Ο Γκούσταβ Μάλερ είναι ένας από τους συνθέτες με τις περισσότερες
εκτελέσεις των έργων του σήμερα – σε συναυλίες ή σε δίσκους. Γεννημένος
σε μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια στην Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία,
πέθανε 100 χρόνια πριν στην αυτοκρατορική Βιέννη σαν ένας από τους
πλουσιότερους και πιο διάσημους μουσικούς στην Ευρώπη. Τι μπορεί να μας
πει η μουσική του σήμερα;
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν διάσημος κυρίως ως μαέστρος.
Το στιλ του ήταν βασισμένο στην ιδέα ότι οι μουσικές παρτιτούρες δεν
είναι ένα ιερό κείμενο για να το υπακούς. Αντίθετα, η μουσική είναι μια
ζωντανή τέχνη που αλλάζει σε κάθε παράσταση αφού κάθε αίθουσα συναυλιών,
κάθε ακροατήριο, κάθε κοινωνικό πλαίσιο είναι διαφορετικό.
Τα έργα του αντικατοπτρίζουν την κοινωνία στην οποία έζησε και τις νευρώσεις που μάστιζαν τη νεωτερικότητα. Τα «θρησκευτικά» του έργα- η Δεύτερη και η Όγδοη Συμφωνία- δεν είναι δοξολογίες στο Θεό, αλλά εκφράσεις της ασάφειας της πίστης, ο ελικοειδής δρόμος προς την πνευματικότητα σε μια βάναυση και κοσμική εποχή.
Η Πέμπτη, η Έκτη και η Ένατη Συμφωνία και το Τραγούδι της Γης όλα ανιχνεύουν τα βάθη του φόβου μας για το θάνατο. Ο θάνατος υπογραμμίζεται με στενές αντιπαραθέσεις με τους ήχους της ζωής, βιωμένης στην εντέλεια. Η αντιστοίχιση σε μεγάλη εγγύτητα, μερικές φορές την ίδια στιγμή, διαμετρικά αντίθετων διαθέσεων είναι μια χαρακτηριστική πτυχή της μουσικής του Μάλερ. Στην Τρίτη στροφή της Πρώτης Συμφωνίας, το τραγούδι των παιδιών "Frere Jacques" ενώ αρχικά παίζεται όπως ένα πένθιμο εμβατήριο, ξαφνικά διακόπτεται από μια υπερβολικά ποιμενική έκρηξη μιας μπάντας πνευστών. Η καταληκτική κίνηση της Έκτης του Συμφωνίας, για περισσότερο από μισή ώρα, γυρίζει από ηρωικό θρίαμβο σε εκμηδενιστική απόγνωση.
Τα ακροατήρια του καιρού του, συνηθισμένα στην μεγάλη κλασική παράδοση, βρήκαν δύσκολο να αποδεχτούν όλα αυτά. Παρόλα αυτά η μουσική του μιλούσε σε πολλούς, η τραγωδία και η αγωνία ήταν καθοριστικά χαρακτηριστικά της Βιέννης του Μάλερ. Ήταν μια κοινωνία που «χόρευε σε ένα ηφαίστειο», η οποία κατέληξε στην καταστροφή του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου και στην κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Αυτή η παρακμή οδήγησε σε μερικές δυσάρεστες ιδέες. Λίγο μετά που ανέλαβε την θέση του διευθυντή της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, η πόλη εξέλεξε τον αντισημίτη Καρλ Λούεγκερ ως δήμαρχο, ένα βασικό εμπνευστή των Ναζί. Ο Μάλερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1907 μετά από μια αντισημιτική εκστρατεία. Η μεγαλοφυία της μουσικής του ήταν ότι μπορούσε να μεταδώσει την δική του εμπειρία της αλλοτρίωσης και της αγωνίας με ένα τρόπο που απηχούσε στους άλλους. Το προσωπικό και το κοινωνικό πάντα είναι συνυφασμένα στην μουσική του Μάλερ.
Η μουσική του έγινε θύμα του Ναζισμού. Κατά τη διάρκεια του ’20 τα έργα του κέρδισαν φήμη σε όλη την Ευρώπη. Αλλά η εβραϊκή του καταγωγή σήμανε ότι τα έργα του απαγορεύτηκαν εκεί που ήταν πιο δημοφιλή, στη Γερμανία το 1933, στην Αυστρία το 1938 και στην Ολλανδία το 1940. Ακόμα και μετά τον πόλεμο σπάνια παρουσιάζονταν. Πολλοί από τους μουσικούς που τον υπεράσπιζαν ήταν νεκροί ή εξόριστοι. Τελικά, το ’50 και το ’60 είδαν την κλασική μουσική να χωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις που και οι δύο τον απέκλειαν.
Τον καιρό του Μάλερ μια νέα γενιά συνθετών αναγνώριζε ότι η παλιά κλασική παράδοση, όπως και η κοινωνία, έχανε την ορμή της. Η ώθηση της κλασικής αρμονίας στα όρια της από τον Μάλερ άνοιξε την πόρτα για την επανάσταση του Άρνολντ Σόεμπεργκ στην τονικότητα. Ο Μάλερ βρήκε αυτά τα ριζοσπαστικά έργα δύσκολα, αλλά αναγνώρισε την αξία τους και τα υπεράσπισε όταν λίγοι το έκαναν. Πολλοί άλλοι συνθέτες του 20ου αιώνα επηρεάστηκαν από τη μουσική του Μάλερ- ο Ρίχαρντ Στράους, ο Ντμίτρι Σοστάκοβιτς,ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, ο Λουτσιάνο Μπέριο, ο Χανς Βέρνερ Χένζε και άλλοι. Κανένας άλλος συνθέτης δεν είχε τόση επιρροή στη μουσική του 20ου αιώνα, όπως ο Μάλερ.
Οι ριζοσπάστες αβανγκαρντιστές ήθελαν μια ολοκληρωτική ρήξη με τη γερμανική παράδοση που την έβλεπαν ως απαράδεκτη μετά τη φρίκη του φασισμού και του πολέμου. Το κυρίαρχο ρεύμα, από την άλλη, μετατράπηκε σε μουσείο προσκολλημένο στις ασφαλείς αναβιώσεις της μεγάλης παράδοσης. Ο συνδυασμός του Μάλερ που ένωνε παραδοσιακές κλασικές φόρμες με ασυνήθιστες αντιπαραθέσεις «σπασμένων» μελωδιών, συγκρουόμενες τονικότητες, τραγούδια παιδιών, βουκολικές φαντασιώσεις και μοιρολόγια κηδειών δεν ταίριαζε. Σε μια εποχή αύξησης της ευημερίας και σχετικής κοινωνικής ειρήνης, η επίκληση σε έναν κόσμο ξεσκισμένο από τις εσωτερικές αντιθέσεις, απέτυχε να έχει απήχηση.
Όταν ο Μπουλέ και άλλοι προσπάθησαν να εντοπίσουν τις μουσικές ρίζες του ήρωά τους Σόενμπεργκ, τότε ήταν που ανακάλυψαν ξανά τον Μάλερ. Τα ακροατήρια επίσης, όταν η μακρά μεταπολεμική άνθηση υποχώρησε μπροστά στην κοινωνική εξέγερση και την οικονομική κρίση από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, βρήκαν στο Μάλερ μια μουσική φωνή με την οποία ταυτίστηκαν. Ο μακάβριος κόσμος της μουσικής του Μάλερ όπου οι κοινοτοπίες του ψηλομύτικου ελιτισμού αναμειγνύονται με στοιχεία λαϊκής κουλτούρας και συνοδεύουν μία ακόμα πιο βίαιη κοινωνία που αποσυντίθεται, μιλούν σε μας περισσότερο από ποτέ.
Σάιμον Μπέρμαν, από το περιοδικό Socialist Review
Τα έργα του αντικατοπτρίζουν την κοινωνία στην οποία έζησε και τις νευρώσεις που μάστιζαν τη νεωτερικότητα. Τα «θρησκευτικά» του έργα- η Δεύτερη και η Όγδοη Συμφωνία- δεν είναι δοξολογίες στο Θεό, αλλά εκφράσεις της ασάφειας της πίστης, ο ελικοειδής δρόμος προς την πνευματικότητα σε μια βάναυση και κοσμική εποχή.
Η Πέμπτη, η Έκτη και η Ένατη Συμφωνία και το Τραγούδι της Γης όλα ανιχνεύουν τα βάθη του φόβου μας για το θάνατο. Ο θάνατος υπογραμμίζεται με στενές αντιπαραθέσεις με τους ήχους της ζωής, βιωμένης στην εντέλεια. Η αντιστοίχιση σε μεγάλη εγγύτητα, μερικές φορές την ίδια στιγμή, διαμετρικά αντίθετων διαθέσεων είναι μια χαρακτηριστική πτυχή της μουσικής του Μάλερ. Στην Τρίτη στροφή της Πρώτης Συμφωνίας, το τραγούδι των παιδιών "Frere Jacques" ενώ αρχικά παίζεται όπως ένα πένθιμο εμβατήριο, ξαφνικά διακόπτεται από μια υπερβολικά ποιμενική έκρηξη μιας μπάντας πνευστών. Η καταληκτική κίνηση της Έκτης του Συμφωνίας, για περισσότερο από μισή ώρα, γυρίζει από ηρωικό θρίαμβο σε εκμηδενιστική απόγνωση.
Τα ακροατήρια του καιρού του, συνηθισμένα στην μεγάλη κλασική παράδοση, βρήκαν δύσκολο να αποδεχτούν όλα αυτά. Παρόλα αυτά η μουσική του μιλούσε σε πολλούς, η τραγωδία και η αγωνία ήταν καθοριστικά χαρακτηριστικά της Βιέννης του Μάλερ. Ήταν μια κοινωνία που «χόρευε σε ένα ηφαίστειο», η οποία κατέληξε στην καταστροφή του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου και στην κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Αυτή η παρακμή οδήγησε σε μερικές δυσάρεστες ιδέες. Λίγο μετά που ανέλαβε την θέση του διευθυντή της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, η πόλη εξέλεξε τον αντισημίτη Καρλ Λούεγκερ ως δήμαρχο, ένα βασικό εμπνευστή των Ναζί. Ο Μάλερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1907 μετά από μια αντισημιτική εκστρατεία. Η μεγαλοφυία της μουσικής του ήταν ότι μπορούσε να μεταδώσει την δική του εμπειρία της αλλοτρίωσης και της αγωνίας με ένα τρόπο που απηχούσε στους άλλους. Το προσωπικό και το κοινωνικό πάντα είναι συνυφασμένα στην μουσική του Μάλερ.
Η μουσική του έγινε θύμα του Ναζισμού. Κατά τη διάρκεια του ’20 τα έργα του κέρδισαν φήμη σε όλη την Ευρώπη. Αλλά η εβραϊκή του καταγωγή σήμανε ότι τα έργα του απαγορεύτηκαν εκεί που ήταν πιο δημοφιλή, στη Γερμανία το 1933, στην Αυστρία το 1938 και στην Ολλανδία το 1940. Ακόμα και μετά τον πόλεμο σπάνια παρουσιάζονταν. Πολλοί από τους μουσικούς που τον υπεράσπιζαν ήταν νεκροί ή εξόριστοι. Τελικά, το ’50 και το ’60 είδαν την κλασική μουσική να χωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις που και οι δύο τον απέκλειαν.
Τον καιρό του Μάλερ μια νέα γενιά συνθετών αναγνώριζε ότι η παλιά κλασική παράδοση, όπως και η κοινωνία, έχανε την ορμή της. Η ώθηση της κλασικής αρμονίας στα όρια της από τον Μάλερ άνοιξε την πόρτα για την επανάσταση του Άρνολντ Σόεμπεργκ στην τονικότητα. Ο Μάλερ βρήκε αυτά τα ριζοσπαστικά έργα δύσκολα, αλλά αναγνώρισε την αξία τους και τα υπεράσπισε όταν λίγοι το έκαναν. Πολλοί άλλοι συνθέτες του 20ου αιώνα επηρεάστηκαν από τη μουσική του Μάλερ- ο Ρίχαρντ Στράους, ο Ντμίτρι Σοστάκοβιτς,ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν, ο Λουτσιάνο Μπέριο, ο Χανς Βέρνερ Χένζε και άλλοι. Κανένας άλλος συνθέτης δεν είχε τόση επιρροή στη μουσική του 20ου αιώνα, όπως ο Μάλερ.
Οι ριζοσπάστες αβανγκαρντιστές ήθελαν μια ολοκληρωτική ρήξη με τη γερμανική παράδοση που την έβλεπαν ως απαράδεκτη μετά τη φρίκη του φασισμού και του πολέμου. Το κυρίαρχο ρεύμα, από την άλλη, μετατράπηκε σε μουσείο προσκολλημένο στις ασφαλείς αναβιώσεις της μεγάλης παράδοσης. Ο συνδυασμός του Μάλερ που ένωνε παραδοσιακές κλασικές φόρμες με ασυνήθιστες αντιπαραθέσεις «σπασμένων» μελωδιών, συγκρουόμενες τονικότητες, τραγούδια παιδιών, βουκολικές φαντασιώσεις και μοιρολόγια κηδειών δεν ταίριαζε. Σε μια εποχή αύξησης της ευημερίας και σχετικής κοινωνικής ειρήνης, η επίκληση σε έναν κόσμο ξεσκισμένο από τις εσωτερικές αντιθέσεις, απέτυχε να έχει απήχηση.
Όταν ο Μπουλέ και άλλοι προσπάθησαν να εντοπίσουν τις μουσικές ρίζες του ήρωά τους Σόενμπεργκ, τότε ήταν που ανακάλυψαν ξανά τον Μάλερ. Τα ακροατήρια επίσης, όταν η μακρά μεταπολεμική άνθηση υποχώρησε μπροστά στην κοινωνική εξέγερση και την οικονομική κρίση από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, βρήκαν στο Μάλερ μια μουσική φωνή με την οποία ταυτίστηκαν. Ο μακάβριος κόσμος της μουσικής του Μάλερ όπου οι κοινοτοπίες του ψηλομύτικου ελιτισμού αναμειγνύονται με στοιχεία λαϊκής κουλτούρας και συνοδεύουν μία ακόμα πιο βίαιη κοινωνία που αποσυντίθεται, μιλούν σε μας περισσότερο από ποτέ.
Σάιμον Μπέρμαν, από το περιοδικό Socialist Review
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2752:i981&Itemid=62
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου