Η ελληνική έκδοση των κειμένων του
Τρότσκι για τους Βαλκανικούς πολέμους κυκλοφορεί από το Θεμέλιο. Θα το
βρείτε στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλειο
Τον μήνα που πέρασε η «Καθημερινή» σε συνεργασία με την Εταιρεία
Μακεδονικών Σπουδών διέθεσε στο αναγνωστικό κοινό της μια τρίτομη
ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων, στα 100 χρόνια από την έναρξή τους.
«Ώρες Ελευθερίας» ο τίτλος και το συνοδευτικό σημείωμα δήλωνε ότι: «Τα
γεγονότα που εξιστορούνται στις σελίδες των τριών τόμων του έργου
αποτελούν την πιο τρανή απόδειξη ότι οι αντοχές του έθνους μας είναι
ανεξάντλητες. Ότι, ακόμη και στο σκοτάδι της πιο βαθιάς νύχτας, οι
Έλληνες μπορούμε να βρούμε το δρόμο». Ή «μπορούμε να τα καταφέρουμε»
όπως έλεγε κι ο Σαμαράς (πάσα ομοιότητα καθόλου τυχαία).
Η άρχουσα τάξη επιμένει να βλέπει την ιστορία –και να μας σερβίρει ό,τι βλέπει- μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό ο οποίος, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στερεί κάθε αίσθηση των πραγματικών αναλογιών. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ξέσπασαν γιατί οι «Έλληνες βρήκαν το δρόμο στα σκοτάδια της βαθιάς νύχτας». Τέλος πάντων, στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, το κύριο βάρος της αναμέτρησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το σήκωσε ο βουλγάρικος στρατός. Που μπορούμε, όμως, να ανατρέξουμε για να αποκτήσουμε αυτή τη συνολικότερη εικόνα που απουσιάζει από τους επίσημους ή ημιεπίσημους εθνικιστικούς μύθους; Τα κείμενα του Λ. Τρότσκι για τα Βαλκάνια και τους Βαλκανικούς Πολέμους είναι απαραίτητα σε μια τέτοια μελέτη (βρίσκονται συγκεντρωμένα στον τόμο «Λέον Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913).
Η πένα στα χέρια ενός από τους σημαντικότερους επαναστάτες μαρξιστές του 20ου αιώνα, γιατί αυτό ήταν ο Τρότσκι, γινόταν και εργαλείο για την πιο οξυδερκή ανάλυση και ταυτόχρονα για την αποτύπωση των πιο χτυπητών εικόνων που συνόψιζαν σε λίγες γραμμές την ουσία. Τα κείμενα του Τρότσκι απλώνονται στην περίοδο από το 1910 μέχρι το 1913. Κάποια γράφτηκαν για την εφημερίδα που εξέδιδε στην Βιέννη, την Πράβδα, και τα περισσότερα για την αριστερή φιλελεύθερη εφημερίδα Κιέβσκαγια Μιλ. Ο Τρότσκι ήταν πολεμικός ανταποκριτής αυτής της εφημερίδας και μπόρεσε να δει και αναλύσει από πρώτο χέρι το δράμα των Βαλκανικών Πολέμων.
Με μερικές αδρές πινελιές δίνει την εικόνα των Βαλκανίων:
«Τα σύνορα μεταξύ των κρατιδίων της Χερσονήσου δεν τραβήχτηκαν με βάση τις εθνικές συνθήκες ή απαιτήσεις αλλά ως αποτέλεσμα πολέμων, διπλωματικών ιντρίγκων και δυναστικών συμφερόντων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις –κατά πρώτο λόγο η Ρωσία και η Αυστρία- είχαν πάντοτε άμεσο συμφέρον να θέτουν τους βαλκανικούς λαούς και κράτη αντιμέτωπα μεταξύ τους, να τα αποδυναμώνουν για να τα θέσουν κάτω από την οικονομική και πολιτική τους επιρροή». Οι ανίσχυρες δυναστείες που κυβερνούν στα ‘θραύσματα’ της Βαλκανικής Χερσονήσου χρησίμευσαν πάντοτε, και εξακολουθούν να χρησιμεύουν, ως μοχλοί των ευρωπαϊκών διπλωματικών μηχανορραφιών».
Γιατί υπάρχει όμως αυτή η κατάσταση; Ο Τρότσκι δίνει μια εξήγηση που στη βάση της είναι ο τρόπος που αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στα Βαλκάνια, σε μια περίοδο σήψης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι «το ενδιάμεσο στρώμα της μεγαλοαστικής τάξης ξεκινά την ιστορική του καριέρα με τις λέξεις ‘καρτέλ’ και ‘λοκ αουτ’ στα χείλη του, πολιτικά ξεκομμένο από τις μάζες και αναζητώντας στήριγμα στις ευρωπαϊκές τράπεζες». Η οικονομική πίεση του δυτικού ιμπεριαλισμού οδηγούσε επίσης τη μικροαστική τάξη «σε μέγγενη. Η οικονομική της αποσύνθεση συμπληρώνεται από την πολιτική της σήψη μαζί με την κατεστραμμένη αγροτιά έχει μεταβληθεί σε πολιτικό κρέας για κανόνια για τους πολιτικάντηδες, τους δημαγωγούς του πεζοδρομίου, τους δυναστικούς και αντιδυναστικούς τσαρλατάνους που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια δίπλα στην κοπριά του αγροτοαποικιακού κοινοβουλευτισμού».
Όμως, αυτοί οι ώμοι δεν μπόρεσαν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Η εργατική τάξη των Βαλκανίων ήταν πολύ αδύναμη ακόμα, αριθμητικά και πολιτικά, για να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Αντί για τις βαλκανικές επαναστάσεις, ήρθαν οι βαλκανικοί πόλεμοι.
Ο Τρότσκι ταξίδεψε στα πεδία των μαχών, μίλησε με τραυματίες και αιχμαλώτους, είδε από πρώτο χέρι τη φρίκη ενός πολέμου η οποία δεν περιοριζόταν στις συγκρούσεις στα μέτωπα αλλά καταβρόχθιζε σπίτια, χωριά, πόλεις, άμαχους πληθυσμούς που είχαν τη κακή τύχη να μιλάνε τη λάθος γλώσσα να πηγαίνουν στα λάθος σχολεία ή στις λάθος εκκλησίες (και τζαμιά). Το ξερίζωμα των ετοιμόρροπων δομών της απαρχαιωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα προοδευτικό έργο, ανέλαβαν να το εκπληρώσουν από τα «πάνω» οι κυρίαρχες τάξεις. Ο Τρότσκι περιγράφει τι σήμαινε αυτό:
«Σε όλες αυτές τις περιοχές μαινόταν ένας τρομαχτικός κυκλώνας που ξερίζωσε, γκρέμισε, κατακρεούργησε, μετέτρεψε σε στάχτες οτιδήποτε δημιούργησε η ανθρώπινη εργασία… Οι Τούρκοι καίγανε και μακελεύανε καθώς έφευγαν. Οι ντόπιοι χριστιανοί, όταν βρήκαν την ευκαιρία, καίγανε και σφάζανε καθώς πλησίαζαν οι συμμαχικοί στρατοί. Οι στρατιώτες αποτελειώνανε τους τραυματίες κι άρπαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Οι αντάρτες που ακολουθούσαν κατά πόδας, λεηλατούσαν, βιάζανε, καίγανε. Και στο τέλος, μαζί με τους στρατούς έφτασαν στην ‘απελευθερωμένη’ γη και οι επιδημίες χολέρας και τύφου».
Τον πρώτο «ένδοξο» και «απελευθερωτικό» Βαλκανικό Πόλεμο ακολούθησε σχεδόν αμέσως ο δεύτερος. Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Σερβίας, Ελλάδας και Ρουμανίας τσάκισαν το βουλγαρικό στρατό. Ο Τρότσκι, χρησιμοποιεί το τέχνασμα μιας φανταστικής συνομιλίας με ένα «πανσλαβιστή» Ρώσο αστό φιλελεύθερο για να εξηγήσει τις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη.
«Οι βαλκανικές κυβερνήσεις δεν πίστευαν σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, δεν το θέλανε, φοβούνταν όμως η μια την άλλη και δεν μπορούσαν να βρουν την ψυχραιμία να προχωρήσουν σε αποστράτευση. Ο φόβος για την ασφάλεια της λείας τους σήμαινε πως έπρεπε να κρατήσουν το στρατό σε πλήρη ετοιμότητα… Οι στρατοί που είχαν ήδη χάσει τόσο αίμα, οδηγήθηκαν και πάλι σε αδιέξοδο: ο δρόμος για τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους περνούσε πάνω από τα πτώματα των χθεσινών τους συμμάχων… Αυτή ήταν η λογική των γεγονότων. Πρώτα συγκέντρωσαν έναν στρατό για να κάνει πόλεμο, μετά ο πόλεμος έγινε το μόνο μέσον για να κρατηθεί ο στρατός ενωμένος. Η μετατροπή της ανυπομονησίας των αγροτών για την επιστροφή στην πατρίδα σε μίσος για τους χθεσινούς συμπολεμιστές τους ήταν δουλειά των αξιωματικών που και οι ίδιοι, στη νέα τους συνείδηση ήταν προϊόντα του νικηφόρου πολέμου».
«Πρέπει λοιπόν να πούμε για τις νέες συνοριακές γραμμές της Βαλκανικής Χερσονήσου πως, ανεξάρτητα από το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα από αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα.
Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου έχει φτιαχτεί από υπεκφυγές και ψέματα. Είναι το αντάξιο επιστέγασμα ενός πολέμου απληστίας και επιπολαιότητας. Μα ενώ επιστεγάζει αυτόν τον πόλεμο, δεν τον τελειώνει. Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες. Κι όμως, το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε… Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης».
Ένα σχεδόν χρόνο μετά, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, ένας Σέρβος φοιτητής θα δολοφονήσει στο Σεράγιεβο τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας. Ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η καπιταλιστική Ευρώπη βυθίστηκε για τέσσερα χρόνια στη μεγαλύτερη βαρβαρότητα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα.
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4522:i1019&Itemid=171
Η άρχουσα τάξη επιμένει να βλέπει την ιστορία –και να μας σερβίρει ό,τι βλέπει- μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό ο οποίος, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στερεί κάθε αίσθηση των πραγματικών αναλογιών. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ξέσπασαν γιατί οι «Έλληνες βρήκαν το δρόμο στα σκοτάδια της βαθιάς νύχτας». Τέλος πάντων, στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, το κύριο βάρος της αναμέτρησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το σήκωσε ο βουλγάρικος στρατός. Που μπορούμε, όμως, να ανατρέξουμε για να αποκτήσουμε αυτή τη συνολικότερη εικόνα που απουσιάζει από τους επίσημους ή ημιεπίσημους εθνικιστικούς μύθους; Τα κείμενα του Λ. Τρότσκι για τα Βαλκάνια και τους Βαλκανικούς Πολέμους είναι απαραίτητα σε μια τέτοια μελέτη (βρίσκονται συγκεντρωμένα στον τόμο «Λέον Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913).
Η πένα στα χέρια ενός από τους σημαντικότερους επαναστάτες μαρξιστές του 20ου αιώνα, γιατί αυτό ήταν ο Τρότσκι, γινόταν και εργαλείο για την πιο οξυδερκή ανάλυση και ταυτόχρονα για την αποτύπωση των πιο χτυπητών εικόνων που συνόψιζαν σε λίγες γραμμές την ουσία. Τα κείμενα του Τρότσκι απλώνονται στην περίοδο από το 1910 μέχρι το 1913. Κάποια γράφτηκαν για την εφημερίδα που εξέδιδε στην Βιέννη, την Πράβδα, και τα περισσότερα για την αριστερή φιλελεύθερη εφημερίδα Κιέβσκαγια Μιλ. Ο Τρότσκι ήταν πολεμικός ανταποκριτής αυτής της εφημερίδας και μπόρεσε να δει και αναλύσει από πρώτο χέρι το δράμα των Βαλκανικών Πολέμων.
Με μερικές αδρές πινελιές δίνει την εικόνα των Βαλκανίων:
«Τα σύνορα μεταξύ των κρατιδίων της Χερσονήσου δεν τραβήχτηκαν με βάση τις εθνικές συνθήκες ή απαιτήσεις αλλά ως αποτέλεσμα πολέμων, διπλωματικών ιντρίγκων και δυναστικών συμφερόντων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις –κατά πρώτο λόγο η Ρωσία και η Αυστρία- είχαν πάντοτε άμεσο συμφέρον να θέτουν τους βαλκανικούς λαούς και κράτη αντιμέτωπα μεταξύ τους, να τα αποδυναμώνουν για να τα θέσουν κάτω από την οικονομική και πολιτική τους επιρροή». Οι ανίσχυρες δυναστείες που κυβερνούν στα ‘θραύσματα’ της Βαλκανικής Χερσονήσου χρησίμευσαν πάντοτε, και εξακολουθούν να χρησιμεύουν, ως μοχλοί των ευρωπαϊκών διπλωματικών μηχανορραφιών».
Γιατί υπάρχει όμως αυτή η κατάσταση; Ο Τρότσκι δίνει μια εξήγηση που στη βάση της είναι ο τρόπος που αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στα Βαλκάνια, σε μια περίοδο σήψης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι «το ενδιάμεσο στρώμα της μεγαλοαστικής τάξης ξεκινά την ιστορική του καριέρα με τις λέξεις ‘καρτέλ’ και ‘λοκ αουτ’ στα χείλη του, πολιτικά ξεκομμένο από τις μάζες και αναζητώντας στήριγμα στις ευρωπαϊκές τράπεζες». Η οικονομική πίεση του δυτικού ιμπεριαλισμού οδηγούσε επίσης τη μικροαστική τάξη «σε μέγγενη. Η οικονομική της αποσύνθεση συμπληρώνεται από την πολιτική της σήψη μαζί με την κατεστραμμένη αγροτιά έχει μεταβληθεί σε πολιτικό κρέας για κανόνια για τους πολιτικάντηδες, τους δημαγωγούς του πεζοδρομίου, τους δυναστικούς και αντιδυναστικούς τσαρλατάνους που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια δίπλα στην κοπριά του αγροτοαποικιακού κοινοβουλευτισμού».
Προοπτική
Η προοπτική που χαράζει ο Τρότσκι, η προοπτική των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής, είναι η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία. Η υλοποίησή της έπεφτε στους ώμους της εργατικής τάξης των Βαλκανίων. Όπως επισημαίνει επιγραμματικά: «Το πρόγραμμα του προλεταριάτου στρέφεται τόσο ενάντια στον μιλιταρισμό των βαλκανικών κρατών όσο και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Μέθοδός του δεν είναι οι βαλκανικοί πόλεμοι, αλλά οι βαλκανικές επαναστάσεις».Όμως, αυτοί οι ώμοι δεν μπόρεσαν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Η εργατική τάξη των Βαλκανίων ήταν πολύ αδύναμη ακόμα, αριθμητικά και πολιτικά, για να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Αντί για τις βαλκανικές επαναστάσεις, ήρθαν οι βαλκανικοί πόλεμοι.
Ο Τρότσκι ταξίδεψε στα πεδία των μαχών, μίλησε με τραυματίες και αιχμαλώτους, είδε από πρώτο χέρι τη φρίκη ενός πολέμου η οποία δεν περιοριζόταν στις συγκρούσεις στα μέτωπα αλλά καταβρόχθιζε σπίτια, χωριά, πόλεις, άμαχους πληθυσμούς που είχαν τη κακή τύχη να μιλάνε τη λάθος γλώσσα να πηγαίνουν στα λάθος σχολεία ή στις λάθος εκκλησίες (και τζαμιά). Το ξερίζωμα των ετοιμόρροπων δομών της απαρχαιωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα προοδευτικό έργο, ανέλαβαν να το εκπληρώσουν από τα «πάνω» οι κυρίαρχες τάξεις. Ο Τρότσκι περιγράφει τι σήμαινε αυτό:
«Σε όλες αυτές τις περιοχές μαινόταν ένας τρομαχτικός κυκλώνας που ξερίζωσε, γκρέμισε, κατακρεούργησε, μετέτρεψε σε στάχτες οτιδήποτε δημιούργησε η ανθρώπινη εργασία… Οι Τούρκοι καίγανε και μακελεύανε καθώς έφευγαν. Οι ντόπιοι χριστιανοί, όταν βρήκαν την ευκαιρία, καίγανε και σφάζανε καθώς πλησίαζαν οι συμμαχικοί στρατοί. Οι στρατιώτες αποτελειώνανε τους τραυματίες κι άρπαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Οι αντάρτες που ακολουθούσαν κατά πόδας, λεηλατούσαν, βιάζανε, καίγανε. Και στο τέλος, μαζί με τους στρατούς έφτασαν στην ‘απελευθερωμένη’ γη και οι επιδημίες χολέρας και τύφου».
Τον πρώτο «ένδοξο» και «απελευθερωτικό» Βαλκανικό Πόλεμο ακολούθησε σχεδόν αμέσως ο δεύτερος. Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Σερβίας, Ελλάδας και Ρουμανίας τσάκισαν το βουλγαρικό στρατό. Ο Τρότσκι, χρησιμοποιεί το τέχνασμα μιας φανταστικής συνομιλίας με ένα «πανσλαβιστή» Ρώσο αστό φιλελεύθερο για να εξηγήσει τις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη.
«Οι βαλκανικές κυβερνήσεις δεν πίστευαν σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, δεν το θέλανε, φοβούνταν όμως η μια την άλλη και δεν μπορούσαν να βρουν την ψυχραιμία να προχωρήσουν σε αποστράτευση. Ο φόβος για την ασφάλεια της λείας τους σήμαινε πως έπρεπε να κρατήσουν το στρατό σε πλήρη ετοιμότητα… Οι στρατοί που είχαν ήδη χάσει τόσο αίμα, οδηγήθηκαν και πάλι σε αδιέξοδο: ο δρόμος για τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους περνούσε πάνω από τα πτώματα των χθεσινών τους συμμάχων… Αυτή ήταν η λογική των γεγονότων. Πρώτα συγκέντρωσαν έναν στρατό για να κάνει πόλεμο, μετά ο πόλεμος έγινε το μόνο μέσον για να κρατηθεί ο στρατός ενωμένος. Η μετατροπή της ανυπομονησίας των αγροτών για την επιστροφή στην πατρίδα σε μίσος για τους χθεσινούς συμπολεμιστές τους ήταν δουλειά των αξιωματικών που και οι ίδιοι, στη νέα τους συνείδηση ήταν προϊόντα του νικηφόρου πολέμου».
«Ειρήνη»
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι τελείωσαν με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Γερμανία, Ρωσία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Αγγλία) έσπευσαν να μεσολαβήσουν για την «ειρήνη». Και όπως έχει γίνει πολλές φορές από τότε, η ειρήνη των αρχουσών τάξεων ήταν το διάλλειμα πριν τον επόμενο γύρο πολεμικής αναμέτρησης. Πάλι ο Τρότσκι συνοψίζει εύστοχα τα αποτελέσματα των συμφωνιών.«Πρέπει λοιπόν να πούμε για τις νέες συνοριακές γραμμές της Βαλκανικής Χερσονήσου πως, ανεξάρτητα από το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα από αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα.
Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου έχει φτιαχτεί από υπεκφυγές και ψέματα. Είναι το αντάξιο επιστέγασμα ενός πολέμου απληστίας και επιπολαιότητας. Μα ενώ επιστεγάζει αυτόν τον πόλεμο, δεν τον τελειώνει. Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες. Κι όμως, το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε… Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης».
Ένα σχεδόν χρόνο μετά, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, ένας Σέρβος φοιτητής θα δολοφονήσει στο Σεράγιεβο τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας. Ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η καπιταλιστική Ευρώπη βυθίστηκε για τέσσερα χρόνια στη μεγαλύτερη βαρβαρότητα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα.
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4522:i1019&Itemid=171
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου