Από το πνεύμα των ημερών έλκεται
στο προσκήνιο η ευκαιρία να θίξω το ακανθώδες ζήτημα μιας δυσκολίας, ή
απλώς ιδιαιτερότητας, που δεσμεύει την εργασία της γενιάς μου μ' έναν
τρόπο ολότελα ασυνήθιστο, κάτι που ίσως μαρτυρά το πώς αυτή ενέγραψε
στον ψυχισμό της το περίφημο αδιέξοδο, γλωσσικό, φορμαλιστικό και ηθικό,
της μοντέρνας λογοτεχνίας.
Θα μπορούσαν άραγε να τους επινοήσουν εγκαίρως; Η φήμη του υπερρεαλισμού είχε φτάσει ώς τα χωριά αλλά στις πόλεις το άτομο ζούσε, εν μέρει, στο απείκασμα της ευτυχίας των ταινιών της Φίνος κόντρα στην κακορίζικη παραφορά των εκλαϊκευμένων ηλεκτρικών συσκευών και των απορρυπαντικών. Η ανώτερη μεσαία τάξη, μια χαρά βολεμένη με το δίπτυχο «πιάνο και γαλλικά», ομολογούσε τώρα, διασκεδάζοντας στην αποβλάκωσή της, ότι ένιωθε ρυπαρή κι ότι τα αμερικάνικα απορρυπαντικά ήταν το μέλλον.
Ασφαλώς, οι ποιητές εκείνοι δεν φαντάζονταν πως οι κακές περιδινήσεις του καιρού υπήρξαν μόνον η αρχή του τέλους, κι ότι η κατάθλιψη που προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν θα θεμελίωνε το καθεστώς της μέσω της χαώδους δυναμικής της αναδυόμενης τεχνολογικής κόλασης που θα αντιπροσώπευε η παγκοσμιοποίηση, για την οποία οι μεταγενέστεροι εύκολα συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν παρά η καλπάζουσα επιστήμη της στατιστικής και των αλγορίθμων, η γενικευμένη τέχνη ως τεχνική προσομοιώσεων και μια ευρύτατα αποδεκτή θρησκευτικότητα των ποσοτήτων, του «πραγματισμού» και του κυνισμού. Αντιλαμβάνονταν, όμως, ενστικτωδώς, το ανοίκειον του υπονοούμενου ακραίου χαρακτήρα όλων αυτών, κι έτσι το είδος της μάχης που επέκειτο τους οδηγούσε στο να οπισθοχωρήσουν προς την τρέλα, τη σιωπή και το παραλήρημα, σαν να λέμε στις άγνωστες μέχρι τότε στρατηγικές που έμελλε να αναπτυχθούν άπαξ και η γλώσσα ερχόταν σε διαφωνία με εχθρικές πραγματικότητες, αρνούμενες να υπαχθούν στη λογική της εκφραστικής επικοινωνίας του γλωσσικού συμβόλου.
Δεν είχαν άλλη επιλογή· είτε θα έπαιρναν τον δρόμο που άνοιξε ο Κάμμινγκς, στοιχειοθετώντας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τη νοσταλγία του γράμματος (ως άψυχου ψηφίου ή κενού γράμματος του Νόμου), πράγμα αταίριαστο σε μια παράδοση απολύτως εξαρτημένη απ' τις βαθιές και ανερμήνευτες ιερές σημασίες και προσευχές, είτε θα προχωρούσαν σημειωτόν στην πεπατημένη, όπου είχε σκοτεινιάσει εντελώς, είτε θα διάλεγαν τη φτηνή επαναδιαπραγμάτευση των μύθων στην καταναλωτική τους εκδοχή, ελπίζοντας ότι θα πουλούσαν βιβλία με το κιλό μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου - το διακύβευμα τους προκαλούσε δέος και άπειρες επιφυλάξεις. Θα μπορούσαν ακόμη να ενστερνιστούν την αόριστη, σχεδόν αποκρυφιστική υπόσχεση πρόσληψης ενός κόσμου διάσπαρτου από διαφανή ποιήματα που ζωντανεύουν πάνω απ' το μνήμα του βιβλίου - θυμίζω ότι ο Σεφέρης αναφέρθηκε προφητικά σε τέτοιας απόχρωσης προϊδεασμούς, που διόλου δεν ανήκαν στην πλατωνική διδασκαλία για τη σφαίρα των αρχετύπων αλλά σήμαιναν κάτι τόσο ανησυχητικό όσο η ρήξη των συγγραφέων με την άμεσα ρητορική αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Αν ο Σεφέρης υποπτεύθηκε πως τα άγραφα ποιήματα είναι «ζωντανά» (Δοκιμές, Γ', σ. 113), ότι αναπνέουν, αιωρούνται ή παραπατούν, μόνον τυχαίο δεν ήταν - τους ανέθεσε να ανακοινώσουν τη λήξη της βασιλείας των βιβλίων, απ' τα οποία είχαν μόλις δραπετεύσει. Τα ποιήματα δεν θα χρειάζονταν πλέον εκδότη· ο Σεφέρης τα συνέλαβε, ας πούμε, σαν τους ίσκιους των ζώων που φτιάχνουν τα παιδιά με τα δάχτυλά τους να διαπλέκονται ανάμεσα στη λάμπα και στον τοίχο. Το φως της λάμπας ήταν αυτό της νεωτερικότητας και τρεμόσβηνε. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προφητικής φαντασίωσης, είχε παραχωρηθεί στα εν δυνάμει ποιήματα ένα ηθικό και μιμητικό modus ύπαρξης, ατομικής όσο και κοινωνικής, όμως μιας ύπαρξης στοιχειωμένης αυτή τη φορά, για την ακρίβεια αντίστροφης εκείνης που ο Ελύτης συνέκρινε με τις εμπειρίες αιχμής του έκθαμβου βλέμματος μπροστά στο θαύμα της ελληνικής φύσης, όταν το τοπίο, κρυπτικά αναγνώσιμο, ήταν ήδη ένα λυρικό συμβάν. Αϋπνος, ο Σεφέρης τα είδε, με τα μάτια μισόκλειστα, να υποτάσσονται στους νόμους της βιολογίας και της συνήθειας, όπως ο Αμβρόσιος Μπηρς στις ιστορίες του ή ο Εντουιν Αμποτ στην Επιπεδοχώρα, όπου ακούς να γίνεται λόγος για σχήματα, χρώματα, ιστορίες, αξιώματα και αντίλαλους που περιφέρονται εξασκώντας τυπικές ανθρώπινες ιδιότητες - μπορεί για παράδειγμα να θυμώσουν. Οπως τα είδε ο Σεφέρης, τα άγραφα ποιήματα ζήλευαν τα γραμμένα, συγκροτούσαν ομάδες, συνδιαλέγονταν, ταξίδευαν ή αρρώσταιναν και διατηρούσαν την ανάμνηση ενός τόπου καταγωγής (ποιήματα με θέμα τον ύπνο συναντιόνταν στα πεδία της μάχης, ποιήματα στο ύφος της Τετάρτης των Τεφρών εμφανίζονταν κατά καιρούς σε σκάλες· τα λίμερικς κυκλοφορούσαν στο λουτρό).
Οντως, η λογοτεχνική γλώσσα, που ανέκαθεν ερωτοτροπούσε με το άφατο ως ιέρεια των θεών, είχε φτάσει ξαφνικά στο τείχος που τη χώριζε απ' το μη διατυπώσιμο, όμως τώρα για λόγους αφοπλιστικά πεζούς, λόγους ιστορικής εκπνοής των σημασιών: ήταν σαν να μην απέμενε κάτι άλλο να διατυπωθεί. Τα καινούργια ποιήματα υπολογίζονταν, θα λέγαμε, ως νοερές φαινομενικότητες, μαρμαρυγές που επέπλεαν στο νεκρό εκχύλισμα μιας παρωχημένης ποιητικής, της οποίας το πνεύμα ίσως εντέλει να πρόδιδαν ή να ασπάζονταν αλλά, προς το παρόν, αυτό που χαιρέτιζαν ψυχρά ήταν η απεμπόληση της ρητής λέξης. Ο Σεφέρης δίκαια ήταν ο υπ' αριθμόν ένα δοκιμιογράφος της γενιάς του: δίχως καν να το γνωρίζει ο ίδιος, περισσότερο μιλώντας σαν φερέφωνο του θανάτου της λέξης, αναφερόταν σε κάτι που δεν ήταν πια έργο αλλά κείμενο, κάτι αναγνώσιμο αλλά όχι γραμμένο (με την έννοια ότι είχε υφανθεί ή συναρμολογηθεί ή εκδιπλωθεί ως σύνθετη απόληξη προγενέστερων γραπτών· η μόδα του κειμένου φτάνει στην αγορά μόλις αυτή κυριευτεί απ' την εντύπωση ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί), γεγονός που αποτελούσε έναν ευφημισμό αυτού που ήταν ήδη, ανάποδα, το εγγεγραμμένο αλλά όχι αναγνώσιμο της μοντέρνας λογοτεχνίας του Τζόυς, των λετριστών και των αμέτρητων άλλων που ακολούθησαν την τροχιά διαφυγής από το βαρυτικό πεδίο του κλασικού και ρομαντικού Εργου.
Τώρα, αν ήσουν συγγραφέας, καταλάβαινες ότι το κείμενο, με τη σύγχρονη χρήση του όρου, στεκόταν σαν εμψυχωμένο πράγμα, σαν προϊόν αλλοτρίωσης της Ιστορίας - σαν Το Προϊόν. Καταλάβαινες επίσης ότι η εμψύχωση του κειμένου και ο δόλιος πόθος να το ακούσεις να μιλάει ερήμην σου υποτασσόμενο ταυτόχρονα σε νόμους μη επιβεβλημένους από οιοδήποτε συμπαγές υποκείμενο, ήταν ένα και το αυτό - η γενιά του Καρούζου το μισοήξερε, ή το ήξερε και το έκρυβε, ή -γιατί όχι;- το έκρυβε δίχως καν να το ξέρει, δηλαδή το έκρυβε απ' τον εαυτό της, πίσω από μύχιους πειραματισμούς μαγείας και Ζεν, δοκιμαστικές πτήσεις στον ανιμισμό και εκστρατείες για να πειστούν οι κριτικοί πως η μελαγχολία ήταν σημαντικότερη απ' τους ίδιους τους μελαγχολικούς. Εν ολίγοις, είχαμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε απ' την ηγεμονία του Εργου προς το καλειδοσκοπικό σύμπαν των ιστών του κειμένου και δεν θα ζούσαμε πλέον παρά σαν νάρκισσοι που καθρεφτίζονται πάνω του δίχως αυθεντική γονιμότητα αλλά με την ελπίδα μιας άγονης αναπαραγωγής κατασκευών επί κατασκευών. Η Δημουλά, στερνοπαίδι εκείνης της γενιάς ή πρωτότοκη της επόμενης, είχε κιόλας αντιληφθεί διαισθαντικά το πλεονέκτημα του να παραδέχεσαι τη φιλάσθενη κράση του ποιήματος ως έργου και τη μοιραία έκθεση του στίχου στις συντεταγμένες της κειμενικότητας.
Ετσι, βαθμιαία, η ελληνική κατάσταση ερχόταν σε επαφή με τα φιλολογικά προεόρτια της εντροπίας του νοήματος και υποδεχόταν αναγκαστικώς μιαν επανάσταση στα ήθη που εκπροσωπούσαν τις παλιές αξίες. Ομολογουμένως, μετά τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο, κανείς δεν γνώριζε τι θα επακολουθούσε ή, για να το πούμε πιο θαρραλέα: κανείς δεν γνώριζε τι ήταν αυτό που είχε ακολουθήσει - αίφνης, η ίδια η παράδοξη δύναμη υποβολής τέτοιων ποιητών έμοιαζε επικίνδυνη και σ' έκανε να σκεφτείς πως, αν η μορφή ήταν κι εκείνη ένα νόημα, όπως συμβαίνει πάντα στους δυνατούς ποιητές, τότε το νόημα είχε φτάσει στο χείλος μιας αβύσσου που η ελληνική λογοτεχνία αντίκριζε πρώτη φορά και, σε αποζημίωση, γινόταν, τρόπος του λέγειν, μια διεθνής λογοτεχνία, μια «αγορά» ανάμεσα στις άλλες.
Διακόπτω υποχρεωτικά μέχρι το επόμενο.
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=295650
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου