ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), όσο ζούσε, ήταν
δημοφιλής κυρίως για τα δύο πρώτα βιβλία του, «Typee» (1846) και «Omoo»
(1847), που θεωρήθηκαν δείγματα «ταξιδιωτικής λογοτεχνίας» και είχαν
προκύψει από τις ναυτικές εμπειρίες του• ο Μέλβιλ, έχοντας δοκιμάσει
ποικίλες ευκαιριακές εργασίες και εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης
που πλήττει την Αμερική, μπαρκάρει για τέσσερα χρόνια (1840-1844) σε
φαλαινοθηρικά πλοία και γνωρίζει «εξωτικούς» τόπους και ανθρώπους.
Πρόθεσή του δεν είναι όμως να διακριθεί στο είδος αυτό που τον κατέταξε η
λογοτεχνική κριτική• προτιμά το ταξίδι της αφήγησης από την αφήγηση του
ταξιδιού και στα επόμενα βιβλία του πειραματίζεται με άλλα θέματα και
τεχνικές καταλήγοντας στην αλλόκοτη «συρραπτική» γραφή του «Μόμπι Ντικ»
(1851), του πιο φιλόδοξου μυθιστορήματός του. Και αυτό το βιβλίο
γνωρίζει εμπορική αποτυχία: για το αναγνωστικό κοινό είναι ένα
ακατανόητο κείμενο (θα περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να λάβει το χρίσμα
του αριστουργήματος και να γίνει ευπώλητο ανάγνωσμα)• οι αμήχανοι
κριτικοί το θεωρούν τεράστια και αμφιλεγόμενη αλληγορική κατασκευή με
εξεζητημένο ύφος που δεν παραπέμπει διόλου στη μυθιστορηματική γραφή,
όπως τουλάχιστον τη γνωρίζουν.
Ο Μέλβιλ, στα όρια της ψυχολογικής κατάρρευσης, με σταθερή
οικονομική ανασφάλεια και μεγάλες οικογενειακές υποχρεώσεις, αρχίζει να
συνεργάζεται σε τακτική βάση με περιοδικά δημοσιεύοντας μικρά και
μεγαλύτερα αφηγήματα. Η νουβέλα «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας» (με υπότιτλο:
«Μια ιστορία της Wall Street») εμφανίζεται ανώνυμα σε δύο συνεχόμενα
τεύχη (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1853) μιας λογοτεχνικής επιθεώρησης. Λίγο
αργότερα (1856), ο συγγραφέας θα εντάξει τον «Μπάρτλμπυ» και πέντε ακόμη
από αυτά τα κείμενα σε συγκεντρωτική έκδοση («The Piazza tales») όπου
δεσπόζει η χροιά του φανταστικού και του ιδιόρρυθμου, θυμίζοντας αμυδρά
την ατμόσφαιρα των διηγημάτων του Πόου.
Η ιστορία του μοναχικού, λιγομίλητου και φασματικού (αντι)γραφέα
που ελαχιστοποιεί βαθμηδόν τη δράση του στο δικηγορικό γραφείο στο οποίο
εργάζεται, προβάλλοντας ήσυχα αλλά σθεναρά ότι «θα προτιμούσε να μην»
αναλάβει την τάδε ή τη δείνα εργασία, προλειαίνει το έδαφος για το
κωμικοτραγικό στοιχείο των ιστοριών του Κάφκα ή του Μπέκετ. Ο Μπάρτλμπυ
παραδόξως επιβάλλεται με την εφεκτική στάση του, την αφωνία, την
αγραφία, την απραξία του, μολύνοντας κατά κάποιον τρόπο με αυτή την
αποχή τον περίγυρο, έτσι ώστε ο εμβρόντητος εργοδότης του, ο
δικηγόρος-αφηγητής της ιστορίας, αναγκάζεται να μετακομίσει ο ίδιος,
αδυνατώντας να μετακινήσει τον υπάλληλο από το γραφείο του. Aνατρέπονται
οι παραδοσιακοί ρόλοι του αφέντη και του υπηρέτη ή του πατέρα και του
γιου: εδώ, ο υπάλληλος χειραγωγεί το αφεντικό. Κανείς δεν γνωρίζει το
παραμικρό γι' αυτόν τον άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, χωρίς απαιτήσεις και
ιδιοκτησία: έχοντας καταργήσει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου,
ο γραφέας εγκαθίσταται, εντοιχίζεται κυριολεκτικά στο δικηγορικό
γραφείο, ατενίζοντας από το παράθυρο τον απέναντι λερό τοίχο• έτσι
έγκλειστο θα τον βρει άλλωστε το τέλος της ιστορίας στους «Τάφους» (όπως
ονομάζονται οι Φυλακές του Μανχάταν), περιτριγυρισμένο από πανύψηλους
τοίχους και νεκρό από ανορεξία. Δεν είναι τυχαίος ο υπότιτλος της
νουβέλας με τις ποικίλες άλλες συνδηλώσεις αλλά και τη σαφή ειρωνεία:
«Μια ιστορία της Wall Street» (οι τοίχοι της μεγαλούπολης συνθλίβουν τον
άνθρωπο που δεν υπακούει στους ρυθμούς της).
Ο «Μπάρτλμπυ» έχει γίνει τόπος αναφοράς πολλών επιφανών γραφίδων
της σύγχρονης διανόησης (Μπλανσό, Ντελέζ, Αγκάμπεν, Ντελέζ, Ζίζεκ, κ.ά.)
καθώς θίγει θέματα που βρίσκονται στη διασταύρωση του φιλοσοφικού
στοχασμού και του λογοτεχνικού λόγου.
Ο εκκεντρικός αντι-ήρωας της ιστορίας συγγενεύει περισσότερο με την
έννοια του ουδέτερου (Μπλανσό) παρά με παραδοσιακό μυθιστορηματικό
πρόσωπο μολονότι διαθέτει όνομα• τον συνδέουν συχνά με την εικόνα του
συγγραφέα που, από ένα σημείο και πέρα, απαρνείται τη γραφή, ο ίδιος
ωστόσο δεν έγραφε ποτέ, δεν είχε συγγραφική κυριότητα, απλώς αντέγραφε
νομικά έγγραφα. Αντίθετα, ο δικηγόρος που εμφανίζεται ως συγγραφέας
(αποτυχημένος φιλόσοφος;) αφηγείται (γράφει) ανωνύμως την αδυναμία του
να εκλογικεύσει τη συμπεριφορά του «προσώπου» της ιστορίας του.
Παρακολουθούμε λοιπόν την παράξενη σχέση ενός γραφέα που παύει να
αντιγράφει το γράμμα του νόμου και ενός ανθρώπου του νόμου που
γοητεύεται (τρελαίνεται) τόσο από τη λογοτεχνική λογική ώστε να ρισκάρει
να γράψει μια λογοτεχνική ιστορία, ενώ τα πάντα επάνω του παραπέμπουν
σε άτομο συμβατικά συνετό. Οσο ο ένας απολιθώνεται και κλείνεται στην
απάθεια, τόσο ο άλλος κινείται άτακτα και απορρυθμίζεται. Δεν είναι ή
μόνη αντίστροφη συμμετρία του κειμένου: οι μονομανίες των δύο άλλων
γραφέων του δικηγορικού γραφείου (του Διάνου και του Δαγκάνα)
εναλλάσσονται με απόλυτη ακρίβεια, έτσι ώστε όταν ο ένας είναι σε έξαρση
ο άλλος είναι σε ύφεση. Το κωμικό των διάσημων αντιγραφέων Μπουβάρ και
Πεκισέ ή των καφκικών υπαλλήλων δεν είναι μακριά.
Στο επίμετρο της παρούσας έκδοσης, τα κείμενα των Ντελέζ και
Αγκάμπεν θίγουν το ζήτημα της ιδιότυπης ανυπακοής του Μπάρτλμπυ που «θα
προτιμούσε όχι» - ούτε άρνηση ούτε κατάφαση, ένα τικ, ένα σταθερό
τραύλισμα σαν ξένη γλώσσα που μεταδίδει στην κοινή ένα είδος τρέλας και
την οδηγεί στη ζώνη της απροσδιοριστίας. Συμπληρωματικά, τα δείγματα από
τις πρώτες κριτικές που υποδέχθηκαν τη νουβέλα, το σημείωμα της άξιας
μεταφράστριας και η εργοβιογραφία καθοδηγούν τον αναγνώστη στην
προσέγγιση της αινιγματικής νουβέλας. Δουλειά καμωμένη με γνώση και
μεράκι για ένα κείμενο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου