Δημήτριος Α. Σταματόπουλος
Όλα τα σύγχρονα εθνικά κράτη φροντίζουν να δημιουργήσουν και να καλλιεργήσουν μύθους για το δικό τους ένδοξο «εθνικό» παρελθόν για διάφορους λόγους. ?λλες φορές για να νομιμοποιήσουν την διεκδίκηση εδαφών ή πληθυσμών που «τους ανήκουν», άλλοτε για λόγους εσωτερικής συνοχής, πολύ συχνά - ιδιαίτερα τα μικρότερα και πιο αδύναμα κράτη - για να κερδίσουν την υποστήριξη των ισχυρότερων δυνάμεων στις φιλοδοξίες τους. Ενώ το κράτος-έθνος είναι ένας ιστορικά σύγχρονος κοινωνικός θεσμός, δεμένος με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, επιχειρούν να προεκτείνουν προς τα πίσω την «ιστορία τους» και να κατασκευάσουν μιαν αυθαίρετη δική τους ιστορική γενεαλογία που να δικαιολογεί την ύπαρξη και τις ανάλογες φιλοδοξίες των δικών τους αρχουσών τάξεων.
Έτσι αναδύονται στους κόλπους της εθνικής διανόησης ιστορικοί οι οποίοι αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν τις αντίστοιχες εθνικές ιστοριογραφίες που στο εξής επιβάλλονται σαν οι ιδεολογικά κυρίαρχες και απολύτως αποδεκτές. Ειδικά στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, με δεδομένη την μεγάλη ανάμιξη διαφορετικών πληθυσμών στη μακρόχρονη διάρκεια Βυζαντινής και Οθωμανικής κυριαρχίας, οι εθνικοί ιστοριογραφικοί κανόνες σε κάθε κράτος που προέκυψε από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, έπρεπε να απαντήσουν στο πρόβλημα «της συνέχειας» ανάμεσα στην «δική τους» αρχαιότητα και την σύγχρονη πραγματικότητα. Να ανακαλύψουν δηλαδή τον «δικό τους» Μεσαίωνα. Σε αυτό το εγχείρημα, το πρόβλημα του Βυζάντιου είχε κομβική σημασία.
Το βιβλίο του Δημήτρη Σταματόπουλου «Το Βυζάντιο μετά το έθνος», προσφέρει στον αναγνώστη μια λεπτομερή ανάλυση των κυρίαρχων βαλκανικών ιστοριογραφιών (αλλά και των αποκλίσεών τους) και το πώς αντιμετώπισαν το ζήτημα της «συνέχειας». Ο Σταματόπουλος τονίζει από την αρχή του βιβλίου πως «οι προτεραιότητες πάντα τίθενται ανάλογα με την πολιτική ατζέντα των αντίπαλων εθνικισμών». Για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος η απόπειρα για μια εθνική ιστοριογραφία αποσκοπούσε «στην προσέγγιση της βυζαντινής μεσαιωνικής περιόδου ως του κρίκου που συνέδεε τον αρχαιοελληνικό με τον νεοελληνικό πολιτισμό» και ήταν δεμένη με την επιδίωξη της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό το έργο ανακατασκευής του βυζαντινού παρελθόντος έτσι ώστε να αποκτήσει πιστοποιητικά ισοτιμίας με τον αντίστοιχο δυτικό κανόνα και έτσι να προσαρμοστεί στις επιδιώξεις του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αναλαμβάνουν στα μέσα του 19ου αιώνα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και κύρια ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.
Και οι δυο τους προσπαθούν με διάφορες φιλοσοφικές και ιστορικές ακροβασίες να καταρρίψουν τη δυτική εκδοχή για το Βυζάντιο, το οποίο μέσα από τα γραπτά του Γίββωνα, του Βολταίρου ή του Χέγκελ είχε οριστεί ως η μακρά παρακμή του αρχαίου πολιτισμού που απομάκρυνε τα Βαλκάνια από την ευρωπαϊκή εξέλιξη. Έτσι, ο Ζαμπέλιος ανακαλύπτει τη συνέχεια του ελληνισμού στην Εκκλησία που υποτίθεται ότι στο Βυζάντιο ενσάρκωνε την αρχαία αθηναϊκή παράδοση της... εκκλησίας του δήμου.
Αντίθετα, ο Παπαρηγόπουλος είναι πιο πραγματιστής. Σύμφωνα με τον Σταματόπουλο, «το ιστορικό εγχείρημα του Παπαρηγόπουλου... είναι προφανές ότι εμπεριέχει πολιτικές στοχεύσεις». Η αλλαγή εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας στη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1851, η οποία επιχειρεί μια άμεση παρέμβαση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, «πρέπει να συσχετιστεί κατά τη γνώμη μας άμεσα με το ζήτημα του μετασχηματισμού της Μεγάλης Ιδέας από την πολιτισμική στην αλυτρωτική εκδοχή της... Η ιερή αποστολή του Ελληνισμού την οποία προτείνει ο Παπαρηγόπουλος δεν είναι εμπνευσμένη τόσο από τη θεία πρόνοια, αλλά από ένα εγχείρημα υποκατάστασης της Δύσης [από το ελληνικό κράτος] στην εκπολιτιστική και συνεπώς ιμπεριαλιστική της εκδοχή», αφού «ο ελληνικός εθνικισμός αρχίζει να κατανοεί με όρους αποκλειστικότητας αυτό το παιχνίδι εκπολιτισμού της Ανατολής».
Ο Παπαρηγόπουλος αναζητεί την επιβίωση του ελληνισμού στο Βυζάντιο, όχι στην επίσημη Εκκλησία, αλλά στις αιρέσεις. Για παράδειγμα, ο αρειανισμός «παρήχθη ως αποτέλεσμα της νεοπλατωνικής επίδρασης πάνω στον αναδυόμενο Χριστιανισμό». Προχωρώντας παραπέρα, ο Παπαρηγόπουλος θέλοντας να εγγράψει την ελληνική στην ευρωπαϊκή ιστορία δεν διστάζει να προσδιορίσει ολόκληρη την περίοδο της Εικονομαχίας στο Βυζάντιο ως πρώιμη «Μεταρρύθμιση», που προηγήθηκε μερικούς αιώνες από την θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Λούθηρου στην Ευρώπη!
Αν ο Παπαρηγόπουλος επιχειρεί να δικαιολογήσει τις επεκτατικές φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους μέσω της ελληνοποίησης του αυτοκρατορικού «δυτικοποιημένου» Βυζάντιου, η ιστοριογραφική απόκλιση του Μ. Γεδεών προσπαθεί να κάνει το ίδιο παρουσιάζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως συνέχεια της Βυζαντινής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο στόχος των εθνικών ιστοριογραφιών είναι κοινός: η ανακάλυψη μιας «συνέχειας» με το ιστορικό παρελθόν που να «τεκμηριώνει» της επεκτατικές διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Ο συγγραφέας αναφέρεται εξίσου εκτενώς και στους ιστοριογραφικούς κανόνες και τις αποκλίσεις τους στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Σε κάθε περίπτωση, ενώ ο στόχος ήταν ανάλογος με αυτόν του ελληνικού εθνικισμού, τα επιχειρήματα σε σχέση με την διεκδίκηση ή την απόρριψη του βυζαντινού μεσαίωνα, διαφέρουν ανάλογα με το τι βόλευε τις επιδιώξεις του βουλγαρικού, του ρουμανικού, του σερβικού, του αλβανικού και - μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία της σύγχρονης Τουρκίας - του τουρκικού εθνικισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι ιστοριογραφίες αποσκοπούν να καταρρίψουν τις διεκδικήσεις του ισχυρότερου ελληνικού κράτους σε ολόκληρη την βυζαντινή «πίτα» και να νομιμοποιήσουν τις αντίστοιχες δικές τους.
«Το Βυζάντιο μετά το έθνος» είναι μια λεπτομερής έρευνα που συμπληρώνει με πολύ αναλυτικό τρόπο τις πρωτοπόρες εργασίες της Έλλης Σκοπετέα «Το ΄Πρότυπο Βασίλειο΄ και η Μεγάλη Ιδέα» και του Γιώργου Βελουδή «Ο Φαλμεράιερ και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού» που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 1980. Αν και είναι γεμάτο επιχειρήματα που καταρρίπτουν τους μύθους της επίσημης εθνικής ιστοριογραφίας, είναι αλήθεια πως το διάβασμά του προϋποθέτει κάποιες ιστορικές γνώσεις πάνω στο θέμα που καταπιάνεται. Το άρθρο «Οι μύθοι της αιώνιας ελληνικότητας» του Πάνου Γκαργκάνα στο τεύχος Νο 6 του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω δίνει μια συνολική ανάλυση από μαρξιστική σκοπιά για το ίδιο ζήτημα και νομίζω πως είναι πολύ βοηθητικό για όσους θελήσουν να διαβάσουν το βιβλίο του Δημήτρη Σταματόπουλου.
Κώστας Πίττας (Σ.Α.Κ. 77)
Όλα τα σύγχρονα εθνικά κράτη φροντίζουν να δημιουργήσουν και να καλλιεργήσουν μύθους για το δικό τους ένδοξο «εθνικό» παρελθόν για διάφορους λόγους. ?λλες φορές για να νομιμοποιήσουν την διεκδίκηση εδαφών ή πληθυσμών που «τους ανήκουν», άλλοτε για λόγους εσωτερικής συνοχής, πολύ συχνά - ιδιαίτερα τα μικρότερα και πιο αδύναμα κράτη - για να κερδίσουν την υποστήριξη των ισχυρότερων δυνάμεων στις φιλοδοξίες τους. Ενώ το κράτος-έθνος είναι ένας ιστορικά σύγχρονος κοινωνικός θεσμός, δεμένος με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, επιχειρούν να προεκτείνουν προς τα πίσω την «ιστορία τους» και να κατασκευάσουν μιαν αυθαίρετη δική τους ιστορική γενεαλογία που να δικαιολογεί την ύπαρξη και τις ανάλογες φιλοδοξίες των δικών τους αρχουσών τάξεων.
Έτσι αναδύονται στους κόλπους της εθνικής διανόησης ιστορικοί οι οποίοι αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν τις αντίστοιχες εθνικές ιστοριογραφίες που στο εξής επιβάλλονται σαν οι ιδεολογικά κυρίαρχες και απολύτως αποδεκτές. Ειδικά στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, με δεδομένη την μεγάλη ανάμιξη διαφορετικών πληθυσμών στη μακρόχρονη διάρκεια Βυζαντινής και Οθωμανικής κυριαρχίας, οι εθνικοί ιστοριογραφικοί κανόνες σε κάθε κράτος που προέκυψε από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, έπρεπε να απαντήσουν στο πρόβλημα «της συνέχειας» ανάμεσα στην «δική τους» αρχαιότητα και την σύγχρονη πραγματικότητα. Να ανακαλύψουν δηλαδή τον «δικό τους» Μεσαίωνα. Σε αυτό το εγχείρημα, το πρόβλημα του Βυζάντιου είχε κομβική σημασία.
Το βιβλίο του Δημήτρη Σταματόπουλου «Το Βυζάντιο μετά το έθνος», προσφέρει στον αναγνώστη μια λεπτομερή ανάλυση των κυρίαρχων βαλκανικών ιστοριογραφιών (αλλά και των αποκλίσεών τους) και το πώς αντιμετώπισαν το ζήτημα της «συνέχειας». Ο Σταματόπουλος τονίζει από την αρχή του βιβλίου πως «οι προτεραιότητες πάντα τίθενται ανάλογα με την πολιτική ατζέντα των αντίπαλων εθνικισμών». Για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος η απόπειρα για μια εθνική ιστοριογραφία αποσκοπούσε «στην προσέγγιση της βυζαντινής μεσαιωνικής περιόδου ως του κρίκου που συνέδεε τον αρχαιοελληνικό με τον νεοελληνικό πολιτισμό» και ήταν δεμένη με την επιδίωξη της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό το έργο ανακατασκευής του βυζαντινού παρελθόντος έτσι ώστε να αποκτήσει πιστοποιητικά ισοτιμίας με τον αντίστοιχο δυτικό κανόνα και έτσι να προσαρμοστεί στις επιδιώξεις του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αναλαμβάνουν στα μέσα του 19ου αιώνα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και κύρια ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.
Και οι δυο τους προσπαθούν με διάφορες φιλοσοφικές και ιστορικές ακροβασίες να καταρρίψουν τη δυτική εκδοχή για το Βυζάντιο, το οποίο μέσα από τα γραπτά του Γίββωνα, του Βολταίρου ή του Χέγκελ είχε οριστεί ως η μακρά παρακμή του αρχαίου πολιτισμού που απομάκρυνε τα Βαλκάνια από την ευρωπαϊκή εξέλιξη. Έτσι, ο Ζαμπέλιος ανακαλύπτει τη συνέχεια του ελληνισμού στην Εκκλησία που υποτίθεται ότι στο Βυζάντιο ενσάρκωνε την αρχαία αθηναϊκή παράδοση της... εκκλησίας του δήμου.
Αντίθετα, ο Παπαρηγόπουλος είναι πιο πραγματιστής. Σύμφωνα με τον Σταματόπουλο, «το ιστορικό εγχείρημα του Παπαρηγόπουλου... είναι προφανές ότι εμπεριέχει πολιτικές στοχεύσεις». Η αλλαγή εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας στη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1851, η οποία επιχειρεί μια άμεση παρέμβαση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, «πρέπει να συσχετιστεί κατά τη γνώμη μας άμεσα με το ζήτημα του μετασχηματισμού της Μεγάλης Ιδέας από την πολιτισμική στην αλυτρωτική εκδοχή της... Η ιερή αποστολή του Ελληνισμού την οποία προτείνει ο Παπαρηγόπουλος δεν είναι εμπνευσμένη τόσο από τη θεία πρόνοια, αλλά από ένα εγχείρημα υποκατάστασης της Δύσης [από το ελληνικό κράτος] στην εκπολιτιστική και συνεπώς ιμπεριαλιστική της εκδοχή», αφού «ο ελληνικός εθνικισμός αρχίζει να κατανοεί με όρους αποκλειστικότητας αυτό το παιχνίδι εκπολιτισμού της Ανατολής».
Ο Παπαρηγόπουλος αναζητεί την επιβίωση του ελληνισμού στο Βυζάντιο, όχι στην επίσημη Εκκλησία, αλλά στις αιρέσεις. Για παράδειγμα, ο αρειανισμός «παρήχθη ως αποτέλεσμα της νεοπλατωνικής επίδρασης πάνω στον αναδυόμενο Χριστιανισμό». Προχωρώντας παραπέρα, ο Παπαρηγόπουλος θέλοντας να εγγράψει την ελληνική στην ευρωπαϊκή ιστορία δεν διστάζει να προσδιορίσει ολόκληρη την περίοδο της Εικονομαχίας στο Βυζάντιο ως πρώιμη «Μεταρρύθμιση», που προηγήθηκε μερικούς αιώνες από την θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Λούθηρου στην Ευρώπη!
Αν ο Παπαρηγόπουλος επιχειρεί να δικαιολογήσει τις επεκτατικές φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους μέσω της ελληνοποίησης του αυτοκρατορικού «δυτικοποιημένου» Βυζάντιου, η ιστοριογραφική απόκλιση του Μ. Γεδεών προσπαθεί να κάνει το ίδιο παρουσιάζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως συνέχεια της Βυζαντινής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο στόχος των εθνικών ιστοριογραφιών είναι κοινός: η ανακάλυψη μιας «συνέχειας» με το ιστορικό παρελθόν που να «τεκμηριώνει» της επεκτατικές διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Ο συγγραφέας αναφέρεται εξίσου εκτενώς και στους ιστοριογραφικούς κανόνες και τις αποκλίσεις τους στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Σε κάθε περίπτωση, ενώ ο στόχος ήταν ανάλογος με αυτόν του ελληνικού εθνικισμού, τα επιχειρήματα σε σχέση με την διεκδίκηση ή την απόρριψη του βυζαντινού μεσαίωνα, διαφέρουν ανάλογα με το τι βόλευε τις επιδιώξεις του βουλγαρικού, του ρουμανικού, του σερβικού, του αλβανικού και - μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία της σύγχρονης Τουρκίας - του τουρκικού εθνικισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι ιστοριογραφίες αποσκοπούν να καταρρίψουν τις διεκδικήσεις του ισχυρότερου ελληνικού κράτους σε ολόκληρη την βυζαντινή «πίτα» και να νομιμοποιήσουν τις αντίστοιχες δικές τους.
«Το Βυζάντιο μετά το έθνος» είναι μια λεπτομερής έρευνα που συμπληρώνει με πολύ αναλυτικό τρόπο τις πρωτοπόρες εργασίες της Έλλης Σκοπετέα «Το ΄Πρότυπο Βασίλειο΄ και η Μεγάλη Ιδέα» και του Γιώργου Βελουδή «Ο Φαλμεράιερ και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού» που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 1980. Αν και είναι γεμάτο επιχειρήματα που καταρρίπτουν τους μύθους της επίσημης εθνικής ιστοριογραφίας, είναι αλήθεια πως το διάβασμά του προϋποθέτει κάποιες ιστορικές γνώσεις πάνω στο θέμα που καταπιάνεται. Το άρθρο «Οι μύθοι της αιώνιας ελληνικότητας» του Πάνου Γκαργκάνα στο τεύχος Νο 6 του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω δίνει μια συνολική ανάλυση από μαρξιστική σκοπιά για το ίδιο ζήτημα και νομίζω πως είναι πολύ βοηθητικό για όσους θελήσουν να διαβάσουν το βιβλίο του Δημήτρη Σταματόπουλου.
Κώστας Πίττας (Σ.Α.Κ. 77)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου