Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Ἀλέκος Παναγούλης - Ὑπόσχεση



Ἀλέκος Παναγούλης - Ὑπόσχεση


Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.

Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση. 

~ ~

Γραμμένο στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι, τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972. «Γράφτηκε -σημειώνει ὁ ποιητὴς- ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος» - Τὰ ποιήματα - ἐκδόσεις Παπαζήση.

~ ~

Ἀλέξανδρος Παναγούλης (1939 - Πρωτομαγιὰ 1976): πολιτικὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀγωνιστὴς κατὰ τῆς δικτατορίας 1967-1974.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/alekos_panagoulis_poems.htm

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Γιάννη Ρίτσου, Ανυπόταχτη πολιτεία


Η ΠΟΙΗΣΗ του Ρίτσου (1909-1990) είναι πολυφωνική και πολύμορφη. Κύρια χαρακτηριστικά της ο όγκος, η πολυμέρεια, ο πληθωρικός λυρισμός και ο προβληματισμός που αναφέρεται στην κοινωνική δράση των ανθρώπων και στις ιδέες τους. Επίσης στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του, όπως εντάσσονται στη σφαίρα της συλλογικής (εθνικής και παγκόσμιας) αλληλεγγύης. Οι οραματισμοί του ποιητή για έναν κόσμο καλύτερο, θα τονώσουν ακόμη περισσότερο την πίστη του στον άνθρωπο και θα μπολιάσουν την ποίησή του με μια κατά βάση ηρωική αισιοδοξία και αγωνιστική διάθεση. Την ποίησή του θα τη χρησιμοποιήσει ως όπλο στον αγώνα για ελευθερία, ισότητα και ειρήνη. Κέντρο της ποίησής του θα παραμένει πάντα ο άνθρωπος.
Η Ανυπόταχτη πολιτεία (που αποτελείται από XX ενότητες) γράφτηκε από τον Αύγουστο του 1952 ως το Φεβρουάριο του 1953, όταν ο Ρίτσος επέστρεψε από τον Αϊ-Στράτη, όπου είχε εξοριστεί. Ο ποιητής επιστρέφοντας νιώθει ένα οδυνηρό ξάφνιασμα από τη μορφή που πάει να πάρει η «ανυπόταχτη πολιτεία», η ηρωική Αθήνα. Η πολιτεία, διόλου ανυπόταχτη τώρα, συνεχίζει τη ζωή της μέσα στις καινούριες συνθήκες, όπου τίποτε δε θυμίζει τους νωπούς αγώνες, τίποτε δε δικαιώνει τις θυσίες. Η εικόνα αυτή κάνει τον ποιητή επιθετικό και ειρωνικό απέναντι στους συμβιβασμένους, τους βολεμένους. Η λήθη των μεγάλων αγώνων, οι αμβλυμένες συνειδήσεις, η προσαρμογή στη νέα κατάσταση, η ξενοκρατία και η φαυλότητα εξοργίζουν τον ποιητή, που δεν παύει ωστόσο να κηρύττει την αγάπη, ούτε παραιτείται από τον οραματισμό του και τον πόθο του για ειρήνη, για «ένα τραγούδι που θα κάνει ελεύθερο τον κόσμο», όπως γράφει σ' ένα στίχο. Το απόσπασμά μας είναι η II ενότητα.



ΙΙ

Η πολιτεία περνάει μέσ' απ' τα φώτα της.
Η πολιτεία ανάβει τις φουφούδες της μεσοκαλόκαιρα στις
γωνιές των δρόμων.
Η πολιτεία μοσκοβολάει ψημένο καλαμπόκι.
Α, πολιτεία, πολιτεία, αγαπημένη μου,
5 με τους κεραυνούς σου μυστικά αποθηκευμένους
στους υπόνομους
κάτου στα υπόγεια, βαθιά βαθιά, με το χτικιό, με τη φτώχεια,
με την τρέλα.
Α πολιτεία μου του τίμιου ιδρώτα,
η νύχτα σου με το εκδρομικό της σακίδιο στον ώμο της
γυρνώντας απ' την Κυριακή προς τη Δευτέρα, με
τις πευκοβελόνες στα μαλλιά της
10 και με το κοκκινόχωμα στα χέρια της — Ανυπόταχτη, ανυπό-
ταχτη, ανυπόταχτη,
σπιθίζοντας την οργή σου κάτου απ' τ' άπληστα ρουθούνια
των εμπόρων
φτιάχνοντας σκάλες με τα δεκανίκια των ανάπηρων
για ένα πολύ ψηλό σπίτι
για ένα πολύ ψηλό βουνό
15 για έναν πολύ ψηλό ουρανό
να φτάσεις το πόμολο του ήλιου
και ν' ανοίξεις την πόρτα στον κόσμο.
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας
μέσα σ' όλη την έκταση της νύχτας
πάνου απ' τους γλόμπους των θυρωρείων, πάνου απ'
τις πινακίδες
20 όπου χασμουριούνται τα κλειδιά των απόστρατων.
Αχ πολιτεία αλλοπαρμένη με τα ροζιασμένα χέρια σου.
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας.
Δυο εργάτες με τις φόρμες τους περνούν πιασμένοι σβέρκο
σβέρκο.
Ένα κορίτσι αφήνει χάμου τους κουβάδες του
για να μπορέσει να χαμογελάσει.
25 Οι στύλοι του τηλέγραφου δρασκελούν με τα μακριά τους
πόδια το σκοτάδι.
Άνθρωποι με σκυφτό κεφάλι γυρνούν κοιτάζοντας το χώμα
σαν να μετράν τη γη και το μάκρος των τάφων και το μάκρος
του ίσκιου τους
σα να ψάχνουν για το κλειδί του σπιτιού τους και για την
καρδιά τους.
Ο αγέρας μιας πυρκαγιάς φουσκώνει τα σκισμένα τους
πουκάμισα.
30 Α, πολιτεία, πολιτεία. Έχετε δει μια πολιτεία πιο γυμνασμένη
στο θυμό και στην πείνα και στον έρωτα;
Μια πολιτεία πιο αγαπημένη;
Πολιτεία μου,
οι ταμπέλες στα σταυροδρόμια σου δεν είναι πια γερμανικές,
αμερικάνικες είναι. Πότε λοιπόν θα διαβάσουμε τα ονόματα
των οδών σου στη γλώσσα μας;
Όλα τα παράθυρα προσηλωμένα στο ρολόι της καρδιάς σου —
35 ποιαν ώρα περιμένουν; πιο δευτερόλεπτο;
ποια μυστική προθεσμία περιμένουν;
Ναι, θα τον ρίξουμε μια μέρα ανάσκελα τον πόνο.
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε
να βοηθήσουμε την πολιτεία που κοιλοπονάει τα μετάλλινα
παιδιά της.
40 Εσύ είμαι εγώ.
Εσύ κι εγώ, είμαστε εμείς.
Οι άξονες έχουν πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους
κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα 'παν ακόμα.
Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;
45 Εσύ κι εγώ κι εμείς.
Πολιτεία του κατραμιού και του θυμού και του ασβέστη,
φταίμε εμείς.
Ακούστε το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε.

πηγή 

πηγή



Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Το Λογοτεχνία και Σκέψη διαβάζει: Το «Υπερώον» του Γιάννη Ρίτσου


Το «Υπερώον» του Γιάννη Ρίτσου

 
Συγγραφέας: ΡΙΤΣΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ
Έτος έκδοσης: 2013
ISBN: 978-960-04-4398-1
ΣΕΛ.: 88
Σχήμα: 17 Χ 24
Βάρος: 246.00 γραμ.
Μαλακό εξώφυλλο

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης




«Σαπουνόπερα, λάσπη, αγριόχορτα, / σημαδεμένοι τοίχοι - /πόσοι εκτελεσμένοι. / Τα κουμπιά απ' τα σακάκια τους, / απ' τα πουκάμισά τους, / μαζεμένα / σ'ένα κουτί σιδερένιο, / κουδουνίζουν τις νύχτες. / Ράβω, ξεράβω στίχους / να τους κουμπώσω ως το λαιμό / μη μου κρυώσουν, / μη μου ξεχαστούνε, / μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ».

Αναδρομή

 

Εικοσιτρία χρόνια μετά από τον θάνατο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή «Υπερώον» από τις εκδόσεις Κέδρος. Πρόκειται για μα συλλογή 72 ολιγόστιχων ποιημάτων που γράφτηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και παρέμεναν ανέκδοτα μέχρι σήμερα. Ο Ρίτσος έγραψε αυτά τα ποιήματα μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα στην Αθήνα, απ’ την 1η του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η δεύτερη γραφή ολοκληρώθηκε τον επόμενο μήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη στην Αθήνα και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1η Μάη του 1985. Η συλλογή αποτελεί μία απ’ τις πολλές, σχεδόν πενήντα, που άφησε πίσω, μετά τον θάνατο του, ολοκληρωμένες, έτοιμες προς έκδοση ενώ άφησε και πολλά έργα που δεν προορίζονταν να εκδοθούν. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο Ρίτσος ήταν πολυγραφότατος ποιητής αλλά δεν δημοσίευε όλες τις συλλογές του γιατί θα ήταν φυσικώς αδύνατον να τις παρακολουθήσουν οι αναγνώστες και έτσι ο ποιητής έκανε τις επιλογές του ανάλογα με την διάθεσή του ή εάν το απαιτούσε η περίοδος.
   Η είδηση ότι μετά από κάποια χρόνια ένα έργο του Ρίτσου βλέπει το φως της δημοσιότητας και με πρωτοβουλία της κόρης του Έρης, αν και έχουν δημοσιευτεί κι άλλες συλλογές από αυτές που είχε ενεχειρίσει στη Νινέτα Μακρονικόλα, χαροποίησε ιδιαίτερα τους φίλους της ποίησης και όσους επιθυμούν η ποίηση να εκφράζει τις ανάγκες τις εποχής μας για μια ζωή χωρίς καταπίεση, για μια ζωή έξω από κανόνες και περιορισμούς, για μια ποίηση που με σηκωμένη γροθιά θα δείχνει τον δρόμο προς την ελευθερία, για ποιητές που δεν θα κάνουν εκπτώσεις στις θέσεις τους για να διατηρήσουν τη βουλευτική έδρα ή τη θέση σε κάποιο κρατικό οργανισμό. Δυστυχώς το Υπερώον δεν κινείται σε αυτή την κατεύθυνση κι ίσως να απογοητεύσει τον αναγνώστη που θα περίμενε κάτι περισσότερο. Η γροθιά παραμένει πάντα σφιχτή αλλά το χέρι κατεβασμένο στο ύψος του χαρτιού να καταγράφει μια διαφορετική εικόνα, όχι απαισιόδοξη, ούτε όμως και χαρακτηριστική της διάθεσης του κόσμου εκείνη την περίοδο. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι κι αιτίες που ο ποιητής επέλεξε αν όχι να στραφεί στον εαυτό του, το οποίο αποτελεί προσβολή για το αγωνιστικό ήθος του Γιάννη Ρίτσου, αλλά τουλάχιστον να αποτραβηχτεί στην άκρη και να γράψει περισσότερο ως ένας απόμαχος της ζωής και όχι ως ένας ενεργός αγωνιστής. Η βασικότερη αιτία ήταν η έλλειψη οράματος από την πλευρά της επίσημης Αριστεράς, που θα μπορούσε να διαβάσει σωστά την διάθεση των εργαζομένων για να συνεχιστούν οι ρήξεις και οι ανατροπές που είχαν ξεκινήσει από το Πολυτεχνείο μέχρι και τι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις της πρώτης δεκαετίας στη Μεταπολίτευση, και να δώσει έμπνευση και στήριξη σε αυτούς τους αγώνες. Αντίθετα η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν με το σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» που διεκδικούσε μερίδιο στην προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ για αλλαγές μέσω της επίσημης πολιτικής οδού, καλλιεργώντας την αυταπάτη του κοινοβουλευτικού δρόμου και ότι οτιδήποτε έξω από αυτόν ήταν λίγο ή τουλάχιστον συμπληρωματικό. Ο Ρίτσος, δέσμιος στο άρμα τέτοιων αντιλήψεων δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος. Ήθελε να προχωρήσουν οι αγώνες για μια γνήσια κοινωνική αλλαγή αλλά βρίσκονταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στη διάθεση του και στα εμπόδια που έβαζαν οι ηγεσίες τις Αριστεράς. Κι αυτό πιστεύω πως επηρέασε και τα ποιήματα του στο Υπερώον, το οποίο γράφτηκε στις αρχές του 1985. Δεν ήταν λοιπόν, μόνο «η παρακμή της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής» και οι «οι προσδοκίες του λαού (που) είχαν διαψευστεί, χωρίς εκείνος να το συνειδητοποιεί» όπως γράφει ο Ριζοσπάστης σε σχετικό κείμενο αλλά και η ίδια η επίσημη, η ρεφορμιστική Αριστερά που όπως και τότε, τι ειρωνεία, υποτιμούσε τις ανάγκες της περιόδου.
   Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής προδιαθέτει για τον χαρακτήρα της ποίησης που θα διαβάσουμε, εφόσον υπερώο είναι γενικά ο εξώστης και πιο συγκεκριμένα ο εξώστης σε χριστιανικούς ναούς που βρίσκεται μέσα και πίσω στο ναό, που συνήθως χρησιμοποιούνταν κι ως γυναικωνίτης. Αλλά ένα υπερώο έχει τη μοναδική ιδιότητα ότι ενώ βρίσκεται τόσο δίπλα στον κόσμο άλλο τόσο παραμένει κρυφό από τα πολλά βλέμματα. Έτσι κι ο ποιητής γράφει και καταγράφει τη δράση και την αγωνία των ανθρώπων, τη ζωή και τα συναισθήματα γύρω του, συνδιαλέγεται με τα περασμένα, με τον θάνατο, την αγάπη και την κοινωνική αλλαγή αλλά απομονωμένος από το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Ρίτσος στρέφεται αποκλειστικά στον εαυτό του, ούτε ότι από ποιητής της Ρωμιοσύνης μετεξελίσσεται σε ποιητή της εσωτερικότητας. Επίσης, αυτό δεν σημαίνει ότι τα ποιήματα του Ρίτσου στη συγκεκριμένη συλλογή είναι γραμμένα κυρίως με μια υπαρξιακή οπτική, γιατί στην ποίηση όπως και στις ζωή το υπαρξιακό είναι αξεχώριστο με το πολιτικό και ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την ανθρώπινη ζωή και ιστορία. Τέτοιες, συντηρητικές αν όχι αντιδραστικές απόψεις, μειώνουν το έργο του ποιητή ο οποίος όσες αντιφάσεις κι αν είχε, ποτέ δεν σταμάτησε να είναι δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό μας, μέρος δυναμικό του συνόλου.
   Η αλήθεια είναι ότι το Υπερώον μου άφησε μια πικρή γεύση όταν το άφησα από τα χέρια μου αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει ο ποιητής την ευθύνη ή τουλάχιστον του αναλογεί ένα μέρος. Μην ξεχνάμε, οι ποιητές δεν είναι θεοί, ευτυχώς, και αυτοί όπως κι εμείς, δεν μένουν ανεπηρέαστοι από την κοινωνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό χρειάζεται μια όσο το δυνατόν ξεκάθαρη αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας, ώστε και η ποίηση να εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες της περιόδου και όχι μια διαστρεβλωμένη εικόνα αυτής αλλά και ο καθημερινός αγώνας για μια άλλη κοινωνία να φτάσει επιτέλους (και θα φτάσει) στο τέλος, το οποίο θα σημάνει μια νέα αρχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποίηση πρέπει να έχει ένα (μόνο) σκληρό προπαγανδιστικό ρόλο. Αντίθετα πρέπει να δρα αισθητικά και να είναι ζωντανή, να εξελίσσεται και να δοκιμάζει διάφορους τρόπους αναπαράστασης της πραγματικότητας. Τα μικρά ποιήματα στο Υπερώον, σαν σημειώσεις σε κάποιο λεύκωμα, σαν τον κούκο που δεν φέρνει την άνοιξη, σαν λόγια ερωτικά τα μεσάνυχτα, σαν αποσπάσματα από κρυφό ημερολόγιο, σαν τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο, σαν την κραυγή διαμαρτυρίας ενός απεργού πείνας ή ενός μετανάστη, κάνει αυτή την ανάγκη απαραίτητη.
   Στην ουσία το Υπερώον είναι ένα έργο που διεκδικεί την υπέρβαση του κι όχι μόνο να το διαβάσουμε απλά για να το φυλάξουμε αύριο στο ομορφότερο ράφι της βιβλιοθήκης μας. Να διεκδικούμε, για να υπάρχουμε αλλά και να υπάρχουμε για να διεκδικούμε, να ποια είναι η κραυγή, η μεγάλη αγωνία αυτού του βιβλίου. Ο Ρίτσος πιο ανθρώπινος από ποτέ, μας προσκαλεί να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησε ο ίδιος. Θα αγνοήσουμε άραγε αυτή την πρόσκληση;



Επιτέλους

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;
Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας.
Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι
μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;».
Έτσι πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο.
Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».