Ο πικρός κόσμος του Χωμενίδη, έτοιμος να προγκήξει ανενδοίαστα το σύμπαν, επανέρχεται ολοζώντανος στα περισσότερα κομμάτια του βιβλίου του. Υπαρξιακές νότες αλλά και κρυφή ποιητική ματιά
Οι ιστορίες που ξεδιπλώνει ο Χ. Α. Χωμενίδης στην πεζογραφία του αποτελούν μια συνεχή διακωμώδηση της καθημερινότητας, χωρίς να είναι υπό την αυστηρή έννοια αστείες ή ευτράπελες. Οπως στη λογοτεχνική παρωδία ένα αφηγηματικό είδος ή ένα γλωσσικό στυλ υπονομεύεται ποικιλοτρόπως (μέσω της επανάληψης και της υπερβολής, αλλά και της αφαίρεσης ή της συρρίκνωσης), για να αρχίσει ένα παιχνίδι με την εξάρθρωση των κατεστημένων συμβάσεων, έτσι και στις κοινωνικές παρωδίες του Χωμενίδη η πραγματικότητα διαστρέφεται σε πολλαπλά επίπεδα, για να αποκαλύψει πίσω από την παραμορφωμένη εικόνα της ένα άνυδρο, πέρα για πέρα ερημωμένο τοπίο, όπου καμία αξία δεν είναι σε θέση να διατηρήσει την πειθώ ή να εγγυηθεί τη δυναμική της.Στα καλύτερα μυθιστορήματα του Χωμενίδη, που είναι χωρίς αμφιβολία το Σοφό παιδί (1993) και τα Λόγια φτερά (2009), ο καθημερινός περίγυρος γίνεται έρμαιο μιας μαύρης σάτιρας, η οποία αφήνει μιαν εξαιρετικά στυφή γεύση μετά την επέλασή της, έχοντας προλάβει να ανασύρει στην επιφάνεια μια κοινωνία εγκλωβισμένη στους ανεκπλήρωτους πόθους της, όπως και παραδομένη σε έναν ωκεανό αδιέξοδων φαντασιώσεων. Την αίσθηση αυτής της βαθύτερης μελαγχολίας για ό,τι ακρωτηριασμένο και δηλητηριασμένο μάς περιβάλλει, που δεν είναι πάντα εμφανής στα άλλα βιβλία του Χωμενίδη, πνιγμένη συχνά μέσα σε μιαν έξαρση του φαρσικού στοιχείου, συναντάμε ξανά στο ακέραιο στην καινούργια, τρίτη κατά σειράν συλλογή διηγημάτων του, η οποία κυκλοφορεί με τον εύγλωττο τίτλο Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία.
Ο πικρός κόσμος του Χωμενίδη, με το γέλιο του στραβά κρεμασμένο από τα χείλη, έτοιμος να προγκήξει ανενδοίαστα το σύμπαν, επανέρχεται ολοζώντανος στα περισσότερα κομμάτια του βιβλίου του, απομακρύνοντας βαθμιαία το παλαιότερο κοινωνικό του πρόσημο, για να το αντικαταστήσει με μιαν έντονα υπαρξιακή νότα, που εκφράζεται κατά καιρούς και με ένα είδος εσωτερικού βλέμματος, με κάτι που λειτουργεί σαν κρυφή ποιητική ματιά. Τι ακριβώς όμως συμβαίνει εδώ; Τι θέλουν οι ήρωες από τον εαυτό τους και από τους άλλους και πώς αντιμετωπίζουν τις παράξενες περιστάσεις υπό τις οποίες καλούνται να ενεργήσουν;
Γιατί ένας αναστημένος νεκρός τρέχει μακριά από τις πύλες της Κόλασης και του Παραδείσου; Πώς η μορφή ενός από καιρό εξαφανισμένου πατέρα αρχίζει να καταδιώκει την κόρη του ανά την υδρόγειο; Τι τύχη μπορεί να έχει ένα κομμένο πέος και πώς θα πιαστεί στα πράσα μια κλέφτρα τραβεστί; Και ακόμη, πότε θα αποφασίσει να δώσει ένας μέγας ηθοποιός το κύκνειο άσμα του και πώς θα αναβάλει ένας κατά συρροήν δολοφόνος την εκτέλεσή του, απολαμβάνοντας αίφνης το δώρο της ζωής; Επίσης, πώς θα τιμήσει μια μάνα τον πεθαμένο γιο της και τι αποτέλεσμα θα έχει ο εκσυγχρονισμός των χριστιανικών παραδόσεων ή της μυθολογίας των δώδεκα ολυμπίων θεών; Και, τέλος, πού θα οδηγήσουν μια άσκοπη νεανική περιπλάνηση, ένας λογοκριτής ο οποίος θα γίνει διάσημος συγγραφέας, ένας συνδικαλιστής περικυκλωμένος από τη θλίψη, ένα παιδί το οποίο θα εμπορευτεί μέχρι οριστικής εξαντλήσεως την παιδικότητά του κι ένα ζευγάρι το οποίο θα χωρίσει κατά τον πιο αποδραματοποιημένο, αλλά και τον πιο σκληρό τρόπο;
Ο Χωμενίδης δεν έχει πάψει να χλευάζει τους εξοντωτικούς, απαλλοτριωτικούς νόμους της καθημερινής επιβίωσης και να μας κάνει να νιώθουμε το σιδερένιο χέρι τους παντού και την πλέον ανύποπτη ώρα. Τα διηγήματά του εμφανίζονται με γερή ραχοκοκαλιά ως προς την οργάνωση του μύθου και της δράσης και με εσκεμμένα ανολοκλήρωτο (ανοιχτό σε πληθώρα ερμηνειών) τέλος, που κάποτε προϋποθέτει μια πτήση υπεράνω των πραγματικών δεδομένων και του ρεαλισμού. Κάπου στο βάθος της σκηνής η γραμμή οδεύει, όπως το σημείωνα και προεισαγωγικά, πέραν του κοινωνικώς ορατού, για να περάσει στην ευάλωτη περιοχή της ύπαρξης και να αναδείξει τις πιο μύχιες πλευρές της: τον φόβο απέναντι στη φθορά και τον θάνατο, την άσβεστη επιθυμία για τον έρωτα και την αγάπη, την ανάγκη για τη διαφύλαξη και τη συντήρηση της μνήμης, όπως και (εντελώς απρόσμενα) την ικανότητα για συμπαράσταση, αλληλεγγύη και συμπόρευση.
Καλύτερα κομμάτια αυτού του σαφώς ώριμου και ευαισθητοποιημένου βιβλίου, τα «Ολη η αλήθεια για την άνοιξη του 1978», «Χωρίς οικογένεια», «Το τελευταίο τσιγάρο», «Φέρεντς Χούνιαντι» και «Ενοικιαζόμενο παιδί». Και τα πέντε ξεχωρίζουν για την αφηγηματική ευστροφία, την πυκνά υφασμένη πλοκή και την υποβλητική φαντασία τους.
Η καταλυτική έκπληξη
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, που τοποθετεί τα πρόσωπα και τις καταστάσεις του στον προομηρικό κόσμο, υπό τον τίτλο Λόγια φτερά(θα μπορούσαμε να σκεφτούμε «έπεα πτερόεντα»), ο Χωμενίδης μοιάζει να παραπέμπει στις τρελές περιπέτειες και την απρόβλεπτη τύχη (πιασμένη στην τσιμπίδα ενός ακατανίκητου δαίμονα) των ηρώων του ελληνιστικού μυθιστορήματος της αρχαιότητας ή του ευρωπαϊκού picaresco του 18ου αιώνα. Πολλά από τα διηγήματα που περιλαμβάνει το «Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία» πιάνουν επαφή με τη λογοτεχνία του φανταστικού, ανοίγοντας κατά τόπους κι έναν διάλογο με την επιστημονική φαντασία. Υπάρχουν επιπροσθέτως κάποιες δόσεις μαγικού ρεαλισμού, ενώ έξω από τον λογαριασμό δεν θα πρέπει να αφήσουμε και την ατμόσφαιρα του παραμυθιού ή τη δομή του κοινόχρηστου θρησκευτικού μύθου.
Με τέτοια υλικά ανά χείρας, ο Χωμενίδης παρατείνει μέχρι και τις ακροτελεύτιες αράδες των κειμένων του τα ερωτηματικά για την έκβασή τους, προετοιμάζοντας με μια σύντομη, αλλά καταλυτική έκπληξη (ένα χαρτί που βγαίνει στο τραπέζι εντελώς απροειδοποίητα) την τελική λύση, που δεν αποκλείεται να ανατρέψει όλες τις προσδοκίες τις οποίες εξέθρεψε η αφήγηση νωρίτερα. Μια όχι εύκολη τεχνική, που μπορεί, πάντως, όταν εφαρμοστεί σωστά, όπως εν προκειμένω, να αποδώσει μικρά διαμάντια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου