσθετο λόγο. Οι επισημάνσεις του για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση αποκτούν σήμερα ακόμη πιο επείγουσα σημασία απ' ό,τι στην εποχή του: "Το ζώο απλώς χρησιμοποιεί την εξωτερική φύση και τη μεταβάλλει μόνο με την παρουσία του. Με τις αλλαγές που της δημιουργεί ο άνθρωπος, την κάνει να υπηρετήσει τους σκοπούς του, την εξουσιάζει... Ας μην κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ για τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Η φύση μας εκδικείται για καθεμιά τους… Τα γεγονότα μας θυμίζουν σε κάθε βήμα, πως δεν κυριαρχούμε καθόλου πάνω στη φύση όπως ένας κατακτητής πάνω σ' έναν ξένο λαό, όπως κάποιος που θα στεκόταν έξω από τη φύση, αλλά πως ανήκουμε στη φύση με τη σάρκα, το αίμα και το μυαλό μας, πως είμαστε μέσα της και πως όλη μας η εξουσία βρίσκεται στο πλεονέκτημα που έχουμε σχετικά μ' όλα τα άλλα όντα, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορούμε να τους εφαρμόζουμε σωστά".
Στο εκτενές δοκίμιο του, ο Κρις Χάρμαν, αρχικά, αξιοποιεί τη θεωρία του Ένγκελς αλλά και όλες, στο μεταξύ, τις επιστημονικές ανακαλύψεις για να ξεδιαλύνει "απάτες και πλάνες" σύγχρονων θεωριών. Η πρώτη είναι η θεωρία του "γυμνού πιθήκου" που επιχειρεί να ανακαλύψει την εξήγηση για τις "αδυναμίες της ανθρώπινης κοινωνίας" στη ζωώδη προέλευση του ανθρώπου. Ο Χάρμαν βασίζεται σε πλήθος ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα, που καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς περί "φονικής ανθρώπινης φύσης" που δήθεν καθοδήγησε την "διαδοχική εξολόθρευση" όλων των προγενέστερων ανθρώπινων ειδών μέχρι την τελική επικράτηση του σημερινού homo sapiens sapiens. Η δεύτερη πρόκληση έρχεται από τις απόψεις για μια "ανθρώπινη επανάσταση" πριν περίπου 35.000 χρόνια. Ο Χάρμαν επιχειρηματολογεί "…πώς μέσα από διαδοχικές αλλαγές η ζωή των ζώων γέννησε μια νέα μορφή ζωής που αποκαλούμε 'ανθρώπινη'. Μια μορφή ζωής που είχε τη δική της δυναμική, διαμορφωμένη από την εργασία και την κουλτούρα της, όχι από τα γονίδιά της. Αλλά αυτό δεν πρέπει να καταλήξει σε ένα νέο ιδεαλισμό που βλέπει την κουλτούρα και τη γλώσσα να εμφανίζονται από το πουθενά στο πολύ πρόσφατο παρελθόν …ήταν η απελευθέρωση των χεριών που έκανε δυνατή τη συνεργατική εργασία σε μια κλίμακα που ούτε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ανάμεσα στους πιθήκους και ότι απ' αυτό προέκυψε και η ανάπτυξη του εγκεφάλου".
Το 1884, οχτώ χρόνια αργότερα, ο Ένγκελς ολοκληρώνει την υλιστική ερμηνεία του για την εξέλιξη του ανθρώπου γράφοντας την "Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους". Εδώ βάζει τις βάσεις της θεωρίας για την κοινωνική εξέλιξη της ανθρωπότητας, το πώς περάσαμε, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, στην πρώτη διαίρεση σε τάξεις, στα πρώτα κράτη και στην πρώτη συστηματική καταπίεση των γυναικών.
"Οι περισσότεροι αντιδραστικοί διανοητές", σημειώνει ο Χάρμαν "ισχυρίζονται πως οι 'πρωτόγονες κοινωνίες' είναι εξαιρετικά ιεραρχικές, κάτω από την εξουσία στυγνών, επιθετικών και δολοφονικών αρσενικών. Η άποψη του Ένγκελς ήταν πολύ διαφορετική…. Η έμφαση στο μοίρασμα, οι δυνατές συνεργατικές αξίες και η ευέλικτη αναδιάταξη των ομάδων πρέπει να χαρακτήριζαν τη ζωή των προγόνων μας για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, όπως χαρακτηρίζουν και τους σύγχρονους κυνηγούς-συλλέκτες. Αυτές οι αξίες ταιριάζουν τέλεια με τις ανάγκες της νομαδικής ζωής των κυνηγών-συλλεκτών…”, ενώ παράλληλα "…οι γυναίκες έχουν κεντρική θέση στην παραγωγή και την αναπαραγωγή".
Ο Χάρμαν σ' αυτό το μέρος του δοκιμίου του ασχολείται με το να διορθώσει, στο φως των σύγχρονων ευρημάτων, επιμέρους ελλείψεις και αντιφάσεις στην ανάλυση του Ένγκελς, όμως ταυτόχρονα εμβαθύνει ουσιαστικά τη θεωρία του με απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα: γιατί οι άνθρωποι έκαναν την αλλαγή από την νομαδική τροφοσυλλογή στην ανάπτυξη της γεωργίας και στη συνέχεια των πόλεων; ποιες συνέπειες είχε αυτό στην οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας; γιατί οι άνθρωποι αποδέχτηκαν την άνοδο των αρχουσών τάξεων; γιατί αυτοί που κυβερνούσαν έφτασαν να εκμεταλλεύονται αντί να υπηρετούν την υπόλοιπη κοινωνία; γιατί ήταν απαραίτητα οι άνδρες αυτοί που κυριάρχησαν στη νέα ταξική κοινωνία;
"Παντού, στην αρχή, υπήρχε πρωτόγονος κομμουνισμός. Παντού, από τη στιγμή που σχηματίστηκαν μόνιμα εγκατεστημένες αγροτικές κοινωνίες, κάποιες γενεαλογικές γραμμές, κάποιοι από τους γεροντότερους ενός γένους ή κάποιοι "μεγάλοι άνδρες" μπόρεσαν να κερδίσουν κύρος μέσω του ρόλου τους στην αναδιανομή του λιγοστού πλεονάσματος, που υπήρχε, προς το συμφέρον όλης της ομάδας ως σύνολο. Παντού, καθώς το πλεόνασμα μεγάλωνε, αυτό το μικρό τμήμα της κοινωνίας έφτασε να ελέγχει ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού πλούτου, το οποίο το ανέβαζε σε μια θέση απ' όπου μπορούσε να αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται σε μια νέα κοινωνική τάξη… Σήμερα δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία για το κατά πόσο αυτή η διαδικασία αποτελεί πραγματικό γεγονός. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια τεράστια επιβεβαίωση του Ένγκελς. Και επίσης, τορπιλίζει μερικά από τα πιο βασικά αντι-σοσιαλιστικά επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι τα ανθρώπινα όντα είναι από τη φύση τους τόσο εγωιστικά που καθιστούν αδύνατη την εγκαθίδρυση μια συνεργατικής κοινοπολιτείας".
Αυτό το μικρό βιβλίο είναι πραγματικό εφόδιο στη σημερινή συζήτηση για το πώς οι ίδιοι οι άνθρωποι αλλάζουν τον εαυτό τους και τις κοινωνίες τους με βάση τις ανάγκες τους. Ταυτόχρονα, προκαλεί τον αναγνώστη για περαιτέρω αναζήτηση.
Τιμή 12,00€, 156 σελίδες
Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=259:i86&Itemid=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου