Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Βιβλίο: Το τιμωρό χέρι του λαού - το νέο βιβλίο του Ιάσωνα Χανδρινού για τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.


γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης,
δημοσιογράφος και μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚ)

Ο Λέανδρος Μπόλαρης παρουσιάζει το νέο βιβλίο του Ιάσωνα Χανδρινού για τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

Το βιβλίο του Ι. Χανδρινού περιστρέφεται γύρω από δυο άξονες. Ο πρώτος είναι η ανάπτυξη του κινήματος της Αντίστασης στην κατεχόμενη Αθήνα-Πειραιά στην περίοδο της Κατοχής, των κοινωνικών και πολιτικών χαρακτηριστικών του, των παραγόντων που το διαμόρφωσαν. Ο δεύτερος άξονας είναι η ανάπτυξη του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ ως ένοπλων οργανώσεων στενά συνδεδεμένων με το μαζικό κίνημα και τις συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει στην πρωτεύουσα.
Ο Χανδρινός συνοψίζει εύστοχα τη διαδρομή του κινήματος: “Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, οι 'Πόλεις της Σιωπής' οδηγούνται διαδοχικά στη λιμοκτονία του '41-'42, τη μαζική διαμαρτυρία και καταστολή του '43, την ένοπλη βία και εξέγερση (Δεκεμβριανά) του '44”. «Πόλεις της Σιωπής» είναι οι εργατικές και προσφυγικές γειτονιές και συνοικισμοί της Αθήνας Πειραιά.1 Πράγματι, το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όταν μιλάμε για την Αντίσταση στην Αθήνα και τον Πειραιά είναι η εργατική τάξη και οι αγώνες της. Το διάστημα από την άνοιξη του 1942, όταν ξεσπάει η πρώτη απεργία στους Τριατατικούς μέχρι τα μέσα του 1943, μετά την Γενική Απεργία που ακύρωσε την επιστράτευση, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περίοδος των μαζικών κινητοποιήσεων. Πολιτικά, είναι η περίοδος που η Αριστερά (το ΕΑΜ και το ΚΚΕ) γίνονται μαζική δύναμη στις εργατικές και προσφυγικές συνοικίες και στους χώρους δουλειάς.
Οι μαζικοί αγώνες, όπως γενικές απεργίες ενάντια στην τρομοκρατία, θα συνεχιστούν μέχρι και τις παραμονές της Απελευθέρωσης. Όμως, από το φθινόπωρο του 1943 και μετά, η ένοπλη δράση του ΕΛΑΣ στις συνοικίες και της ΟΠΛΑ μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Είναι η περίοδος των συμπλοκών στους δρόμους, των “μπλόκων” στις προσφυγειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά που πολλές φορές συνοδεύονται από μάχες, φρικτών δολοφονιών μελών και στελεχών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, παράτολμων εγχειρημάτων εκ μέρους του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ (περισσότερα γι' αυτή παρακάτω). Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του '44 η αναμέτρηση έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Τα Τάγματα Ασφαλείας και η αντίδραση του ΕΑΜ

To σημείο καμπή ήταν η απάντηση του συνασπισμένου “μαύρου μετώπου” μετά την γενική απεργία του Μάρτη του 1943 και γενικότερα στο κύμα των εργατικών αγώνων στην πρωτεύουσα. Την κυβέρνηση των δοσιλόγων του Λογοθετόπουλου τη διαδέχεται, με την παρέμβαση των Γερμανών, η δοσιλογική κυβέρνηση του Ι. Ράλλη που έβαλε μπροστά τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας και εξαπέλυσε ένα τρομοκρατικό πογκρόμ στις γειτονιές της Αθήνας. Κεντρικό ρόλο σ' αυτό έπαιζε η Ειδική Ασφάλεια με το δίκτυο των χαφιέδων της, και των εξοπλισμένων συμμοριών σε μια σειρά γειτονιές με επικεφαλής αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της. Η προϊστορία της φτάνει πίσω στα 1929 όταν ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου ως επίλεκτη υπηρεσία της Χωροφυλακής για την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Γνώρισε μεγάλες “δόξες” στη δικτατορία του Μεταξά όταν αναβαθμίστηκε σε “Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους”.
Ηταν συνεργάτες των ναζί. Η συνεργασία με την Γκεστάπο και τα Ες-Ες ήταν στενότατη και άμεση. “Εύζωνοι” γερμανοτσολιάδες, συμμορίες της Ειδικής, το “Μηχανοκίνητο” του Μπουραντά, συμμετείχαν στα μπλόκα πλάι πλάι στους Γκεσταπίτες και τους Ες-Ες. Αν χρειάζονται συγκρίσεις με αντίστοιχες περιπτώσεις στην Ευρώπη, τότε το παράδειγμα της “Milice” του καθεστώτος του Βισί στη Γαλλία έρχεται αμέσως στο νου.
Όμως, η κυβέρνηση Ράλλη ήταν και κυβέρνηση εμφυλίου πολέμου. “Ο Ράλλης μεταπολεμικά ισχυρίστηκε πως ότι έκανε το έκανε με την συμφωνία της εξόριστης κυβέρνησης στη Μ. Ανατολή. Δεν τον διέψευσε κανείς. Οι βενιζελικοί 'δημοκρατικοί' αξιωματικοί έτρεξαν κατά εκατοντάδες να στελεχώσουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Ήταν ο στρατός που θα εξασφάλιζε την 'τάξιν' προς όφελος της άρχουσας τάξης και των άγγλων ιμπεριαλιστών μόλις έφευγαν οι Γερμανοί”. Η κυβέρνηση Ράλλη, παρεμπιπτόντως, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει και το όπλο της οικονομικής βίας για να τσακίσει το εργατικό κίνημα, και σ' αυτή την προσπάθεια είχε την αμέριστη υποστήριξη όχι μόνο των γερμανικών αρχών κατοχής αλλά και των καπιταλιστών. Χαρακτηριστικός είναι ο νόμος 1308 που έδινε στους εργοστασιάρχες τη δυνατότητα να απολύουν το “πλεονάζον προσωπικό”.2
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε την ανάπτυξη και κλιμάκωση της δράσης του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Πολύ σπάνιες είναι οι αναφορές, σε βιβλία για την περίοδο, που τον συνδέουν με το εργατικό κίνημα και τους αγώνες του. Ο Ι. Χανδρινός προσφέρει μια πολύτιμη συμβολή τεκμηριώνοντας και αναδεικνύοντας αυτή τη σχέση που υπήρχε από την αρχή της δράσης του. Για παράδειγμα: “Η επίσημη 'πρώτη' των 200 περίπου μαχητών πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιουνίου 1942, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης για τα εργατικά συσσίτια. Στην προσυγκέντρωση στη Μητρόπολη και την πορεία προς το Σύνταγμα πήρε μέρος... ως πλαγιοφυλακή και εμπροσθοφυλακή της συγκέντρωσης”. Λίγο παρακάτω: “Τον Ιούνιο του 1943 η ΚΟΑ και η Κ.Ε του ΕΛΑΣ πήραν απόφαση για επέκταση του ΕΛΑΣ και στους χώρους εργασίας, παντού όπου υπήρχε εαμική οργάνωση. Έτσι προέκυψε ο 'Συνδικαλιστικός ΕΛΑΣ' ένα ιδιαίτερο μόρφωμα στο μεταίχμιο των πολιτικών και στρατιωτικών αντιλήψεων για τη διεξαγωγή του αγώνα στην πρωτεύουσα” ο οποίος τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς έφτανε τους “6.500 'εγγεγραμμένους' μαχητές, φυσικά άοπλους, οι οποίοι δρούσαν σε επαγγελματικούς χώρους και σωματεία”.
Η βία του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ ήταν η απάντηση στην κλιμάκωση της βίας από την απέναντι μεριά. Στην περίπτωση της Αθήνας-Πειραιά αυτό γίνεται απόλυτα σαφές. Ο οπλισμός που περνάει στα χέρια του μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του 1943, δίνει περισσότερες δυνατότητες για την ένοπλη δράση. Όμως, οι παράγοντες που ωθούν σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι πολύ βαθύτεροι. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας:
“Το νόημα των συγκρούσεων στην κατοχική Αθήνα μόνο μέσα από μια διεισδυτική ματιά στη κατοχική πραγματικότητα μπορεί να αναδειχθεί, ματιά που πριν από όλα προϋποθέτει σεβασμό στο τρίγωνο πόλεμος-πολιτική βία-κοινωνικός ριζοσπαστισμός. Στην κατοχική Αθήνα όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συντελέστηκαν ραγδαίες κοινωνικές μετατοπίσεις. Κάτω από την πίεση της πείνας, της ανέχειας, της ανασφάλειας, και της καθημερινότητας των εκτελέσεων σημειώνεται μια μετακίνηση των κοινωνικών στρωμάτων σε ριζοσπαστικότερες θέσεις. Η αδιαπραγμάτευτη αντικατοχική στράτευση, την οποία επεδίωξε με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο το ΕΑΜ/ΚΚΕ, έδωσε μορφή και διέξοδο στο συσσωρευμένο κύμα φτώχειας και οργής επιφέροντας επιπλέον ρήξεις στον κοινωνικό ιστό και πυροδοτώντας, όπως κάθε γνήσιο επαναστατικό κοινωνικό φαινόμενο, μια αλυσίδα βίαιων αντιδράσεων”.
Αυτή η «αλυσίδα βίαιων αντιδράσεων» δεν ήταν βέβαια αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας όπου κατείχαν οι Γερμανοί και οι φασίστες του Μουσολίνι δρούσαν οι GAP «Gruppi di Azione Patrottica». Εκτός από τις GAP στις πόλεις δρούσαν και οι Squadri di Azione Patriottica (SAP). Ήταν πιο «πλατιές» και βασισμένες κυρίως στα εργοστάσια, επιφορτισμένες όχι μόνο με «στρατιωτικά» αλλά και με καθήκοντα προπαγάνδας. Στα δεδομένα της κατεχόμενης Αθήνας οι πρώτες θα αντιστοιχούσαν στην ΟΠΛΑ και οι δεύτερες στον ΕΛΑΣ της πόλης. Τον Μάρτη του 1944 ένα μεγάλο απεργιακό κύμα με πολιτικά αιτήματα, κέντρο του ήταν το Μιλάνο, αγκάλιασε εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες στη βόρειο Ιταλία. Οι απεργίες κάμφθηκαν με άγρια καταστολή, περισσότεροι από 3.000 εργάτες συνελήφθησαν και στάλθηκαν στο Μαουτχάουζεν. Η διεύρυνση του δικτύου των SAP στα εργοστάσια και η κλιμάκωση της δράσης τους, μαζί με των GAP, ήταν συνειδητή επιλογή του Ιταλο Μπρουσέτο, στρατιωτικού υπεύθυνου του PCI για την πόλη. Λίγους μήνες αργότερα η δράση των Sapisti και των Gapisti έκανε το Μιλάνο να μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη.3

Ταξική αναμέτρηση

Όμως, ποιοι έπαιρναν μέρος στην αναμέτρηση; Ο συγγραφέας κάνει τις εξής ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. “Στην περίπτωση της κατοχικής Αθήνας του 1943/44 τα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα καταλήγουν να είναι ανεπαρκή ή άχρηστα, καθώς οι όροι Αντίσταση και Δοσιλογισμός αποδεικνύονται ομιχλώδεις μέσα στη πολυσημία τους. Κοιτάζοντας τα γεγονότα, η αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στο χώρο της πρωτεύουσας ταυτίζεται περισσότερο με τον πόλεμο κατά των συνεργατών του κατακτητή παρά με τον ίδιο τον κατακτητή, ενώ, αντίστοιχα, η συνεργασία με τους Γερμανούς μπορεί να σημάνει σε πολλές περιπτώσεις συνεργασία με τους συνεργάτες τους. Είναι γεγονός πως η πρωταγωνιστική συμμετοχή δοσιλογικών σωμάτων (Τάγματα Ευζώνων, Ειδική Ασφάλεια) στον πόλεμο κατά του ΕΑΜ προσδίδει στις συγκρούσεις έναν χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, ενώ η όχι αμελητέας έκτασης φονική δράση του ΕΑΜ διαμέσου της ΟΠΛΑ – στην πρωτεύουσα μπορεί να οδηγήσει σε ηθελημένες αναγνώσεις και άκριτη προσχώρηση στην ελκυστική θεωρία της 'κόκκινης βίας'”.
Αυτή η πραγματικότητα επιστρατεύεται από κάθε λογής υποστηρικτές του σχήματος των «τριών γύρων». Σύμφωνα με αυτό το σχήμα της δεξιάς, το ΚΚΕ αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία πραξικοπηματικά στον πρώτο γύρο των εμφύλιων συγκρούσεων της Κατοχής, κατόπιν στο δεύτερο γύρο των Δεκεμβριανών και μετά στον τρίτο γύρο του Εμφυλίου. Στην περίπτωση της Αθήνας του 1944 το ρητορικό ερώτημα τίθεται κάπως έτσι: «ο ΕΛΑΣ κι η ΟΠΛΑ σκότωναν Έλληνες, όχι Γερμανούς» – άρα επρόκειτο για εμφύλιο με τις προθέσεις της Αριστεράς μόλις καλυμμένες κάτω από τον απελευθερωτικό μανδύα. Το ερώτημα αν η βία τους ήταν «πρωτογενής ή δευτερογενής» είναι κάτι που αποφεύγουν να απαντήσουν σαν ο διάολος το λιβάνι και απαντάει ο Χανδρινός.
Παρόλα αυτά, η αναφορά στον «εμφύλιο πόλεμο» της Κατοχής δεν πρέπει να μας φοβίζει. Ο Κλαούντιο Παβόνε (Claudio Pavone), διακεκριμένος Ιταλός ιστορικός που πολέμησε στην Αντίσταση, στο μνημειώδες έργο του Una Guerra Civile (Ένας Εμφύλιος Πόλεμος, 1991) υποστηρίζει ότι η ιταλική Αντίσταση ήταν συνδυασμός ενός πατριωτικού, εμφύλιου και ταξικού πολέμου, με το πρώτο και τελευταίο στοιχείο να καθορίζουν το δεύτερο. Για το πρώτο στοιχείο ο Παβόνε έχει να πει το εξής: “Στην πραγματικότητα, ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους φασίστες
και τους αντιφασίστες μπορεί να ιδωθεί ως η συνόψιση και τελευταία πράξη, κάτω από την γερμανική κατοχή, μιας σύγκρουσης η οποία είχε ξεκινήσει το 1919-22”. Όσο για το στοιχείο του ταξικού πολέμου: “Ο κύριος εχθρός ήταν ο παραδοσιακός εχθρός όλων των εργατικών αγώνων, δηλαδή το αφεντικό – είτε επρόκειτο για τους εργοστασιάρχες είτε τους γαιοκτήμονες που είχαν χρηματοδοτήσει και χρησιμοποιούσαν τις φασιστικές συμμορίες... Το αφεντικό και ο φασίστας κατέληξαν να ταυτίζονται”.4 Αν κοιτάξουμε τι έγινε στις ιταλικές πόλεις του Βορρά, οι οποίες βρίσκονταν στην επικράτεια της «Κοινωνικής Ιταλικής Δημοκρατίας» του Μουσολίνι, μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες με τις διεργασίες που ξετυλίχτηκαν στην κατεχόμενη Αθήνα-Πειραιά. Παρόλο που η Ελλάδα του μεσοπολέμου είχε πολύ διαφορετικές πολιτικές εμπειρίες από την φασιστική Ιταλία, οι συγκρίσεις μπορούν να γίνουν. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης δεν ξεκίνησε στη δεκαετία του '40, είχε παρελθόν στις οξύτατες ταξικές συγκρούσεις τόσο της δεκαετίας του '20 όσο και του '30, με κορύφωση τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη.

Η δράση της ΟΠΛΑ

Η ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα) και η δράση της, ήταν για δεκαετίες το αντικείμενο μυθευμάτων της προπαγάνδας του μετεμφυλιακού κράτους για τους «αιμοσταγείς εγκληματίες» και για το ΚΚΕ μια ιστορία που δεν χρειαζόταν να ειπωθεί. Ο Χανδρινός εντοπίζει την έναρξη της δράσης της προς τα τέλη του 1943. Το βιβλίο δίνει πολύτιμα στοιχεία – για παράδειγμα φέρνει στην επιφάνεια δυο προκηρύξεις της οργάνωσης άγνωστες μέχρι σήμερα. Η φράση “τιμωρό χέρι του λαού” στον τίτλο του βιβλίου είναι παρμένη από μια από αυτές τις προκηρύξεις. Η ΟΠΛΑ συνδύαζε τα καθήκοντα μιας υπηρεσίας πληροφοριών με τα καθήκοντα ενός επίλεκτου τμήματος ειδικών επιχειρήσεων, δηλαδή παράτολμων και θεαματικών πολλές φορές ενεργειών. Η μαγιά, η βάση της, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μπορεί να εντοπιστεί στους μυστικούς και ιδιαίτερα αυστηρά περιφρουρημένους πυρήνες του ΚΚΕ σε Αστυνομία και Χωροφυλακή. Έργο της ήταν η τιμωρία των συνεργατών των ναζί, όπως για παράδειγμα του υπουργού Εργασίας Καλύβα ή διαβόητων δοσιλόγων όπως ο «διαβολογιατρός» Βαρδινογιάννης στο κέντρο του Πειραιά. Μαχητές της βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών στις γειτονιές της Αθήνας το καλοκαίρι του 1944.
Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται μια επισήμανση. Η ΟΠΛΑ μπορεί να γεννήθηκε από την ανάγκη του κινήματος για αυτοάμυνα, όμως, ο έλεγχός της δεν ασκούταν από τη συλλογικότητα αυτού του κινήματος. Τα μέλη της δεν έδιναν λογαριασμό στους συναδέλφους τους στο χώρο δουλειάς, οι ίδιοι οι όροι της δράσης τούς απέκοπταν πολλές φορές και από τις ίδιες τις πολιτικές οργανώσεις στις γειτονιές. Ο έλεγχός της παρέμεινε αυστηρά στα χέρια της ηγεσίας του ΚΚΕ και λειτούργησε σαν κομμάτι της προσπάθειάς του να ελέγξει το κίνημα και να το κατευθύνει ιδεολογικά και οργανωτικά.
Με αυτή την οπτική πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις άλλες πλευρές της δράσης της ΟΠΛΑ. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας: “την εσχάτη των ποινών επέφερε ιδιαίτερα ο ‘ερωτικός δοσιλογισμός', πράξη διπλά κολάσιμη και στιγματισμένη στις συνειδήσεις ήδη από το περίφημο μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”. Είναι μια από τις “σκοτεινές πτυχές” όπως αναφέρει ο συγγραφέας, μαζί με την τάση της απόδοσης “οικογενειακής ευθύνης”. Παράλληλα: “Ο πόλεμος με τους 'εξωμότες' του Κόμματος είναι η άλλη όψη, ίσως η περισσότερο αμφιλεγόμενη, της δράσης της ΟΠΛΑ στην Κατοχή”. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται και οι δεκάδες δολοφονίες τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν στην περίοδο από την Απελευθέρωση μέχρι και τα Δεκεμβριανά.
Το ζήτημα δεν μπορεί να ξεπεραστεί τόσο γρήγορα ως απλά κάποιες “σκοτεινές πτυχές”. Πρώτον, γιατί η ασάφεια περικλείει περιπτώσεις εντελώς ανόμοιες ακόμα και σε ηθικό επίπεδο. Στο βιβλίο γίνεται για παράδειγμα εκτενής αναφορά στην συμμορία των Παπαγιώργηδων της “Χ” που τρομοκρατούσαν το Παγκράτι και τις γύρω περιοχές. Οι δυο Παπαγιώργηδες εκτελέστηκαν το 1944. Ο τρίτος βρήκε το τέλος που του άξιζε το 1946. Το σπίτι της οικογένειας ήταν οχυρωμένη φωλιά που πάρθηκε με έφοδο από τους μαχητές της ΟΠΛΑ (Εθνικής Πολιτοφυλακής πλέον) στα Δεκεμβριανά. Εκεί εκτελέστηκαν η μάνα, η αδελφή και λοιποί τρόφιμοι του κολαστηρίου. Η “τιμωρία” όμως γυναικών εκδιδόμενων ή μη που το μόνο τους “έγκλημα” ήταν ότι “πήγαν” με Γερμανούς ή Ιταλούς, δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε έννοια επαναστατικής βίας. Ούτε ήταν απλή αντανάκλαση των συντηρητικών παραδόσεων της ελληνικής κοινωνίας. Στο κάτω-κάτω η εμπειρία της Αντίστασης στα χωριά σήμαινε τη δυνατότητα των γυναικών για πρώτη φορά να βγουν από το σπίτι, να πρωταγωνιστήσουν. Περισσότερο ήταν προϊόν μιας πολιτική γραμμής που επεδίωκε να αποδείξει ότι το ΚΚΕ δεν έβαζε ζήτημα επαναστατικής ανατροπής και κατά συνέπεια εκτός από την “πατρίδα” και τη “θρησκεία” ήταν και με την “οικογένεια”.5

Εσωτερική καταστολή

Ανεπαρκής είναι και ο όρος “εξωμότες του κόμματος”. Υπήρχαν εξωμότες, όχι απλά του ΚΚΕ αλλά του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς γενικά που συνεργάστηκαν με τους ναζί. Ο Μανώλης Μανωλέας ήταν μια τέτοια αηδιαστική περίπτωση: από βουλευτές του ΚΚΕ και ελπιδοφόρο στέλεχος που αναδείχτηκε επί Ζαχαριάδη πέρασε στην υπηρεσία του Μεταξά πρώτα και μετά κατευθείαν των ναζί στην Κατοχή, με ομιλίες από το ραδιόφωνο. Εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ τον Γενάρη του 1944. Όμως, οι τροτσκιστές που δολοφονήθηκαν επειδή σύμφωνα με την σταλινική ηγεσία ήταν “Γκεστάπο με μαρξιστική μάσκα” ήταν αυτοί που προειδοποιούσαν που οδηγούσε το κίνημα η πολιτική της “εθνικής ενότητας”. Οι μικρές τροτσκιστικές οργανώσεις παρά τις πολιτικές αδυναμίες τους πλήρωσαν καταρχήν ένα βαρύ τίμημα σε αίμα, για την αντιφασιστική τους δράση.
Ο Παντελής Πουλιόπουλος εκτελέστηκε τον Ιούνη του 1943 από τον ιταλικό στρατό, μαζί με άλλους 105 κρατούμενους, στο Νεζερό της Λάρισας, ως αντίποινα για την ανατίναξη από τον ΕΛΑΣ της σιδηροδρομικής γέφυρας του Κούρνοβου. Απευθύνθηκε στα ιταλικά στους στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος να μην τους εκτελέσουν στο όνομα του αντιφασισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Όταν οι στρατιώτες αρνήθηκαν να τους εκτελέσουν, την εκτέλεση έκαναν οι αξιωματικοί. Μαζί του έπεσαν και άλλοι τρεις επαναστάτες τροτσκιστές, οι Γιάννης Ξυπόλητος, Νώντας Γιαννακός, Γιάννης Μακρής. Ανάμεσα στους 200 της Καισαιριανής την Πρωτομαγιά του '44 ήταν οι τροτσκιστές Χρήστος Σούλας, Γιώργος Κρόκος, Ηρακλής Μήτσης, Βασίλης Τζαματζάς, Δημήτρης Πανταζής, Δημήτρης Γιαννακουρέας, Γιώργος Κοβάνης.
Πλήρωσαν επίσης, την κριτική τους στην πολιτική που έφερνε συμβιβασμούς που αφόπλισαν το κίνημα πολιτικά όπως του Λιβάνου πριν το παραδώσουν με τη Βάρκιζα χειροπόδαρα στη τρομοκρατία της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών. Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των δολοφονιών στην πρωτεύουσα έγινε στο διάστημα Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1944 δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Είναι η περίοδος που οι αντιφάσεις της πολιτικής του ΚΚΕ αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις και που η “αριστερή διαφωνία” ξεπηδάει από τις πιο απρόσμενες πηγές πολύ ευρύτερα από τους απομονωμένους κύκλους των τροτσκιστών.
Η ΟΠΛΑ δεν ήταν το πρόπλασμα ενός “κόκκινου ολοκληρωτισμού” που στόχο είχε να πνίξει κάθε διαφορετική φωνή στην κοινωνία. Δεν ήταν μια μυστική αστυνομία εν αναμονή σαν αυτές που αργότερα έγιναν διαβόητες στο ανατολικό μπλοκ ή της ΝΚVD του Στάλιν. Χρειάζεται ένας έντονος διαχωρισμός από τέτοιους ισχυρισμούς, ακόμα και αν χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις δολοφονίες των τροτσκιστών στην Κατοχή. Κανένας από εκείνους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς δεν ήταν γέννημα ενός μαζικού κινήματος έστω και σταλινικού. Αντίθετα, όλες χτίστηκαν πάνω στα υπολείμματα του παλιών κρατικών υπηρεσιών που κληρονόμησε ο ρώσικος στρατός στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη.
Στην Δυτική Ευρώπη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Οργανώσεις τύπου ΟΠΛΑ υπήρξαν και αλλού. Στην Γαλλία από το καλοκαίρι του '40 μέχρι το 1944 έδρασε η Organisation Speciale (ΟS). Το ένοπλο τμήμα της από το 1942 ήταν το detachement Valmy. Ομως, σ' αντίθεση με την ΟΠΛΑ, η ΟS αναγνωρίστηκε ως αντιστασιακή οργάνωση και ο πρώτος επικεφαλής της ο Μαρσέλ Πολ, έγινε υπουργός Βιομηχανικής Παραγωγής στην κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητας”. Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, η ένοπλη δράση ενάντια στους φασίστες και τους συνεργάτες τους ήταν γέννημα ενός μαζικού κινήματος με επαναστατική δυναμική. Αλλά και εκεί όπως και στην Ελλάδα, η οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία των Κομμουνιστικών Κομμάτων εξουδετέρωσε αυτή τη δυναμική, οδήγησε τα κινήματα στην ήττα.
Το βιβλίο του Ι. Χανδρινού προσφέρει πολύτιμα στοιχεία και πληροφορίες στην Αριστερά που δεν υποχωρεί στις ιδεολογικές και πολιτικές πιέσεις της αντίπαλης πλευράς. Γι' αυτό αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί πλατιά. Αυτή η Αριστερά όμως χρειάζεται να είναι και ξεκάθαρη για το ποια στρατηγική δικαιώνεται και ποια όχι. Για να μπορεί να νικήσει αυτή τη φορά.



1. Η έκφραση αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου της Λίλας Λεοντίδου, Οι Πόλεις της Σιωπής –Εργατικός Αποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940.
2. Λ. Μπόλαρης, Αντίσταση, η Επανάσταση που χάθηκε, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 60-61.
3. Tom Behan, The Italian Resistance – Fascists Guerrillas and the Allies, Pluto Press 2009, σελ. 204.
4. C. Pavone, Una Guerra Civile- saggio storico sulla moralita nella Resistenza, 1991, σελ. 256, και: Il movimiento di liberazione e le tre guerre, 1994, σελ. 15. Και τα δυο αποσπάσματα αναφέρονται στο Τom Behan, ο.π.
5. Αυτές οι αντιθέσεις αναδεικνύονται ανάγλυφα στο βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη, Η Γυναίκα της Αντίστασης, εκδόσεις Οδυσσέας, 1994.


http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=351:i92&Itemid=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου