Το πολυτεχνείο είναι εδώ
Συγγραφείς: Μαρία Στύλλου, Λέανδρος Μπόλαρης, Πάνος Γκαργκάνας
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 100
Τιμή: 3 €
Προσθήκη στο καλάθι αγοράς
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου χρόνια πριν, ήταν η αρχή του τέλους της χούντας. Δεν ήταν υπόθεση μιας χούφτας φοιτητών, ήταν ένας μαζικός ξεσηκωμός των εργατών και τη νεολαίας, κομμάτι της παγκόσμιας έκρηξης του '68, ενός κινήματος που έβαζε στην προοπτική του την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλευση, την καταπίεση και τον πόλεμο.
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
του Ειρηναίου Μαράκη
23η Αυγούστου '09
Χανιά Κρήτης
Ο καιρός των ανέμων και μία τρομακτική διαπίστωση ότι φτάσαμε στο τέλος του χρόνου.Η φυγή μας ψεύτικη προσδοκία και ο φόβος εμπόδιο στην πορεία μας.
Μόνη λύση,μου λές,η Επανάσταση.
Η επανάσταση που στο τέλος θα μεταλλαχθεί σε μια νέα τυραννία,θα μας κλείσει έξω από τα τείχη της και εμείς θα περιμένουμε όσα μας υποσχέθηκαν...
Αλλά τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο.
23η Αυγούστου '09
Χανιά Κρήτης
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα Β' Οι άνθρωποι και τα έργα Μανώλης Σειραγάκης
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα
Β' Οι άνθρωποι και τα έργα
Μανώλης Σειραγάκης
ΘEATPO / ΣΚΗΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χαρτόδετο
ISBN: 978-960-03-4904-7
σελ. 422
12 Οκτωβρίου 2009
Τιμή: € 35,00
Ο Μεσοπόλεμος αποτέλεσε το κατεξοχήν μεταβατικό στάδιο για τη διαμόρφωση του σύγχρονου προσώπου της νεοελληνικής σκηνής και το θέατρό του ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία μουσικό. Σε μια εποχή όπου η κυκλοφορία καινούργιων τραγουδιών, το λανσάρισμα καινούργιων ειδών ένδυσης, η εκμάθηση των μοντέρνων χορών και η υιοθέτηση τρόπων καλής συμπεριφοράς γίνονταν όλα στον ίδιο χώρο, στη σκηνή της Οπερέττας και της Επιθεώρησης δηλαδή, η μελέτη της ζωής των δύο ειδών αποκτά ενδιαφέρον που δεν είναι πια μόνο θεατρικό αλλά ευρύτερα κοινωνικό.
Η ακμή στην οποία με συνεχείς δοκιμές το θέατρο αυτό κατάφερε να φτάσει την περίοδο 1928-1936 άρχισε να υποχωρεί κάτω από την πίεση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και τον ανταγωνισμό του κινηματογράφου. Ως τότε όμως είχε αφήσει περί τα 1.000 έργα, που αποτέλεσαν μαγιά για τις μετέπειτα επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, και είχε εγκαταστήσει στη σκηνή, πέρα από το θεματικό δίπολο φτώχια – πλούτη που επίσης πέρασε στον κινηματογράφο, ένα πάνθεον κωμικών ηρώων, κραταιών μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Στοv δεύτερο τόμο αυτής της μελέτης εξετάζεται η δράση των επιμέρους θεατρικών ειδικοτήτων (ηθοποιών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, σκηνοθετών, χορογράφων), ενώ παρέχονται στον αναγνώστη μια σειρά εργαλεία για την καλύτερη χρήση της μελέτης συνολικά: βιβλιογραφία, πίνακες στατιστικών στοιχείων, παραστασιογραφία, αποσπάσματα επιθεωρήσεων, ευρετήρια.
Μανώλης Σειραγάκης
Ο Μανώλης Σειραγάκης είναι ηθοποιός και λέκτωρ Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, όπου σπούδασε Φιλολογία. Στην Αθήνα σπούδασε ηθοποιός, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Έπαιξε στο «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη, στο «Εθνικό Θέατρο», στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, στο Θεσσαλικό Θέατρο, πήρε μέρος στη μουσική ομάδα «A piacere» της Μελίνας Παιονίδου και στις «Χοροροές» της Σοφίας Σπυράτου. Επτά φορές συμμετείχε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα για το θέατρο στα περιοδικά Νέα Εστία («Η 4η Αυγούστου και το θέατρο»), Παράβασις («Ο θίασος των Νέων στο Παγκράτι, Παυσίλυπα θεάματα»), Επτά Ημέρες («Το θέατρο στη δεκαετία του 1930»), Ατάκα, Πυξίδα («Το πρώτο μιούζικαλ στην Ελλάδα»), Τζαζ και Jazz («Προϊστορία της Τζαζ στην Ελλάδα»), Δρώμενα («Η ελληνική Οπερέττα»), Αριάδνη («Ο χορός στην Οπερέττα») και στον τόμο Στέφανος - Τιμητική προσφορά στον Βάλτερ Πούχνερ («Σχέση του Θεάτρου Σκιών με τα υπόλοιπα είδη θεάτρου»).
Εκδόσεις Καστανιώτη
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα, 2009
© 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη
Designed by The Zyme
t:P
Εκδόσεις: Ζαλόγγου 11, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530, info@kastaniotis.com
Βιβλιοπωλείο: Σόλωνος 131, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530
Β' Οι άνθρωποι και τα έργα
Μανώλης Σειραγάκης
ΘEATPO / ΣΚΗΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χαρτόδετο
ISBN: 978-960-03-4904-7
σελ. 422
12 Οκτωβρίου 2009
Τιμή: € 35,00
Ο Μεσοπόλεμος αποτέλεσε το κατεξοχήν μεταβατικό στάδιο για τη διαμόρφωση του σύγχρονου προσώπου της νεοελληνικής σκηνής και το θέατρό του ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία μουσικό. Σε μια εποχή όπου η κυκλοφορία καινούργιων τραγουδιών, το λανσάρισμα καινούργιων ειδών ένδυσης, η εκμάθηση των μοντέρνων χορών και η υιοθέτηση τρόπων καλής συμπεριφοράς γίνονταν όλα στον ίδιο χώρο, στη σκηνή της Οπερέττας και της Επιθεώρησης δηλαδή, η μελέτη της ζωής των δύο ειδών αποκτά ενδιαφέρον που δεν είναι πια μόνο θεατρικό αλλά ευρύτερα κοινωνικό.
Η ακμή στην οποία με συνεχείς δοκιμές το θέατρο αυτό κατάφερε να φτάσει την περίοδο 1928-1936 άρχισε να υποχωρεί κάτω από την πίεση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και τον ανταγωνισμό του κινηματογράφου. Ως τότε όμως είχε αφήσει περί τα 1.000 έργα, που αποτέλεσαν μαγιά για τις μετέπειτα επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, και είχε εγκαταστήσει στη σκηνή, πέρα από το θεματικό δίπολο φτώχια – πλούτη που επίσης πέρασε στον κινηματογράφο, ένα πάνθεον κωμικών ηρώων, κραταιών μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Στοv δεύτερο τόμο αυτής της μελέτης εξετάζεται η δράση των επιμέρους θεατρικών ειδικοτήτων (ηθοποιών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, σκηνοθετών, χορογράφων), ενώ παρέχονται στον αναγνώστη μια σειρά εργαλεία για την καλύτερη χρήση της μελέτης συνολικά: βιβλιογραφία, πίνακες στατιστικών στοιχείων, παραστασιογραφία, αποσπάσματα επιθεωρήσεων, ευρετήρια.
Μανώλης Σειραγάκης
Ο Μανώλης Σειραγάκης είναι ηθοποιός και λέκτωρ Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, όπου σπούδασε Φιλολογία. Στην Αθήνα σπούδασε ηθοποιός, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Έπαιξε στο «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη, στο «Εθνικό Θέατρο», στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, στο Θεσσαλικό Θέατρο, πήρε μέρος στη μουσική ομάδα «A piacere» της Μελίνας Παιονίδου και στις «Χοροροές» της Σοφίας Σπυράτου. Επτά φορές συμμετείχε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα για το θέατρο στα περιοδικά Νέα Εστία («Η 4η Αυγούστου και το θέατρο»), Παράβασις («Ο θίασος των Νέων στο Παγκράτι, Παυσίλυπα θεάματα»), Επτά Ημέρες («Το θέατρο στη δεκαετία του 1930»), Ατάκα, Πυξίδα («Το πρώτο μιούζικαλ στην Ελλάδα»), Τζαζ και Jazz («Προϊστορία της Τζαζ στην Ελλάδα»), Δρώμενα («Η ελληνική Οπερέττα»), Αριάδνη («Ο χορός στην Οπερέττα») και στον τόμο Στέφανος - Τιμητική προσφορά στον Βάλτερ Πούχνερ («Σχέση του Θεάτρου Σκιών με τα υπόλοιπα είδη θεάτρου»).
Εκδόσεις Καστανιώτη
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα, 2009
© 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη
Designed by The Zyme
t:P
Εκδόσεις: Ζαλόγγου 11, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530, info@kastaniotis.com
Βιβλιοπωλείο: Σόλωνος 131, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ «Ψυχή βαθιά» του Π. Βούλγαρη
60 χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Τα «Δύο Έθνη» παραμένουν ασυμφιλίωτα...
Φύλλο: 890
Λέανδρος Μπόλαρης
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση. Η κυκλοφορία της, βγήκε στις αίθουσες στις 22 Οκτώβρη, συμπίπτει ουσιαστικά με την επέτειο των εξήντα χρόνων από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Αλλά κι αυτή η «σύμπτωση» να μην υπήρχε, πάλι η συζήτηση θα ήταν έντονη. Γιατί ο Βούλγαρης δεν διηγείται απλά μια ανθρώπινη ιστορία που διαδραματίζεται μέσα στον εμφύλιο. Κάνει ένα πολιτικό σχόλιο για το ίδιο το γεγονός.
Η πλοκή ξετυλίγεται το 1949, στο Γράμμο, στις τελευταίες φάσεις του εμφυλίου. Η διήγηση προχωρά με βάση την ιστορία του Ανέστη και του Βλάση, δυο αδέλφια, ντόπια τσοπανόπουλα. Ο πρώτος βρίσκεται στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου. Ο δεύτερος και μικρότερος, ο Βλάσης, «απέναντι» -κυριολεκτικά, στο συγκρότημα του καπετάν-Ντούλα. Ξεκλέβουν στιγμές για να συναντηθούν σε λημέρια που μόνο αυτοί γνωρίζουν. Ανησυχούν για τη μάνα τους, που είναι κλεισμένη σε στρατόπεδο «ανταρτόπληκτων» -ο κυβερνητικός στρατός είχε εκκενώσει χιλιάδες χωριά για να στερήσει από τους αντάρτες τη βάση τους και τον ανεφοδιασμό τους.
Η ατμόσφαιρα του πολέμου δίνεται με έντονο τρόπο. Δεν είναι μόνο οι σκηνές των μαχών -που σε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα: η αντάρτισσα Γιαννούλα να θερίζει με το πολυβόλο για παράδειγμα. Είναι και τα ερειπωμένα, σχεδόν στοιχειωμένα χωριά, οι εφιάλτες το βράδυ, η νοσταλγία -ιδιαίτερα των κυβερνητικών φαντάρων- για το σπίτι τους, να «φύγουμε από αυτά τα κατσάβραχα».
Ανθρώπινη ιστορία, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, για τη φρίκη του πολέμου, και ιδιαίτερα ενός εμφυλίου. Όμως, η πολιτική είναι παρούσα σε όλη τη ταινία -μια πολιτική οπτική για τον εμφύλιο. Από την αρχή της ταινίας, βλέπουμε ένα κατάλογο με τους «έλληνες νεκρούς στους πολέμους»: Βαλκανικοί, Μικρασιατική Εκστρατεία, 1940-41. Ο Εμφύλιος είναι ο πιο πολυαίμακτος. Το συμπέρασμα διατυπώνεται χωρίς λόγια: μια ακόμα «περιπέτεια» -δυστυχία στη μακρά πορεία του «νέου ελληνισμού»...
Η σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος πάει να πάρει το νεκρό εγγονό του από το κυβερνητικό στρατόπεδο για να τον θάψει στο χωριό του, συνοψίζει την οπτική της ταινίας: «Δεν είναι πόλεμος αυτός που μας βρήκε» λέει στον ταξίαρχο «Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες...». Το μήνυμα επαναλαμβάνεται συχνά: σε μια άλλη σκηνή ο ίδιος ταξίαρχος αφού δηλώνει ότι έχει δυο γιους στη πρώτη γραμμή, λόγω επιστράτευσης, λέει «και ποιος θέλει να είναι δω στα βουνά να πολεμάει Ελληνες...»
Ποιος αλήθεια; Αναρωτιέται κανείς, γιατί έγινε ο εμφύλιος. Λες και ήταν μια θεομηνία που ξερίζωσε ανθρώπους και τους πέταξε τυχαία σε στρατόπεδα ή ίσως η «κατάρα του γένους» που τρώει τις σάρκες του από παλιά... Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, όμως, το σενάριο οδηγείται σε προφανείς ακροβασίες. Η πρώτη σκηνή δείχνει τον Σοφούλη και τον βασιλιά Παύλο να συζητάνε για το αν μπορεί να επέλθει μια ειρηνική επίλυση. Ο βασιλιάς, σχεδόν συντετριμμένος λέει: «Πια αποφασίζουν οι Αμερικανοί». Όμως το 1949, και μάλιστα την εποχή που η «ανταρσία» ψυχορραγούσε, δεν υπήρχε όχι στο Παλάτι, αλλά σε ολόκληρο τον αστικό πολιτικό κόσμο μια φωνή που να μην ζητάει παραδειγματική συντριβή του αντάρτικου και της αριστεράς. Το αιματοβαμμένο καρναβάλι της αντεπανάστασης ήτανε στο φόρτε του...
Στρατηγός
Σε μια άλλη σκηνή, ο Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλητ πιέζει το Γενικό Επιτελείο να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους αντάρτες στο Γράμμο-Βίτσι μέσα σε έξι βδομάδες. «Είστε 140.000» λέει «κι είναι 15.000». Εκεί τους παρουσιάζει τις βόμβες ναπάλμ που κατακαίνε τα πάντα σε απόσταση όταν εκρήγνυνται. Το Επιτελείο, μαζί με τον Αρχιστράτηγο διστάζουν, νιώθουν ενοχές...
Όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνανε. Ο Παπάγος, ο Τσακαλώτος κι οι άλλοι στρατηγοί, δεν είχαν πρόβλημα όχι να κάψουν ζωντανούς τους αντάρτες με τις ναπάλμ αλλά και να αδειάσουν ολόκληρες επαρχίες στέλνοντας τους χωρικούς στα στρατόπεδα, ακόμα και στη Μακρόνησο. Τα έκτακτα στρατοδικεία δεν έστελναν στο απόσπασμα μοναχά αιχμαλωτισμένους αντάρτες -ακόμα και μια προκήρυξη ή ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης αρκούσε...
Όχι ότι ο Π. Βούλγαρης υιοθετεί τις αντιδραστικές θεωρίες που είχαν γίνει της μόδας κάποιο διάστημα, απόψεις που έριχναν το φταίξιμο λίγο πολύ στην «κόκκινη τρομοκρατία» της αριστεράς, στην «ολοκληρωτική λογική» της. Κάθε άλλο. Οι πιο συγκλονιστικές, τραγικές και ανθρώπινες στιγμές της ταινίας έχουν «πρωταγωνιστές» αντάρτες και αντάρτισσες. «Συναγωνίστρια, τι ήσουν πριν γίνεις συναγωνίστρια;» ρωτάει ο Βλάσης την Γιαννούλα. «Ράφτρα ήμουν» του απαντάει «και όταν νικήσουμε πάλι ράφτρα θα είμαι». Προς το τέλος, όταν οι αιχμαλωτισμένοι αντάρτες και αντάρτισσες περιμένουν την εκτέλεση, μια νεαρή αντάρτισσα ρωτάει έναν άλλον «Μυτιληνιέ, πες μου πως είναι η θάλασσα, δεν την έχω δει ποτέ...»
Σ΄ αυτό το σημείο, αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω. Ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος, συμβουλεύει τον Ανέστη να ορμηνέψει τον Βλάση - που έχει αιχμαλωτισθεί μαζι με άλλους - «πες του να δηλώσει βιαίως στρατολογηθείς» από τους αντάρτες μπροστά στους στρατοδίκες. Τι ήταν ο Βλάσης -και μαζί του χιλιάδες ακόμα «Βλάσηδες»; Τυπικά ναι, ο Δημοκρατικός Στρατός έκανε επιστράτευση. Ηταν απόδειξη της αδυναμίας του να προσελκύσει μαζικό κύμα εθελοντικής κατάταξης, όπως ο ΕΛΑΣ στην κατοχή. Όμως, ο Βλάσης έχει πάει μόνος του να βρει τους αντάρτες και πεθαίνει «αμετανόητος». Η απάντηση είναι, λοιπόν -και «στρατολογηθείς» και «εθελοντής». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, που είχαν περάσει από τις οργανώσεις της Αντίστασης δέχονταν να «στρατολογηθούν βιαίως» -αυτό σήμαινε τη πίστη τους στο σκοπό των ανταρτών αλλά και τις αμφιβολίες τους, για τη δυνατότητα της νίκης.
Στον κυβερνητικό στρατό, επίσης, πολέμησαν χιλιάδες αριστεροί άνθρωποι. Γιατί οι λιποταξίες προς την πλευρά των ανταρτών ήταν τόσο λίγες; Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα, χρήζουν πολιτικών απαντήσεων -που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να δοθούν με επικλήσεις στην «εθνική συμφιλίωση».
Ο Π. Βούλγαρης υπαινίσσεται κάποιες απαντήσεις για την ήττα της αριστεράς. Σε μια σκηνή εμφανίζεται ο Ζαχαριάδης (για κάποιο λόγο, ο σκηνοθέτης δεν μας «ενημερώνει» ότι αυτός είναι ο Ζαχαριάδης) να αποχαιρετάει τους διοικητές του. «Πώς να τους πούμε» αναρωτιέται μετά ο υποδιοικητής του Ντούλα «ότι οι σοβιετικοί σύντροφοι δεν θα ΄ρθουν ποτέ;» Ισως, γι΄ αυτό ο σκηνοθέτης να δέχεται τα πυρά του ΚΚΕ που μαζί με τον Στάλιν έχει ξεθάψει και τον Ζαχαριάδη...
Όμως, το μήνυμα της ταινίας παραμένει αυτό της «εθνικής συμφιλίωσης». Ο Π. Βούλγαρης έλεγε σε μια συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 11/10: «Μετά από 60 χρόνια, προσπάθησα να είμαι δίκαιος - κυρίως προς τα νέα παιδιά: τους αντάρτες και τους φαντάρους που πρωταγωνίστησαν σε αυτό τον κυκλώνα του αίματος, ξεκομμένοι πάνω στα βουνά χωρίς να ξέρουν γιατί είναι εκεί». Όλοι ξέρανε «γιατί είναι εκεί» -ίσως το «πως βρέθηκαν εκεί» να είναι ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα -που έχει βασανίσει τουλάχιστον τις γενιές των ηττημένων...
Το δίκαιο δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις. Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν το τίμημα που πλήρωσε το κίνημα της Αντίστασης γιατί η επανάστασή του έμεινε στα μισά του δρόμου. Υπάρχουν ευθύνες γι΄ αυτό: η πολιτική της ηγεσίας του. Όμως, για τον «κυκλώνα του αίματος» οι υπεύθυνοι είναι συγκεκριμένοι. Είναι η κυρίαρχη τάξη, οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι και συνένοχοί της.
Εξήντα χρόνια μετά, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να είναι δυο. Και μιας και γίνεται συζήτηση για το «έθνος» μ΄ αφορμή και αυτή την ταινία, καλό είναι να θυμηθούμε τον Λένιν. «Σε κάθε σύγχρονο έθνος υπάρχουν δυο έθνη», έγραφε το 1913. Των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, αυτών που έχουν συμφέρον να κρατήσουν όρθια την παλιά κοινωνία και αυτών που θέλουν να τη γκρεμίσουν. Αυτό είναι ένα κομμάτι της κληρονομιάς του εμφυλίου.
60 χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Τα «Δύο Έθνη» παραμένουν ασυμφιλίωτα...
Φύλλο: 890
Λέανδρος Μπόλαρης
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση. Η κυκλοφορία της, βγήκε στις αίθουσες στις 22 Οκτώβρη, συμπίπτει ουσιαστικά με την επέτειο των εξήντα χρόνων από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Αλλά κι αυτή η «σύμπτωση» να μην υπήρχε, πάλι η συζήτηση θα ήταν έντονη. Γιατί ο Βούλγαρης δεν διηγείται απλά μια ανθρώπινη ιστορία που διαδραματίζεται μέσα στον εμφύλιο. Κάνει ένα πολιτικό σχόλιο για το ίδιο το γεγονός.
Η πλοκή ξετυλίγεται το 1949, στο Γράμμο, στις τελευταίες φάσεις του εμφυλίου. Η διήγηση προχωρά με βάση την ιστορία του Ανέστη και του Βλάση, δυο αδέλφια, ντόπια τσοπανόπουλα. Ο πρώτος βρίσκεται στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου. Ο δεύτερος και μικρότερος, ο Βλάσης, «απέναντι» -κυριολεκτικά, στο συγκρότημα του καπετάν-Ντούλα. Ξεκλέβουν στιγμές για να συναντηθούν σε λημέρια που μόνο αυτοί γνωρίζουν. Ανησυχούν για τη μάνα τους, που είναι κλεισμένη σε στρατόπεδο «ανταρτόπληκτων» -ο κυβερνητικός στρατός είχε εκκενώσει χιλιάδες χωριά για να στερήσει από τους αντάρτες τη βάση τους και τον ανεφοδιασμό τους.
Η ατμόσφαιρα του πολέμου δίνεται με έντονο τρόπο. Δεν είναι μόνο οι σκηνές των μαχών -που σε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα: η αντάρτισσα Γιαννούλα να θερίζει με το πολυβόλο για παράδειγμα. Είναι και τα ερειπωμένα, σχεδόν στοιχειωμένα χωριά, οι εφιάλτες το βράδυ, η νοσταλγία -ιδιαίτερα των κυβερνητικών φαντάρων- για το σπίτι τους, να «φύγουμε από αυτά τα κατσάβραχα».
Ανθρώπινη ιστορία, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, για τη φρίκη του πολέμου, και ιδιαίτερα ενός εμφυλίου. Όμως, η πολιτική είναι παρούσα σε όλη τη ταινία -μια πολιτική οπτική για τον εμφύλιο. Από την αρχή της ταινίας, βλέπουμε ένα κατάλογο με τους «έλληνες νεκρούς στους πολέμους»: Βαλκανικοί, Μικρασιατική Εκστρατεία, 1940-41. Ο Εμφύλιος είναι ο πιο πολυαίμακτος. Το συμπέρασμα διατυπώνεται χωρίς λόγια: μια ακόμα «περιπέτεια» -δυστυχία στη μακρά πορεία του «νέου ελληνισμού»...
Η σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος πάει να πάρει το νεκρό εγγονό του από το κυβερνητικό στρατόπεδο για να τον θάψει στο χωριό του, συνοψίζει την οπτική της ταινίας: «Δεν είναι πόλεμος αυτός που μας βρήκε» λέει στον ταξίαρχο «Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες...». Το μήνυμα επαναλαμβάνεται συχνά: σε μια άλλη σκηνή ο ίδιος ταξίαρχος αφού δηλώνει ότι έχει δυο γιους στη πρώτη γραμμή, λόγω επιστράτευσης, λέει «και ποιος θέλει να είναι δω στα βουνά να πολεμάει Ελληνες...»
Ποιος αλήθεια; Αναρωτιέται κανείς, γιατί έγινε ο εμφύλιος. Λες και ήταν μια θεομηνία που ξερίζωσε ανθρώπους και τους πέταξε τυχαία σε στρατόπεδα ή ίσως η «κατάρα του γένους» που τρώει τις σάρκες του από παλιά... Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, όμως, το σενάριο οδηγείται σε προφανείς ακροβασίες. Η πρώτη σκηνή δείχνει τον Σοφούλη και τον βασιλιά Παύλο να συζητάνε για το αν μπορεί να επέλθει μια ειρηνική επίλυση. Ο βασιλιάς, σχεδόν συντετριμμένος λέει: «Πια αποφασίζουν οι Αμερικανοί». Όμως το 1949, και μάλιστα την εποχή που η «ανταρσία» ψυχορραγούσε, δεν υπήρχε όχι στο Παλάτι, αλλά σε ολόκληρο τον αστικό πολιτικό κόσμο μια φωνή που να μην ζητάει παραδειγματική συντριβή του αντάρτικου και της αριστεράς. Το αιματοβαμμένο καρναβάλι της αντεπανάστασης ήτανε στο φόρτε του...
Στρατηγός
Σε μια άλλη σκηνή, ο Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλητ πιέζει το Γενικό Επιτελείο να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους αντάρτες στο Γράμμο-Βίτσι μέσα σε έξι βδομάδες. «Είστε 140.000» λέει «κι είναι 15.000». Εκεί τους παρουσιάζει τις βόμβες ναπάλμ που κατακαίνε τα πάντα σε απόσταση όταν εκρήγνυνται. Το Επιτελείο, μαζί με τον Αρχιστράτηγο διστάζουν, νιώθουν ενοχές...
Όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνανε. Ο Παπάγος, ο Τσακαλώτος κι οι άλλοι στρατηγοί, δεν είχαν πρόβλημα όχι να κάψουν ζωντανούς τους αντάρτες με τις ναπάλμ αλλά και να αδειάσουν ολόκληρες επαρχίες στέλνοντας τους χωρικούς στα στρατόπεδα, ακόμα και στη Μακρόνησο. Τα έκτακτα στρατοδικεία δεν έστελναν στο απόσπασμα μοναχά αιχμαλωτισμένους αντάρτες -ακόμα και μια προκήρυξη ή ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης αρκούσε...
Όχι ότι ο Π. Βούλγαρης υιοθετεί τις αντιδραστικές θεωρίες που είχαν γίνει της μόδας κάποιο διάστημα, απόψεις που έριχναν το φταίξιμο λίγο πολύ στην «κόκκινη τρομοκρατία» της αριστεράς, στην «ολοκληρωτική λογική» της. Κάθε άλλο. Οι πιο συγκλονιστικές, τραγικές και ανθρώπινες στιγμές της ταινίας έχουν «πρωταγωνιστές» αντάρτες και αντάρτισσες. «Συναγωνίστρια, τι ήσουν πριν γίνεις συναγωνίστρια;» ρωτάει ο Βλάσης την Γιαννούλα. «Ράφτρα ήμουν» του απαντάει «και όταν νικήσουμε πάλι ράφτρα θα είμαι». Προς το τέλος, όταν οι αιχμαλωτισμένοι αντάρτες και αντάρτισσες περιμένουν την εκτέλεση, μια νεαρή αντάρτισσα ρωτάει έναν άλλον «Μυτιληνιέ, πες μου πως είναι η θάλασσα, δεν την έχω δει ποτέ...»
Σ΄ αυτό το σημείο, αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω. Ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος, συμβουλεύει τον Ανέστη να ορμηνέψει τον Βλάση - που έχει αιχμαλωτισθεί μαζι με άλλους - «πες του να δηλώσει βιαίως στρατολογηθείς» από τους αντάρτες μπροστά στους στρατοδίκες. Τι ήταν ο Βλάσης -και μαζί του χιλιάδες ακόμα «Βλάσηδες»; Τυπικά ναι, ο Δημοκρατικός Στρατός έκανε επιστράτευση. Ηταν απόδειξη της αδυναμίας του να προσελκύσει μαζικό κύμα εθελοντικής κατάταξης, όπως ο ΕΛΑΣ στην κατοχή. Όμως, ο Βλάσης έχει πάει μόνος του να βρει τους αντάρτες και πεθαίνει «αμετανόητος». Η απάντηση είναι, λοιπόν -και «στρατολογηθείς» και «εθελοντής». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, που είχαν περάσει από τις οργανώσεις της Αντίστασης δέχονταν να «στρατολογηθούν βιαίως» -αυτό σήμαινε τη πίστη τους στο σκοπό των ανταρτών αλλά και τις αμφιβολίες τους, για τη δυνατότητα της νίκης.
Στον κυβερνητικό στρατό, επίσης, πολέμησαν χιλιάδες αριστεροί άνθρωποι. Γιατί οι λιποταξίες προς την πλευρά των ανταρτών ήταν τόσο λίγες; Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα, χρήζουν πολιτικών απαντήσεων -που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να δοθούν με επικλήσεις στην «εθνική συμφιλίωση».
Ο Π. Βούλγαρης υπαινίσσεται κάποιες απαντήσεις για την ήττα της αριστεράς. Σε μια σκηνή εμφανίζεται ο Ζαχαριάδης (για κάποιο λόγο, ο σκηνοθέτης δεν μας «ενημερώνει» ότι αυτός είναι ο Ζαχαριάδης) να αποχαιρετάει τους διοικητές του. «Πώς να τους πούμε» αναρωτιέται μετά ο υποδιοικητής του Ντούλα «ότι οι σοβιετικοί σύντροφοι δεν θα ΄ρθουν ποτέ;» Ισως, γι΄ αυτό ο σκηνοθέτης να δέχεται τα πυρά του ΚΚΕ που μαζί με τον Στάλιν έχει ξεθάψει και τον Ζαχαριάδη...
Όμως, το μήνυμα της ταινίας παραμένει αυτό της «εθνικής συμφιλίωσης». Ο Π. Βούλγαρης έλεγε σε μια συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 11/10: «Μετά από 60 χρόνια, προσπάθησα να είμαι δίκαιος - κυρίως προς τα νέα παιδιά: τους αντάρτες και τους φαντάρους που πρωταγωνίστησαν σε αυτό τον κυκλώνα του αίματος, ξεκομμένοι πάνω στα βουνά χωρίς να ξέρουν γιατί είναι εκεί». Όλοι ξέρανε «γιατί είναι εκεί» -ίσως το «πως βρέθηκαν εκεί» να είναι ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα -που έχει βασανίσει τουλάχιστον τις γενιές των ηττημένων...
Το δίκαιο δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις. Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν το τίμημα που πλήρωσε το κίνημα της Αντίστασης γιατί η επανάστασή του έμεινε στα μισά του δρόμου. Υπάρχουν ευθύνες γι΄ αυτό: η πολιτική της ηγεσίας του. Όμως, για τον «κυκλώνα του αίματος» οι υπεύθυνοι είναι συγκεκριμένοι. Είναι η κυρίαρχη τάξη, οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι και συνένοχοί της.
Εξήντα χρόνια μετά, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να είναι δυο. Και μιας και γίνεται συζήτηση για το «έθνος» μ΄ αφορμή και αυτή την ταινία, καλό είναι να θυμηθούμε τον Λένιν. «Σε κάθε σύγχρονο έθνος υπάρχουν δυο έθνη», έγραφε το 1913. Των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, αυτών που έχουν συμφέρον να κρατήσουν όρθια την παλιά κοινωνία και αυτών που θέλουν να τη γκρεμίσουν. Αυτό είναι ένα κομμάτι της κληρονομιάς του εμφυλίου.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ» Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Νεκτάριος Δαργάκης
Κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου ανοίγει ξανά η συζήτηση σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πως μπήκε σε αυτόν η Ελλάδα και τι ρόλο έπαιξε το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. Ακόμα ένα ερώτημα που εμφανίζεται είναι πως ένας ακραιφνής υποστηρικτής της ναζιστικής Γερμανίας δεν συμμάχησε μαζί της, αλλά αποφάσισε να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Για να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να γυρίσουμε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες για να δούμε το υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων.
Μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία η ιστορία στην Ελλάδα έχει πολλές απόπειρες, πετυχημένες και μη, για δικτατορίες μέχρι να φτάσουμε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ο στρατός ήταν βασικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων αφού επενέβαινε όταν κανένα από τα κομμάτια της άρχουσας τάξης δεν μπορούσε να δώσει λύσεις στην κατάσταση.
Ο Μεταξάς, βασιλόφρονας στρατηγός, ήταν κομμάτι αυτού του συστήματος με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Πριν από το 1924 είχε παίξει ρόλο στο στρατόπεδο των «βασιλικών». Γνώριζε τον Κωνσταντίνο από το 1897 και τον στήριξε, από όποια θέση και αν βρέθηκε, απέναντι στον Βενιζέλο και τις συγκρούσεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1924 ίδρυσε το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» και συμμετείχε στις εκλογές είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία με τα βασιλικά κόμματα. Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει ποτέ ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά ήταν μέρος του πολιτικού συστήματος. Για παράδειγμα, το 1926 ήταν Υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαϊμη.
Στις εκλογές του Γενάρη 1936 ούτε οι «βενιζελικοί» ούτε οι «βασιλόφρονες» μπόρεσαν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στις 6 Μάρτη ο Γεώργιος Β΄ διόρισε τον Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών. Στις 14 όρκισε την «ακομμάτιστη» κυβέρνηση Δεμερτζή. Ο Μεταξάς πήρε και τη θέση του αντιπροέδρου. Ένα μήνα μετά, ο Δεμερτζής πεθαίνει. Ο βασιλιάς ορίζει τον Μεταξά πρωθυπουργό παρόλο που στις εκλογές πήρε μόλις 3,94% και η Βουλή του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης. Τον ψήφισαν και οι «φιλελεύθεροι βενιζελικοί» αφού ήταν προτιμότερος από τη συνεργασία με τους «κομμουνιστάς».
Το 1936 σημαδεύτηκε από την απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάη. Σε λίγες μέρες, η απεργία απλώθηκε και στην υπόλοιπη χώρα. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη έκανε την επανεμφάνισή της μετά από αρκετά χρόνια οπισθοχώρησης και αυτό έσπειρε τον πανικό στην άρχουσα τάξη. Μπορεί η απεργία να έχασε εξαιτίας των λαθών της ηγεσίας του κινήματος, αλλά χτύπησε το «καμπανάκι» στους από πάνω.
Στις 4 Αυγούστου, ο Μεταξάς με πρόσχημα ένα «κομμουνιστικό πραξικόπημα» που θα γινόταν την επόμενη μέρα λόγω του καλέσματος για γενική απεργία κλείνει τη Βουλή και αναστέλλει όσα άρθρα του Συντάγματος μπορούν να αξιοποιηθούν από το κίνημα(δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελευθερία Τύπου κ.α.).
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα με την επιλογή του Μεταξά. Άλλωστε, το ίδιο είχε συμβεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, το Μουσολίνι ή τον Φράνκο για να ελέγξουν την κατάσταση απέναντι στην αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Χίτλερ
Η δικτατορία του Μεταξά προσπάθησε να κάνει την Ελλάδα μια χώρα που θα μπορούσε να «παζαρεύει» με ποιανού την πλευρά θα πήγαινε στον πόλεμο που φαινόταν να έρχεται. Ο Μεταξάς είχε τις καλύτερες σχέσεις με τη Γερμανία. Είχε τελειώσει την Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (με βασιλική υποτροφία) και θαύμαζε ιδεολογικά τα «κατορθώματα» του Χίτλερ. Προσπάθησε να αντιγράψει και το καθεστώς του.
Απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα μπήκαν κάτω από τον έλεγχο του κράτους, δημιουργήθηκε η «Εθνική» ΓΣΕΕ και ο Υπουργός Εργασίας διορίστηκε γραμματέας της, χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές εξορίστηκαν και βασανίστηκαν. Ταυτόχρονα, γινόταν προσπάθεια να φτιαχτεί και κοινωνική βάση που θα στήριζε το καθεστώς. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε η δημιουργία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας(ΕΟΝ). Οι νέοι έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο με στολές, να χαιρετούν ναζιστικά, να συμμετέχουν στις παρελάσεις που τότε καθιερώθηκαν. Μετά από λίγο καιρό, η συμμετοχή στην ΕΟΝ έγινε υποχρεωτική.
Η ΕΟΝ και άλλοι παρόμοιοι σχηματισμοί, όπως οι Επιτροπές Εθνικοφρόνων Γονέων, έκαιγαν προοδευτικά ή αριστερά βιβλία και προσπαθούσαν να διαλύσουν κάθε φωνή αντίστασης. Φυσικά, η αστυνομία ολοκλήρωνε αυτό το έργο με βασανιστήρια και έλεγχο σε όποιον δεν συμβάδιζε με τις ιδέες του «εθνικού κράτους».
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις με τη Γερμανία απλώθηκαν και στο οικονομικό επίπεδο. Το ελληνικό κράτος πρόσφερε αμέριστη βοήθεια στην γερμανική οικονομική εξόρμηση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, το 40% της παραγωγής καπνών αγοραζόταν από τη Γερμανία, ενώ μπορούσε να εξασφαλίζει και σιδηρομεταλλεύματα για την πολεμική βιομηχανία της.
Αυτή η στενή σχέση με την ναζιστική Γερμανία δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των διασυνδέσεων με την Αγγλία που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν άμεσες σχέσεις με τους Έλληνες εφοπλιστές, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνδεθεί με το αγγλικό, αλλά και το γαλλικό, τραπεζικό κεφάλαιο. Μπορεί, σε πρώτη ανάγνωση, να φαίνεται περίεργη μια τέτοια σχέση, αλλά η Αγγλία δεν είχε κανένα πρόβλημα να συναλλάσσεται με ένα φασιστικό καθεστώς. Άλλωστε, πριν από δύο εβδομάδες αποκαλύφθηκε ότι ο Μουσολίνι ήταν πράκτορας για περίπου ένα χρόνο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙ5) το 1917 με στόχο την παραμονή της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας.
Το 1939 η μεταξική δικτατορία έκανε σημαντικές εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες με την Αγγλία, πράγμα που την τοποθέτησε στο στρατόπεδο των μετέπειτα Συμμάχων και την έβγαλε από την στρατηγική ουδετερότητας που ακολουθούσε μέχρι τότε το καθεστώς.
Η άλλη συζήτηση που ανοίγει έχει να κάνει με την φύση του πολέμου. Η πλειοψηφία της αριστεράς αναφέρεται σε αυτόν ως την μάχη των δημοκρατικών δυνάμεων απέναντι στους φασίστες. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πόλεμος δεν διέφερε από τον Πρώτο Παγκόσμιο: ήταν ιμπεριαλιστικός. Έγινε για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και δεν είναι περίεργο ότι και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως η Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο Τρότσκι ήδη από το 1934: «Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στην δημοκρατία και το φασισμό, αλλά τη σύγκρουση σε δυο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, Επίσης, ένας τέτοιος πόλεμος αναγκαστικά πρέπει να αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα και στα δύο στρατόπεδα θα βρούμε φασιστικά(ή μισο-φασιστικά, βοναπαρτιστικά καθεστώτα) καθώς και «δημοκρατικά» κράτη».
Ναζισμος
Όμως, στα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων εξακολουθεί να υπάρχει η ιδέα, όπως και τότε, ότι ήταν ένας αντιφασιστικός πόλεμος για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι η φρίκη του ναζισμού. Οτιδήποτε μπορεί να είναι καλύτερο από τα Άουσβιτς, τα Ες-ες, τις δολοφονίες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο δεύτερος είναι η συμμετοχή στον πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης για την οποία η πλειοψηφία είχε την εικόνα ότι ήταν μια «διαφορετική κοινωνία» με ό,τι κριτική και αν έκανε κανείς. Άλλωστε, το τίμημα για την ΕΣΣΔ ήταν 20 εκατομμύρια νεκροί από την μάχη κόντρα στους ναζί.
Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Οι δυτικές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις δεν έκαναν οτιδήποτε για να «κόψουν» το δρόμο του φασισμού στην Ισπανία, τη Γαλλία ή την Ελλάδα. Ούτε εμπόδισαν το Χίτλερ να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία το 1938.
Από τη μεριά της η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν έβαζε τα δικά της κρατικοκαπιταλιστικά συμφέροντα πάνω από τις ανάγκες των αντιφασιστικών κινημάτων. Έφτασε στο σημείο να υπογράψει το «Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» με τη Γερμανία τον Σεπτέμβρη του 1939, δημιουργώντας την απόλυτη σύγχυση στα μέλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων παγκόσμια .
Το Σύμφωνο επέβαλλε ότι καμιά από τις δύο χώρες δε θα προχωρούσε σε επιθετική κίνηση εναντίον της άλλης. Ένα μυστικό πρωτόκολλο συμπλήρωνε την κύρια συμφωνία. Εκεί, ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του Συμφώνου ήταν η Πολωνία. Στις 9 Σεπτέμβρη, οι Ναζί εισέβαλαν -με την έγκριση των Ρώσων- στη χώρα από δυτικά και λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτέμβρη, ακολούθησε ο στρατός του Στάλιν από ανατολικά. Μέχρι την 1η του Οκτώβρη, οι δύο στρατοί είχαν μοιράσει μεταξύ τους ολόκληρη την Πολωνία.
Ο πόλεμος ήταν αντιφασιστικός για τους λαούς, όχι για τα καθεστώτα. Το καθεστώς του Μεταξά συμβιβάστηκε με τη φασιστική κατοχή. Οι εργάτες, οι αγρότες, η νεολαία έχτισαν το μαζικό κίνημα της Αντίστασης που έδιωξε τους Ναζί το 1944. ΄Οσο για τους «αντιφασίστες» άγγλους ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες αστούς συνεργάτες τους, φρόντισαν να πνίξουν στο αίμα εκείνο το μεγαλειώδες γνήσιο αντιφασιστικό κίνημα.
Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Νεκτάριος Δαργάκης
Κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου ανοίγει ξανά η συζήτηση σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πως μπήκε σε αυτόν η Ελλάδα και τι ρόλο έπαιξε το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. Ακόμα ένα ερώτημα που εμφανίζεται είναι πως ένας ακραιφνής υποστηρικτής της ναζιστικής Γερμανίας δεν συμμάχησε μαζί της, αλλά αποφάσισε να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Για να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να γυρίσουμε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες για να δούμε το υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων.
Μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία η ιστορία στην Ελλάδα έχει πολλές απόπειρες, πετυχημένες και μη, για δικτατορίες μέχρι να φτάσουμε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ο στρατός ήταν βασικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων αφού επενέβαινε όταν κανένα από τα κομμάτια της άρχουσας τάξης δεν μπορούσε να δώσει λύσεις στην κατάσταση.
Ο Μεταξάς, βασιλόφρονας στρατηγός, ήταν κομμάτι αυτού του συστήματος με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Πριν από το 1924 είχε παίξει ρόλο στο στρατόπεδο των «βασιλικών». Γνώριζε τον Κωνσταντίνο από το 1897 και τον στήριξε, από όποια θέση και αν βρέθηκε, απέναντι στον Βενιζέλο και τις συγκρούσεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1924 ίδρυσε το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» και συμμετείχε στις εκλογές είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία με τα βασιλικά κόμματα. Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει ποτέ ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά ήταν μέρος του πολιτικού συστήματος. Για παράδειγμα, το 1926 ήταν Υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαϊμη.
Στις εκλογές του Γενάρη 1936 ούτε οι «βενιζελικοί» ούτε οι «βασιλόφρονες» μπόρεσαν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στις 6 Μάρτη ο Γεώργιος Β΄ διόρισε τον Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών. Στις 14 όρκισε την «ακομμάτιστη» κυβέρνηση Δεμερτζή. Ο Μεταξάς πήρε και τη θέση του αντιπροέδρου. Ένα μήνα μετά, ο Δεμερτζής πεθαίνει. Ο βασιλιάς ορίζει τον Μεταξά πρωθυπουργό παρόλο που στις εκλογές πήρε μόλις 3,94% και η Βουλή του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης. Τον ψήφισαν και οι «φιλελεύθεροι βενιζελικοί» αφού ήταν προτιμότερος από τη συνεργασία με τους «κομμουνιστάς».
Το 1936 σημαδεύτηκε από την απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάη. Σε λίγες μέρες, η απεργία απλώθηκε και στην υπόλοιπη χώρα. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη έκανε την επανεμφάνισή της μετά από αρκετά χρόνια οπισθοχώρησης και αυτό έσπειρε τον πανικό στην άρχουσα τάξη. Μπορεί η απεργία να έχασε εξαιτίας των λαθών της ηγεσίας του κινήματος, αλλά χτύπησε το «καμπανάκι» στους από πάνω.
Στις 4 Αυγούστου, ο Μεταξάς με πρόσχημα ένα «κομμουνιστικό πραξικόπημα» που θα γινόταν την επόμενη μέρα λόγω του καλέσματος για γενική απεργία κλείνει τη Βουλή και αναστέλλει όσα άρθρα του Συντάγματος μπορούν να αξιοποιηθούν από το κίνημα(δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελευθερία Τύπου κ.α.).
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα με την επιλογή του Μεταξά. Άλλωστε, το ίδιο είχε συμβεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, το Μουσολίνι ή τον Φράνκο για να ελέγξουν την κατάσταση απέναντι στην αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Χίτλερ
Η δικτατορία του Μεταξά προσπάθησε να κάνει την Ελλάδα μια χώρα που θα μπορούσε να «παζαρεύει» με ποιανού την πλευρά θα πήγαινε στον πόλεμο που φαινόταν να έρχεται. Ο Μεταξάς είχε τις καλύτερες σχέσεις με τη Γερμανία. Είχε τελειώσει την Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (με βασιλική υποτροφία) και θαύμαζε ιδεολογικά τα «κατορθώματα» του Χίτλερ. Προσπάθησε να αντιγράψει και το καθεστώς του.
Απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα μπήκαν κάτω από τον έλεγχο του κράτους, δημιουργήθηκε η «Εθνική» ΓΣΕΕ και ο Υπουργός Εργασίας διορίστηκε γραμματέας της, χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές εξορίστηκαν και βασανίστηκαν. Ταυτόχρονα, γινόταν προσπάθεια να φτιαχτεί και κοινωνική βάση που θα στήριζε το καθεστώς. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε η δημιουργία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας(ΕΟΝ). Οι νέοι έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο με στολές, να χαιρετούν ναζιστικά, να συμμετέχουν στις παρελάσεις που τότε καθιερώθηκαν. Μετά από λίγο καιρό, η συμμετοχή στην ΕΟΝ έγινε υποχρεωτική.
Η ΕΟΝ και άλλοι παρόμοιοι σχηματισμοί, όπως οι Επιτροπές Εθνικοφρόνων Γονέων, έκαιγαν προοδευτικά ή αριστερά βιβλία και προσπαθούσαν να διαλύσουν κάθε φωνή αντίστασης. Φυσικά, η αστυνομία ολοκλήρωνε αυτό το έργο με βασανιστήρια και έλεγχο σε όποιον δεν συμβάδιζε με τις ιδέες του «εθνικού κράτους».
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις με τη Γερμανία απλώθηκαν και στο οικονομικό επίπεδο. Το ελληνικό κράτος πρόσφερε αμέριστη βοήθεια στην γερμανική οικονομική εξόρμηση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, το 40% της παραγωγής καπνών αγοραζόταν από τη Γερμανία, ενώ μπορούσε να εξασφαλίζει και σιδηρομεταλλεύματα για την πολεμική βιομηχανία της.
Αυτή η στενή σχέση με την ναζιστική Γερμανία δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των διασυνδέσεων με την Αγγλία που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν άμεσες σχέσεις με τους Έλληνες εφοπλιστές, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνδεθεί με το αγγλικό, αλλά και το γαλλικό, τραπεζικό κεφάλαιο. Μπορεί, σε πρώτη ανάγνωση, να φαίνεται περίεργη μια τέτοια σχέση, αλλά η Αγγλία δεν είχε κανένα πρόβλημα να συναλλάσσεται με ένα φασιστικό καθεστώς. Άλλωστε, πριν από δύο εβδομάδες αποκαλύφθηκε ότι ο Μουσολίνι ήταν πράκτορας για περίπου ένα χρόνο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙ5) το 1917 με στόχο την παραμονή της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας.
Το 1939 η μεταξική δικτατορία έκανε σημαντικές εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες με την Αγγλία, πράγμα που την τοποθέτησε στο στρατόπεδο των μετέπειτα Συμμάχων και την έβγαλε από την στρατηγική ουδετερότητας που ακολουθούσε μέχρι τότε το καθεστώς.
Η άλλη συζήτηση που ανοίγει έχει να κάνει με την φύση του πολέμου. Η πλειοψηφία της αριστεράς αναφέρεται σε αυτόν ως την μάχη των δημοκρατικών δυνάμεων απέναντι στους φασίστες. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πόλεμος δεν διέφερε από τον Πρώτο Παγκόσμιο: ήταν ιμπεριαλιστικός. Έγινε για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και δεν είναι περίεργο ότι και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως η Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο Τρότσκι ήδη από το 1934: «Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στην δημοκρατία και το φασισμό, αλλά τη σύγκρουση σε δυο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, Επίσης, ένας τέτοιος πόλεμος αναγκαστικά πρέπει να αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα και στα δύο στρατόπεδα θα βρούμε φασιστικά(ή μισο-φασιστικά, βοναπαρτιστικά καθεστώτα) καθώς και «δημοκρατικά» κράτη».
Ναζισμος
Όμως, στα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων εξακολουθεί να υπάρχει η ιδέα, όπως και τότε, ότι ήταν ένας αντιφασιστικός πόλεμος για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι η φρίκη του ναζισμού. Οτιδήποτε μπορεί να είναι καλύτερο από τα Άουσβιτς, τα Ες-ες, τις δολοφονίες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο δεύτερος είναι η συμμετοχή στον πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης για την οποία η πλειοψηφία είχε την εικόνα ότι ήταν μια «διαφορετική κοινωνία» με ό,τι κριτική και αν έκανε κανείς. Άλλωστε, το τίμημα για την ΕΣΣΔ ήταν 20 εκατομμύρια νεκροί από την μάχη κόντρα στους ναζί.
Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Οι δυτικές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις δεν έκαναν οτιδήποτε για να «κόψουν» το δρόμο του φασισμού στην Ισπανία, τη Γαλλία ή την Ελλάδα. Ούτε εμπόδισαν το Χίτλερ να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία το 1938.
Από τη μεριά της η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν έβαζε τα δικά της κρατικοκαπιταλιστικά συμφέροντα πάνω από τις ανάγκες των αντιφασιστικών κινημάτων. Έφτασε στο σημείο να υπογράψει το «Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» με τη Γερμανία τον Σεπτέμβρη του 1939, δημιουργώντας την απόλυτη σύγχυση στα μέλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων παγκόσμια .
Το Σύμφωνο επέβαλλε ότι καμιά από τις δύο χώρες δε θα προχωρούσε σε επιθετική κίνηση εναντίον της άλλης. Ένα μυστικό πρωτόκολλο συμπλήρωνε την κύρια συμφωνία. Εκεί, ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του Συμφώνου ήταν η Πολωνία. Στις 9 Σεπτέμβρη, οι Ναζί εισέβαλαν -με την έγκριση των Ρώσων- στη χώρα από δυτικά και λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτέμβρη, ακολούθησε ο στρατός του Στάλιν από ανατολικά. Μέχρι την 1η του Οκτώβρη, οι δύο στρατοί είχαν μοιράσει μεταξύ τους ολόκληρη την Πολωνία.
Ο πόλεμος ήταν αντιφασιστικός για τους λαούς, όχι για τα καθεστώτα. Το καθεστώς του Μεταξά συμβιβάστηκε με τη φασιστική κατοχή. Οι εργάτες, οι αγρότες, η νεολαία έχτισαν το μαζικό κίνημα της Αντίστασης που έδιωξε τους Ναζί το 1944. ΄Οσο για τους «αντιφασίστες» άγγλους ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες αστούς συνεργάτες τους, φρόντισαν να πνίξουν στο αίμα εκείνο το μεγαλειώδες γνήσιο αντιφασιστικό κίνημα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)