Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ
Μάρω Δούκα, Τιμή 21,70€, 567 σελίδες, Εκδόσεις Πατάκη
Η αληθινή ιστορία
Στον τόπο καταγωγής της, τα Χανιά, επιστρέφει η Μάρω Δούκα με το νέο
της μυθιστόρημα, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», χρησιμοποιώντας και πάλι
ως βάση της αφήγησής της την ιστορία, που μοιάζει να είναι αγαπημένη
ενασχόληση για την ίδια. Έτσι, ενώ στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, το
«Αθώοι και φταίχτες», η υπόθεση περιστρεφόταν γύρω από την περίοδο
δίωξης των τουρκοκρητικών από την Κρήτη, τώρα το θέμα της είναι η
περίοδος της κατοχής στην Κρήτη και ιδίως στα Χανιά, καθώς και οι λόγοι
παραμονής των Γερμανών στην περιοχή ως τον Ιούλη του ’45, αρκετούς μήνες
μετά την αποχώρησή τους από την Αθήνα και δύο μήνες μετά την πτώση του
Βερολίνου! Ασχολείται, δηλαδή, μ’ ένα θέμα πιο σύγχρονο από πολλές
απόψεις, αφού και πιο κοντινό ιστορικά είναι αλλά κυρίως γιατί πολλοί
από τους πρωταγωνιστές του ζουν και «μεγαλουργούν» ακόμα.
Μια εγγονή, φοιτήτρια στην Αθήνα, που επιστρέφει στα Χανιά, για να ξεφύγει από μια οδυνηρή εμπειρία που έζησε, κι ένας κατάκοιτος παππούς, μέλος του εφεδρικού ΕΛΑΣ την περίοδο της κατοχής, είναι τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. Στα χέρια της εγγονής πέφτουν τα χειρόγραφα του παππού, όπου έχει καταγράψει τις εμπειρίες του και την άποψή του για τα γεγονότα της περιόδου ’41-’45 στα Χανιά κι από εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι της μυθοπλασίας, αλλά κυρίως της ιστορίας. Ένας Γερμανός φίλος, με τον οποίο συνομιλεί η αφηγήτρια, γίνεται ο αποδέκτης της κριτικής της για τις θηριωδίες των Γερμανών.
Το βασικό πλεονέκτημα της Δούκα δεν είναι απλώς η μελέτη της ιστορίας, αλλά το γεγονός ότι είναι αυστηρή κριτής των γεγονότων και των ανθρώπων όποιοι κι αν είναι αυτοί, όσο «ιεροί» κι αν θεωρούνται από την επίσημη ιστορία. Έτσι, δεν ξεφεύγει από την κριτική της ούτε ο Βενιζέλος, ούτε η επίσημη Εκκλησία της Κρήτης και ο βρώμικος ρόλος των εκπροσώπων της κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ούτε οι Βρετανοί «σύμμαχοί» μας, που αν και γνώριζαν για την επικείμενη επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη την άφησαν να εξελιχθεί, ούτε βέβαια η περίφημη οργάνωση ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) με «ιδεολογικούς στυλοβάτες» τους Μητσοτάκη και Μποτωνάκη, οι οποίοι πλασάρονταν ως αντιστασιακή οργάνωση, για να μην αφήσουν το ΕΑΜ ανεξέλεγκτο να μονοπωλεί τον αντιστασιακό αγώνα, ενώ παράλληλα είχαν την αμέριστη στήριξη των Βρετανών.
Από την κριτική της, όμως, δεν ξεφεύγει ούτε η ηγεσία του ΕΑΜ, η οποία δέχεται να υπογράψει τη συμφωνία του Θερίσου. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι δύο οργανώσεις (ΕΑΜ και ΕΟΚ) θα βρίσκονταν σε συνεννόηση και συνεργασία. Και αυτά την ώρα που στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουν αρχίσει οι συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ. Κι όλα, βέβαια, με την παρότρυνση των Βρετανών, που υπολόγιζαν να γίνει η Κρήτη μέλος της Κοινοπολιτείας. Ήδη, λοιπόν, από το Φλεβάρη του ’44 μεθοδεύουν τη διάλυση του ΕΛΑΣ, ενώ παράλληλα προσπαθούν να στρατολογήσουν κόσμο στην ΕΟΚ και προωθούν τα σαμποτάζ ως τρόπο αντίστασης, για να αποφύγουν τη λαϊκή συμμετοχή. Το ίδιο ενδιαφέρον για το νησί δείχνουν και οι Αμερικανοί, που τον Ιούνη του ’44 στέλνουν αντιπροσωπεία ως προπομπό του σχεδίου Τρούμαν. Εντωμεταξύ το Μάη του ’44 οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τους Εβραίους της πόλης, επιβιβάζουν σε πλοίο, το οποίο τελικά βυθίζουν οι Βρετανοί μεσοπέλαγα, σκορπίζοντας το θάνατο σε όλους τους Εβραίους των Χανίων, καθώς και σε αιχμαλώτους Εαμοελασίτες που μεταφέρονταν από τις φυλακές της Αγιάς στην Αθήνα κι από κει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Παράλληλα, όλο το καλοκαίρι του ’44 εντείνεται η αντικομμουνιστική προπαγάνδα στα Χανιά με λασπολογίες και εκτελέσεις αγωνιστών, οι οποίες πολλαπλασιάζονται όσο πλησιάζει το φθινόπωρο και η ώρα της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. Κύριο όργανο ενάντια στους αγωνιστές είναι η εφημερίδα «Παρατηρητής», που εκφράζει τους εθνικόφρονες της πόλης, με φιλοναζιστικές απόψεις. Σημειωτέον ότι η εν λόγω εφημερίδα εξακολουθεί να κυκλοφορεί στην πόλη ως όργανο της «Χρυσής Αυγής». Τον Αύγουστο του ’44 οι Γερμανοί εκκενώνουν την ανατολική Κρήτη και συγκεντρώνονται στη δυτική, ενώ οι «σύμμαχοι» από το Κάιρο συνιστούν ψυχραιμία, όχι εξεγέρσεις μέχρι να δοθεί το σύνθημα. Ταυτόχρονα, οι εθνικόφρονες της πόλης προμηθεύονται όπλα από τους Γερμανούς, για να αντιμετωπίσουν τους κομμουνιστές. Την ίδια περίοδο ο «αντιστασιακός» Μητσοτάκης ζητά και πετυχαίνει τον όρο να μη χτυπά το ΕΑΜ τις δυνάμεις κατοχής, παρά μόνο με την έγκριση της ΕΟΚ.
Στις 11/10/44 εκκενώνεται το Ηράκλειο από τους Γερμανούς, αλλά όχι και τα Χανιά, όπου ξεκινά ένας κατοχικός χειμώνας με πείνα, κακουχίες και μαυραγορίτες να πλουτίζουν. Παρόλ’ αυτά, μόνη έγνοια του Μητσοτάκη είναι πώς θα αποφύγει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη, όταν φύγουν οι Γερμανοί. Ο αποδεκατισμός του ΕΛΑΣ, λοιπόν, είναι βολικός γι’ αυτόν. Και γι’ αυτό το λόγο η ΕΟΚ μένει αμέτοχη στη μεγάλη μάχη των Κεραμειών, όπου ο ΕΛΑΣ αντιμετωπίζει τους Γερμανούς. Παράλληλα, όμως, έχει κι η ηγεσία του ΕΑΜ τις ευθύνες της, αφού το Δεκέμβρη του ’44, όταν η Αθήνα συγκλονιζόταν από τα Δεκεμβριανά, στην Κρήτη το ΕΑΜ τηρούσε στάση αναμονής και άφηνε την πρωτοβουλία για απόφαση στους Άγγλους.
Όλ’ αυτά, δίνουν τη δυνατότητα στους Γερμανούς να μείνουν στα Χανιά ως τον Ιούλη του ’45, αν και σα σκιά του εαυτού τους, αφού η Γερμανία έχει υπογράψει ανακωχή με τους συμμάχους ήδη από το Μάη του ’45. Περισσότερο, όμως, δίνουν το χρόνο στους Άγγλους και στους εθνικόφρονες «πατριώτες» να καταλάβουν τις νευραλγικές θέσεις στη διοίκηση, ιδίως μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας, που για την Κρήτη επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη του Φρε και η οποία προέβλεπε αφοπλισμό του ΕΛΑΣ αλλά όχι και της ΕΟΚ.
Παρά τις εξαιρετικές περιγραφές, η απλότητα του μύθου και η τεχνική του αφηγημένου λόγου σου δίνουν την αίσθηση ότι η Δούκα βιάζεται να προσπεράσει ό,τι θεωρεί ασήμαντο για να φτάσει στην ουσία, δηλαδή την πραγματική ιστορία της περιόδου. Και πράγματι το έργο διακρίνεται από ιστορική ακρίβεια, αφού εμφανώς η συγγραφέας έχει μελετήσει μια σειρά από ιστορικές πηγές, πολλές από τις οποίες απαριθμούνται στο έργο. Μπορεί σε ορισμένα σημεία να κουράζει, ιδίως τον αναγνώστη που δεν έχει άμεση γνώση της περιοχής και των ανθρώπων, με την πληθώρα ονομάτων και τοπωνυμίων που παρατίθενται. Όμως είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσουμε, όχι μόνο γιατί αναφέρεται σ’ ένα άγνωστο κομμάτι της ιστορίας, αλλά κυρίως γιατί παρά τα ξεπουλήματα του ΚΚΕ και την τελική επικράτηση των φιλοκατοχικών και άδικων, η Δούκα μας προτρέπει να διεκδικήσουμε το δίκιο, ακόμα κι αν «είναι ζόρικο πολύ». Και νομίζω πως στην περίοδο που ζούμε δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί της.
Δώρα Κιντή
Το βιβλίο αποτελείται από μια σειρά κειμένων που είχε παραδώσει η Έλλη Παππά ανάμεσα στο 1993 και 1995 στο Μουσείο Μπενάκη με όρο να δημοσιευθούν μετά το θάνατό της. Κείμενα που αφορούν «Μαρτυρίες μιας διαδρομής» όπως είναι κι ο τίτλος που τους έδωσε το Μουσείο, αλλά που ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από τον Εμφύλιο και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και τις «υποθέσεις» του Ν. Μπελογιάννη και του Ν. Πλουμπίδη. Ως γνωστόν ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε το ’52 και έγινε ήρωας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ο «άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Πικάσο) και ο Πλουμπίδης το ’54 αποκηρυγμένος ως χαφιές από την ηγεσία Ζαχαριάδη. (Αποκαταστάθηκε από το κόμμα του μετά την πτώση του Ζαχαριάδη).
Η Παππά σ’ αυτά τα κείμενα θίγει τρεις κατηγορίες ζητημάτων: την πολιτική των ηγεσιών του ΚΚΕ και τις επιλογές που οδήγησαν στον Εμφύλιο ή τη στάση του απέναντι στην ΕΔΑ, το ρόλο «σκοτεινών προσωπικοτήτων» στην ιστορία του κόμματος και τέλος ένα γενικότερο προβληματισμό για το «σταλινικό φαινόμενο».
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την πρώτη κατηγορία κι όταν το κάνει οι ερμηνείες της δεν πάνε πολύ μακριά από το να θεωρεί ότι η ηγεσία του ΚΚΕ πάτησε απλά τη πεπονόφλουδα που της έριξαν οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές για να ξεκινήσει τον εμφύλιο. Για την Παππά το ΕΑΜ μεγαλούργησε, και ο τυχοδιωκτισμός του Ζαχαριάδη – που είχε την στρατηγική της… σοσιαλιστικής επανάστασης! – έφερε τη συντριβή. Η πολιτική της «εθνικής ενότητας», δηλαδή της ταξικής συνεργασίας που εφάρμοσε το ΚΚΕ στην Κατοχή δεν αναφέρεται καθόλου ως παράγοντας της ήττας. Είναι παράξενο που η Παππά στην «κατάθεσή της» αφιερώνει σελίδες επί σελίδων στην άδικη μοίρα της Χρύσας Χατζηβασιλείου – μέλους του ΠΓ που υποτίθεται είχε διαφωνήσει με την απόφαση για το δεύτερο αντάρτικο – και ξεχνάει να αναφέρει τον Άρη Βελουχιώτη (για να μην αναφερθούμε στους συκοφαντημένους και δολοφονημένους τροτσκιστές).
Ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί από αναγνώστες που δεν έχουν εντρυφήσει στην ιστορία της αριστεράς και του εμφυλίου ως ένα μυθιστόρημα κατασκοπείας: ήταν πράκτορας ο Βαβούδης που αυτοκτόνησε στη κρύπτη με τον ασύρματο στη Καλλιθέα; Μήπως τον Μπελογιάννη τον πρόδωσε ο Ακριτίδης, άλλο μέλος του ΠΓ; Ήταν ο Κώστας Καραγιώργης τόσο «κακός» όσο τον περιέγραφε ο Μπελογιάννης – μέσα από τις αναμνήσεις της Παππά βέβαια. Είναι ερωτήματα που έχουν κάποιο ενδιαφέρον, αλλά που η Παππά δεν κατόρθωσε να δώσει καμιά τεκμηριωμένη απάντηση. Μάλλον τις προσωπικές της αντιπάθειες εκφράζει, σε μια προσπάθεια να ανακηρύξει τον Μπελογιάννη περίπου σαν προάγγελο της γνήσιας αντισταλινικής ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος. Δικαιολογημένα από τη μεριά της, η Μαρία Καραγιώργη επισήμανε ότι ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της «ανακριτικής επιτροπής» που έστησε ο Ζαχαριάδης για να βγάλει χαφιέ τον Καραγιώργη.
Η Παππά κάνει σε ένα σημείο μια σαρκαστική παρατήρηση για το θέαμα των ανθρώπων στην ηγεσία του ΚΚΕ «να κοιμούνται σταλινικοί και να ξυπνάνε χρουτσοφικοί. Να κοιμούνται χρουτσοφικοί και να ξυπνάνε μπρεζνιεφικοί. Να κοιμούνται μπρεζνιεφικοί και να ξυπνάνε ‘ανανεωτικοί’, γκορπατσοφικοί. Καταπληκτικές μεταμορφώσεις που ανήκουν στην ψυχοπαθολογία του κομμουνιστικού κινήματος». Ως περιγραφή δεν απέχει και πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Όμως, η «ψυχοπαθολογία» δεν είναι βάση για να ερμηνεύσει κανείς το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, την «προσωπολατρία» που χαρακτήριζε τα σταλινικά κόμματα. Ούτε, πολύ περισσότερο, είναι σωστή ερμηνεία τα ιδεολογικά «προπατορικά αμαρτήματα» των μπολσεβίκων – όπως είχε υποστηρίξει σε άλλα της βιβλία η Παππά.
Τα σταλινικά κόμματα δεν μπορούσαν να ήταν δημοκρατικά, γιατί είχαν πάψει να είναι επαναστατικά. Η πιο αντιδημοκρατική πράξη στην ιστορία του ΚΚΕ ήταν η άρνησή του να ανταποκριθεί στις ελπίδες και τις διαθέσεις του κινήματος της Αντίστασης και να το οδηγήσει στην νικηφόρα σύγκρουση με την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές. Αυτή την συζήτηση δεν την έθιξε καθόλου η Παππά στις «μαρτυρίες της». Όμως, αυτήν ακριβώς τη συζήτηση έχουμε ανάγκη σήμερα.
Λέανδρος Μπόλαρης
Η επιλογή των κειμένων και των συγγραφέων τους, αλλά και η άποψη του ίδιου του επιμελητή, τάσσεται εξ αρχής με την αντίληψη ότι ο σταλινισμός ΔΕΝ ήταν συνέχεια του μπολσεβικισμού. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο παρουσιάζονται κείμενα μπολσεβίκων ηγετών της περιόδου 1917-24, όπως του Μπουχάριν, του Τρότσκι, του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ, του Λουνατσάρσκι, του Ράντεκ. Είναι εντυπωσιακό ότι το στοιχείο που διαπερνά τα περισσότερα από αυτά είναι ο διεθνής χαρακτήρας της ρώσικης επανάστασης. Όχι μόνο – όπως θα περίμενε ο αναγνώστης – στα τέσσερα κείμενα του Τρότσκι, αλλά και στα άρθρα του Μπουχάριν («μια διαρκής νίκη του προλεταριάτου είναι αδιανόητη χωρίς την υποστήριξη του δυτικο-ευρωπαϊκού προλεταριάτου...») και των άλλων μπολσεβίκων. Επίσης, μια διαπίστωση που δύσκολα χάνει κανείς διαβάζοντας το πρώτο μέρος του βιβλίου, είναι ότι αν και τα κείμενα είναι γραμμένα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν οι συγγραφείς, όλα κινούνται πάνω στις βασικές κατευθύνσεις που χάραξε ο Οκτώβρης – διεθνισμός, εξουσία των εργατών, πανηγύρι των καταπιεσμένων. Κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δώσει κανείς στην εισήγηση του Τρότσκι για τη βιομηχανία στο 12ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1923. Σε αυτήν ο Τρότσκι εξηγεί βήμα το βήμα με ποιο τρόπο θα πρέπει να ξεπεραστεί βαθμιαία η ΝΕΠ στην κατεύθυνση μιας προσεκτικά σχεδιασμένης εκβιομηχάνισης που θα ενισχύει τη θέση της εργατικής τάξης και χωρίς να έλθει το εργατικό κράτος σε μια μετωπική σύγκρουση με την αγροτιά. Σε αυτό το κείμενο αναγνωρίζει κανείς το χάος που χωρίζει μια τέτοια προσέγγιση από τη ραγδαία εκβιομηχάνιση και τη βίαιη κολεκτιβοποίηση που επέβαλε το σταλινικό καθεστώς στα τέλη της δεκαετίας του '20 και οδήγησε εκατομμύρια εργάτες κι αγρότες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στο θάνατο.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει μαρτυρίες και αναλύσεις που γράφτηκαν – όχι μόνο από μαρξιστές – από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '20 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν: το κείμενο του βρετανού ριζοσπάστη ιστορικού Ε. Χ. Καρ για τα προβλήματα καθυστέρησης που είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει η ρώσικη οικονομία την εποχή του θανάτου του Στάλιν σε συνδυασμό με τις εναλλακτικές προτάσεις που είχαν καταθέσει ο Μπουχάριν και ο Τρότσκι (παίρνοντας θέση κατά του πρώτου)· του Άλμπερτ Αϊνστάιν που υπερασπίζεται τη σχεδιασμένη οικονομία απέναντι στην καπιταλιστική αγορά, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας· της αμερικανίδας δημοσιογράφου και φίλης του Τζον Ριντ, Μπέσι Μπέτι, που σκιαγραφώντας την Αλεξάνδρα Κολοντάι, δίνει μια εικόνα της θέσης των γυναικών και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη Ρωσία ακόμα και μετά την επανάσταση· του ισπανού κομμουνιστή Φ. Κλαουντίν που εκθειάζει την αντίληψη του Τρότσκι για το ενιαίο μέτωπο που θα μπορούσε να αποτρέψει την επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία και αναλύει το πώς το ΚΚ Ισπανίας με εντολές του Στάλιν «έγινε ουρά των φιλελεύθερων αστικών δυνάμεων» και πρόδωσε την επανάσταση. Πολύ ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή προέρχεται μέσα από τα σπλάχνα της ίδιας της γραφειοκρατίας, είναι το κείμενο του μετέπειτα γραμματέα του ΚΚΣΕ, του Ν. Χρουστσόφ. Αν και για προφανείς λόγους διακρίνεται από επιδερμική και εντελώς προσωπικού τύπου κριτική στον Στάλιν, αποκαλύπτει όχι μόνο τον τερατώδη ρόλο του στις εκκαθαρίσεις όλων των παλιών μπολσεβίκων τη δεκαετία του '30, αλλά και διαλύει το μύθο του «μεγάλου ηγέτη» στη διάρκεια του πολέμου ενάντια στην γερμανική εισβολή παρουσιάζοντας τον Στάλιν ως «πανικοβλημένο και εντελώς απροετοίμαστο» να αντιμετωπίσει την επίθεση.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου περιέχει κείμενα που γράφτηκαν μετά το 1989 και είναι το πιο αδύναμο. Τρία είναι τα κείμενα που ξεχωρίζουν: η καταπληκτική ανάλυση της Άννα Τσεν για τον Αϊζενστάιν και τις ταινίες του (μεταφρασμένη από το περιοδικό International Socialism), το άρθρο της Έλλης Παππά για Το Λουτρό, το τελευταίο θεατρικό έργο του Μαγιακόφσκι, και η βασισμένη σε πρόσφατα στοιχεία αποκαλυπτική έρευνα του Ο. Πασχαλινά για το λιμό που κτύπησε το 1932-33 τη Ρωσία ως συνέπεια της βίαιης κολεκτιβοποίησης και έστειλε στο θάνατο εκατομμύρια αγρότες. Το κείμενο του Γ. Τόλιου που επιχειρεί να εξηγήσει τις «Οικονομικές αιτίες κατάρρευσης του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στην ΕΣΣΔ», ενώ κάνει τις πραγματικές διαπιστώσεις για τη στασιμότητα της ρωσικής οικονομίας, καταλήγει να υπερασπίζεται τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ ως σοσιαλιστική διέξοδο από την κρίση.
Δυστυχώς, παρά τα αρκετά καλά κείμενα που υπάρχουν, το βιβλίο ως σύνολο χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και απέχει πολύ από να πετύχει αυτό που διεκδικεί: να δώσει μια συνεκτική, έστω και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, απάντηση στα ερωτήματα που θέτει στον πρόλογο ο επιμελητής. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στις διαφορετικές προσεγγίσεις· αυτές θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη σφαιρικότητα της εικόνας. Το πρόβλημα βρίσκεται στην άποψη του ίδιου του επιμελητή που από το ξεκίνημα έχει φροντίσει να κατευθύνει τον αναγνώστη – πράγμα βέβαια που έχει επηρεάσει και την επιλογή των κειμένων. Σχεδόν όλα τα συμπεράσματα που εξάγει ο Χ. Κεφαλής στη μακροσκελή εισαγωγή του για το πώς εκφυλίστηκε ο Οκτώβρης και τι εναλλακτικές διέξοδοι υπήρχαν, είναι σε λάθος κατεύθυνση και συχνά έρχονται σε αντίθεση και με τα ίδια τα κείμενα που παρατίθενται. Σύμφωνα με την εισαγωγή του επιμελητή «η υπαρκτή σοσιαλιστική δομή [της ΕΣΣΔ] γεννούσε διαρκώς τάσεις που έτειναν να υπερβούν τη σταλινική διαστροφή». Αυτό επιβεβαιώθηκε από «κατοπινά γεγονότα, όπως το 20ο Συνέδριο και η Περεστρόικα». Ο Τρότσκι «δεν προσδιόριζε με ακρίβεια τι μπορούσε να οικοδομηθεί στην ΕΣΣΔ... και... παρέκκλινε σπασμωδικά προς την ακρότητα της ταχείας κολεκτιβοποίησης». Επίσης, ο Τρότσκι επιμένοντας για «την ανάγκη μιας πολιτικής επανάστασης για την ανατροπή της γραφειοκρατίας... παράβλεπε τις δυνατότητες μιας εσωτερικής μεταρρύθμισης του καθεστώτος που φάνηκαν αργότερα με το 20ο συνέδριο και την Περεστρόικα». Διαβάζουμε ακόμα πως ο Τρότσκι κακώς ήρθε «σε αντιπαράθεση με την επιλογή των Λαϊκών Μετώπων» τη δεκαετία του '30 και ότι έτσι «οδήγησε τις τροτσκιστικές ομάδες στην απομόνωση»!
Ύστερα από τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου περίεργο γιατί στον ογκώδη αυτό τόμο δεν υπάρχουν καθόλου κείμενα του Τόνι Κλιφ ή άλλων μαρξιστών που, στηριγμένοι στην πρωτοπόρα ανάλυση του Τρότσκι για τον εκφυλισμό της Οκτωβριανής Επανάστασης, ερμηνεύουν τον σταλινισμό με βάση τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού. Είναι κρίμα, γιατί το εγχείρημα μιας συλλογής κειμένων για τον «Οκτώβρη και την εποχή μας», θα έπρεπε να έχει μια καλύτερη τύχη. Προσωπικά προτείνω στους πιθανούς αναγνώστες καλύτερα να αγνοήσουν την εισαγωγή και τα σχόλια του επιμελητή. Τα ίδια τα κείμενα δίνουν μια πολύ πιο καλή εικόνα. Αλλά αν θέλετε μια σφαιρική περιγραφή και ανάλυση προτείνω να διαβάσετε τα δυο βιβλία του Τόνι Κλιφ που πραγματικά απαντούν στα ερωτήματα του προλόγου: το «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία» και την τετράτομη βιογραφία του Λέον Τρότσκι.
Κώστας Πίττας
Μια εγγονή, φοιτήτρια στην Αθήνα, που επιστρέφει στα Χανιά, για να ξεφύγει από μια οδυνηρή εμπειρία που έζησε, κι ένας κατάκοιτος παππούς, μέλος του εφεδρικού ΕΛΑΣ την περίοδο της κατοχής, είναι τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. Στα χέρια της εγγονής πέφτουν τα χειρόγραφα του παππού, όπου έχει καταγράψει τις εμπειρίες του και την άποψή του για τα γεγονότα της περιόδου ’41-’45 στα Χανιά κι από εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι της μυθοπλασίας, αλλά κυρίως της ιστορίας. Ένας Γερμανός φίλος, με τον οποίο συνομιλεί η αφηγήτρια, γίνεται ο αποδέκτης της κριτικής της για τις θηριωδίες των Γερμανών.
Το βασικό πλεονέκτημα της Δούκα δεν είναι απλώς η μελέτη της ιστορίας, αλλά το γεγονός ότι είναι αυστηρή κριτής των γεγονότων και των ανθρώπων όποιοι κι αν είναι αυτοί, όσο «ιεροί» κι αν θεωρούνται από την επίσημη ιστορία. Έτσι, δεν ξεφεύγει από την κριτική της ούτε ο Βενιζέλος, ούτε η επίσημη Εκκλησία της Κρήτης και ο βρώμικος ρόλος των εκπροσώπων της κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ούτε οι Βρετανοί «σύμμαχοί» μας, που αν και γνώριζαν για την επικείμενη επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη την άφησαν να εξελιχθεί, ούτε βέβαια η περίφημη οργάνωση ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) με «ιδεολογικούς στυλοβάτες» τους Μητσοτάκη και Μποτωνάκη, οι οποίοι πλασάρονταν ως αντιστασιακή οργάνωση, για να μην αφήσουν το ΕΑΜ ανεξέλεγκτο να μονοπωλεί τον αντιστασιακό αγώνα, ενώ παράλληλα είχαν την αμέριστη στήριξη των Βρετανών.
Από την κριτική της, όμως, δεν ξεφεύγει ούτε η ηγεσία του ΕΑΜ, η οποία δέχεται να υπογράψει τη συμφωνία του Θερίσου. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι δύο οργανώσεις (ΕΑΜ και ΕΟΚ) θα βρίσκονταν σε συνεννόηση και συνεργασία. Και αυτά την ώρα που στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουν αρχίσει οι συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ. Κι όλα, βέβαια, με την παρότρυνση των Βρετανών, που υπολόγιζαν να γίνει η Κρήτη μέλος της Κοινοπολιτείας. Ήδη, λοιπόν, από το Φλεβάρη του ’44 μεθοδεύουν τη διάλυση του ΕΛΑΣ, ενώ παράλληλα προσπαθούν να στρατολογήσουν κόσμο στην ΕΟΚ και προωθούν τα σαμποτάζ ως τρόπο αντίστασης, για να αποφύγουν τη λαϊκή συμμετοχή. Το ίδιο ενδιαφέρον για το νησί δείχνουν και οι Αμερικανοί, που τον Ιούνη του ’44 στέλνουν αντιπροσωπεία ως προπομπό του σχεδίου Τρούμαν. Εντωμεταξύ το Μάη του ’44 οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τους Εβραίους της πόλης, επιβιβάζουν σε πλοίο, το οποίο τελικά βυθίζουν οι Βρετανοί μεσοπέλαγα, σκορπίζοντας το θάνατο σε όλους τους Εβραίους των Χανίων, καθώς και σε αιχμαλώτους Εαμοελασίτες που μεταφέρονταν από τις φυλακές της Αγιάς στην Αθήνα κι από κει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Παράλληλα, όλο το καλοκαίρι του ’44 εντείνεται η αντικομμουνιστική προπαγάνδα στα Χανιά με λασπολογίες και εκτελέσεις αγωνιστών, οι οποίες πολλαπλασιάζονται όσο πλησιάζει το φθινόπωρο και η ώρα της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. Κύριο όργανο ενάντια στους αγωνιστές είναι η εφημερίδα «Παρατηρητής», που εκφράζει τους εθνικόφρονες της πόλης, με φιλοναζιστικές απόψεις. Σημειωτέον ότι η εν λόγω εφημερίδα εξακολουθεί να κυκλοφορεί στην πόλη ως όργανο της «Χρυσής Αυγής». Τον Αύγουστο του ’44 οι Γερμανοί εκκενώνουν την ανατολική Κρήτη και συγκεντρώνονται στη δυτική, ενώ οι «σύμμαχοι» από το Κάιρο συνιστούν ψυχραιμία, όχι εξεγέρσεις μέχρι να δοθεί το σύνθημα. Ταυτόχρονα, οι εθνικόφρονες της πόλης προμηθεύονται όπλα από τους Γερμανούς, για να αντιμετωπίσουν τους κομμουνιστές. Την ίδια περίοδο ο «αντιστασιακός» Μητσοτάκης ζητά και πετυχαίνει τον όρο να μη χτυπά το ΕΑΜ τις δυνάμεις κατοχής, παρά μόνο με την έγκριση της ΕΟΚ.
Στις 11/10/44 εκκενώνεται το Ηράκλειο από τους Γερμανούς, αλλά όχι και τα Χανιά, όπου ξεκινά ένας κατοχικός χειμώνας με πείνα, κακουχίες και μαυραγορίτες να πλουτίζουν. Παρόλ’ αυτά, μόνη έγνοια του Μητσοτάκη είναι πώς θα αποφύγει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην πόλη, όταν φύγουν οι Γερμανοί. Ο αποδεκατισμός του ΕΛΑΣ, λοιπόν, είναι βολικός γι’ αυτόν. Και γι’ αυτό το λόγο η ΕΟΚ μένει αμέτοχη στη μεγάλη μάχη των Κεραμειών, όπου ο ΕΛΑΣ αντιμετωπίζει τους Γερμανούς. Παράλληλα, όμως, έχει κι η ηγεσία του ΕΑΜ τις ευθύνες της, αφού το Δεκέμβρη του ’44, όταν η Αθήνα συγκλονιζόταν από τα Δεκεμβριανά, στην Κρήτη το ΕΑΜ τηρούσε στάση αναμονής και άφηνε την πρωτοβουλία για απόφαση στους Άγγλους.
Όλ’ αυτά, δίνουν τη δυνατότητα στους Γερμανούς να μείνουν στα Χανιά ως τον Ιούλη του ’45, αν και σα σκιά του εαυτού τους, αφού η Γερμανία έχει υπογράψει ανακωχή με τους συμμάχους ήδη από το Μάη του ’45. Περισσότερο, όμως, δίνουν το χρόνο στους Άγγλους και στους εθνικόφρονες «πατριώτες» να καταλάβουν τις νευραλγικές θέσεις στη διοίκηση, ιδίως μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας, που για την Κρήτη επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη του Φρε και η οποία προέβλεπε αφοπλισμό του ΕΛΑΣ αλλά όχι και της ΕΟΚ.
Παρά τις εξαιρετικές περιγραφές, η απλότητα του μύθου και η τεχνική του αφηγημένου λόγου σου δίνουν την αίσθηση ότι η Δούκα βιάζεται να προσπεράσει ό,τι θεωρεί ασήμαντο για να φτάσει στην ουσία, δηλαδή την πραγματική ιστορία της περιόδου. Και πράγματι το έργο διακρίνεται από ιστορική ακρίβεια, αφού εμφανώς η συγγραφέας έχει μελετήσει μια σειρά από ιστορικές πηγές, πολλές από τις οποίες απαριθμούνται στο έργο. Μπορεί σε ορισμένα σημεία να κουράζει, ιδίως τον αναγνώστη που δεν έχει άμεση γνώση της περιοχής και των ανθρώπων, με την πληθώρα ονομάτων και τοπωνυμίων που παρατίθενται. Όμως είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσουμε, όχι μόνο γιατί αναφέρεται σ’ ένα άγνωστο κομμάτι της ιστορίας, αλλά κυρίως γιατί παρά τα ξεπουλήματα του ΚΚΕ και την τελική επικράτηση των φιλοκατοχικών και άδικων, η Δούκα μας προτρέπει να διεκδικήσουμε το δίκιο, ακόμα κι αν «είναι ζόρικο πολύ». Και νομίζω πως στην περίοδο που ζούμε δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί της.
Δώρα Κιντή
Έλλη Παππά: Μαρτυρίες μιας διαδρομής
Τιμή 18,17€, 349 σελίδες, Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη
Επιλεκτική μνήμη
Το βιβλίο με τις μαρτυρίες της Έλλης Παππά βρέθηκε για μήνες στις
πρώτες θέσεις της λίστας των μπεστ-σέλερ με αλλεπάλληλες εκδόσεις.
Συνάντησε διθυραμβική σχεδόν υποδοχή στις εφημερίδες και πυροδότησε μια
αντιπαράθεση: αρχικά από πλευράς του ΚΚΕ, και αργότερα, από επιζήσασες
της περιόδου που αναφέρεται (τη Φώφη Λαζάρου και τη Μαρία Καραγιώργη)
από τις σελίδες της Αυγής.Το βιβλίο αποτελείται από μια σειρά κειμένων που είχε παραδώσει η Έλλη Παππά ανάμεσα στο 1993 και 1995 στο Μουσείο Μπενάκη με όρο να δημοσιευθούν μετά το θάνατό της. Κείμενα που αφορούν «Μαρτυρίες μιας διαδρομής» όπως είναι κι ο τίτλος που τους έδωσε το Μουσείο, αλλά που ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από τον Εμφύλιο και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και τις «υποθέσεις» του Ν. Μπελογιάννη και του Ν. Πλουμπίδη. Ως γνωστόν ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε το ’52 και έγινε ήρωας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ο «άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Πικάσο) και ο Πλουμπίδης το ’54 αποκηρυγμένος ως χαφιές από την ηγεσία Ζαχαριάδη. (Αποκαταστάθηκε από το κόμμα του μετά την πτώση του Ζαχαριάδη).
Η Παππά σ’ αυτά τα κείμενα θίγει τρεις κατηγορίες ζητημάτων: την πολιτική των ηγεσιών του ΚΚΕ και τις επιλογές που οδήγησαν στον Εμφύλιο ή τη στάση του απέναντι στην ΕΔΑ, το ρόλο «σκοτεινών προσωπικοτήτων» στην ιστορία του κόμματος και τέλος ένα γενικότερο προβληματισμό για το «σταλινικό φαινόμενο».
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την πρώτη κατηγορία κι όταν το κάνει οι ερμηνείες της δεν πάνε πολύ μακριά από το να θεωρεί ότι η ηγεσία του ΚΚΕ πάτησε απλά τη πεπονόφλουδα που της έριξαν οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές για να ξεκινήσει τον εμφύλιο. Για την Παππά το ΕΑΜ μεγαλούργησε, και ο τυχοδιωκτισμός του Ζαχαριάδη – που είχε την στρατηγική της… σοσιαλιστικής επανάστασης! – έφερε τη συντριβή. Η πολιτική της «εθνικής ενότητας», δηλαδή της ταξικής συνεργασίας που εφάρμοσε το ΚΚΕ στην Κατοχή δεν αναφέρεται καθόλου ως παράγοντας της ήττας. Είναι παράξενο που η Παππά στην «κατάθεσή της» αφιερώνει σελίδες επί σελίδων στην άδικη μοίρα της Χρύσας Χατζηβασιλείου – μέλους του ΠΓ που υποτίθεται είχε διαφωνήσει με την απόφαση για το δεύτερο αντάρτικο – και ξεχνάει να αναφέρει τον Άρη Βελουχιώτη (για να μην αναφερθούμε στους συκοφαντημένους και δολοφονημένους τροτσκιστές).
Ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί από αναγνώστες που δεν έχουν εντρυφήσει στην ιστορία της αριστεράς και του εμφυλίου ως ένα μυθιστόρημα κατασκοπείας: ήταν πράκτορας ο Βαβούδης που αυτοκτόνησε στη κρύπτη με τον ασύρματο στη Καλλιθέα; Μήπως τον Μπελογιάννη τον πρόδωσε ο Ακριτίδης, άλλο μέλος του ΠΓ; Ήταν ο Κώστας Καραγιώργης τόσο «κακός» όσο τον περιέγραφε ο Μπελογιάννης – μέσα από τις αναμνήσεις της Παππά βέβαια. Είναι ερωτήματα που έχουν κάποιο ενδιαφέρον, αλλά που η Παππά δεν κατόρθωσε να δώσει καμιά τεκμηριωμένη απάντηση. Μάλλον τις προσωπικές της αντιπάθειες εκφράζει, σε μια προσπάθεια να ανακηρύξει τον Μπελογιάννη περίπου σαν προάγγελο της γνήσιας αντισταλινικής ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος. Δικαιολογημένα από τη μεριά της, η Μαρία Καραγιώργη επισήμανε ότι ο Μπελογιάννης ήταν μέλος της «ανακριτικής επιτροπής» που έστησε ο Ζαχαριάδης για να βγάλει χαφιέ τον Καραγιώργη.
Η Παππά κάνει σε ένα σημείο μια σαρκαστική παρατήρηση για το θέαμα των ανθρώπων στην ηγεσία του ΚΚΕ «να κοιμούνται σταλινικοί και να ξυπνάνε χρουτσοφικοί. Να κοιμούνται χρουτσοφικοί και να ξυπνάνε μπρεζνιεφικοί. Να κοιμούνται μπρεζνιεφικοί και να ξυπνάνε ‘ανανεωτικοί’, γκορπατσοφικοί. Καταπληκτικές μεταμορφώσεις που ανήκουν στην ψυχοπαθολογία του κομμουνιστικού κινήματος». Ως περιγραφή δεν απέχει και πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Όμως, η «ψυχοπαθολογία» δεν είναι βάση για να ερμηνεύσει κανείς το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, την «προσωπολατρία» που χαρακτήριζε τα σταλινικά κόμματα. Ούτε, πολύ περισσότερο, είναι σωστή ερμηνεία τα ιδεολογικά «προπατορικά αμαρτήματα» των μπολσεβίκων – όπως είχε υποστηρίξει σε άλλα της βιβλία η Παππά.
Τα σταλινικά κόμματα δεν μπορούσαν να ήταν δημοκρατικά, γιατί είχαν πάψει να είναι επαναστατικά. Η πιο αντιδημοκρατική πράξη στην ιστορία του ΚΚΕ ήταν η άρνησή του να ανταποκριθεί στις ελπίδες και τις διαθέσεις του κινήματος της Αντίστασης και να το οδηγήσει στην νικηφόρα σύγκρουση με την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές. Αυτή την συζήτηση δεν την έθιξε καθόλου η Παππά στις «μαρτυρίες της». Όμως, αυτήν ακριβώς τη συζήτηση έχουμε ανάγκη σήμερα.
Λέανδρος Μπόλαρης
Ο Οκτώβρης και η εποχή μας
Επιμέλεια, πρόλογος, εισαγωγή: Χρήστος Κεφαλής, Τιμή 25€, 599 σελίδες, Εκδόσεις Τόπος
Άνισο αποτέλεσμα
Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς, έχοντας ως
αφετηρία το ότι «η Οκτωβριανή επανάσταση υπήρξε ένα ορόσημο του 20ου
αιώνα», βάζει στόχο του να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά «καίρια
ερωτήματα», όπως γράφει και ο επιμελητής της έκδοσης στον πρόλογό του:
«Ποιοι παράγοντες επέτρεψαν στους Μπολσεβίκους να καθοδηγήσουν με
επάρκεια την επανάσταση; Ήταν αναπόφευκτος ο μετέπειτα εκφυλισμός και
αποτελεί άραγε αποτέλεσμα του μπολσεβικισμού και διάψευση της
μαρξιστικής θεωρίας; Τι από τις θετικές δυνατότητες του Οκτώβρη
υλοποιήθηκε και ποιες εναλλακτικές δυνατότητες υπήρχαν ώστε να
αποφευχθεί η αρνητική έκβαση;».
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η συγκεκριμένη έκδοση
έγκειται κύρια στο ότι αποτελείται από μια συλλογή κειμένων πολλών
συγγραφέων που από διαφορετικές – και μερικές φορές αντιθετικές –
οπτικές γωνίες επιχειρούν να παρουσιάσουν ξεχωριστές πλευρές της
Οκτωβριανής Επανάστασης, των κατακτήσεών της και των προσώπων που
έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτήν, αλλά και πλευρές του σταλινικού
καθεστώτος που την ακολούθησε.Η επιλογή των κειμένων και των συγγραφέων τους, αλλά και η άποψη του ίδιου του επιμελητή, τάσσεται εξ αρχής με την αντίληψη ότι ο σταλινισμός ΔΕΝ ήταν συνέχεια του μπολσεβικισμού. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο παρουσιάζονται κείμενα μπολσεβίκων ηγετών της περιόδου 1917-24, όπως του Μπουχάριν, του Τρότσκι, του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ, του Λουνατσάρσκι, του Ράντεκ. Είναι εντυπωσιακό ότι το στοιχείο που διαπερνά τα περισσότερα από αυτά είναι ο διεθνής χαρακτήρας της ρώσικης επανάστασης. Όχι μόνο – όπως θα περίμενε ο αναγνώστης – στα τέσσερα κείμενα του Τρότσκι, αλλά και στα άρθρα του Μπουχάριν («μια διαρκής νίκη του προλεταριάτου είναι αδιανόητη χωρίς την υποστήριξη του δυτικο-ευρωπαϊκού προλεταριάτου...») και των άλλων μπολσεβίκων. Επίσης, μια διαπίστωση που δύσκολα χάνει κανείς διαβάζοντας το πρώτο μέρος του βιβλίου, είναι ότι αν και τα κείμενα είναι γραμμένα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν οι συγγραφείς, όλα κινούνται πάνω στις βασικές κατευθύνσεις που χάραξε ο Οκτώβρης – διεθνισμός, εξουσία των εργατών, πανηγύρι των καταπιεσμένων. Κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δώσει κανείς στην εισήγηση του Τρότσκι για τη βιομηχανία στο 12ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1923. Σε αυτήν ο Τρότσκι εξηγεί βήμα το βήμα με ποιο τρόπο θα πρέπει να ξεπεραστεί βαθμιαία η ΝΕΠ στην κατεύθυνση μιας προσεκτικά σχεδιασμένης εκβιομηχάνισης που θα ενισχύει τη θέση της εργατικής τάξης και χωρίς να έλθει το εργατικό κράτος σε μια μετωπική σύγκρουση με την αγροτιά. Σε αυτό το κείμενο αναγνωρίζει κανείς το χάος που χωρίζει μια τέτοια προσέγγιση από τη ραγδαία εκβιομηχάνιση και τη βίαιη κολεκτιβοποίηση που επέβαλε το σταλινικό καθεστώς στα τέλη της δεκαετίας του '20 και οδήγησε εκατομμύρια εργάτες κι αγρότες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στο θάνατο.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει μαρτυρίες και αναλύσεις που γράφτηκαν – όχι μόνο από μαρξιστές – από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '20 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν: το κείμενο του βρετανού ριζοσπάστη ιστορικού Ε. Χ. Καρ για τα προβλήματα καθυστέρησης που είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει η ρώσικη οικονομία την εποχή του θανάτου του Στάλιν σε συνδυασμό με τις εναλλακτικές προτάσεις που είχαν καταθέσει ο Μπουχάριν και ο Τρότσκι (παίρνοντας θέση κατά του πρώτου)· του Άλμπερτ Αϊνστάιν που υπερασπίζεται τη σχεδιασμένη οικονομία απέναντι στην καπιταλιστική αγορά, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας· της αμερικανίδας δημοσιογράφου και φίλης του Τζον Ριντ, Μπέσι Μπέτι, που σκιαγραφώντας την Αλεξάνδρα Κολοντάι, δίνει μια εικόνα της θέσης των γυναικών και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη Ρωσία ακόμα και μετά την επανάσταση· του ισπανού κομμουνιστή Φ. Κλαουντίν που εκθειάζει την αντίληψη του Τρότσκι για το ενιαίο μέτωπο που θα μπορούσε να αποτρέψει την επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία και αναλύει το πώς το ΚΚ Ισπανίας με εντολές του Στάλιν «έγινε ουρά των φιλελεύθερων αστικών δυνάμεων» και πρόδωσε την επανάσταση. Πολύ ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή προέρχεται μέσα από τα σπλάχνα της ίδιας της γραφειοκρατίας, είναι το κείμενο του μετέπειτα γραμματέα του ΚΚΣΕ, του Ν. Χρουστσόφ. Αν και για προφανείς λόγους διακρίνεται από επιδερμική και εντελώς προσωπικού τύπου κριτική στον Στάλιν, αποκαλύπτει όχι μόνο τον τερατώδη ρόλο του στις εκκαθαρίσεις όλων των παλιών μπολσεβίκων τη δεκαετία του '30, αλλά και διαλύει το μύθο του «μεγάλου ηγέτη» στη διάρκεια του πολέμου ενάντια στην γερμανική εισβολή παρουσιάζοντας τον Στάλιν ως «πανικοβλημένο και εντελώς απροετοίμαστο» να αντιμετωπίσει την επίθεση.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου περιέχει κείμενα που γράφτηκαν μετά το 1989 και είναι το πιο αδύναμο. Τρία είναι τα κείμενα που ξεχωρίζουν: η καταπληκτική ανάλυση της Άννα Τσεν για τον Αϊζενστάιν και τις ταινίες του (μεταφρασμένη από το περιοδικό International Socialism), το άρθρο της Έλλης Παππά για Το Λουτρό, το τελευταίο θεατρικό έργο του Μαγιακόφσκι, και η βασισμένη σε πρόσφατα στοιχεία αποκαλυπτική έρευνα του Ο. Πασχαλινά για το λιμό που κτύπησε το 1932-33 τη Ρωσία ως συνέπεια της βίαιης κολεκτιβοποίησης και έστειλε στο θάνατο εκατομμύρια αγρότες. Το κείμενο του Γ. Τόλιου που επιχειρεί να εξηγήσει τις «Οικονομικές αιτίες κατάρρευσης του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στην ΕΣΣΔ», ενώ κάνει τις πραγματικές διαπιστώσεις για τη στασιμότητα της ρωσικής οικονομίας, καταλήγει να υπερασπίζεται τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ ως σοσιαλιστική διέξοδο από την κρίση.
Δυστυχώς, παρά τα αρκετά καλά κείμενα που υπάρχουν, το βιβλίο ως σύνολο χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και απέχει πολύ από να πετύχει αυτό που διεκδικεί: να δώσει μια συνεκτική, έστω και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, απάντηση στα ερωτήματα που θέτει στον πρόλογο ο επιμελητής. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στις διαφορετικές προσεγγίσεις· αυτές θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη σφαιρικότητα της εικόνας. Το πρόβλημα βρίσκεται στην άποψη του ίδιου του επιμελητή που από το ξεκίνημα έχει φροντίσει να κατευθύνει τον αναγνώστη – πράγμα βέβαια που έχει επηρεάσει και την επιλογή των κειμένων. Σχεδόν όλα τα συμπεράσματα που εξάγει ο Χ. Κεφαλής στη μακροσκελή εισαγωγή του για το πώς εκφυλίστηκε ο Οκτώβρης και τι εναλλακτικές διέξοδοι υπήρχαν, είναι σε λάθος κατεύθυνση και συχνά έρχονται σε αντίθεση και με τα ίδια τα κείμενα που παρατίθενται. Σύμφωνα με την εισαγωγή του επιμελητή «η υπαρκτή σοσιαλιστική δομή [της ΕΣΣΔ] γεννούσε διαρκώς τάσεις που έτειναν να υπερβούν τη σταλινική διαστροφή». Αυτό επιβεβαιώθηκε από «κατοπινά γεγονότα, όπως το 20ο Συνέδριο και η Περεστρόικα». Ο Τρότσκι «δεν προσδιόριζε με ακρίβεια τι μπορούσε να οικοδομηθεί στην ΕΣΣΔ... και... παρέκκλινε σπασμωδικά προς την ακρότητα της ταχείας κολεκτιβοποίησης». Επίσης, ο Τρότσκι επιμένοντας για «την ανάγκη μιας πολιτικής επανάστασης για την ανατροπή της γραφειοκρατίας... παράβλεπε τις δυνατότητες μιας εσωτερικής μεταρρύθμισης του καθεστώτος που φάνηκαν αργότερα με το 20ο συνέδριο και την Περεστρόικα». Διαβάζουμε ακόμα πως ο Τρότσκι κακώς ήρθε «σε αντιπαράθεση με την επιλογή των Λαϊκών Μετώπων» τη δεκαετία του '30 και ότι έτσι «οδήγησε τις τροτσκιστικές ομάδες στην απομόνωση»!
Ύστερα από τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου περίεργο γιατί στον ογκώδη αυτό τόμο δεν υπάρχουν καθόλου κείμενα του Τόνι Κλιφ ή άλλων μαρξιστών που, στηριγμένοι στην πρωτοπόρα ανάλυση του Τρότσκι για τον εκφυλισμό της Οκτωβριανής Επανάστασης, ερμηνεύουν τον σταλινισμό με βάση τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού. Είναι κρίμα, γιατί το εγχείρημα μιας συλλογής κειμένων για τον «Οκτώβρη και την εποχή μας», θα έπρεπε να έχει μια καλύτερη τύχη. Προσωπικά προτείνω στους πιθανούς αναγνώστες καλύτερα να αγνοήσουν την εισαγωγή και τα σχόλια του επιμελητή. Τα ίδια τα κείμενα δίνουν μια πολύ πιο καλή εικόνα. Αλλά αν θέλετε μια σφαιρική περιγραφή και ανάλυση προτείνω να διαβάσετε τα δυο βιβλία του Τόνι Κλιφ που πραγματικά απαντούν στα ερωτήματα του προλόγου: το «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία» και την τετράτομη βιογραφία του Λέον Τρότσκι.
Κώστας Πίττας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου