«Μαρξ και Μπακούνιν για το Σοσιαλιστικό κράτος» Γιώργος Ρούσης, εκδόσεις «Γκοβόστης», 2011
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε δυο άξονες. Τα πρώτα κεφάλαια του
βιβλίου είναι αφιερωμένα στην κωδικοποίηση των απόψεων και των διαφωνιών
ανάμεσα στον Καρλ Μαρξ και τον σύγχρονό του Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος
εξακολουθεί να είναι βασική πηγή έμπνευσης των αναρχικών. Στην πορεία,
κάνει μια κριτική αποτίμηση των απόψεων και των δυο. Ο δεύτερος άξονας
είναι η εξέταση των διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στους δυο για το
κράτος.
Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη χρειάζεται να οικοδομήσει το δικό της, εργατικό, κράτος ανατρέποντας τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί απορρίπτουν αυτή τη θέση. Ο Μπακούνιν ήταν ο πιο σκληρός επικριτής του Μαρξ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Κατηγορούσε τον Μαρξ και τους υποστηρικτές του ότι θέλουν να επιβάλλουν έναν «κρατικό κομμουνισμό». Διακήρυττε ότι η «δικτατορία του προλεταριάτου» -η πολιτική εξουσία των εργατών- θα είναι στην πραγματικότητα μια «δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο» από τους διανοούμενους. Ο Γ. Ρούσης θέτει το ερώτημα αν οι προειδοποιήσεις του Μπακούνιν έχουν κάποια βάση κι αν έχουν να μας πουν κάτι για το σήμερα.
Για τους «κλασσικούς» του μαρξισμού ο στόχος είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς κράτος. Για την ακρίβεια, από την στιγμή που θα εκλείψουν οι τάξεις, με την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής, θα εκλείψει και η ανάγκη για ένα μηχανισμό οργανωμένης βίας –η ουσία του κράτους. Στο μεσοδιάστημα, η εργατική τάξη χρειάζεται να οργανωθεί σε κράτος που όμως πολύ λίγο θα μοιάζει με το αστικό. Θα αποτελεί τη δημοκρατική οργάνωση της μεγάλης πλειοψηφίας καθώς θα απαλλοτριώνει τη μειοψηφία και θα οργανώνει την οικονομία συνειδητά με βάση τις ανάγκες της κι όχι με βάση το κέρδος.
Ο Γ. Ρούσης κάνει μια καλή δουλειά συγκεντρώνοντας σε λίγες σελίδες τη θεμελιακή διαφορά του Μαρξ από τον Μπακούνιν. Την οπτική δηλαδή με την οποία έβλεπαν την ανθρώπινη κοινωνία και την «ανθρώπινη φύση». Πρόκειται για μια φιλοσοφική διαφορά στην ουσία της, η οποία, όμως, είχε μια σειρά πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο «διά ταύτα» στον τρόπο με τον οποίο εξέταζαν την ταξική πάλη. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, ότι οι επεξεργασίες των αναρχικών για το διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και τη γέννηση του κράτους είναι τουλάχιστον νεφελώδεις κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον Μπακούνιν αλλά και για τον Κροπότκιν, και όλη την αναρχική παράδοση. Δεν υπάρχει πουθενά κάτι που να πλησιάζει τις αναλύσεις του Ένγκελς για την καταγωγή του Κράτους.
Ο Γ. Ρούσης προβάλει τις πραγματικές αντιλήψεις του Μαρξ σχετικά με την επανάσταση και το κράτος. Θυμίζει για παράδειγμα, ότι παρά τις κατηγορίες των αναρχικών, οι επαναστάτες μαρξιστές δεν έχουν στόχο «να καταλάβουν το κράτος», αλλά τη συντριβή του αστικού κράτους. Τα κείμενα του Μαρξ για την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 («Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία») είναι μια από τις πολλές πηγές. Αργότερα ο Ένγκελς θα έγραφε «θέλετε να δείτε κύριοι τι είναι η περίφημη δικτατορία του προλεταριάτου; Κοιτάξτε την Κομμούνα». Μια «κυβέρνηση των εργατών» όπου τα μέλη της οποίας αποτελούσαν ένα «εργαζόμενο σώμα» που υλοποιούσε τις αποφάσεις του και τα μέλη του ήταν άμεσα ανακλητά από τους εκλογείς, εργάτες με μισθό εργάτη που δεν έφευγαν από τη δουλειά τους.
Το βιβλίο του Ρούση, ωστόσο, δεν είναι ένα κατηγορητήριο που απευθύνεται στον Μπακούνιν. Ο συγγραφέας τονίζει και στον επίλογο του βιβλίου ότι υπάρχει ανάγκη για διάλογο «χωρίς αγκυλώσεις» στη «σύγχρονη αριστερά… που δίχως αμφιβολία περιλαμβάνει στις γραμμές της και το αναρχικό ρεύμα». Μπορεί να μην βρίσκει τον Μπακούνιν επαρκή και πειστικό σε πολλά, αλλά θεωρεί ότι «Κυρίως όμως ο Μαρξ δεν απαντά και πάλι όπως προηγουμένως άλλωστε ο Ένγκελς στο βασικό επιχείρημα του Μπακούνιν για τους κινδύνους που εγκυμονούν αυτό το μισοκράτος να αποσπαστεί από την κοινωνία και να μετατραπεί σε ιδιαίτερο μηχανισμό που στέκεται πάνω απ’ αυτήν και την εμποδίζει να κινείται ελεύθερα» (σελ. 146).
Στην Ανατολή, η διαδικασία αυτή πήρε, σύμφωνα με τον Ρούση διαφορετική μορφή, με την «αναγωγή του ζητήματος του περάσματος στον κομμουνισμό σε καθαρά οικονομικό ζήτημα με την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων οπότε κι από ένα σημείο και μετά θεωρήθηκε ότι η πειθαρχία προέχει της δημοκρατίας» (σελ. 177). Το πρόβλημα δεν είναι ο «κακός Στάλιν» (αν και ο Ρούσης δεν χαρίζει κάστανα στο Στάλιν), αλλά μειονεκτήματα ήδη από την εποχή του Λένιν, από το 1918. Με βάση αυτή την οπτική προτείνει στο Κεφάλαιο 9 «μια δημιουργική αξιοποίηση της μπακουνινικής κριτικής».
Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση δεν είναι ότι θίγει κάποια «ιερά και όσια» εικονίσματα του Λένιν ή του Τρότσκι. Και βέβαια είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο σημερινός σοσιαλισμός θα είναι «πολύ διαφορετικός από του 1917».
Όμως, η αναζήτηση κάποιων θεωρητικών ανεπαρκειών ως αιτία για τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της Ρώσικης Επανάστασης και τον κατοπινό στραγγαλισμό της στη δεκαετία του ’30 γυρίζει την πραγματικότητα ανάποδα. Ήταν ακριβώς η καθυστέρηση της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων στην καθυστερημένη Ρωσία που έβαζε πολύ συγκεκριμένα όρια στο άπλωμα και το βάθεμα της εργατικής δημοκρατίας.
Πολύ περισσότερο που το καθεστώς των σοβιέτ βρέθηκε περικυκλωμένο και με τεράστια αιμορραγία ύστερα από εφτά χρόνια πολέμου. Το άπλωμα της επανάστασης και η νίκη της σε άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες ήταν το κλειδί. Το ότι δεν έγινε, δεν οφείλεται σε ελλείμματα θεωρίας, αλλά πολιτικής: αυτή την προοπτική την έθαψε πρώτα η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία και κατόπιν ο σταλινισμός στην ίδια την Ρωσία.
Από αυτή την άποψη, ο Μπακούνιν δεν έχει να μας πει τίποτα. Οι «προειδοποιήσεις» του δεν έχουν τίποτα το προφητικό. Στην πραγματικότητα δεν πάνε παραπέρα από τον περίφημο «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» που διατύπωσε μερικές δεκαετίες μετά ένας Γερμανός πρώην σοσιαλδημοκράτης, ο Μίκελς: όλες οι οργανώσεις καταλήγουν να κυβερνιώνται από ελίτ εκτός ελέγχου.
Για τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της επανάστασης. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι συνειδητή πράξη της πλειοψηφίας των εργατών και ταυτόχρονα ο τρόπος με τον οποίον οι ίδιοι οι εργάτες αλλάζουν τον εαυτό τους, απαλλάσσονται από τις καθυστερημένες ιδέες. Η αυτενέργεια της τάξης είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τις απεργίες του σήμερα με την επαναστατική προοπτική. Και το επαναστατικό κόμμα, τα πιο συνειδητά και πρωτοπόρα τμήματα της τάξης, χρειάζεται για να γενικεύσει τις εμπειρίες και να ωθήσει αποφασιστικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό είναι αλήθεια και για το 1917 και για σήμερα.
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2806:i983&Itemid=62
Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη χρειάζεται να οικοδομήσει το δικό της, εργατικό, κράτος ανατρέποντας τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί απορρίπτουν αυτή τη θέση. Ο Μπακούνιν ήταν ο πιο σκληρός επικριτής του Μαρξ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Κατηγορούσε τον Μαρξ και τους υποστηρικτές του ότι θέλουν να επιβάλλουν έναν «κρατικό κομμουνισμό». Διακήρυττε ότι η «δικτατορία του προλεταριάτου» -η πολιτική εξουσία των εργατών- θα είναι στην πραγματικότητα μια «δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο» από τους διανοούμενους. Ο Γ. Ρούσης θέτει το ερώτημα αν οι προειδοποιήσεις του Μπακούνιν έχουν κάποια βάση κι αν έχουν να μας πουν κάτι για το σήμερα.
Για τους «κλασσικούς» του μαρξισμού ο στόχος είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς κράτος. Για την ακρίβεια, από την στιγμή που θα εκλείψουν οι τάξεις, με την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής, θα εκλείψει και η ανάγκη για ένα μηχανισμό οργανωμένης βίας –η ουσία του κράτους. Στο μεσοδιάστημα, η εργατική τάξη χρειάζεται να οργανωθεί σε κράτος που όμως πολύ λίγο θα μοιάζει με το αστικό. Θα αποτελεί τη δημοκρατική οργάνωση της μεγάλης πλειοψηφίας καθώς θα απαλλοτριώνει τη μειοψηφία και θα οργανώνει την οικονομία συνειδητά με βάση τις ανάγκες της κι όχι με βάση το κέρδος.
Ο Γ. Ρούσης κάνει μια καλή δουλειά συγκεντρώνοντας σε λίγες σελίδες τη θεμελιακή διαφορά του Μαρξ από τον Μπακούνιν. Την οπτική δηλαδή με την οποία έβλεπαν την ανθρώπινη κοινωνία και την «ανθρώπινη φύση». Πρόκειται για μια φιλοσοφική διαφορά στην ουσία της, η οποία, όμως, είχε μια σειρά πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο «διά ταύτα» στον τρόπο με τον οποίο εξέταζαν την ταξική πάλη. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, ότι οι επεξεργασίες των αναρχικών για το διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και τη γέννηση του κράτους είναι τουλάχιστον νεφελώδεις κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον Μπακούνιν αλλά και για τον Κροπότκιν, και όλη την αναρχική παράδοση. Δεν υπάρχει πουθενά κάτι που να πλησιάζει τις αναλύσεις του Ένγκελς για την καταγωγή του Κράτους.
Ο Γ. Ρούσης προβάλει τις πραγματικές αντιλήψεις του Μαρξ σχετικά με την επανάσταση και το κράτος. Θυμίζει για παράδειγμα, ότι παρά τις κατηγορίες των αναρχικών, οι επαναστάτες μαρξιστές δεν έχουν στόχο «να καταλάβουν το κράτος», αλλά τη συντριβή του αστικού κράτους. Τα κείμενα του Μαρξ για την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 («Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία») είναι μια από τις πολλές πηγές. Αργότερα ο Ένγκελς θα έγραφε «θέλετε να δείτε κύριοι τι είναι η περίφημη δικτατορία του προλεταριάτου; Κοιτάξτε την Κομμούνα». Μια «κυβέρνηση των εργατών» όπου τα μέλη της οποίας αποτελούσαν ένα «εργαζόμενο σώμα» που υλοποιούσε τις αποφάσεις του και τα μέλη του ήταν άμεσα ανακλητά από τους εκλογείς, εργάτες με μισθό εργάτη που δεν έφευγαν από τη δουλειά τους.
Το βιβλίο του Ρούση, ωστόσο, δεν είναι ένα κατηγορητήριο που απευθύνεται στον Μπακούνιν. Ο συγγραφέας τονίζει και στον επίλογο του βιβλίου ότι υπάρχει ανάγκη για διάλογο «χωρίς αγκυλώσεις» στη «σύγχρονη αριστερά… που δίχως αμφιβολία περιλαμβάνει στις γραμμές της και το αναρχικό ρεύμα». Μπορεί να μην βρίσκει τον Μπακούνιν επαρκή και πειστικό σε πολλά, αλλά θεωρεί ότι «Κυρίως όμως ο Μαρξ δεν απαντά και πάλι όπως προηγουμένως άλλωστε ο Ένγκελς στο βασικό επιχείρημα του Μπακούνιν για τους κινδύνους που εγκυμονούν αυτό το μισοκράτος να αποσπαστεί από την κοινωνία και να μετατραπεί σε ιδιαίτερο μηχανισμό που στέκεται πάνω απ’ αυτήν και την εμποδίζει να κινείται ελεύθερα» (σελ. 146).
Ερμηνεία
Βέβαια αυτό που βαραίνει σ’ αυτές τις ανησυχίες είναι η εμπειρία της Ρωσίας. Η πορεία από τα απελευθερωτικά οράματα και τη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων του Οκτώβρη του 1917 στα γκούλαγκ και τη καταπίεση του Στάλιν χρειάζεται ερμηνεία. Ο Γ. Ρούσης δίνει τη δική του ερμηνεία στο Κεφάλαιο 8 του βιβλίου. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Μπακούνιν δικαιώνεται όσον αφορά στην κριτική του για την αναπόφευκτη γραφειοκρατικοποίηση του πολιτικού κόμματος και φέρνει το παράδειγμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.Στην Ανατολή, η διαδικασία αυτή πήρε, σύμφωνα με τον Ρούση διαφορετική μορφή, με την «αναγωγή του ζητήματος του περάσματος στον κομμουνισμό σε καθαρά οικονομικό ζήτημα με την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων οπότε κι από ένα σημείο και μετά θεωρήθηκε ότι η πειθαρχία προέχει της δημοκρατίας» (σελ. 177). Το πρόβλημα δεν είναι ο «κακός Στάλιν» (αν και ο Ρούσης δεν χαρίζει κάστανα στο Στάλιν), αλλά μειονεκτήματα ήδη από την εποχή του Λένιν, από το 1918. Με βάση αυτή την οπτική προτείνει στο Κεφάλαιο 9 «μια δημιουργική αξιοποίηση της μπακουνινικής κριτικής».
Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση δεν είναι ότι θίγει κάποια «ιερά και όσια» εικονίσματα του Λένιν ή του Τρότσκι. Και βέβαια είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο σημερινός σοσιαλισμός θα είναι «πολύ διαφορετικός από του 1917».
Όμως, η αναζήτηση κάποιων θεωρητικών ανεπαρκειών ως αιτία για τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της Ρώσικης Επανάστασης και τον κατοπινό στραγγαλισμό της στη δεκαετία του ’30 γυρίζει την πραγματικότητα ανάποδα. Ήταν ακριβώς η καθυστέρηση της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων στην καθυστερημένη Ρωσία που έβαζε πολύ συγκεκριμένα όρια στο άπλωμα και το βάθεμα της εργατικής δημοκρατίας.
Πολύ περισσότερο που το καθεστώς των σοβιέτ βρέθηκε περικυκλωμένο και με τεράστια αιμορραγία ύστερα από εφτά χρόνια πολέμου. Το άπλωμα της επανάστασης και η νίκη της σε άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες ήταν το κλειδί. Το ότι δεν έγινε, δεν οφείλεται σε ελλείμματα θεωρίας, αλλά πολιτικής: αυτή την προοπτική την έθαψε πρώτα η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία και κατόπιν ο σταλινισμός στην ίδια την Ρωσία.
Από αυτή την άποψη, ο Μπακούνιν δεν έχει να μας πει τίποτα. Οι «προειδοποιήσεις» του δεν έχουν τίποτα το προφητικό. Στην πραγματικότητα δεν πάνε παραπέρα από τον περίφημο «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» που διατύπωσε μερικές δεκαετίες μετά ένας Γερμανός πρώην σοσιαλδημοκράτης, ο Μίκελς: όλες οι οργανώσεις καταλήγουν να κυβερνιώνται από ελίτ εκτός ελέγχου.
Για τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της επανάστασης. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι συνειδητή πράξη της πλειοψηφίας των εργατών και ταυτόχρονα ο τρόπος με τον οποίον οι ίδιοι οι εργάτες αλλάζουν τον εαυτό τους, απαλλάσσονται από τις καθυστερημένες ιδέες. Η αυτενέργεια της τάξης είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τις απεργίες του σήμερα με την επαναστατική προοπτική. Και το επαναστατικό κόμμα, τα πιο συνειδητά και πρωτοπόρα τμήματα της τάξης, χρειάζεται για να γενικεύσει τις εμπειρίες και να ωθήσει αποφασιστικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό είναι αλήθεια και για το 1917 και για σήμερα.
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2806:i983&Itemid=62
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου