Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Ιάσων Χανδρινός: “Το τιμωρό χέρι του λαού” - Η Αντίσταση την προηγούμενη φορά


Το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944» είναι μια σημαντική προσφορά στην ιστοριογραφία για την Αντίσταση στη ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα.
Όχι μόνο για τα στοιχεία που προσφέρει, για την ανάδειξη σημαντικών εγγράφων και μαρτυριών για πρωτη φορά. Αλλά γιατί με τον τρόπο που έχει δομήσει την έρευνά του, με τον τρόπο που θέτει τα ερωτήματα και οργανώνει την απάντηση, ο Χανδρινός παρεμβαίνει καταλυτικά σε μια σημαντική συζήτηση για το τι πραγματικά συνέβη στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, συζήτηση που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τα πολιτικά ερωτήματα του σήμερα. Για να είμαστε πιο ειλικρινείς, ο Χανδρινός παρεμβαίνει σε περισσότερες από μία συζητήσεις.
Με το βιβλίο του Χανδρινού καταγράφεται μια στροφή που έχει πραγματοποιηθεί, ή τουλάχιστον έχει αρχίσει να πραγματοποιείται, τα τελευταία χρόνια στη μελέτη της δεκαετίας του ’40. Για δεκαετίες, η Αντίσταση είχε ταυτιστεί με τη δράση των ανταρτών στα βουνά. Η παρασιώπηση της Αντίστασης μέσα στις πόλεις και κύρια στην πρωτεύουσα είχε γίνει κοινός τόπος τόσο στην συλλογική μνήμη, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας. Η Αντίσταση στις πόλεις παρουσιαζόταν ως χαμηλής σημασίας συμπλήρωμα του μεγάλου πολέμου που εξελισσόταν στο βουνό.
Όταν η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ) από την οποία προέρχεται το ΣΕΚ ξεκίνησε έναν γύρο εκδηλώσεων το 1994, για τα 50 χρόνια από το Δεκέμβρη του ’44, στην προσπάθεια να αναδειχθεί η σημασία του εργατικού κινήματος, των μαχών της Αθήνας και η αντικαπιταλιστική δυναμική που υπήρχε μέσα στην Αντίσταση, η άποψη αυτή έμοιαζε περιθωριακή. Ωστόσο, ακόμα και σε εκείνες τις εκδηλώσεις, έγινε φανερό ότι υπήρχαν ακόμα ζωντανοί αγωνιστές της Αντίστασης που κουβαλούσαν τις μνήμες της δράσης στην Αθήνα και είχαν τη διάθεση να τις μοιραστούν. Όχι μόνο τροτσκιστές, όπως ο Δημήτρης Λιβιεράτος που βρέθηκε ανθυπολοχαγός στον ΕΛΑΣ Αθήνας και είχε από νωρίς καθαρή εκτίμηση για το χαρακτήρα του κινήματος, αλλά αγωνιστές που παρέμειναν εντός και εκτός ΚΚΕ.
Στο βιβλίο του «Αντίσταση. Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» ο Λέανδρος Μπόλαρης παρουσίασε αυτή την οπτική με συνοπτικό και καθαρό τρόπο. Με την έκδοση του βιβλίου του Χανδρινού επιβεβαιώνεται ότι πλέον δεν πρόκειται για μια ειδική εμμονή των «τροτσκιστών» αλλά για την αποκατάσταση της πραγματικής ιστορίας της Αντίστασης μέσα από τη δουλειά ερευνητών και ιστορικών.
Το εργατικό κίνημα δεν ήταν μόνο η καρδιά της Αντίστασης αλλά και η κινητήρια δύναμη. Το Εργατικό ΕΑΜ ιδρύθηκε πριν από το μεγάλο ΕΑΜ. Ήδη από την Άνοιξη του ’42, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα ξεσπάει η απεργία των Τριατατικών (των εργαζόμενων στα Ταχυδρομεία και τον Τηλέγραφο). Στα μέσα του ’43 η Γενική Απεργία είναι ίσως το σημαντικότερο γεγονός αντίστασης σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, μια απεργία που καταφέρνει και ακυρώνει την ναζιστική επιστράτευση.
Μόνο με βάση αυτή τη σύνδεση της μάχης για την επιβίωση που ενιαιοποιείται ενάντια στα αφεντικά, τους κατακτητές και τις δωσίλογες κυβερνήσεις μπορεί κανείς να καταλάβει αυτό που λέει ο Χανδρινός: «Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, οι «Πόλεις της Σιωπής» οδηγούνται διαδοχικά στη λιμοκτονία του ’41-’42, τη μαζική διαμαρτυρία και καταστολή του ’43, την ένοπλη βία και την εξέγερση (Δεκεμβριανά) του ’44».

Γίγαντες

Ο στίχος του τραγουδιού «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’την πείνα» είναι κυριολεκτικός, αλλά μπορεί να παρεξηγηθεί ότι το ΕΑΜ ήταν κάποια εξωτερική δύναμη. Το ΕΑΜ έσωσε τον κόσμο από την πείνα, ακριβώς γιατί ο ίδιος ο κόσμος ήταν το ΕΑΜ, ο κόσμος που οργανώθηκε και στάθηκε στα πόδια του. Κέρδισε το ψωμί του με την πάλη κόντρα στους βάρβαρους που είχαν γεμίσει την Αθήνα σκελετωμένα παιδιά και πτώματα. Αυτός ο κόσμος, εργαζόμενοι, εργαζόμενες και νέοι άνθρωποι, μετατράπηκαν σε γίγαντες που μπορούσαν να καθαρίσουν τις γειτονιές από τους ναζί και να ανοίξουν το δρόμο για τη συνολική απελευθέρωση, όχι μόνο από τους ναζί αλλά και από τον καπιταλισμό.
Εκεί βρίσκεται και η αιτία γιατί η Αντίσταση στις πόλεις παρέμεινε υποβαθμισμένη για δεκαετίες. Διότι έσπαγε το μύθο του αμιγώς «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα και αναδείκνυε το κοινωνικό και επαναστατικό περιεχόμενο της Αντίστασης. Μια διήγηση που μεταφέρει ο Χανδρινός λέει τα εξής: «Οι διαδηλωτές συνέκλιναν από τους κεντρικούς δρόμους προς την Πατησίων και άρχισαν να κατευθύνονται προς το Πολυτεχνείο με σκοπό να φτάσουν στο Υπουργείο Εργασίας που στεγαζόταν τότε στο μέγαρο Λογοθετόπουλου, γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας. Οι πρώτες ζώνες αστυφυλάκων απωθήθηκαν εύκολα, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο όμως έγιναν συμπλοκές ανάμεσα στην περιφρούρηση και μια ομάδα της Ειδικής Ασφάλειας. Τα «όπλα» των διαδηλωτών ήταν πλάκες πεζοδρομίων και κομμάτια μαρμάρων από τον ακάλυπτο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου. «Από τον κύριο κορμό της διαδήλωσης ξεχώρισε μια μεγάλη ομάδα. Ήταν υφαντουργοί από τη Νέα Ιωνία, μαζί με φοιτητές και φοιτήτριες. Άρπαξαν πέτρες και τούβλα που βρίσκονταν σωριασμένα κοντά στον τοίχο του Μουσείου και ανάγκασαν τον αξιωματικό της Ασφάλειας να το βάλει στα πόδια για να γλιτώσει από το βέβαιο λιντσάρισμα που τον περίμενε».
Είναι φανερό ότι αυτή η περιγραφή θα μπορούσε να προέρχεται από το Δεκέμβρη του 2008, όμως προέρχεται από το Δεκέμβρη του 1942, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα. Και όποιος τολμάει να μιλάει για «προβοκάτορες» σήμερα, πρέπει να αναμετρηθεί με εκείνους τους ηρωικούς προβοκάτορες που δεν λύγισαν μπροστά στα Ες-Ες. Ένας αγωνιστής της εποχής απαντούσε από τότε στο ημερολόγιό του σε όσους νόμιζαν πως ο αγώνας στις πόλεις ήταν λιγότερο «ηρωϊκός» από το βουνό:
«Ο αγώνας έγινε και γίνεται στα πεζοδρόμια της Αθήνας […] Δεν ξέρει κανένας από αυτούς που είναι στο βουνό τι θα πει να γυρνάς με το πιστόλι στην τσέπη μέσα στην Αθήνα, τι θα πει κατοχή, Γκεστάπο, Falgendarmerie, τριτοβάθμια ανάκριση SS, καραμπινιερία, διαδήλωση, μοίρασμα προκηρύξεων, βάψιμο, νυχτερινές επιχειρήσεις, γερμανική περίπολος με πολιτικά».
Ένας λόγος που η συζήτηση αυτή παρέμεινε στο άβατο, ήταν ότι αναγκαστικά έφερνε στο προσκήνιο αυτό που αποκαλείται «εμφύλιος της κατοχής». Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και η ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκής Αντίστασης) στην περίοδο πριν από το Δεκέμβρη του ’44 δεν έρχονται τόσο σε άμεση σύγκρουση με τους Γερμανούς κατακτητές, όσο με τους Έλληνες συνεργάτες τους.
Ειδικά όταν η κυβέρνηση Ράλλη (η τρίτη στη σειρά κυβέρνηση συνεργασίας με τους ναζί) προχωράει στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, των γνωστών Γερμανοτσολιάδων που εξαπέλυσαν κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η σύγκρουση από απεργιακή και κινηματική, παίρνει ένοπλο χαρακτήρα, με την Αντίσταση να επιδιώκει τον γεωγραφικό έλεγχο των συνοικιών της Αθήνας και το ξεκαθάρισμά τους από κάθε είδους συνεργάτη και χαφιέ. Η ΟΠΛΑ που αρχίζει τη δράση της στα τέλη του ’43 αναλαμβάνει το πιο δύσκολο έργο των ατομικών δολοφονιών τέτοιων συνεργατών, ένα έργο που έχει και πρακτικό ρόλο αλλά και «παραδειγματικό» ώστε να τρομοκρατεί όποιον σκεφτόταν να καταταγεί σε κάποια από τις προδοτικές οργανώσεις για να αποκτήσει μεροκάματο.
Με τη συγκεκριμένη έρευνα που κάνει για τη δράση της ΟΠΛΑ, ο Χανδρινός την εντάσσει τολμηρά στις αντιστασιακές οργανώσεις, κόντρα σε μια παράδοση που έρχεται από το μετεμφυλιακό κράτος, σύμφωνα με την οποία η ΟΠΛΑ δεν ήταν παρά μια συμμορία αιμοσταγών του ΚΚΕ. Ο Χανδρινός καταφέρνει έτσι συντριπτικό χτύπημα σε μια άποψη που προσπάθησε να γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια, με κύριους εκφραστές δύο δεξιούς ακαδημαϊκούς (τον Στάθη Καλύβα και το Νίκο Μαραντζίδη), κατά την οποία η μαύρη βία των ταγματασφαλιτών και λοιπών χαφιέδων δεν ήταν παρά αντανάκλαση της «κόκκινης βίας» του ΚΚΕ. Οι ισχυρισμοί Καλύβα-Μαραντζίδη είναι πιο κατανοητό σήμερα ότι αποτελούν προοίμιο της επίθεσης στην Αριστερά που εξαπολύει το μπλοκ Σαμαρά – Βενιζέλου – ακροδεξιάς το τελευταίο διάστημα, μια επίθεση που κλιμακώνεται πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές.

Παρουσίαση

Στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην κατάμεστη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ την περασμένη βδομάδα, όλοι οι ομιλητές ήταν πολύ αιχμηροί στη σημασία της θετικής στροφής που πραγματοποιείται για τη μελέτη της δεκαετίας του ’40, και ιδιαίτερα για το βιβλίο του Χανδρινού. Οι πανεπιστημιακοί Πολυμέρης Βόγλης και Ηλίας Νικολακόπουλος μαζί με τον 90χρονο σήμερα αγωνιστή του ΕΛΑΣ Στέλιο Ζαμάνο μίλησαν επαινετικά για το βιβλίο. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος παρεμβαίνοντας στη συζήτηση περί «κόκκινης» και «μαύρης» βίας, τόνισε πως για να γίνει κατανοητός ο «κύκλος της βίας» της δεκαετίας του ’40, πρέπει κανείς να ξεκινήσει όχι από το ΕΑΜ, ούτε από τους Ταγματασφαλίτες, αλλά από τους χιλιάδες νεκρούς από την πείνα που γέμιζαν με τα κορμιά τους την σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης μπροστά στο Δημαρχείο.
Υπάρχει ένα ζήτημα που αναδείχθηκε μέσα από ερωτήσεις στην εκδήλωση και εκεί οι απαντήσεις που δόθηκαν τόσο στην εκδήλωση όσο και στο βιβλίο είναι αδύναμες. Η ΟΠΛΑ συμμετείχε εκτός των άλλων και σε δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων του ΚΚΕ, αντιπάλων που δεν ήταν ούτε χαφιέδες, ούτε δωσίλογοι, αλλά ανάμεσα σε άλλους, και επαναστάτες τροτσκιστές. Για χρόνια, τη δολοφονία τροτσκιστών από την ΟΠΛΑ τη χρησιμοποιούσαν οι Δεξιοί για να καταγγείλουν το ΚΚΕ ακόμα περισσότερο, ότι ήταν.. «μανιακοί δολοφόνοι».
Αφήνοντας στην άκρη αυτούς τους αυτόκλητους υπερασπιστές των Τροτσκιστών, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Η εξήγηση όμως δεν θα δοθεί στη συζήτηση περί βίας, αλλά στη συζήτηση για την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ το οποίο είχε τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην ΟΠΛΑ. Το ΚΚΕ είχε ανοιχτό πόλεμο με τις φωνές στα αριστερά του που έλεγαν ότι δεν πρέπει να υπάρξει συμβιβασμός με τις «εξόριστες» κυβερνήσεις, με τους Άγγλους και τους Αμερικάνους. Τις φωνές που έλεγαν ότι ο Λίβανος, η Καζέρτα και η Βάρκιζα ήταν ταξική προδοσία ενός κινήματος που είχε τη δύναμη να φτάσει μέχρι τον ουρανό.
Γι’ αυτό και οι δολοφονίες τροτσκιστών κλιμακώνονται μέσα στο Δεκέμβρη του ’44, όταν η άποψη των λιγοστών τροτσκιστών διεθνιστών αρχίζει να αποκτάει έρεισμα μέσα σε ένα ευρύτερο δυναμικό αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Η δολοφονία αυτών των αγωνιστών δεν είναι απλά «μια σκοτεινή πτυχή», ούτε όμως μπορεί να θαφτεί κάτω από τη λογική της «αυτοσυντήρησης» μιας καλοκουρδισμένης αντιστασιασκής οργάνωσης όπως η ΟΠΛΑ.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι τον έλεγχο πάνω στις αποφάσεις της ΟΠΛΑ, όπως και στις στρατηγικές αποφάσεις ολόκληρης της Αντίστασης δεν τον είχε ο ίδιος ο κόσμος που πάλευε και άλλαζε τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα από αυτή τη διαδικασία, αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ που παρέμενε προσκολλημένη στη σταλινική στρατηγική των σταδίων και εχθρική απέναντι στην προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Γι’αυτά τα ζητήματα είναι αναγκαίο κανείς να καταφύγει στο βιβλίο του Λέανδρου Μπόλαρη, «Αντίσταση η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», το οποίο αυτές τις μέρες επανακυκλοφόρησε από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, μιας και είχε εξαντληθεί. Μάλιστα, εκτός από έναν επικαιροποιημένο πρόλογο, η νέα έκδοση περιέχει και ένα επίμετρο για τη δράση των Τροτσκιστών στην Αντίσταση.
Το βιβλίο του Χανδρινού αξίζει να διαβαστεί πλατιά. Είναι ένα βιβλίο για μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του κινήματος στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα ένα βιβλίο για το σήμερα.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4692:i1023&Itemid=62

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου