Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Tο Μπρούκλιν των συγγραφέων

Ο Εβαν Χιουζ γράφει για την σχέση της αμερικανικής λογοτεχνίας με την περιοχή - θρύλο της Νέας Υόρκης.


 «Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις φθηνό διαμέρισμα στο Μανχάταν, έτσι αναγκάστηκα να πάω στο Μπρούκλιν» λέει ο Στίνγκο, ένας άγουρος εικοσάρης απ' τον αμερικανικό Νότο, τινάζοντας τις άδεις τσέπες του το καλοκαίρι του 1947 στην αρχή του μυθιστορήματος του Ουίλιαμ Στάιρον «Η επιλογή της Σόφι» (1979). Για ολόκληρες γενιές - πολύ πριν γίνει της μόδας - συγγραφείς παρατούσαν τα τσουχτερά ενοίκια του Μανχάταν και τις ακόμα πιο απαιτητικές κοινωνικές αξιώσεις που δημιουργούσε, για να μετεγκατασταθούν στο Μπρούκλιν.

Αυτό που οι αμερικανοί συγγραφείς διέκριναν στο αντισυμβατικό Μπρούκλιν στη διάρκεια των αιώνων, απ' τους ποιητές Γουόλτ Γουίτμαν και Μάριαν Μουρ μέχρι τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τζόναθαν Λέθεμ, είναι το «Λογοτεχνικό Μπρούκλιν», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου του νεαρού αμερικανού κριτικού και δημοσιογράφου Έβαν Χιουζ (Literary Brooklyn: The Writers of Brooklyn and the Story of American City Life) που μόλις κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. Ο κριτικός Ντουάιτ Γκάρνερ έγραψε στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης ότι ο Χιουζ, ο οποίος έχει γράψει σε καλά περιοδικά για θέματα που αφορούν το βιβλίο, παραθέτει ένα σωρό έξυπνα πράγματα που αφορούν το Μπρούκλιν και τη σχέση του με την αμερικανική λογοτεχνία.

Ο Χιουζ καταπιάνεται με το πώς οι συγγραφείς αφομοίωσαν τον «βρόμικο» και κατ' έναν τρόπο συγκρουσιακό τρόπο σκέψης του Μπρούκλιν, το οποίο κάποτε υπήρξε μια μεγάλη μητρόπολη που αφέθηκε να την καταπιεί η Πόλη της Νέας Υόρκης το 1898, μια παραχώρηση που μερικοί ακόμα αποκαλούν «Το μεγάλο λάθος». Το Μπρούκλιν έχασε την κυριότερη καθημερινή του εφημερίδα αλλά και την ομάδα μπέιζμπολ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. «Ζουν περισσότεροι άνθρωποι στο Μπρούκλιν απ' ότι στο Σαν Φρανσίσκο, την Ουάσινγκτον, τη Βοστώνη και το Μαϊάμι μαζί» γράφει ο ίδιος.

Παρά το πλούσιο συγγραφικό παρελθόν του, αναφέρει ο Χιουζ, δεν έχει δημιουργηθεί ποτέ μέχρι σήμερα καμιά «σχολή γραφής» του Μπρούκλιν. Πολλοί απ' τους πιο νέους και διάσημους συγγραφείς που μένουν εκεί - απ' την Τζούμπα Λαχίρι και τον Τζόναθαν Σαφραν Φόερ μέχρι την Τζένιφερ Ίγκαν και τον Νέιθαν Ένγκλαντερ- σπάνια τοποθετούν τις ιστορίες τους εκεί. Φυσικά, τα καλύτερα και πιο απολαυστικά κομμάτια του βιβλίου είναι προφανώς αυτά που αφορούν τις ζωές μερικών μορφών της αμερικανικής λογοτεχνίας, πώς, για παράδειγμα, ο Γουόλτ Γουίτμαν, τον οποίο ο Χιουζ κατονομάζει σαν «τον πρώτο λογοτεχνικό χίπστερ του Μπρούκλιν», προχώρησε στην αυτοέκδοση των περίφημων «Φύλλων Χλόης» σ' ένα τοπικό τυπογραφείο.

Ο συγγραφέας παρακολουθεί συγγραφείς που πέρασαν σημαντικό διάστημα της ζωής τους στο Μπρούκλιν σχολιάζοντας πως «ο Γουόλτ Γουίτμαν, ο Χένρι Μίλερ και ο Χαρτ Κρέιν μαζί δε συμπλήρωναν ούτε ένα εξάμηνο στο κολέγιο». Αναφέρεται επίσης στον Τόμας Κλέιτον Γουλφ που, αναφερόμενος στο ρυπαρό Κανάλι «Gowanus», έγραφε για μια «τεράστια συμφωνική δυσωδία» που είχε τη μυρωδιά «της ψόφιας γάτας που αποσυντίθεται» και των «προϊστορικών αυγών». Ο Χιουζ αντιπαραβάλλει τις εμπειρίες συγγραφέων όπως αυτή του Γουλφ, που μετοίκισαν στο Μπρούκλιν, με αυτές εκείνων που περισσότερο ήθελαν να δραπετεύσουν από κει, όπως ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ και ο Άλφρεντ Κάζιν.

Όπως είχε πει ο Νόρμαν Ποντχόρετς το 1967 «ένα απ' τα πιο μεγάλα ταξίδια στον κόσμο είναι το ταξίδι απ' το Μπρούκλιν στο Μανχάταν - ή τουλάχιστον από συγκεκριμένες γειτονιές του Μπρούκλιν σε συγκεκριμένες γειτονιές του Μανχάταν». Η αναφορά στον Νόρμαν Μέιλερ και συγκεκριμένα στο πώς η επιτυχία του άλλαξε τις προσδοκίες που είχαν οι εβραίες μητέρες για τους πολλά υποσχόμενους γιους τους, είναι διασκεδαστική. Παλαιότερα, έπρεπε να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι. Τώρα οι μητέρες τους έλεγαν: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, γιόκα μου, και γράψε ένα βιβλίο όπως ακριβώς το έκανε ο Νόρμαν Μέιλερ».

Μεταξύ άλλων, μνημονεύεται η χαρακτηριστική παρατήρηση του Τζόναθαν Λέθεμ για το Μπρούκλιν. «Βαθιά μπασταρδεμένος απ' τη φύση του, αυτός ο τόπος αφομοίωσε τις πρώτες, μικρές και διάσπαρτες ομάδες των χίπηδων, των ομοφυλοφίλων και των ζωγράφων με μεγάλη γενναιοδωρία . Όμως, με τα πρώτα σημάδια της οικιστικής έκρηξης και την εκτεταμένη εκτόπιση του υπάρχοντος πληθυσμού, οι αλλαγές πολιτικοποιήθηκαν».

Καιρός είναι οι έλληνες εκδότες να στραφούν και στα πολύ ενδιαφέροντα non fiction βιβλία της αμερικανικής αγοράς με πιο συστηματικό τρόπο. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα πολλά μέτρια αμερικανικά μυθιστορήματα που μεταφράζονται δε θα λείψουν σε κανέναν.



Πολιτισμός περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=415460&h1=true 

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ: Έχει ανάγκη ο Μαρξ από μια δόση Μπακούνιν;

«Μαρξ και Μπακούνιν για το Σοσιαλιστικό κράτος» Γιώργος Ρούσης, εκδόσεις «Γκοβόστης», 2011

Ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε δυο άξονες. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στην κωδικοποίηση των απόψεων και των διαφωνιών ανάμεσα στον Καρλ Μαρξ και τον σύγχρονό του Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος εξακολουθεί να είναι βασική πηγή έμπνευσης των αναρχικών. Στην πορεία, κάνει μια κριτική αποτίμηση των απόψεων και των δυο. Ο δεύτερος άξονας είναι η εξέταση των διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στους δυο για το κράτος.
Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη χρειάζεται να οικοδομήσει το δικό της, εργατικό, κράτος ανατρέποντας τον καπιταλισμό. Οι αναρχικοί απορρίπτουν αυτή τη θέση. Ο Μπακούνιν ήταν ο πιο σκληρός επικριτής του Μαρξ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Κατηγορούσε τον Μαρξ και τους υποστηρικτές του ότι θέλουν να επιβάλλουν έναν «κρατικό κομμουνισμό». Διακήρυττε ότι η «δικτατορία του προλεταριάτου» -η πολιτική εξουσία των εργατών- θα είναι στην πραγματικότητα μια «δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο» από τους διανοούμενους. Ο Γ. Ρούσης θέτει το ερώτημα αν οι προειδοποιήσεις του Μπακούνιν έχουν κάποια βάση κι αν έχουν να μας πουν κάτι για το σήμερα.
Για τους «κλασσικούς» του μαρξισμού ο στόχος είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς κράτος. Για την ακρίβεια, από την στιγμή που θα εκλείψουν οι τάξεις, με την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής, θα εκλείψει και η ανάγκη για ένα μηχανισμό οργανωμένης βίας –η ουσία του κράτους. Στο μεσοδιάστημα, η εργατική τάξη χρειάζεται να οργανωθεί σε κράτος που όμως πολύ λίγο θα μοιάζει με το αστικό. Θα αποτελεί τη δημοκρατική οργάνωση της μεγάλης πλειοψηφίας καθώς θα απαλλοτριώνει τη μειοψηφία και θα οργανώνει την οικονομία συνειδητά με βάση τις ανάγκες της κι όχι με βάση το κέρδος.
Ο Γ. Ρούσης κάνει μια καλή δουλειά συγκεντρώνοντας σε λίγες σελίδες τη θεμελιακή διαφορά του Μαρξ από τον Μπακούνιν. Την οπτική δηλαδή με την οποία έβλεπαν την ανθρώπινη κοινωνία και την «ανθρώπινη φύση». Πρόκειται για μια φιλοσοφική διαφορά στην ουσία της, η οποία, όμως, είχε μια σειρά πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο «διά ταύτα» στον τρόπο με τον οποίο εξέταζαν την ταξική πάλη. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, ότι οι επεξεργασίες των αναρχικών για το διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και τη γέννηση του κράτους είναι τουλάχιστον νεφελώδεις κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον Μπακούνιν αλλά και για τον Κροπότκιν, και όλη την αναρχική παράδοση. Δεν υπάρχει πουθενά κάτι που να πλησιάζει τις αναλύσεις του Ένγκελς για την καταγωγή του Κράτους.
Ο Γ. Ρούσης προβάλει τις πραγματικές αντιλήψεις του Μαρξ σχετικά με την επανάσταση και το κράτος. Θυμίζει για παράδειγμα, ότι παρά τις κατηγορίες των αναρχικών, οι επαναστάτες μαρξιστές δεν έχουν στόχο «να καταλάβουν το κράτος», αλλά τη συντριβή του αστικού κράτους. Τα κείμενα του Μαρξ για την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 («Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία») είναι μια από τις πολλές πηγές. Αργότερα ο Ένγκελς θα έγραφε «θέλετε να δείτε κύριοι τι είναι η περίφημη δικτατορία του προλεταριάτου; Κοιτάξτε την Κομμούνα». Μια «κυβέρνηση των εργατών» όπου τα μέλη της οποίας αποτελούσαν ένα «εργαζόμενο σώμα» που υλοποιούσε τις αποφάσεις του και τα μέλη του ήταν άμεσα ανακλητά από τους εκλογείς, εργάτες με μισθό εργάτη που δεν έφευγαν από τη δουλειά τους.
Το βιβλίο του Ρούση, ωστόσο, δεν είναι ένα κατηγορητήριο που απευθύνεται στον Μπακούνιν. Ο συγγραφέας τονίζει και στον επίλογο του βιβλίου ότι υπάρχει ανάγκη για διάλογο «χωρίς αγκυλώσεις» στη «σύγχρονη αριστερά… που δίχως αμφιβολία περιλαμβάνει στις γραμμές της και το αναρχικό ρεύμα». Μπορεί να μην βρίσκει τον Μπακούνιν επαρκή και πειστικό σε πολλά, αλλά θεωρεί ότι «Κυρίως όμως ο Μαρξ δεν απαντά και πάλι όπως προηγουμένως άλλωστε ο Ένγκελς στο βασικό επιχείρημα του Μπακούνιν για τους κινδύνους που εγκυμονούν αυτό το μισοκράτος να αποσπαστεί από την κοινωνία και να μετατραπεί σε ιδιαίτερο μηχανισμό που στέκεται πάνω απ’ αυτήν και την εμποδίζει να κινείται ελεύθερα» (σελ. 146).

Ερμηνεία

Βέβαια αυτό που βαραίνει σ’ αυτές τις ανησυχίες είναι η εμπειρία της Ρωσίας. Η πορεία από τα απελευθερωτικά οράματα και τη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων του Οκτώβρη του 1917 στα γκούλαγκ και τη καταπίεση του Στάλιν χρειάζεται ερμηνεία. Ο Γ. Ρούσης δίνει τη δική του ερμηνεία στο Κεφάλαιο 8 του βιβλίου. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Μπακούνιν δικαιώνεται όσον αφορά στην κριτική του για την αναπόφευκτη γραφειοκρατικοποίηση του πολιτικού κόμματος και φέρνει το παράδειγμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Στην Ανατολή, η διαδικασία αυτή πήρε, σύμφωνα με τον Ρούση διαφορετική μορφή, με την «αναγωγή του ζητήματος του περάσματος στον κομμουνισμό σε καθαρά οικονομικό ζήτημα με την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων οπότε κι από ένα σημείο και μετά θεωρήθηκε ότι η πειθαρχία προέχει της δημοκρατίας» (σελ. 177). Το πρόβλημα δεν είναι ο «κακός Στάλιν» (αν και ο Ρούσης δεν χαρίζει κάστανα στο Στάλιν), αλλά μειονεκτήματα ήδη από την εποχή του Λένιν, από το 1918. Με βάση αυτή την οπτική προτείνει στο Κεφάλαιο 9 «μια δημιουργική αξιοποίηση της μπακουνινικής κριτικής».
Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση δεν είναι ότι θίγει κάποια «ιερά και όσια» εικονίσματα του Λένιν ή του Τρότσκι. Και βέβαια είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο σημερινός σοσιαλισμός θα είναι «πολύ διαφορετικός από του 1917».
Όμως, η αναζήτηση κάποιων θεωρητικών ανεπαρκειών ως αιτία για τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της Ρώσικης Επανάστασης και τον κατοπινό στραγγαλισμό της στη δεκαετία του ’30 γυρίζει την πραγματικότητα ανάποδα. Ήταν ακριβώς η καθυστέρηση της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων στην καθυστερημένη Ρωσία που έβαζε πολύ συγκεκριμένα όρια στο άπλωμα και το βάθεμα της εργατικής δημοκρατίας.
Πολύ περισσότερο που το καθεστώς των σοβιέτ βρέθηκε περικυκλωμένο και με τεράστια αιμορραγία ύστερα από εφτά χρόνια πολέμου. Το άπλωμα της επανάστασης και η νίκη της σε άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες ήταν το κλειδί. Το ότι δεν έγινε, δεν οφείλεται σε ελλείμματα θεωρίας, αλλά πολιτικής: αυτή την προοπτική την έθαψε πρώτα η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία και κατόπιν ο σταλινισμός στην ίδια την Ρωσία.
Από αυτή την άποψη, ο Μπακούνιν δεν έχει να μας πει τίποτα. Οι «προειδοποιήσεις» του δεν έχουν τίποτα το προφητικό. Στην πραγματικότητα δεν πάνε παραπέρα από τον περίφημο «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» που διατύπωσε μερικές δεκαετίες μετά ένας Γερμανός πρώην σοσιαλδημοκράτης, ο Μίκελς: όλες οι οργανώσεις καταλήγουν να κυβερνιώνται από ελίτ εκτός ελέγχου.
Για τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της επανάστασης. Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι συνειδητή πράξη της πλειοψηφίας των εργατών και ταυτόχρονα ο τρόπος με τον οποίον οι ίδιοι οι εργάτες αλλάζουν τον εαυτό τους, απαλλάσσονται από τις καθυστερημένες ιδέες. Η αυτενέργεια της τάξης είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τις απεργίες του σήμερα με την επαναστατική προοπτική. Και το επαναστατικό κόμμα, τα πιο συνειδητά και πρωτοπόρα τμήματα της τάξης, χρειάζεται για να γενικεύσει τις εμπειρίες και να ωθήσει αποφασιστικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό είναι αλήθεια και για το 1917 και για σήμερα.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2806:i983&Itemid=62

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ: Όπλο για τον πανεκπαιδευτικό αγώνα

«ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ από-ΓΝΩΣΗΣ» Αλέξανδρος Χρύσης, εκδόσεις «Γκοβόστης», 2011

Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά τη διετία 2006 – 07, το νικηφόρο κίνημα του Άρθρου 16 ενάντια στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης της Ν.Δ. για την ανώτατη εκπαίδευση είχε γνήσιο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Στην καρδιά του είχε βρεθεί η αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Το βιβλίο μπορεί να μην αναφέρεται σ’ εκείνη τη διετία, αλλά προτείνει πολλά επιχειρήματα υπέρ της αντίληψης ότι ένας αγώνας, όπως αυτός που σήμερα ξετυλίγεται ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου, απαιτεί ξανά την «ευρύτερη συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων, [την] οργανική ενότητα και συμμαχία εργαζομένων και νεολαίας» όσο και εξίσου προϋποθέτει την «αντικαπιταλιστική εναλλακτική προοπτική» μέχρι την επόμενη νίκη.
Κεντρική θέση της ανάλυσης του «πανεπιστήμιου – επιχείρησης» από τον συγγραφέα είναι ότι αποτελεί σκληρή ταξική επιλογή. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην εκπαίδευση έχουν τεθεί ως στρατηγικός στόχος όλων των κυβερνήσεων τουλάχιστον από το 1998 (δηλαδή, εδώ και μια δεκαπενταετία σχεδόν, χρονικό διάστημα που εμμέσως αποτελεί και δείγμα της νικηφόρας αντίστασης του φοιτητικού και εργατικού κινήματος).

Ριζική αναδόμηση

Ο Χρύσης πολύ σωστά οριοθετεί ότι «το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό υπόδειγμα δεν εξαντλείται στην επιδίωξη του μετριοπαθούς στρατηγικού στόχου της συνεργασίας επιχειρήσεων και πανεπιστημίων, αλλά εκφράζει την ανάγκη μιας ριζικής αναδόμησης όλου του εκπαιδευτικού πεδίου».
Ο άγριος τεχνολογικός ανταγωνισμός της παγκόσμιας αγοράς – και μάλιστα στο υπόβαθρο της σημερινής παγκόσμιας κρίσης – επιτάσσει την προσπάθεια διάλυσης της ανώτατης εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού. Όπως συμβαίνει και με την υγεία ή την πρόνοια, αναφέρει ο συγγραφέας, «η λογική του δημόσιου αγαθού δεν χωρεί πλέον τα όρια των καπιταλιστικών κοινωνιών».
Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, απ’ αυτή την άποψη, αν συμφωνεί κανείς με την έμφαση του συγγραφέα σχετικά με το ότι αιχμή των επιδιώξεων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην εκπαίδευση αποτελεί η «απόκρουση των κοινωνικών και ιδεολογικών συνεπειών της ανεργίας […], της ριζικής διάβρωσης της όποιας συνοχής των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κοινωνιών».
Η ανάδειξη της λογικής με την οποία από τη μία πλευρά είναι τα κέρδη των επιχειρήσεων και από την αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι ανάγκες της κοινωνίας αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο αυτό το μικρό βιβλίο μπορεί να γίνει ένα μεγάλο όπλο στον πανεκπαιδευτικό αγώνα ενάντια στο νέο νόμο της Διαμαντοπούλου.
Τα πανεπιστήμια - για να αλλάξουμε ελάχιστα το απόσπασμα του Λένιν που ο Χρύσης επέλεξε ως προμετωπίδα του βιβλίου του - «δεν μπορούν να σταθούν υπεράνω της πολιτικής και να υπηρετήσουν την κοινωνία στο σύνολό της. Στην πραγματικότητα [είναι] όργανα ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης».

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2807%3Ai983&Itemid=62 

Πρίγκιπες και δολοφόνοι στα πόδια της Πελαγίας

Κάταδυση στον ιδιαίτερο μυθιστορηματικό κόσμο του συγγραφέα Μιχάλη Γεννάρη.


Η Πελαγία γεννήθηκε το 1946 στη Μυτιλήνη. Άσχημη, κουτσή, επιληπτική, έφτασε ως τα Μανιάτικα του Πειραιά κι από εκεί στο νεοκλασικό της οδού Δελφών. Δούλεψε σε ξενοδοχείο του Ξυλοκάστρου –καθάριζε αυγά για τα πρωινά– μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου έκανε τα καλύτερα χοτ ντογκ, με λουκάνικα που δε μαύριζαν σαν του Ιταλού απέναντι, έφυγε κακήν κακώς, έγινε τραγουδιάρα στα μπουζούκια της Αθήνας, καλύτερη από τη Ρόζα και την Νταλιάνα και τις άλλες τις άφωνες, για να καταφέρει να γίνει η καλύτερη τσατσά της δυτικής Αθήνας.

Η Πελαγία ανοίγει την πόρτα, την αγκαλιά, αλλά δυστυχώς για ‘κείνη όχι τα πόδια της, σε ένα μικρό στρατό Πριγκίπων, ένα τσούρμο ανέστιων κι απάτριδων παλικαριών, εραστών κι ερωμένων, τους οποίους, ωσάν θηλυκή Φέιγκιν του Τσαρλς Ντίκενς, εξαπολύει προς κλοπές και λοιπές νομές – και, αφού εκείνοι κομίσουν στο νεοκλασικό την αμαρτωλή πραμάτεια τους, η Πελαγία τους πηγαίνει για προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο. Πριν ξαναξεχυθούν στις ιδρωμένες, σπερματικές πομπές τους.

Θετή κόρη μάγισσας, της χθόνιας Αδαμαντίας με την αυγομαντεία και τους χρησμούς, της οχιάς-μάνας που τη χτυπούσε, την έβριζε, της Διαμάντως που ζευγάρωνε κρυφά στο μπαουλοντίβανο με τον παραγιό της, φίλη κανενός, κανενός ερωμένη, η Πελαγία ξεχύνεται σε έναν αστείρευτο μονόλογο, σε μία εξομολόγηση πέρα από τον τόπο και το χρόνο, σε ένα λυσσαλέο παραλήρημα που διαβάζεται απνευστί.

Λαϊκές αυλές, μπουρδέλα, σκυλάδικα, ψυχιατρεία και τεκέδες, Ομηρικοί ήρωες του σήμερα, βυζαντινά χωρία, πρίγκιπες, έρωτες παράνομοι και βρομεροί, βιασμοί, παρά φύσιν λυκοφιλίες, αιμοσταγείς κι απελπισμένοι δολοφόνοι. Ο Μιχάλης Γεννάρης, ετών 30, πρέπει να απόλαυσε τη συγγραφή του βιβλίου του όσο απόλαυσα κι εγώ την ανάγνωσή του.

Συγγραφικά, ο Γεννάρης δεν απολαμβάνει απλώς. Φαίνεται να μη φοβάται τίποτα. Να μη σταματάει, να μη διστάζει πουθενά. Το βιβλίο του σφύζει από αυτοπεποίθηση και σάτυρα:

«Της τα λέω κάθε μέρα: κοριτσάκι μου γλυκό και πρόστυχο, το ξέρεις πως εδώ είναι Ελλάς; Έχεις συνείδηση τι χώματα πατάς; Ελ-λάς! Λαμπρόπετρα. Θεόπετρα. Εδώ δεν παίζουμε με την καύλα του πελάτη! Έχουμε φιλότιμο!»


Κι αν κάποιοι βιάστηκαν να τον συγκρίνουν με το Μάτεσι, τη Ζατέλη, τον Ξανθούλη, ακόμη και τον Ταχτσή, οι επιρροές του Μιχάλη Γεννάρη είναι ακόμη περισσότερες. Ακόμη πιο εντυπωσιακές. Κάποιες τις μαρτύρησε ο ίδιος. Κάποιες άλλες τις έχει αφήσει στη διάθεση του αναγνώστη προς ανακάλυψη και τέρψη – όπως η αναφορά στο μύθο της Ηλέκτρας, η οποία διαπερνά το τελευταίο μέρος του καταιγιστικού του κειμένου.

Με άγρια χαρά υποψιάστηκα την αναφορά του στο μονόλογο της Ηλέκτρας στη σελίδα 167:

«Καημένε πατέρα! Κακόπρακτε! Κακορίζικε. Δύστυχε Πηλέα, κερατά! Εγώ η Πελαγία, κόρη πιστή, σύμμαχος πατέρα, έπρεπε να σ’ είχα προειδοποιήσει τι σκύλα τάιζες τόσα χρόνια στην Καλλίπολη Μυτιλήνης.»

Ο Γεννάρης δε βιάστηκε. Χρειάστηκαν περισσότερες από 20 σελίδες για να επαληθευτεί το προαίσθημά μου. Εδώ η μοιχός μάνα διηγείται:

«Είπαν πως πέθανε ο άντρας στα ξένα. Δεν το πιστεύω. Κακός ο κόσμος [...] Ωστόσο, επειδή βρέθηκαν πολλοί μαρτύροι που είπαν πως αληθινά πέθανε πάνω στο καράβι, συναίνεσα εγώ με τη γνώμη του πλήθους, και ποια είμαι για ν’ αντιταχθώ;»

50 σελίδες αργότερα, λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, ο Γεννάρης σφραγίζει την αναφορά με τον πιο δυνατό τρόπο – τα λόγια της Πελαγίας:

«Ήταν καπάτσα η Μυτιλινιά [...] Τον Πηλέα, ο Τασούλης τον τσάπισε. Μέσα στο βαρέλι τον έβαλαν και τον έθαψαν. Είπανε μετά πως ερωτεύθηκε μια Προτεστάντισσα κι έφυγε μαζί της στην Αμερική.»

Αισχύλος, Σοφοκλής κι Ευριπίδης χωνεμένοι κι ενσωματωμένοι τέλεια σε ένα κείμενο-ποταμό.

Στη μοναδική συνέντευξη του Γεννάρη που μπόρεσα να βρω, ο ίδιος περιγράφει το βιβλίο του ως «queer μυθιστόρημα». Μάλλον είναι μετριόφρων: το Πρίγκιπες και Δολοφόνοι (εκδ. Ίνδικτος) είναι μία νεορεαλιστική ηθογραφία με στοιχεία ψυχογραφίας αλλά και πολιτικού σχολιασμού (η πραγματική μάνα της Πελαγίας, κομουνίστρια, χόρεψε βαλς με το νεογέννητο μωρό της πριν στηθεί στο απόσπασμα, και δάγκωσε το πόδι του αρνούμενη να το αφήσει από την αγκαλιά της λίγο πριν φάει μία σφαίρα στην καρδιά: έτσι εξηγεί ο Γεννάρης το λόγο για τον οποίο η Πελαγία κουτσαίνει. Καταπληκτικό).

Η δομή σύνθετη, αρχικά δυσκολεύει, οι σχέσεις και οι χαρακτήρες, ακόμη και οι βασικότεροι εξ’ αυτών, παρουσιάζονται σταδιακά, με το σταγονόμετρο. Η πλοκή υφαίνεται σε έναν καμβά που μόνο στο τέλος αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά. Κι αν αρχικά φαίνεται ότι κάτι χάνεις, να επιμείνεις. Θα αποζημιωθείς με το παραπάνω, πίστεψέ με.

Με μία γλώσσα-κράμα, περίτεχνη όσο και μεγαλειωδώς ελληνική, ο Γεννάρης ξεσκονίζει λέξεις, βγάζει από το μπαούλο εκφράσεις ξεχασμένες, και τις παντρεύει αριστοτεχνικά σε δύο γυναικείους μονολόγους –της Πελαγίας και της τρανσεξουαλικής Σαλώμης. Οι λέξεις ασελγείς, εμπνευσμένες, σύνθετες, ακομπλεξάριστες. Το σύστημα πολυτονικό. Το αποτέλεσμα σχεδόν εικαστικό, ξεπερνά όλα όσα έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε από νέους Έλληνες συγγραφείς.

Ο Μιχάλης Γεννάρης πήρε φέτος το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω, και φαίνεται να μπήκε στην ελληνική λογοτεχνία όπως άλλοι εισέρχονται στο ίδιο τους το σπίτι. Εφοδιασμένος με μεγάλα αποθέματα παρατηρητικότητας και αδιαφορίας για τις δομές και τις συμβάσεις στις οποίες μας έχουν συνηθίσει οι νεότεροι συγγραφείς, Έλληνες ή ξένοι, με ένα εξαιρετικό αισθητήριο της γλώσσας, ο Γεννάρης έγραψε ένα βιβλίο που θα μείνει, ακόμη κι αν γράψει κι άλλα, παρόμοια ή μη.

http://www.tovima.gr/blogs/article/?aid=417308&h1=true

Παπαδιαμάντης και Ελύτης συναντήθηκαν στις Πρέσπες

Μπορεί οι φετινές εκδηλώσεις να μην είχαν την αίγλη και τους προϋπολογισμούς προηγούμενων ετών, συνεχίζουν όμως με συνέπεια και σταθερότητα να επενδύουν στις ωραίες ιδέες και φυσικά στην ποιότητα.
Φέτος, οι διοργανωτές τίμησαν δύο στυλοβάτες των ελληνικών γραμμάτων, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Οδυσσέα Ελύτη.
Το ποιητικό ταξίδι από τον Παπαδιαμάντη στον Ελύτη για τους τυχερούς που βρέθηκαν το βράδυ της Παρασκευής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Φλώρινας, την Παρασκευή 26 Αυγούστου, ήταν συναρπαστικό.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ανέλαβε το δύσκολο έργο να ενώσει με μια αριστοτεχνική γέφυρα τα δύο μαγικά πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Δημήτρης Μαρωνίτης, που έχει ασχοληθεί για περισσότερο από 20 χρόνια με το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, διάβασε αποσπάσματα από το ποίημα «Μαρία Νεφέλη». Ο ηθοποιός και βουλευτής Κώστας Καζάκος, μαζί με το σκηνοθέτη Κώστα Τσιάνο, διάβασαν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ενώ ο ποιητής Γιώργος Χρονάς διάβασε αποσπάσματα από τα τελευταία ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, «Δυτικά της λύπης», «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» και «Εκ του πλησίον». Στο κατανυκτικό κλίμα της βραδιάς συνέβαλε η σκηνοθετική σφραγίδα της Σοφίας Σπυράτου.
Πολιτικές απουσίες
Πολιτικά πρόσωπα, είτε από την κυβέρνηση είτε από το χώρο της αντιπολίτευσης, απουσίαζαν. Ακόμη και η Ντόρα Μπακογιάννη -έχει παραβρεθεί στις εκδηλώσεις των Πρεσπών αρκετές φορές στο παρελθόν-, που περιοδεύει αυτές τις ημέρες στη δυτική Μακεδονία, δεν πέρασε από τον Αγ. Αχίλλειο.
Οι φετινές «Πρέσπες» είναι οι πιο λιτές στην ιστορία του θεσμού, τόνισε ο Γ. Λιάνης. Θα παραμείνουν όμως σπουδαίες, γιατί σημαντικοί Ελληνες διανοούμενοι, ποιητές, λογοτέχνες, θέλησαν εθελοντικά να μοιράσουν το δικό τους «αντίδωρο» από το περίσσευμα της ψυχής τους. Το πρόσωπο της βραδιάς (τη δεύτερη ημέρα) ήταν φυσικά ο Σταμάτης Κραουνάκης, που με το σαρκαστικό του λόγο ενθουσίασε μικρούς και μεγάλους που είχαν κατασκηνώσει στις πλαγιές του Αγ. Αχιλλείου.
Πρέσπες και Αγ. Αχίλλειος δεν γίνεται χωρίς χάλκινα. Ετσι, προς το τέλος της συναυλίας, εμφανίστηκαν και τα χάλκινα της Γουμένισσας, απογειώνοντας το κέφι και τον χορό.
Οι εκδηλώσεις θα κλείσουν στη λίμνη Βεγορίτιδα στις 11 ή 12 Σεπτεμβρίου, με την Ευανθία Ρεμπούτσικα, τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο, την «Ορχήστρα του δρόμου» κ.ά.


http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=305060 

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Πέτρος Τατσόπουλος: «Εδώ δεν λειτούργησαν διαχωρισμοί στην κουλτούρα»

Ο συγγραφέας τονίζει ότι η Ελλάδα απέφυγετο «απαρτχάιντ» ανάμεσα στο σοβαρό - ποιοτικό και το λαϊκό.





Ο Πέτρος Τατσόπουλος γράφει ακόμα το καινούργιο του βιβλίο που κυκλοφορεί το φθινόπωρο. «Δεν το έχω τελειώσει ακόμα. Θα το παραδώσω πέντε λεπτά αφ' ότου το τελειώσω» λέει αυτοσαρκαζόμενος ο ίδιος στο «Βήμα». Είναι πάγια τακτική του εδώ και 31 χρόνια, από το 1980 δηλαδή που εξέδωσε τους «Ανήλικους». Το νέο του βιβλίο με τίτλο «Γκαγκάριν - Ο κόσμος από χαμηλά», ένα αφήγημα για την cult ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, αναμένεται (το αργότερο) μέχρι τα μέσα του προσεχούς Νοέμβρη από τις εκδόσεις Οξύ.

Είναι γραμμένο όπως «Η καλοσύνη των ξένων» (πρόκειται για την ιστορία της υιοθεσίας του που κυκλοφόρησε το 2006), ακολούθησε την ίδια τακτική. «Επειδή στα ελληνικά δεν είναι δόκιμος ο όρος non-fiction novel (μη-μυθοπλαστική μυθοπλασία…) θα έλεγα πως το βιβλίο είναι ένα υβρίδιο, έχει έρευνα και ρεπορτάζ, δοκίμιο και αυτοβιογραφία, την προσωπική μου κατάθεση και μαρτυρίες ανθρώπων με τους οποίους μίλησα. Όλα αυτά μαζί, με τη λεοντή ενός μυθιστορήματος. Τα πάντα είναι αλήθεια, δεν υπάρχουν επινοήσεις» τονίζει.

Απ' το 2005 ο Πέτρος Τατσόπουλος έχει στραφεί προς αυτή τη φόρμα που του αρέσει πολύ «χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω εγκαταλείψει το μυθιστόρημα». Έχει βρει μάλιστα και έναν (προσωρινό) τίτλο για το μυθιστόρημα που έχει αρχίσει να γράφει το οποίο όμως είναι σε πολύ πρώιμη φάση. Ο τίτλος είναι «Τάλε κουάλε», απ' τα ιταλικά, μια λαϊκή έκφραση που σημαίνει «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» ουσιαστικά. Το 2007 είχε εκδώσει τους «Νεοέλληνες», μια σειρά πορτραίτων που βασίζονταν σε συνεντεύξεις (απ' τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο μέχρι τον Κώστα Ταχτσή) ενώ το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το παιδικό του βιβλίο «Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι».

Τώρα νιώθει ότι το τεράστιο πραγματολογικό υλικό που έχει στα χέρια του τον καταπλακώνει. «Αναρωτιέμαι για το τι δεν θα γράψω» λέει χαρακτηριστικά. «Το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να συναρμόσω την επίσημη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, αυτή που ξέρουμε, τη συμβατική με την εναλλακτική, την υπόγεια ιστορία κυρίως στον χώρο του πολιτισμού. Υπάρχουν ορισμένες «αντισυμβατικές» φιγούρες που επικάλυψαν αντίστοιχες της επίσημης ιστορίας. Είμαι βέβαιος πώς αν βγείτε να ρωτήσετε τους σημερινούς εικοσιπεντάρηδες αν ξέρουν, για παράδειγμα, τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα (που έχει μείνει στην ιστορία ως ο πρώτος «Πρωθυπουργός της Αποστασίας») ή τον Κώστα Γκουσγκούνη τα αποτελέσματα θα είναι συντριπτικά υπέρ του δεύτερου, τον πρώτο μπορεί να μην τον γνωρίζει κανείς. Αυτό είναι η εκδίκηση της γυφτιάς, η ετεροχρονισμένη επικράτηση μιας παραγνωρισμένης κουλτούρας» εξηγεί σαν χαρτοπαίκτης που ξέρει ότι έχει ποντάρει στο σίγουρο χαρτί.

Το cult τι είναι ακριβώς, πώς το αντιλαμβάνεται ο ίδιος; «Δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να προσδιορίσει. Θα λέγαμε ότι είναι το καθαγιασμένο pop. Αλλά μετά πάμε στο πώς ορίζουμε το pop κ.ο.κ. Είναι, λίγο πολύ, μια σειρά από pop έργα πολιτισμού, λαϊκά πολιτισμικά έργα, που με την πάροδο του χρόνου έγιναν cult: απέκτησαν δηλαδή μια αξία που πιθανόν δεν ήταν αναγνωρίσιμη στην εποχή τους. Αυτή η αξία δεν είναι αναγκαστικά ποιοτική, μπορεί να είναι συναισθηματικής φύσεως». Ο Πέτρος Τατσόπουλος φέρνει ως παράδειγμα τις «φοβερά αντικομμουνιστικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις που προβάλλονταν επί δικτατορίας. Οι άνθρωποι της δικιάς μου γενιάς, πενήντα ετών και πάνω, έχουν μ' αυτές μια συναισθηματική σύνδεση. Κατανοούν απόλυτα ότι πρόκειται για φρικτές, κακοφτιαγμένες ταινίες με ηλίθια σενάρια. Επειδή όμως συνδέονται με τα παιδικά τους χρόνια, τους ανακινεί συνειρμικά μια νοσταλγία και διάφορα συναισθήματα. Που όμως είναι τελείως διαφορετικά απ' αυτά που τους προκαλούνταν εκείνη την εποχή» καταλήγει.

«Αυτό που κατάλαβα γράφοντας αυτό το βιβλίο είναι ότι στην Ελλάδα, και σε άλλες χώρες φυσικά, αλλά στην Ελλάδα πρωτίστως δε λειτούργησαν τα "κουτάκια", ο διαχωρισμός, το απαρτχάιντ ανάμεσα στη σοβαρή-ποιοτική και στη λεγόμενη λαϊκή κουλτούρα» επισημαίνει ο συγγραφέας. Τον ρωτάμε αν κάτι τέτοιο είναι γενικότερα θετικό. «Νομίζω πως ναι. Υπήρξαν άλλωστε "ποιοτικά" έργα που ήταν αφάνταστα κακοφτιαγμένα και υπήρχαν πραγματικά διαμάντια στα σκουπίδια, αν θέλετε, της άλλης πλευράς. Υπήρχε μια ρευστότητα μια ελεύθερη διακίνηση ανάμεσα στον ένα και στον άλλο χώρο με αποτέλεσμα οι ιστορίες των ανθρώπων να συναντιούνται μ' έναν αναπάντεχο τρόπο».

Ορόσημο για τον ίδιο (από κει ξεκινά μάλιστα και το βιβλίο) είναι η ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι τον Ιανουάριο του 1949 για το ρεμπέτικο τραγούδι στο Θέατρο Τέχνης. «Ήταν η εποχή που όχι μόνο κανένας αστός δε θα διανοούταν να βάλει το ρεμπέτικο στο κάδρο, αλλά επιπλέον το είδος ήταν παράνομο, υπό διωγμό, συνδεόταν με το χασίς κτλ. Δεν υπήρχε περίπτωση ένας άνθρωπος σαν τον Χατζιδάκι να μιλήσει για το ρεμπέτικο και να μην προκαλέσει αντιδράσεις» λέει ο Τατσόπουλος. Έτσι έγινε άλλωστε στη συνέχεια. «Ο ίδιος άνθρωπος, μετά από τριάντα χρόνια, το 1979 με αρχές του 1980, κάνει την περίφημη εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα για τον Γιάννη Φλωρινιώτη. Ο τελευταίος τότε ήταν μια μορφή της pop κουλτούρας και η κίνηση του Χατζιδάκι θεωρήθηκε έγκλημα καθοσιώσεως. Αναρωτιόντουσαν πολλοί: πώς ήταν δυνατόν ο Χατζιδάκις να ασχοληθεί με κάποιον τόσο αντι-ποιοτικό; Ο Χατζιδάκις διέκρινε όμως, όπως φαίνεται, κάποια πράγματα σ' αυτόν και γι' αυτό ασχολήθηκε μαζί του».

Ο Χάρρυ Κλυν είναι μια κεντρική φιγούρα στο βιβλίο. «Είναι απ' τους ανθρώπους που πάτησε με το ένα πόδι στον πάνω καλλιτεχνικό κόσμο και με το άλλο στον κάτω. Είναι απ' τους καλλιτέχνες που μπαινόβγαινε σ' όλους τους χώρους χωρίς κόμπλεξ και την ανάγκη του καθορισμού. Ενώ είχε και πολλά μη λαϊκά στοιχεία κατέληξε απόλυτα λαϊκός, έπαψε να είναι cult και έγινε mainstream (της δεσπόζουσας τάσης). Να σας υπενθυμίσω ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος τον είχε ονομάσει "γελωτοποιό της Ρωμιοσύνης" ενώ ο Αλέκος Φασιανός έχει εκθειάσει τα ζωγραφικά του έργα» υπενθυμίζει ο Τατσόπουλος.

Ο Χάρρυ Κλυν είναι ο πατέρας του Νίκου Τριανταφυλλίδη ο οποίος είναι ο δημιουργός και η καλλιτεχνική ψυχή του «Γκαγκάριν» που αποτελεί κεντρομόλο δύναμη του βιβλίου. «Το μαγαζί αυτό στη Λιοσίων, που διοργανώνει τα cult festival κάθε χρόνο εδώ και δέκα-δώδεκα χρόνια είναι ένας πόλος έλξης που συσπειρώνει και απενοχοποιεί μια ολόκληρη γενιά η οποία βρίσκει σε αυτά τα έργα της κουλτούρας (μουσικά, κινηματογραφικά ή άλλα) κάποιες ποιοτικές ή συναισθηματικές αρετές, διασκεδάζει μ' αυτά και ψυχαγωγείται».

Ο τίτλος όμως παραπέμπει και στον Γιούρι Γκαγκάριν. Ο σοβιετικός κοσμοναύτης, που είχε ύψος 1,57 μ, έβλεπε τον κόσμο «από χαμηλά» ανεξάρτητα απ' το αν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τον είδε από τόσο ψηλά. «Φιλοδοξώ με αυτό το βιβλίο να δω έναν κόσμο και από ψηλά και από χαμηλά ταυτόχρονα» καταλήγει ο συγγραφέας, τις αντιφάσεις με άλλα λόγια της πολιτισμικής μας ιστορίας τα τελευταία πενήντα-εξήντα χρόνια.




Πολιτισμός περισσότερες ειδήσεις 
 
 
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=416312 

Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891): Πρωταθλητής της άρνησης

 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου

 
 
 
 
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), όσο ζούσε, ήταν δημοφιλής κυρίως για τα δύο πρώτα βιβλία του, «Typee» (1846) και «Omoo» (1847), που θεωρήθηκαν δείγματα «ταξιδιωτικής λογοτεχνίας» και είχαν προκύψει από τις ναυτικές εμπειρίες του• ο Μέλβιλ, έχοντας δοκιμάσει ποικίλες ευκαιριακές εργασίες και εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης που πλήττει την Αμερική, μπαρκάρει για τέσσερα χρόνια (1840-1844) σε φαλαινοθηρικά πλοία και γνωρίζει «εξωτικούς» τόπους και ανθρώπους. Πρόθεσή του δεν είναι όμως να διακριθεί στο είδος αυτό που τον κατέταξε η λογοτεχνική κριτική• προτιμά το ταξίδι της αφήγησης από την αφήγηση του ταξιδιού και στα επόμενα βιβλία του πειραματίζεται με άλλα θέματα και τεχνικές καταλήγοντας στην αλλόκοτη «συρραπτική» γραφή του «Μόμπι Ντικ» (1851), του πιο φιλόδοξου μυθιστορήματός του. Και αυτό το βιβλίο γνωρίζει εμπορική αποτυχία: για το αναγνωστικό κοινό είναι ένα ακατανόητο κείμενο (θα περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να λάβει το χρίσμα του αριστουργήματος και να γίνει ευπώλητο ανάγνωσμα)• οι αμήχανοι κριτικοί το θεωρούν τεράστια και αμφιλεγόμενη αλληγορική κατασκευή με εξεζητημένο ύφος που δεν παραπέμπει διόλου στη μυθιστορηματική γραφή, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζουν.
Ο Μέλβιλ, στα όρια της ψυχολογικής κατάρρευσης, με σταθερή οικονομική ανασφάλεια και μεγάλες οικογενειακές υποχρεώσεις, αρχίζει να συνεργάζεται σε τακτική βάση με περιοδικά δημοσιεύοντας μικρά και μεγαλύτερα αφηγήματα. Η νουβέλα «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας» (με υπότιτλο: «Μια ιστορία της Wall Street») εμφανίζεται ανώνυμα σε δύο συνεχόμενα τεύχη (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1853) μιας λογοτεχνικής επιθεώρησης. Λίγο αργότερα (1856), ο συγγραφέας θα εντάξει τον «Μπάρτλμπυ» και πέντε ακόμη από αυτά τα κείμενα σε συγκεντρωτική έκδοση («The Piazza tales») όπου δεσπόζει η χροιά του φανταστικού και του ιδιόρρυθμου, θυμίζοντας αμυδρά την ατμόσφαιρα των διηγημάτων του Πόου.

Η ιστορία του μοναχικού, λιγομίλητου και φασματικού (αντι)γραφέα που ελαχιστοποιεί βαθμηδόν τη δράση του στο δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται, προβάλλοντας ήσυχα αλλά σθεναρά ότι «θα προτιμούσε να μην» αναλάβει την τάδε ή τη δείνα εργασία, προλειαίνει το έδαφος για το κωμικοτραγικό στοιχείο των ιστοριών του Κάφκα ή του Μπέκετ. Ο Μπάρτλμπυ παραδόξως επιβάλλεται με την εφεκτική στάση του, την αφωνία, την αγραφία, την απραξία του, μολύνοντας κατά κάποιον τρόπο με αυτή την αποχή τον περίγυρο, έτσι ώστε ο εμβρόντητος εργοδότης του, ο δικηγόρος-αφηγητής της ιστορίας, αναγκάζεται να μετακομίσει ο ίδιος, αδυνατώντας να μετακινήσει τον υπάλληλο από το γραφείο του. Aνατρέπονται οι παραδοσιακοί ρόλοι του αφέντη και του υπηρέτη ή του πατέρα και του γιου: εδώ, ο υπάλληλος χειραγωγεί το αφεντικό. Κανείς δεν γνωρίζει το παραμικρό γι' αυτόν τον άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, χωρίς απαιτήσεις και ιδιοκτησία: έχοντας καταργήσει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, ο γραφέας εγκαθίσταται, εντοιχίζεται κυριολεκτικά στο δικηγορικό γραφείο, ατενίζοντας από το παράθυρο τον απέναντι λερό τοίχο• έτσι έγκλειστο θα τον βρει άλλωστε το τέλος της ιστορίας στους «Τάφους» (όπως ονομάζονται οι Φυλακές του Μανχάταν), περιτριγυρισμένο από πανύψηλους τοίχους και νεκρό από ανορεξία. Δεν είναι τυχαίος ο υπότιτλος της νουβέλας με τις ποικίλες άλλες συνδηλώσεις αλλά και τη σαφή ειρωνεία: «Μια ιστορία της Wall Street» (οι τοίχοι της μεγαλούπολης συνθλίβουν τον άνθρωπο που δεν υπακούει στους ρυθμούς της).
Ο «Μπάρτλμπυ» έχει γίνει τόπος αναφοράς πολλών επιφανών γραφίδων της σύγχρονης διανόησης (Μπλανσό, Ντελέζ, Αγκάμπεν, Ντελέζ, Ζίζεκ, κ.ά.) καθώς θίγει θέματα που βρίσκονται στη διασταύρωση του φιλοσοφικού στοχασμού και του λογοτεχνικού λόγου.
Ο εκκεντρικός αντι-ήρωας της ιστορίας συγγενεύει περισσότερο με την έννοια του ουδέτερου (Μπλανσό) παρά με παραδοσιακό μυθιστορηματικό πρόσωπο μολονότι διαθέτει όνομα• τον συνδέουν συχνά με την εικόνα του συγγραφέα που, από ένα σημείο και πέρα, απαρνείται τη γραφή, ο ίδιος ωστόσο δεν έγραφε ποτέ, δεν είχε συγγραφική κυριότητα, απλώς αντέγραφε νομικά έγγραφα. Αντίθετα, ο δικηγόρος που εμφανίζεται ως συγγραφέας (αποτυχημένος φιλόσοφος;) αφηγείται (γράφει) ανωνύμως την αδυναμία του να εκλογικεύσει τη συμπεριφορά του «προσώπου» της ιστορίας του. Παρακολουθούμε λοιπόν την παράξενη σχέση ενός γραφέα που παύει να αντιγράφει το γράμμα του νόμου και ενός ανθρώπου του νόμου που γοητεύεται (τρελαίνεται) τόσο από τη λογοτεχνική λογική ώστε να ρισκάρει να γράψει μια λογοτεχνική ιστορία, ενώ τα πάντα επάνω του παραπέμπουν σε άτομο συμβατικά συνετό. Οσο ο ένας απολιθώνεται και κλείνεται στην απάθεια, τόσο ο άλλος κινείται άτακτα και απορρυθμίζεται. Δεν είναι ή μόνη αντίστροφη συμμετρία του κειμένου: οι μονομανίες των δύο άλλων γραφέων του δικηγορικού γραφείου (του Διάνου και του Δαγκάνα) εναλλάσσονται με απόλυτη ακρίβεια, έτσι ώστε όταν ο ένας είναι σε έξαρση ο άλλος είναι σε ύφεση. Το κωμικό των διάσημων αντιγραφέων Μπουβάρ και Πεκισέ ή των καφκικών υπαλλήλων δεν είναι μακριά.
Στο επίμετρο της παρούσας έκδοσης, τα κείμενα των Ντελέζ και Αγκάμπεν θίγουν το ζήτημα της ιδιότυπης ανυπακοής του Μπάρτλμπυ που «θα προτιμούσε όχι» - ούτε άρνηση ούτε κατάφαση, ένα τικ, ένα σταθερό τραύλισμα σαν ξένη γλώσσα που μεταδίδει στην κοινή ένα είδος τρέλας και την οδηγεί στη ζώνη της απροσδιοριστίας. Συμπληρωματικά, τα δείγματα από τις πρώτες κριτικές που υποδέχθηκαν τη νουβέλα, το σημείωμα της άξιας μεταφράστριας και η εργοβιογραφία καθοδηγούν τον αναγνώστη στην προσέγγιση της αινιγματικής νουβέλας. Δουλειά καμωμένη με γνώση και μεράκι για ένα κείμενο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. 
 
 

Ο Πάουλ Βεράχεν επιχειρεί να γράψει ένα υπερφιλόδοξο έργο «Κουβέντα περί Καλού και Κακού»

 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: της Σοφίας Νικολαϊδου

 
 
 
Η σύγχρονη λογοτεχνία επιστρέφει στα μεγάλα θέματα. Επιστροφή στα μεγάλα θέματα σημαίνει, το θέλουμε δεν το θέλουμε, επιστροφή στην πολιτική. Χωρίς ρητορείες, χωρίς στράτευση, χωρίς παρωπίδες. Χωρίς πολιτική ορθότητα και πιπέρι στη γλώσσα. Η πολιτική, με την ευρεία έννοια, φαίνεται ότι απασχολεί μια μερίδα ανήσυχων και παρεμβατικών νέων συγγραφέων. Πιθανόν πιστεύουν - όχι άδικα - ότι ο λόγος είναι πράξη.
Το θέμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου φαίνεται πως αφορά ορισμένους εξέχοντες αντιπροσώπους της νέας συγγραφικής γενιάς (ας θυμηθούμε τον Λίτελ και τις «Ευμενίδες» του). Πρόκειται για μια γενιά που δεν έζησε πόλεμο, όπως τον έζησαν οι γονείς της. Στην περίπτωσή τους, το βίωμα δεν αποτελεί συγγραφικό καύσιμο. Η έμπνευση πυροδοτείται από τον δυναμικό συνδυασμό μελέτης και φαντασίας.
Ο Πάουλ Βεράχεν επιχειρεί να γράψει ένα υπερφιλόδοξο έργο. Αποτυπώνει τη συνομιλία Ιστορίας και Λογοτεχνίας με σύγχρονο αφηγηματικό τρόπο, ο οποίος γεννά προβληματισμό και παράγει σκέψη. Τι γίνεται όταν η Ιστορία (ναι, αυτή με το γιώτα κεφαλαίο) πέφτει επάνω στις ιστορίες των ανθρώπων (αυτές που γράφονται με το γιώτα μικρό); Ο Βεράχεν κατορθώνει να κάνει τον προβληματισμό του πλοκή, χωρίς διατεταγμένη πολιτική ορθότητα. Υφαίνει το μυθιστόρημά του ως κατ' εξοχήν ανθρωπογνωστική τέχνη και ολιστική κατασκευή.

Βρισκόμαστε στο Βερολίνο, την άνοιξη του 1995. Ενας νεαρός βέλγος φυσικός, ο Πάουλ Αντερμανς, πέφτει θύμα των Νεοναζί. Είναι ο μόνος που μιλά όταν το σκυλολόι των σκίνχεντς τα βάζει με έναν ξένο (οι υπόλοιποι καλοί άνθρωποι κοιτάνε τη δουλειά τους). Τον περιλαβαίνουν και τον στέλνουν στο νοσοκομείο. Εκεί γνωρίζει τον Ντε Χέιρ, έναν ηλικιωμένο Εβραίο. Ο Ντε Χέιρ βρέθηκε στο Αουσβιτς και επέζησε. Εζησε στην Ανατολική Γερμανία, πήρε μέρος στην ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου.
Ο Βεράχεν αναπτύσσει παράλληλα πολλά αφηγηματικά νήματα, τα οποία αποτυπώνουν διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η μαρτυρία του Εβραίου, με τη μηχανή θανάτου των Ναζί και το σφαγείο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φυσικοί επιστήμονες που βρίσκονται κλεισμένοι στο Λος Αλαμος και ετοιμάζουν την ατομική βόμβα. Ο νομπελίστας που κυνηγάει κοριτσόπουλα και επιβλέπει ένα νέο πρότζεκτ, το οποίο σχεδιάζει η μεταδιδακτορική του φοιτήτρια. Οι Νεοναζί που πολλαπλασιάζονται στις υπόγειες στοές του Βερολίνου και ετοιμάζουν την έκπληξη. Οι βετεράνοι Ναζί, που τους εμπνέουν και τους ποδηγετούν. Η Νέμπουλα, μια αξιοφάγωτη νεαρή κινηματογραφίστρια, που γυρίζει πορνό με άποψη και αντλεί υλικό από τους κύκλους των Νεοναζί.
Η αφήγηση αναπτύσσεται σε πολλαπλά επίπεδα, τα αφηγηματικά νήματα συμπλέκονται και τα φαινόμενα απατούν. Ο θύτης γίνεται θύμα - και τούμπαλιν. Μέσα στη διαρκώς κινούμενη άμμο της πλοκής, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής γίνεται εριστικός:
«Θέλετε πρόσωπα που ταιριάζουν σαν γάντι από μοσχαρίσιο δέρμα γύρω από τις προκαταλήψεις σας σχετικά με τα γεγονότα που θέλω να διηγηθώ; Να σας συστήσω το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ.
Τούτη εδώ είναι η δική μου αλήθεια.

Το πρώτο μάθημα στην ολοκαυτωματολογία είναι ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τους επιζώντες. Δεν είναι απροθυμία, είναι ένα αυτονόητο δεδομένο. Εκείνοι -εσείς, αξιότιμοι ακροατές - δεν μπορούν να το συλλάβουν. Η προοπτική σας είναι πάντα λανθασμένη, γιατί η άποψή σας είναι ηθική. Δεν υπάρχει όμως τίποτα ηθικό σε μια βιογραφία, δεν υπάρχει τίποτα το ηθικό στην Ιστορία: δεν είναι παρά μια γυμνή αλληλουχία ξερών γεγονότων. Συμβαίνουν, έτσι όπως συμβαίνουν, σε όποιον συμβαίνουν» (σελ. 478).
Και αλλού: «Το μάτι οφείλει να είναι στεγνό, αν θέλει να βλέπει» (σελ. 552). Ετσι, με στεγνό μάτι και χωρίς ηθικοδιδακτικές κρίσεις, με υψηλή όμως θερμοκρασία και αξιοζήλευτο αφηγηματικό δόλο, που αποτυπώνονται στη ζυγισμένη μετάφραση, η αφήγηση απεικονίζει τα ιστορικά συμβάντα, αλλά δεν μένει εκεί. Η μυθοπλασία καταπίνει την Ιστορία. Δίνει ένα απρόοπτο, ενορχηστρωμένο στην εντέλεια, γιορταστικό, γεμάτο αφηγηματικά πυροτεχνήματα φινάλε. Ενα φινάλε που δικαιώνει όλες τις μικρές λεπτομέρειες της εξιστόρησης και προδίδει πίστη στην ιαματική λειτουργία της λογοτεχνίας. Ομως, για να φτάσει κανείς στην κάθαρση του τέλους, πρέπει να περάσει από τον έλεο και τον φόβο της πλοκής.
Ο σαρανταεξάχρονος Βεράχεν, ο Βέλγος που γράφει στα φλαμανδικά και διδάσκει Γνωστική Ψυχολογία στις ΗΠΑ, επιχείρησε να τα πει όλα σε αυτό το πολυβραβευμένο μυθιστόρημά του. Το αξιομνημόνευτο είναι ότι τα κατάφερε.
Ο 20ός αιώνας
σε πλήρη ανάπτυξη
Ναζισμός, Ολοκαύτωμα, ευγονική, πειράματα του Μένγκελε, οράματα του Σπέερ, ανταγωνισμός για την ατομική βόμβα. Ολα διαπλέκονται στο βιβλίο του Βεράχεν. Τα καλύτερα μυαλά της Αμερικής να διαγκωνίζονται απομονωμένα στα εργαστήρια. Κατασκοπεία και ψυχρός πόλεμος. Κομμουνισμός και η πτώση του. Νεοναζί με κρυφά σχέδια. Η Φυσική και η Τέχνη να προσπαθούν να εξηγήσουν τον κόσμο. Οι αφηγητές εναλλάσσονται, οι αφηγηματικοί τρόποι επίσης. Ο μυθιστορηματικός χρόνος εκτελεί παλίνδρομες κινήσεις. Ο 20ός αιώνας σε πλήρη ανάπτυξη. Το έπος του Βερολίνου, της πόλης που αποτελεί παλίμψηστο. Της πόλης που λυγίζει από την «υπερβολική δόση Ιστορίας». Της πόλης που γνωρίζει καλά «τον θάνατο του Θεού».





http://www.tanea.gr/vivliodromio/?dt=20110813

Θεσσαλονίκη: Ένας αιώνιος «έφηβος» από τη Θάσο φτιάχνει τσίπουρο και γράφει τραγούδια στα 103 του χρόνια

"Με γράφουν στην ταυτότητα Σταύρο Καραμανιώλα/ 
είμαι γλεντζές, καλαμπουρτζής και δημοκράτης φόλα/ 
Μικροί μεγάλοι στο χωριό με λένε μπάρμπα Σταύρο/ 
μέρα και νύχτα τραγουδώ, πίνω κρασάκι μαύρο".







Με τον στίχο αυτό μας συστήθηκε ο υπεραιωνόβιος λαϊκός ποιητής και συνθέτης Σταύρος Καραμανιώλας, όταν τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, στον Πρίνο της Θάσου, όπου ζει με την κυρά του, έχοντας στο πλάι του την οικογένεια του εγγονού του Απόστολου Βουρτσισμένης.

"Η ταυτότητα γράφει το ΅11, αλλά είμαι το ΅09 γεννηθείς. Το ΅12, που απελευθερωθήκαμε, ήμουν κοτζαμάν παιδί, όλα τα θυμάμαι", λέει στην τηλεοπτική κάμερα του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μπάρμπα Σταύρος.

Η συζήτηση μαζί του είναι καθόλα απολαυστική, μας "αιχμαλωτίζει" με τη ζωντάνια και το χιούμορ του, που ενίοτε … τσακίζει κόκαλα, ειδικά όταν αναφέρεται στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Τον ρωτάμε πώς ξεκινάει τη μέρα του και μας δείχνει το μπαχτσεδάκι που καλλιεργεί ο ίδιος, ακόμα και σήμερα, αν και πλέον δεν τον βοηθούν πολύ τα μάτια του, γι΄ αυτό και αναγκάζεται να κρατάει μπαστούνι.

"Δεν μπορώ να κάτσω έτσι … Πρέπει κάτι να κάνω. Περνάω την ώρα μου με τις ντοματίτσες, τις πιπεριές, τις μελιτζάνες, το δυόσμο, τη ρίγανη, τη μαντζουράνα … Κάνω και ωραίο τσιπουράκι, σωστό ελιξίριο. Πίνω λίγο κάθε μέρα. Από τον Οκτώβριο και ύστερα πίνω κρασί μπρούσκο κόκκινο", μας λέει ο μπάρμπα Σταύρος.


περισσότερα στο:
http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=15143 

Βιβλίο: Οι καρποί του φθινοπώρου

Τι επιφυλάσσει το φθινόπωρο για τον εκδοτικό κόσμο; Θα επιβεβαιωθεί η ελπίδα ότι το βιβλίο αντέχει και στους δυσκολότερους καιρούς; 

Ή μήπως η υπερπαραγωγή των δύο τελευταίων δεκαετιών και ο πολλαπλασιασμός των σημείων πώλησης χωρίς ανάλογη αύξηση του πιστού αναγνωστικού κοινού δημιούργησαν μια «φούσκα» που σε συνθήκες ύφεσης είναι αδύνατον να συντηρηθεί; Τα σημάδια είναι ανησυχητικά. Τα βιβλιοπωλεία καθυστερούν συστηματικά τις αποπληρωμές τους, ενώ, κρίνοντας από τους ισολογισμούς του 2010, οι μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις βλέπουν τους κύκλους εργασιών τους να φθίνουν και τις δανειακές τους υποχρεώσεις να σκαρφαλώνουν στο 70% κατά μέσο όρο των διαθέσιμων κεφαλαίων τους. Οπως, άλλωστε, επισήμανε στο «Επτά» ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος του ΕΚΕΒΙ, «τα περσινά στοιχεία δεν αποτυπώνουν τον πανικό που επικρατεί σήμερα στην αγορά»...
Η σεζόν, πάντως, θα ανοίξει με δύο εκδόσεις αφιερωμένες στον νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη, με αφορμή τα εκατοντάχρονα από τη γέννησή του: μία επιλογή από τις μετρημένες συνεντεύξεις που είχε δώσει (εκδ. Υψιλον) κι ένα πλούσια εικονογραφημένο λεύκωμα επιμελημένο από την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Ο ναυτίλος του αιώνα» (εκδ. Ικαρος), με εκτενές χρονολόγιο, βιβλιογραφικές πληροφορίες, έργα του ποιητή, κριτικά αποσπάσματα και άφθονες αναφορές στα καλλιτεχνικά ρεύματα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ποιητικής του ταυτότητας. Εν τω μεταξύ, οι περισσότεροι από τους βασικούς «παίχτες» στον τομέα της ελληνικής λογοτεχνίας έχουν έτοιμους τους φθινοπωρινούς τους καταλόγους, κι είναι εντυπωσιακό πόσοι καταξιωμένοι συγγραφείς μας περιλαμβάνονται σ' αυτούς. Αλλοι εξομολογούνται δημοσίως, άλλοι καταφεύγουν στο παρελθόν και ορισμένοι -λίγοι, είναι η αλήθεια- επιχειρούν να ανιχνεύσουν το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Η Ζυράννα Ζατέλη με την «Ηδονή στον κρόταφο» θα ανοίξει μία ακόμη πόρτα προς το μαγικό της σύμπαν με διηγήματα, αφηγήσεις και αυτοαναφορικά κείμενα, ενώ η Ευγενία Φακίνου με το «Τρένο των νεφών» μας καλεί σ' ένα ταξίδι στην λατινοαμερικάνικη ήπειρο και τη λογοτεχνία της, με οδηγό τον νέο μυθιστορηματικό της ήρωα που αναζητά τον πατέρα του στις Ανδεις. Δεξιοτέχνης της μικρής φόρμας, ο Δημήτρης Νόλλας συγκεντρώνει σ' έναν τόμο το σύνολο της διηγηματογραφίας του μαζί με μία κριτική εισαγωγή της Τιτίκας Δημητρούλια, η Αθηνά Κακούρη επιστρέφει με μία σειρά αστυνομικών ιστοριών, ενώ διηγήματα απαρτίζουν και το νέο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη.
Ολοι οι παραπάνω συνυπάρχουν στον «Καστανιώτη», απ' όπου αναμένονται επίσης το νέο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη «Οι γυναίκες που κρύβουν κάτι», με τις ερωτικές περιπέτειες ενός καθηγητή-σύγχρονου Νοστράδαμου στις οικονομικές προβλέψεις, η συλλογή χρονογραφημάτων «Χτυποκάρδια στο θρανίο» της Ελενας Ακρίτα, καθώς και το αυτοβιογραφικό αφήγημα του ηθοποιού Γιώργου Κοτανίδη «Ολοι μαζί, τώρα!» που ανατρέχει στη δημιουργία του Ελεύθερου Θεάτρου αλλά και στη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων κατά της χούντας, όπως το ΕΚΚΕ στο οποίο είχε θητεύσει κι ο ίδιος. Κι ακόμα, το καινούριο μυθιστόρημα της Μάρας Μεϊμαρίδη που καλύπτει δυο αιώνες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
«Παρών» δηλώνει και ο Μένης Κουμανταρέας, μ' ένα γραπτό του, όμως, μ' έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που επί μισό αιώνα κρατούσε στο συρτάρι του ανέκδοτο - για την ακρίβεια από το 1959! Ο λόγος, για τις «Αλεπούδες του Γκόσπορτ» που διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του '40 στον ομώνυμο παραθαλάσσιο οικισμό της Αγγλίας, όπου έχει μεταβεί ένας νεαρός Ελληνας για να βελτιώσει τα αγγλικά του. Ενα «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» που αναπλάθει τη σχέση του κεντρικού ήρωα με μία παρέα αγοριών και κοριτσιών, καθώς ανακαλύπτουν μαζί τη φιλία και τον έρωτα (εκδ. Κέδρος).
Ενα επίσης ανέκδοτο έργο που φέρνει στη δημοσιότητα ο ιστορικός οίκος είναι τα «Παιδιά του Σπάρτακου» της Διδώς Σωτηρίου, σε επιμέλεια της πανεπιστημιακού Ερης Σταυροπούλου. Μυθιστόρημα δουλεμένο από τη συγγραφέα στα χρόνια του '50, εκτυλίσσεται μεταξύ Θράκης και Αθήνας κι εστιάζει στην εξέγερση των σηροτρόφων και στις διώξεις κατά των αριστερών, παρακολουθώντας την ιστορία μιας οικογένειας από τις αρχές του 20ού αιώνα ώς τον Εμφύλιο.
Ανάμεσα στις φθινοπωρινές εκδόσεις του «Κέδρου» συναντάμε τη συλλογή «Βαθέος γήρατος», το κύκνειο άσμα του πρόωρα χαμένου Γιάννη Βαρβέρη με ποιήματα που έγραψε την τελευταία τριετία για την αγαπημένη του μητέρα, την οικογενειακή σάγκα της Γιοβάννας «Ενα καράβι στο μπαλκόνι μας» που διατρέχει την περίοδο από τον Α' Παγκόσμιο ώς το '60, καθώς και το πολιτικό μυθιστόρημα «Η διάψευση» της γεννημένης στην Πάφο Αγγελικής Σμυρλή. Κεντρικός άξονας του τελευταίου είναι η φιλία ενός μετριοπαθούς τουρκοκύπριου γιατρού μ' έναν αντίστοιχα μετριοπαθή ελληνοκύπριο που δοκιμάζεται από την τουρκική εισβολή του '74. Ποια θα μπορούσε να είναι η δικαιότερη λύση για το Κυπριακό; Η διχοτόμηση, η διζωνική ομοσπονδία ή η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει τη συγγραφέα, η οποία μας είχε εντυπωσιάσει παλιότερα με την «Επιστροφή του Αγαπήνορα».
Ο Αλέξης Πανσέληνος, μία δεκαετία σχεδόν μετά τον «Κουτσό άγγελο», παρέδωσε το νέο του μυθιστόρημα στο «Μεταίχμιο». Τίτλος του, «Σκοτεινές επιγραφές». Στο φόντο του, μία κοινωνία σε παράκρουση και μία νεολαία οπλισμένη πότε με ρόπαλα και πότε με σπρέι. Και στο επίκεντρό του, ένας ερασιτέχνης ζωγράφος που, ανιχνεύοντας το νόημα ενός μυστηριώδους γκράφιτι, επιχειρεί ν' ανακτήσει τη χαμένη του αγάπη. Στον ίδιο οίκο κατέληξαν ο Δραμινός Βασίλης Τσιαμπούσης, ο Καβαλιώτης Κοσμάς Χαρπαντίδης και ο Καστοριανός Ηλίας Παπαμόσχος (όλοι τους με συλλογές διηγημάτων), όπως και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος που είχε να δώσει μυθιστόρημα από το 2003 (βλ. «Αγιογραφία»). Στο καινούριο του, τα «Παιδιά του Κάιν», η δράση του οποίου εκτυλίσσεται παράλληλα μ' ένα πανευρωπαϊκό σεμινάριο σεναρίου, πρωταγωνιστεί μια παρέα καλοζωισμένων πενηντάρηδων που εκδράμουν σ' ένα παραδομένο στον τουρισμό ψαροχώρι και ανακαλώντας τα νειάτα τους κάνουν την αυτοκριτική τους.
Αστεγοι προσωρινά μετά το κλείσιμο των «Ελληνικών Γραμμάτων», ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Κώστας Μουρσελάς ξανασυναντιώνται τώρα στον «Πατάκη», ο πρώτος με διηγήματα («Περιπολών περί πολλών τυρβάζω») κι ο δεύτερος με το μυθιστόρημα «Στην άκρη της νύχτας». Οπως μαθαίνουμε, αρχικός στόχος του Μουρσελά ήταν να γράψει κάτι για τον Παπαδιαμάντη, αλλά στην πορεία άρχισαν να εισβάλλουν στο γραπτό του ήρωες από το πολύκροτο «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», εμπλουτίζοντας την πλοκή με ισχυρές δόσεις μυστηρίου. Κι αν η Ερση Σωτηροπούλου επιστρέφει με διηγήματα, η Σώτη Τριανταφύλλου υπογράφει το μυθιστόρημα «Για την αγάπη της γεωμετρίας», με την πορεία προς την ωριμότητα μιάς κοπέλας, μεγαλωμένης στα χρόνια του '60 στην Αθήνα κι ερωτευμένης με τα μαθηματικά.
Στον «Πατάκη» εντάχθηκε κι ο Γιάννης Κιουρτσάκης, το «Σαν μυθιστόρημα» του οποίου γνώρισε φέτος θερμή υποδοχή στη Γαλλία ως «μια παραβολή για τη μοίρα της Ελλάδας που διχάζεται ανάμεσα στο μυθικό της παρελθόν και στην επιθυμία της να ενταχθεί σε μια Ευρώπη που την αγνοεί και την περιφρονεί», όπως έγραψε το «Lire». Στοχαστικό δοκίμιο, το νέο του βιβλίο με τίτλο «Το ζητούμενο του ανθρώπου» φέρει κι αυτό πολλά βιωματικά στοιχεία και καθρεφτίζει τον προβληματισμό του Κιουρτσάκη για την εξέλιξη αλλά και τις κρίσεις που ταλανίζουν τον δυτικό πολιτισμό. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, πάντως, συνεχίζοντας τη συνεργασία του με το «Οξύ», επανέρχεται με το «Γκαγκάριν» αφηγούμενος την «cult κουλτούρα της μεταπολεμικής Ελλάδας» και το πώς οι εκπρόσωποι της υψηλής κουλτούρας συνδιαλέχτηκαν με την λαϊκή. Ενα υβριδικό έργο, μεταξύ δοκιμίου και ρεπορτάζ, με πρωταγωνιστές όπως ο Χατζιδάκις, αλλά και ο Γκουσγκούνης, ο Φλωρινιώτης ή ο Χάρρυ Κλυνν.
Στις εκδόσεις που ετοιμάζει η «Αγρα», ξεχωρίζει το ανθολόγιο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη από τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου καθώς και το γραμμένο στα γαλλικά μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη «Republique Bastille», σε μετάφραση Τ. Δημητρούλια και υπό την φιλολογική επιμέλεια της Μαίρης Μικέ, ενώ ο «Ικαρος» θα δημοσιεύσει νέα δοκίμια των Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου («Ο Παπαδιαμάντης του Ζήσιμου Λορεντζάτου») και του Χρήστου Γιανναρά («Εξι φιλοσοφικές ζωγραφιές»). Και καθώς η «Εστία» εγκαινιάζει τη συνεργασία της με τον Θεσσαλονικιό Περικλή Σφυρίδη εκδίδοντας «Το πάρτι και άλλα διηγήματα», οι εκδόσεις «Πόλις» το μόνο ελληνικό όνομα που προτείνουν είναι της 28χρονης Βασιλικής Πέτσα, που κάνει το λογοτεχνικό της ντεμπούτο με τη νουβέλα «Θυμάμαι»: μια ιστορία βασισμένη σε φόνο που συγκλονίζει μια μικρή επαρχιακή πόλη, φέρνοντας στην επιφάνεια τα ηθικά και ψυχολογικά αδιέξοδα των κατοίκων της.
Ούτε οι επανεκδόσεις λείπουν από τη φθινοπωρινή σοδειά. Το έβδομο και τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά, η τιμημένη το '86 με κρατικό βραβείο «Φανταστική περιπέτεια» («Κέδρος») θα μυήσει τους νεότερους στα πρόσωπα και τα ήθη του λογοτεχνικού κατεστημένου αλλά και του κρατικού μηχανισμού της δεκαετίας του '80, καθώς αυτά σατιρίζει με την ιδιωματική του γλώσσα ο συγγραφέας, κρυμμένος πίσω από το προσωπείο του κεντρικού αφηγητή. Στην παρωδιακή πεζογραφία ανήκει και η «Φωνή» του Χρήστου Χωμενίδη («Πατάκης»), όπου ένας δημοφιλής τραγουδιστής χάνει τη φωνή του και δανείζεται εκείνη ενός αλλόκοτου παλιννοστούντα από την Τασκένδη, φέρνοντας τα πάνω κάτω στη ντόπια μουσική σκηνή. Οσο για τον «Αχρηστο Δημήτρη» του Γιώργου Συμπάρδη («Μεταίχμιο»), που επικεντρώνεται στη φιλία ενός καλλιεργημένου δικηγόρου κι ενός νεαρού λαϊκής καταγωγής, θεωρείται από τους κριτικούς ως ένα από τα γοητευτικότερα μυθιστορήματα των μεταπολιτευτικών χρόνων.


http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=302544 

Εβδομήντα πέντε τρόποι γραφής Βιβλία σε στόματα λεόντων

**Αννα Α. Λυδάκη και Γιάννης Ν. Μπασκόζος επιμέλεια: Περί ζώων, 53 κείμενα για τη φιλοζωία, εκδόσεις Ψυχογιός, σ. 368. Οι Ζυράννα Ζατέλη, Νίκος Δήμου, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Κοσμάς Βίδος, Αγγελος Σικελιανός, Σαρλ Μποντλέρ, Ομηρος, Κ. Π. Καβάφης, Τεντ Χιουζ, Βάλτερ Πούχνερ και άλλοι πολλοί, απ' όλες τις εποχές, καταθέτουν τις αναμνήσεις τους, τη ζωή τους δίπλα σε τετράποδα με υγρή μουσούδα.
**Μανόλης Αναγνωστάκης: Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά, πρόλογος: Παντελής Μπουκάλας, επιμέλεια:-επίμετρο: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Πατάκη, σ. 100. Κομψή συνέντευξη, του παρελθόντος, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που τώρα κοινοποιείται, με αμφισβήτηση του Κ. Π. Καβάφη. Ο ποιητής Μ.Α. σε ρόλο Κωστή Παλαμά. Ομως ομιλεί και περί άλλων.
**Ρ. J. Rhodes: Οι Ελληνικές πόλεις - κράτη, μια συλλογή πηγών, με δύο χάρτες, μτφρ.-επιμέλεια:: Ι. Κ. Ξυδόπουλος, εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα, σ. 438. Θαυμαστή μελέτη για τις πόλεις-κράτη που θυμόμαστε ή ξεχάσαμε. Ιστορία και αλήθειες.
**Μαίρη Κόντζογλου: Στα φεγγάρια της αλήθειας, Οι μεσημβρινοί της ζωής, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, σ. 698. Μυθιστόρημα ποταμός. Αμερική και Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστούν στις ηρωίδες Βασιλική και Ιλαρία.
**Δημήτρης Α. Ξυριτάκης: Λόγω τιμής, Ιστορίες κρητικής βεντέτας, εκδόσεις Μελάνι, σ. 188. Ωραία μελέτη, γεμάτη μπαρούτι και αρχαίες έχθρες, γεμάτες αίμα και δράμα. Ιστορίες και πραγματικότητες στην Κρήτη.
**Γιάννης Α. Φίλης: Η δικαίωση, εκδόσεις Μελάνι, σ. 230. Μυθιστόρημα αναμνήσεων της δεκαετίας του '50 έως το '70. Το 11ο βιβλίο του.
**Michel Oneray: Η θρησκεία του στιλέτου, Εγκώμιον Σαρλότ Κορνταί, μτφρ. - σημειώσεις: Σαπφώ Διαμαντή, εκδόσεις Εξάντας, σ. 90. Η γυναίκα που δολοφόνησε τον Μαρά μέσα στην μπανιέρα του και άλλα πρόσωπα της Γαλλικής Επανάστασης, του 1789, στον φακό του συγγραφέα. Χωρίς δόλο ή ψεύδη. Υπόδειγμα ύφους, γραφής, μελέτης.
**Giordano Bruno: Περί μαγείας, μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εισαγωγή-επιμέλεια: Σμάρω Φιλιππίδου, εκδόσεις Εξάντας, σ. 120. Λαμπρό βιβλίο ενός σοφού, που τον έριξαν στην πυρά την εποχή της Ιεροεξέτασης. Εμεινε οκτώ χρόνια στη φυλακή, αρνούμενος ν' αλλάξει τις ιδέες του.
**Francois Cheng: Πέντε στοχασμοί για την ομορφιά, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα - Μαρίνα Λεοντάρη, εκδόσεις Εξάντας, σ. 134. Κομψό αριστούργημα ενός Κινέζου (γενν. 1929) που πήγε στη Γαλλία το 1948. Πήρε τη γαλλική υπηκοότητα το 1973. Εγινε, το 2002, το πρώτο ασιατικής καταγωγής μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
**Νικόλαος Σ. Γκινόπουλος: Οικιακή μαγειρική, εισαγωγή-παρουσίαση: Μαρία Τσοσκούνογλου, εκδόσεις Περίπλους, σ. 134. Βιβλίο του 1899 για τη μαγειρική, τόσο μοντέρνο. Καθαρό.
**Andre Schiffrin: Οι λέξεις και το χρήμα, μτφρ. Αρης Λασκαράτος, εκδόσεις Αιώρα, σ. 158. Η αλήθεια για τα βιβλία, τα μπεστ σέλερ, την κρίση των εφημερίδων, τα μονοπώλια του Ιντερνετ κ.ά. Χωρίς φόβο, με πάθος γράφει για όλα αυτά. Θαυμάσιο.
**Κωστής Παλαμάς: Οι λύκοι, προλεγόμενα: Κώστας Χατζηαντωνίου, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, σ. 62. Σε 250, αριθμημένα, αντίτυπα, το ποίημα του Κωστή Παλαμά. Θαυμαστός πρόλογος.
**Δημήτρης Χαλαζωνίτης: Σφαίρες, εκδόσεις Θεμέλιο, σ. 126. Αυστηρά ποιήματα, δίστιχα ενίοτε, ή τρίστιχα, σε μια λαμπρή έκδοση. Το 4ο βιβλίο του. Στο κλαδί του Ιούδα / Ο κότσυφας σφυρίζει / Εξέγερση. (σ. 59).
**Γουίλλιαμ Σαίξπηρ: Πολύ κακό για το τίποτα, εκδόσεις Υπερίων, σ. 108. Σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κοέν το έργο του Σαίξπηρ για το θέατρο «Αργώ». Πρώτη παράσταση, 2 Μαΐου 2011.
**Βαγγέλης Γεωργάκης: Ονειρεμένο φινάλε, εκδόσεις Θερμαϊκός, σ. 80. 11 διηγήματα. Ετσι, χωρίς φόβο. Συστολή.
**Σήματα θανάτου, Πίστης και μνήμης, Στους δρόμους της Ζακύνθου, συλλογή, εισαγωγή - επιμέλεια: Ζαχαρίας Στουφής, έκδοση του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ζακύνθου, σ. 86. Λαμπρό κατόρθωμα μέσα στα νεκροταφεία της Ζακύνθου. Εικόνες έγχρωμες από ταφικά μνήματα. Και κατατοπιστική εισαγωγή. Εις μνήμην. Αιώνια.
**Νίκος Μακρής: Μέγας αυλισμός, δράμα, εκδόσεις Δρομεύς, σ. 120. Σοφό, δραματικό ποίημα με 17 πρόσωπα. Μερικά: Βενεδεκτίνος, Γκοβέν, Λάμα, Λευκή, Ινδιάνος, Ταοϊστής μοναχός, Σιγή, Βουδιστές μοναχοί κ.ά.
**Παναγιώτης Γούτας: Πάντα είναι Αύγουστος, εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες, σ. 284. Πολυφωνικό μυθιστόρημα, με δύο παράλληλες ιστορίες που συμβαίνουν τον Αύγουστο και με αφετηρία την ίδια πόλη. Σημειώνει ο εκδότης.
**Αννα Μερτζάνη: Εχω δικαίωμα να πω μια ιστορία, εκδόσεις Απόπειρα, σ. 160. Μυθιστόρημα για παιδιά 10 ετών και άνω.
**Κωστής Παλαμάς: Ιαμβοι και ανάπαιστοι - νέοι ανάπαιστοι και ίαμβοι, προλεγόμενα από τον ποιητή, επίλογος: Γιώργος Βαρθαλίτης, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, σ. 128. Ποιήματα του 19ου αιώνα. Θαυμαστή έκδοση, που είναι το τελευταίο βιβλίο που βγαίνει από το τυπογραφείο Ιδεόγραμμα και αφιερώνεται στον Βρασίδα Καραλή. Μπράβο στο λαμπρό τυπογραφείο. Και τώρα, σιωπή. Πένθος.
**Κωνσταντίνος Τρυφωνίδης: Του Ερωτα και της Ελευθερίας, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, σ. 32. Μεγαλόπνοοι στίχοι.
**Justina Gregory: Οψεις και θέματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, 31 εισαγωγικά δοκίμια, επιμέλεια: Δανιήλ Ι. Ιακώβ, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, σ. 776. Λαμπρή διατριβή, που σε αφήνει ατέλειωτες μέρες να μεθάς από τις γνώσεις, τις λεπτομέρειες της αρχαίας τραγωδίας. Η επιμέλεια του τόμου, από τον καθηγητή Δανιήλ Ι. Ιακώβ, μοναδική.
**Πάνος Δρακόπουλος: Ελεύθερη αγορά, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 84. Λαμπρά ποιήματα.
**Δημήτρης Αγγελής: Επαληθεύοντας τη νύχτα, εκδόσεις Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, σ. 32. Ποιήματα στον ρυθμό της ζωής. Στιγμές. Αιωνιότητες.
**Λίντε Ζαλμπέρ: Φρίντα Κάλο, Η ζωή μιας αδάμαστης γυναίκας, εκδόσεις Μελάνι, σ. 176. Σχεδόν πολιτογραφημένη Ελληνίδα -τόσες πολλές πληροφορίες γι' αυτήν από χρόνια- η Φρίντα Κάλο και η πονεμένη ιστορία της, και ταυτόχρονα η ιστορία του Μεξικού. Του κόσμου. Η ατυχία της, που της έγινε τύχη.
**Θεοδόσης Ισαακίδης: Μινώταυρος μνήμη, σχέδια: Ναταλία Μελά, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, σ. 42. Λαμπρή έκδοση, με λαμπρά - σοφά ποιήματα.
**Αριστογείτων Γ. Χαραλαμπάκης: Η χελιδονοφωλιά, ποίηση για παιδιά και εφήβους, ζωγραφιές: Γιώργος Σταθόπουλος, πρόλογος Σαράντος Ι. Καργάκος, εκδόσεις ΑΩ, σ. 106. Στίχοι για μεγάλα ή μικρά παιδιά. Ετοιμοι να φορέσουν μουσική.
**Κώστας Μπαρουτάς: Το θεατρικό ύφος στις εικαστικές τέχνες, εκδόσεις Λεξίτυπον, σ. 132. Σπάνιο βιβλίο. Εξαιρετική μελέτη. Υποκλινόμεθα. Η Αθήνα, η Ελλάς, ανοχύρωτη πόλη, χώρα το υποδέχεται.
**Μαρίνα Λάμπρου: 1980-2010 ακόμα εδώ..., εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 64. Στίχοι με σοφία στον άνεμο.
**Haiku, Το ραβδί του οδοιπόρου, μτφρ. Αρης Λασκαράτος, εκδόσεις Αιώρα, σ. 44. Στίχοι με την τέχνη της Ανατολής. Σοφία και γνώση.
**Σιδέρης Ντιούδης: Η βραδυπορία της στιγμής, εκδόσεις Αιώρα, σ. 32. Σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο στίχοι. Αρετές. Το 2ο βιβλίο του.
**Λεωνίδας Μερτύρης: Ενας παιδότοπος στον ουρανό, Κέρκυρα 2011, σ. 54. Στίχοι σαν ημερολόγιο του Αμλετ.
**Γιώργος Χαντζής: Μπέλλα Μπουμ, εκδόσεις Publibook, σ. 64. Στίχοι σαν παιδικό τραγούδι. Φωνή. Και αλλού σε άλλο τόνο.
**Βασίλης Νούλας: Η κατασκευή της φωλιάς, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 68. Ποιήματα ή σημειώσεις σαν το κουκούλι του μεταξοσκώληκα.
**Αγγελος Αντωνόπουλος: Αφύλακτη διάβαση, εκδόσεις Αιώρα, σ. 76. Αληθινά ποιήματα, σαν ημερολόγιο, ζωής, του ηθοποιού που στηρίζει την τέχνη, τον πολιτισμό, πολλά χρόνια.
**Αντον Τσέχοφ: Η κυρία με το σκυλάκι, μτφρ. Εφη Κορομηλά, εκδόσεις Μελάνι, σ. 64. Το θαυμαστό διήγημα του μεγαλοπρεπούς ρώσου συγγραφέα σε νέα μετάφραση.
**Λένα Διβάνη: Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες, εκδόσεις Μελάνι, σ. 154. 10 ιστορίες της Λ.Δ., σαν σε έργο του Αλμοδόβαρ γυρισμένο στην Ελλάδα. Διαβάζονται κάτω από τη σκιά του θέρους. Δίπλα στη θερμάστρα, τον χειμώνα.
**Δημήτρης Λέντζος: Η μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκδόσεις Κέδρος, σ. 72. Στίχοι άλλοτε κοιτώντας τ' άστρα κι άλλοτε τη γη. Κάνει κρύο απόψε. / Οι μικρές ανάσες εξατμίζονται / στα φύλλα της σιωπής. / Πέρασαν πολλά χρόνια / για να καταλάβω / την καταγωγή της αγάπης / από τους τόπους / του κεραυνού και της φωτιάς. / Εγώ, ο εκκωφαντικός, / ο μόνος (σ. 32).
**Claude Mosse: Αλέξανδρος, το πεπρωμένο ενός μύθου, μτφρ. Σταύρος Βλοντάκης, εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα, σ. 337. Παρακολουθώντας βήμα βήμα τον μεγάλο στρατηλάτη. Ιστορία, πολιτισμός, λεπτομέρειες για την πορεία προς τη νίκη. Τον θάνατο. Οι κυριότεροι σύντροφοι του Αλέξανδρου. Θαυμαστό βιβλίο.
**Κωστής Τριανταφύλλου: Π Εμπιστευτικό, εκδόσεις ΚΣΥΜΕ CMRC Editions, περιέχει CD, ανάγνωση του Κωστή Τριανταφύλλου από το βιβλίο του, οπτικής ποίησης, Π, μουσική: Κώστας Μαντζώρος. Στίχοι, σκέψεις, εικόνες στη θαυμαστή αυτή έκδοση. Σε 300 αριθμημένα αντίτυπα.
**Γιώργος Θαλασσινός: Εικονομαχίες, εκδόσεις Αρμός, σ. 94. Θερμά ποιήματα, που αποπνέουν φως και σκότος. Κι ελπίδα.
**Δήμητρα Χριστοφορίδου: Προς ανάμματα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σ. 76.
**Αριστείδης Καλάργαλης: Ανθολόγιο χρονογραφημάτων, Δημοκράτης 1928-1932, εκδόσεις Εντελέχεια, σ. 176. Σοβαρή δουλειά του Α.Κ., με δημοσιευμένα χρονογραφήματα στην καθημερινή πολιτική εφημερίδα της Λέσβου Ο Δημοκράτης, τα έτη 1928-1932, από μορφές της λεσβιακής άνοιξης.
**Κώστας Ασημακόπουλος: Μιας πατρίδας άνθρωποι, Οι εκδόσεις των φίλων, σ. 232. Διηγήματα με θερμούς ανθρώπους, που τους ξεχνούν τα χουντοκάναλα και οι λογοτέχνες, οι κριτικοί, με το στραγάλι στο στόμα.
**Κώστας Πάτσης: Μαύρο, τέσσερις συνθέσεις και ο σωσίας μου, εκδόσεις Ταξιδευτής, σ. 46. Το 7ο βιβλίο του. Γεννημένος το 1962, στον Πειραιά. Σαν ποιητικό ημερολόγιο.
**Βασίλης Μαραγκός: Το προσωπείο του χρόνου, εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κατων, σ. 42. Ποιήματα με αρετές.
**Λιουμπομίρ Λεβτσέβ: Στιχοράματα, μτφρ-επιλογή: Χρήστος Χαρτοματσίδης, εκδόσεις Μανδραγόρας, σ. 46. Ο σημαντικότερος Βούλγαρος ποιητής, κατά τον έλληνα εκδότη του, γεννήθηκε το 1935. Αλληγορικά ποιήματα. Ομως και η πραγματικότητα δίπλα μας.
**Νίκος Μπατσικανής: Η προσφορά της Κύπρου στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μια άγνωστη πτυχή του Ελληνισμού, ιστορική μελέτη, Α' βραβείο διεθνούς διαγωνισμού «Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κυπρίων», εκδόσεις Βεργίνα, σ. 208. Σεμνή μελέτη για την Κύπρο και τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
**Αγγελική Ζολώτα: Ο δρόμος μου περνούσε από τα σχολεία, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, σ. 520. Δημόσιο και προσωπικό ημερολόγιο της Α. Ζ., ως καθηγήτριας φιλολόγου. Ελληνική πραγματικότητα και παγκόσμιος χάρτης γεγονότων παράλληλα. Τα έτη 1958-1991.
**Σχολείο & Τέχνη: Αργύρης Μαρνέρος, Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων Δημοτικού Σχολείου Δοξάτου, κείμενα και επιμέλεια: από τον διευθυντή του σχολείου, Νικόλαο Γκιαούρη, Δήμος Δοξάτου, 2010, σ. 118. Η δουλειά ενός παθιασμένου με την τέχνη Αργύρη Μαρνέρου, στο θεϊκό σχολείο του Δοξάτου, με τις ενότητες Ανθρωποι - Θεοί - Μύθοι. Ωραία κείμενα από τον διευθυντή του σχολείου, Νικόλαο Γκιαούρη.
**Τάκης Μητσακάκης: Υλικά κατεδαφίσεως, «Το μεγάλο λάθος είναι να μην κάνεις πολλά μικρά», εικόνες: Μπαδόλας, Ντόρης, Πικασό, Πανταλέων, Γουναρό, Στήντμαν, Μουνχ, Γέρος, Γαΐτης, έκδοση ΠαΝ-ΘΕόν με ΠαΝ-ΘέΑ, Αθήνα 2011, σ. 194. Τραγούδια με εκλεκτή εικονογράφηση.
**Αρετή Γκανίδου: Ορυκτό φως, εκδόσεις Μελάνι, σ. 60. Στίχοι φύσεως και λανθάνων ερωτισμός, που κάποτε δυναμώνει.
**Κατερίνα Ηλιοπούλου: Το βιβλίο του χώματος, εκδόσεις Μελάνι, σ. 60. Ναρκισσιστικά ποιήματα.
**Χρήστος Γιανναράς: Η πολιτική γονιμότητα της οργής, επιφυλλίδες, Ιανός, σ. 298. Ο δρόμος προς την ελευθερία ή την προκοπή, την εξέλιξη, μέσα από αυτονόητες αλήθειες, με τη γραφή του Χρήστου Γιανναρά στην «Κυριακάτικη Καθημερινή», το 2010. Είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς με τις ιδέες του συγγραφέα, δεν μπορείς παρά να λυπάσαι για το κατάντημα της χώρας μας.
**Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος: Ο γέρος του Βοριά, εκδόσεις Τσαμαντάκη, σ. 542. Η ζωή και η πορεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με πρόζα και διαλόγους από την πορεία του στην ελληνική πολιτική σκηνή.
**Παύλος Ανδριάς: Στη δίνη των ένοχων χρησμών, μυθιστόρημα, εκδόσεις Ιαμβος, σ. 277. Μεταξύ παρελθόντος και παρόντος ένα ταξίδι στον χρόνο, στην ιστορία και στις περιπέτειες των ηρώων του μυθιστορήματος.
**Μαρίνα Παπατσώνη: Νόμιζα ότι η εξυπνάδα οδηγεί στην ευτυχία, ζωγραφική: Διαμαντής Αϊδίνης, video art: Βασίλης Μπουραντάς, εκδόσεις Μίλητος, σ. 62. Φιλόδοξη παραγωγή στίχων. Ωραία ζωγραφική.
**Βαγγέλης Μαρκαντώνης: Ξένη γη, Δώδεκα τραγούδια, Πώς ο Στέλιος και οι φίλοι του έβγαλαν τον χειμώνα, νουβέλα, περιέχει CD, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 126. Αληθινό βιβλίο για μια αληθινή ζωή των ανθρώπων, που πάντα παραμένει και καταγράφεται.
**Μάρθα Βασκαντήρα: Καλή σας νύχτα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 64. Πεζοποιήματα. Σαν ημερολόγιο. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1977. Είναι το δεύτερο βιβλίο της.
**Γιώργος Ν. Κάρτερ: 111, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 158. 111 ποιήματα, αυτοανθολόγηση του ίδιου, με συλλογές του από το 1982. Αρετές.
**Νίκος Γ. Χούλης: Ο ανθοκόμος, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 64. Η δεύτερη συλλογή του. Στίχοι με αρετές.
**Πέτρος Λυγίζος: Ναύπλιος έρωτας, εκδόσεις Νότιος Ανεμος, σ. 30. Στίχοι για το Ναύπλιο, που είναι η νέα πόλη του Π. Λ. εδώ και 11 χρόνια.
**Νίκος Βλαχάκης: Η γέφυρα των αετών, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 56.
**Θανάσης Κιτσόπουλος: Εαυτογονία, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 46.
**Παράξενος ταξιδιώτης, Αγνωστη Πελοπόννησος, κείμενα - φωτογραφίες: Μιλτιάδης Τσαπόγας. Το πρώτο βιβλίο της σειράς, εκδόσεις Οξύ, σ. 196. Λαμπρό βιβλίο για τη νήσο του Πέλοπος. Το πρώτο της σειράς.
**Ανθολογία Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης, Η Κύπρος μετά το '90, εισαγωγή: Αλέξης Ζήρας, επιμέλεια: Βάκης Λοϊζίδης, εκδόσεις Μανδραγόρας, σ. 153.
**Ελένη Γούλα: Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες, διηγήματα, εκδόσεις Μανδραγόρας, σ. 95.
**Γιώργος Νικολόπουλος: Χαμένες ευκαιρίες, διάλογοι στο χείλος της αβύσσου, εκδόσεις Μανδραγόρας, σ. 95.
**Θόδωρος Καρζής: Γλυκόπικρα δίστιχα και τετράστιχα για τον πλούτο και τη φτώχεια, για την ευτυχία και τη δυστυχία, Για τον πόλεμο και την ειρήνη, Για τα εγκόσμια και τα υπερκόσμια, Για να γελάσουμε λίγο..., εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 80.
**Μνήμη Τάκη Τουλούπα, Πολιτικό μνημόσυνο Δημητρίου Ανδρέα Τουλούπα, επιμέλεια: Κλεομένης Σ. Κουτσούκης, πρόλογος: Αναστάσης Ι. Πεπονής, έκδοση Πανευρυτανική Ενωση (21), σ. 282.
**Ρόη Παπαγγέλου: Πλους, εκδόσεις Αλφειός, σ. 40.
**Βασίλης Φαϊτάς: Υστερόγραφα για το αύριο, εκδόσεις Μανδραγόρας, σ. 44.
**Λίλη Ντίνα: Αποτσίγαρα λόγια, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 74.
**Παύλος Λάμπρος: Η Αντζελα, ο διάβολος κι εγώ, διηγήματα, εκδόσεις Δωδώνη, σ. 368.
**Κώστας Γ. Μίσσιος: Μίλτος Παρασκευαΐδης: Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, αναθυμητικά κείμενα (και άλλα) στη μνήμη του, εκδόσεις Πιττακός, σ. 112.
**Αθηνά Ανδρουλάκη: Οφθαλμαπάτη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 42. *

http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=297289 

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Τρεις εικόνες για τον Λόρκα

Παρθένα με το κρινολίνο,
προχωρείς και πας
μέσ’ από τον ποταμό του δρόμου,
προς την μεριά της ακροθαλασσιάς!
 
 
 
 
 
 

Ο Πολίτης Λόρκα

 Ελένη Καρασαββίδου-Κάππα

Στα μέσα του 1927 η λογοτεχνική Μαδρίτη παραδινόταν σ’ έναν άγνωστο 29χρονο δραματουργό κι ένα πρωτόλειο έργο. Το έργο ονομαζόταν «Μαριάνα Πινέδα» και μιλούσε για μια ιστορική γυναικεία μορφή που την κρέμασαν οι φασίστες στην πόρτα του σπιτιού της γιατί παρά τις προσπάθειες καλοπιάσματος κι εξαγοράς δεν έπαψε στιγμή να μιλά για Δημοκρατία και (άρα) Δικαιώματα. Ο συγγραφέας του, εν αντιθέσει, πίστευε ότι η ποίηση θα απέτρεπε κάθε εναντίον του κακό. «Είμαι ποιητής και κανείς δεν πυροβολεί τους ποιητές» είναι μια από τις διάσημες φράσεις του. Στην πραγματικότητα, ο νεαρός Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα είχε λιγότερο από δέκα χρόνια ζωής... Γιατί στις 19 Αυγούστου του 1936, 70 χρόνια πριν, οι Φρανκιστές φασίστες τον σκότωναν κάπου κοντά στην Γρανάδα.
Η αξία του Λόρκα σήμερα, δηλαδή η διαρκής επικαιρότητα του, είναι πως δεν υπήρξε μόνο μια πολυσχιδής μορφή των γραμμάτων (ποιητής, δραματουργός, καλλιτέχνης με ζωγραφικές και μουσικές επιδόσεις) αλλά ότι δεν εκχώρησε στιγμή (παρά ένα πλούσιο ταλέντο που κάθε σύστημα ενδιαφέρεται συνήθως να εξ-αγοράσει) την ιδιότητα του πολίτη. Την ιδιότητα του ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχνά, ούτε χάρην ενός υψηλού μα απολίτικου αισθητισμού, τις κραυγές του ανθρώπου που βάλλεται και επιλέγει γι’ αυτό να γίνει η φωνή του. Η ματιά (κι άρα η «έγγραφη φωνή») του Λόρκα δεν «περιπατεί απαλά» στα «ρομαντικά ηλιοβασιλέματα» μα χαρακώνεται από την σκληράδα της ζωής. Από το Romancero Gitano ακόμη (που του ‘δωσε μια πρώιμη φήμη στα 1927) ο Λόρκα μιλά για τον πολιτισμό των τσιγγάνων κι ένα πρωταρχικό σκοτάδι που θα επαναλαμβάνεται στα έργα του (Ματωμένος Γάμος, το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Θρήνος για τον θάνατο του Σάντες Μεχίας κλπ). Σκοτάδι που ανατρέπει τις «χαρούμενες φιέστες» της εποχής και γίνεται γνήσιο φως, αφού τρέπεται σε σύμβολο της ίδιας της δύναμης της φύσης και των ιδρυματοποιημένων ενστίκτων της, που έχουν παραβιαστεί από τις νόρμες του μοντέρνου πατριαρχικού καπιταλισμού και των «αβρών ανθρώπων με τ’ άγρια κράτη» που έφερε μαζί του. Φύση όμως που μπορεί κάθε στιγμή να εγερθεί για να λάβει την «εκδίκηση της (του), κωδικοποιώντας έτσι μέσα στη φαντασίωση του «Δημιουργού» όλην την στάση Ζωής του «Πολίτη».
Ο Λόρκα στην τόσο σύντομη ζωή του εγέρθηκε με το σπάνιο ταλέντο του απέναντι στον ρωμαιοκαθολικισμό, δηλαδή την δομημένη εκκλησία, στην ομοφοβία (και μην ξεχνάμε ότι ως τέτοιο έγκλημα προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον θάνατο του οι μελανοχίτωνες...), στον σεξισμό, δίχως ν’ αποφεύγει αντιφάσεις ή φοβίες μα δίχως να πισωγυρίζει από το στενό μονοπάτι που είχε να διαβεί. Ο συμβολισμός του θανάτου του υπήρξε τεράστιος, ιδίως σε χώρες με ισχυρά αντιφασιστικά κινήματα και σ’ εποχές που το λάιφ στάιλ δεν μπέρδευε συστηματικά τον διασκεδαστή με τον καλλιτέχνη. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μαραμπού-Καββαδίας του αφιέρωσε ομώνυμο με τ’ όνομα του ποίημα που συγκρίνει την δολοφονία του με το μίνι ολοκαύτωμα των ναζιστών στο Δίστομο, αφού η πένα του Λόρκα ήταν τα στόματα όλων αυτών.
Λέγεται πως το πρωί του θανάτου του είπε στον φίλο που τον είδε τελευταίος σιδεροδέσμιο: «Δεν πιστεύω παρά μονάχα στο Θεϊκό και στην Μητέρα μου». Παράφραση λόγου της Μαριάνας ντε Πινέδα-θηλυκού εαυτού του. Μέσα από αυτά τα δύο σύμβολα που τόνιζαν την τελική ανεξαρτησία της πένας του, ο Λόρκα ίσως είχε βρει γενναιόψυχα την σκοτεινή μήτρα-φύση που αποζητούσε. Και το σχήμα τα ανθρώπου που μένει μόνος μες στην ερημιά του ακολουθώντας τη βασική του επιλογή. Να κοιτά μα και να βλέπει. Να μη σιωπά και όπως κι όσο πρέπει να μιλά.
Ο Τόμας Μαν, προσπαθώντας να εξηγήσει το είδος του ανθρώπου που, λίγα χρόνια αργότερα από τον θάνατο του Λόρκα και με την επικράτηση του φασισμού, έκλαιγε όταν άκουγε Μπαχ αλλά γελούσε όταν σκότωνε παιδιά, μίλησε για την πλάνη του γερμανικού αστισμού. Για την πλάνη όσων θεωρούσαν πως το βιωτικό τους επίπεδο (σαν αυτό που απότομα αποκτήσαμε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα...) κι η κουλτούρα αρκούν για να γίνουν οι άνθρωποι ανθρώπινοι. Δεν αρκούν δίχως πολιτική συνείδηση, τόνισε. Δεν αρκούν δίχως την συνείδηση του πολίτη. Δηλαδή του ανθρώπου που δεν αποστρέφει τα μάτια στις εξαφανίσεις του γείτονα, που δεν κλείνει τ’ αυτιά στις κραυγές του «Άλλου». Αφού θεωρεί ότι κάθε ερώτηση που η πραγματικότητα του θέτει, είναι μία ερώτηση προσωπική. Κάτι που αφορά τον ίδιο όταν κοιτάζεται μονάχος στον καθρέπτη. Όταν, δηλαδή, οφείλει να γεννηθεί από την ίδια του την ερημιά...
Ο Λόρκα έζησε μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη ξέροντας πως μια έγγραφη φωνή δεν μπορεί παρά ν’ ανήκει στους δίχως φωνή διωκόμενους όλου του κόσμου. Εκείνον τον Αύγουστο ου 36, 70 χρόνια πριν, συμπληρώνοντας το συμπέρασμα ζωής του Κανέτι, θα μάθαινε ίσως πως ο χειρότερος εχθρός για τους επικρατούντες δεν μπορεί παρά να είναι όχι όσοι απλά γράφουν, παρά όσοι ζουν ποιητικά. Όσοι αναλίσκονται σε μια μάταιη μα ελπιδοφόρα προσπάθεια ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Είχε πια μάθει πως γι’ αυτό πυροβολούν τους ποιητές...

http://www.agitprop.gr/article/109/o-politis-lorca

Ο Λόρκα στο ελληνικό τραγούδι



Ο Λόρκα ενσάρκωσε το διττό αίτημα της πρωτοπορίας και της λαϊκότητας που οι Έλληνες δημιουργοί είχαν ως σημαία στο έργο τους.


Μακράν ο ευρύτερα μελοποιημένος ξένος ποιητής, ο Λόρκα, ενέπνευσε μια τεράστια γκάμα Ελλήνων συνθετών. Η επιρροή του στην ελληνική μουσική επιτρέπει να τον θεωρήσουμε δικό μας, εγχώριο. Σήμερα, ο «γελαστός ποιητής», που εκτελέστηκε από τους φασίστες τού Φράνκο στον Ισπανικό εμφύλιο, συνεχίζει να απασχολεί τη συλλογική μνήμη της πατρίδας του και όλου του κόσμου.
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε το 1898 έξω απ’ τη Γρανάδα. Τριάντα οκτώ χρόνια μετά, στις 19 Αυγούστου 1936, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των φαλαγγιτών μες στου Βιθνάρ το ρέμα. Πρόσφατα, το ισπανικό κράτος αποφάσισε να προχωρήσει στην εκταφή των οστών του.
Στη σύντομη ζωή του πρόλαβε να σημαδέψει ανεξίτηλα τα ισπανικά γράμματα, ως ποιητής και ως θεατρικός συγγραφέας. Μια άλλη, λιγότερο γνωστή πτυχή τής πολύπλευρης προσωπικότητάς του, είναι η μουσική. Ο ίδιος ήταν ταλαντούχος μουσικός, έχοντας λάβει μαθήματα από τον πιανίστα Αντόνιο Σεγούρα και τον περίφημο Μανουέλ ντε Φάγια. Στην ποίηση, εξάλλου, στράφηκε μόνο όταν οι γονείς του απαγόρεψαν να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι. Στον ποιητή άρεσαν πολύ τα τσιγγάνικα τραγούδια και η λαϊκή μουσική τέχνη της Ισπανίας, και γι’ αυτό είχε διοργανώσει ως και μουσικά φεστιβάλ, ενώ χαρακτηριστική είναι η παρουσία μουσικών όρων στα ποιήματά του. Αποκορύφωμα της μουσικής δραστηριότητάς του στάθηκε ο δίσκος Colección De Canciones Populares Españolas. Πρόκειται για διασκευές παραδοσιακών ισπανικών τραγουδιών που γραμμοφωνήθηκαν το 1931 με την τραγουδίστρια του φλαμένκο, την Argentinita και τον ποιητή στο πιάνο.
Ο Λόρκα των ελλήνων συνθετών
Η πρώτη συνάντηση του Λόρκα με τους Έλληνες συνθέτες πραγματοποιείται το 1948, με αφορμή την παράσταση του Ματωμένου Γάμου από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Ο μόλις 23 ετών Μάνος Χατζιδάκις γράφει τη μουσική και μελοποιεί πέντε τραγούδια σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου. Το έργο παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το 1965, όταν εκδόθηκε με ερμηνευτή τον Λάκη Παππά. Ο Χατζιδάκις έγραψε μουσικές και τραγούδια και για άλλες θεατρικές παραστάσεις έργων τού Λόρκα. Στη δισκογραφία συναντάμε στον Μεγάλο Ερωτικό την αξεπέραστη ερμηνεία τής Φλέρυς Νταντωνάκη στο τραγούδι Πέρα στο θολό ποτάμι από το έργο Περλιμπλίν και Μπελίσα, αλλά και το Τριαντάφυλλο, τραγούδι που ακούστηκε πρώτη φορά στην παράσταση Δόνια Ροζίτα του 1959 και ηχογραφήθηκε στη Λαϊκή Αγορά με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα.
Το 1967 ο Μίκης Θεοδωράκης ολοκληρώνει τη μελοποίηση τού Romancero Gitano σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Αρχικά, το έργο προοριζόταν να κυκλοφορήσει με ερμηνεύτρια την Αρλέτα. Η επιβολή της δικτατορίας ακύρωσε την έκδοση του έργου, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1975 με τη Μαρία Φαραντούρη, ενώ το 1978 με την Αρλέτα. Το έργο ηχογραφήθηκε ξανά για φωνή και κιθάρα με τη Φαραντούρη και τον διεθνούς φήμης κιθαρίστα John Williams.
Μεσούσης της δικτατορίας, το 1969, συναντάμε την ιδιαίτερα αξιόλογη προσέγγιση του Γιάννη Γλέζου στα 12 Τραγούδια Του Λόρκα, με βασικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη συμμετοχή της Έλενας Κυρανά. Την απόδοση των στίχων υπογράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ενώ την εξαιρετική ενορχήστρωση επιμελείται ο Νίκος Μαμαγκάκης. Το 1974, ο Γλέζος καταπιάνεται ξανά με την ποίηση του Λόρκα, μελοποιώντας τον Αντόνιο Τόρες Χερέδια, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Δημητριάδη. Σημαντικός σταθμός στις μελοποιήσεις του Λόρκα αποτελεί η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου στο ποίημα Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, εμπνευσμένο από το θάνατο στην αρένα τού ομώνυμου φίλου του. Η μετάφραση του έργου ανήκει στον Νίκο Γκάτσο, ενώ το έργο ερμήνευσαν ο βαρύτονος Κώστας Πασχάλης και ο Μάνος Κατράκης στο ρόλο του αφηγητή. Το 1974, ο Χρήστος Λεοντής μελοποίησε Λόρκα στο δίσκο Αχ Έρωτα, σε ερμηνεία Τάνιας Τσανακλίδου και Μανώλη Μητσιά και απόδοση Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τραγούδια όπως Μέρα γεμάτη θλίψη, Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ και φυσικά το Λούζεται η αγάπη μου αγαπήθηκαν από το κοινό για τον αβίαστο λυρισμό τους.
Εξίσου επιτυχημένη υπήρξε η συνάντηση του Λόρκα με τον Νίκο Μαμαγκάκη, το 1983, στον κύκλο τραγουδιών Του Έρωτα Και Του Πάθους, σε μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα. Ο δίσκος περιλαμβάνει τα παραδοσιακά τραγούδια που ο ίδιος ο Λόρκα είχε διασκευάσει στη Colección De Canciones Populares Españolas, σε εναρμόνιση του Μαμαγκάκη και ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου. Tο έργο κυκλοφόρησε ξανά το 2008 με ερμηνευτές τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τη Ναταλί Ρασούλη.
Ο Λόρκα έχει εμπνεύσει επίσης δημιουργούς που έχουν πειραματιστεί με πιο λόγιες μουσικές φόρμες, όπως ο Γιώργος Κουρουπός που έγραψε τα Οκτώ Τραγούδια Σε Ποίηση Λόρκα σε μετάφραση Αντρέα Αγγελάκη με ερμηνευτή τον Σπύρο Σακκά. Ο Λόρκα απασχολεί και εμπνέει και τη νεότερη γενιά δημιουργών, όπως ο Δημήτρης Μαραμής, ο οποίος το 2006 παρουσίασε το δίσκο Του Σκοτεινού Έρωτα σε απόδοση Σωτήρη Τριβιζά και ερμηνεία Μίνωα Θεοχάρη, ενώ τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε ο Σκοτεινός Έρωτας με τον Μάριο Φραγκούλη.
Στην ελληνική δισκογραφία συναντάμε πλήθος σκόρπιων μελοποιήσεων του Λόρκα. Ο ποιητής σημάδεψε το δισκογραφικό ντεμπούτο τού Μάνου Λοΐζου με το Τραγούδι Του Δρόμου σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, το οποίο πρωτοηχογραφήθηκε το 1962 σε δίσκο 45 στροφών με τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου και ηχογραφήθηκε ξανά με ερμηνεία του συνθέτη στα Τραγούδια Του Δρόμου. Τους στίχους ανακαλύπτει ο Λοΐζος στην Επιθεώρηση Τέχνης, το ιστορικό περιοδικό τής Αριστεράς. Ο Θεοδωράκης συνέθεσε το τραγούδι Φεύγω για το Σαντιάγκο, το οποίο ερμήνευσε πρώτα ο Ζωρζ Μουστακί και στη συνέχεια η Αλίκη Καγιαλόγλου σε απόδοση Μιχάλη Μπουρμπούλη. Τρία μεμονωμένα ποιήματα του Λόρκα σε μετάφραση Ξενοφώντα Κοκόλη και μουσική Μαμαγκάκη τραγουδάει η Λιζέτα Καλημέρη στο δίσκο Αιφνιδιασμός. Στο δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου Η Βροχή Από Κάτω βρίσκουμε την Άυπνη πόλη σε απόδοση Μαρίας Ευσταθιάδη, ενώ και οι Όναρ τραγούδησαν τη Μπαλάντα του νερού της θάλασσας στο δίσκο Μην Πετάς Θα Σε Δουν.
Άξιες προσοχής είναι οι μελοποιήσεις Ελλήνων συνθετών σε ποιήματα του Λόρκα απευθείας απ’ το πρωτότυπο. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το ποίημα Στις 27 του Αυγούστου και το γνωστό Τώρα νυφούλα μου χρυσή από τον Ματωμένο Γάμο που μελοποίησε απ’ τα ισπανικά ο Ηρακλής Πασχαλίδης και περιλαμβάνονται στο δίσκο 12 Μουσικά Κομμάτια Και 6 Τραγούδια. Η Λαμπρινή Σκλήνου έχει μελοποιήσει απ’ το πρωτότυπο τις Πληγές της αγάπης στο δίσκο Οι Ένδοξες Κατακτήσεις Ενός Κούκου, ενώ ο Επαμεινώνδας Παπαμιχαήλ το Αίνιγμα της κιθάρας στο δίσκο Βλέποντας Το Θρίλερ.
Οι δισκογραφημένες συνθέσεις για θεατρικά έργα του Λόρκα στα ελληνικά είναι αμέτρητες, με πρώτο φυσικά διδάξαντα τον Χατζιδάκι και τον Ματωμένο Γάμο του. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις δουλειές του Νίκου Κυπουργού στη Γέρμα από το δίσκο Music Οn Stage και του Τάσου Καρακατσάνη στη Θαυμαστή μπαλωματού που κυκλοφόρησε στο δίσκο Έξι Ενότητες Θεατρικής Μουσικής. Ξεχωριστή θέση κατέχει επίσης Το τραγούδι της Χοσέφα σε μουσική Νότη Μαυρουδή, φτιαγμένο για Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα. Το έργο ανέβηκε το καλοκαίρι του 1987 στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού από ομάδα κρατουμένων, ενώ το τραγούδι ερμήνευσε η Αρλέτα στο δίσκο Κάπου Ανατολικοδυτικά. Ο Γιάννης Αγγελάκας εξάλλου μελοποίησε ποίηση του Λόρκα για τις ανάγκες του θεατρικού έργου Μοργκεντάου.
Τέλος, αμέτρητες είναι οι επανεκτελέσεις τραγουδιών τού Λόρκα. Ξεχωρίζουμε ενδεικτικά τη ζωντανή ηχογράφηση Του φεγγαριού τα πάθη (2002), όπου η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει τρεις κύκλους του Λόρκα: τον Ματωμένο Γάμο σε μουσική Χατζιδάκι, τα Canciones Populares και το Romancero Gitano του Θεοδωράκη.


Οικογένεια και έθνος ήθελαν τον Λόρκα στρέιτ

«Η Ισπανία δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως ο μεγαλύτερος Ισπανός ποιητής όλων των εποχών ήταν ομοφυλόφιλος. Η ομοφοβία υπήρχε και στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου και ύστερα από αυτόν. Ηταν ένα εθνικό πρόβλημα. Τώρα που η Ισπανία επιτρέπει το γάμο ομοφυλοφίλων, αυτό το ταμπού πρέπει να σπάσει»

Για πολλούς η ομοφυλοφιλία του ήταν δεδομένη. 

«Αυτοί που αρνούνται την ομοφυλοφιλία τού Λόρκα πρέπει τώρα να σκάσουν», λέει ο Γκίμπσον, σίγουρος για τις αποκαλύψεις του«Αυτοί που αρνούνται την ομοφυλοφιλία τού Λόρκα πρέπει τώρα να σκάσουν», λέει ο Γκίμπσον, σίγουρος για τις αποκαλύψεις του Αλλά για δεκαετίες, τόσο για την οικογένειά του όσο και για τον λογοτεχνικό κόσμο της χώρας του, ήταν ένα θέμα ταμπού. Τώρα, για πρώτη φορά, ο Ιαν Γκίμπσον, βιογράφος του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, παρουσιάζει στοιχεία που θέλουν πολλά από τα έργα του μεγάλου ποιητή να πηγάζουν από την απόγνωση στην οποία τον οδήγησε μια σεξουαλικότητα που έπρεπε να κρύβει. Ολα αυτά στο βιβλίο του «Lorca y el Mundo Gay» (ελ. μετάφραση «Ο Λόρκα και ο γκέι κόσμος») που κυκλοφόρησε στην Ισπανία χθες.
«Η Ισπανία δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως ο μεγαλύτερος Ισπανός ποιητής όλων των εποχών ήταν ομοφυλόφιλος. Η ομοφοβία υπήρχε και στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου και ύστερα από αυτόν. Ηταν ένα εθνικό πρόβλημα. Τώρα που η Ισπανία επιτρέπει το γάμο ομοφυλοφίλων, αυτό το ταμπού πρέπει να σπάσει», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο Γκίμπσον, μελετητής του Λόρκα εδώ και σαράντα χρόνια.
Στο βιβλίο του παρουσιάζεται ο τρόπος που τα ποιήματα του Λόρκα λογοκρίνονταν για να εμφανίζεται ως «στρέιτ», ακόμα και μετά τα '80ς, όταν πια η σεξουαλική του ταυτότητα είχε γίνει γνωστή. Αφ' ενός γιατί κανείς δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με την οικογένειά του, που προσπαθούσε να εξαλείψει αυτό το δεδομένο από τη ζωή και τη δουλειά του, και αφ' ετέρου γιατί οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί φοβούνταν πως οποιαδήποτε νύξη θα τους στερούσε την πρόσβαση στα αρχεία του μεγάλου ποιητή.
«Δεν θέλαμε ο φόνος του να θεωρηθεί ένα έγκλημα πάθους, αλλά να παραμείνει πολιτικό έγκλημα. Ηταν δύσκολο για τον πατέρα μου να αποδεχθεί τη σεξουαλική ταυτότητα του θείου μου», δήλωσε πρόσφατα εκ μέρους της οικογενείας η Λάουρα Γκαρθία Λόρκα, κόρη του αδερφού τού ποιητή, Φρανσίσκο. Και ομολόγησε πως «...παρ' όλ' αυτά η θεία μου Ισαβέλα μιλούσε ανοικτά γι' αυτό το θέμα και με τον καιρό θεωρήθηκε φυσιολογικό. Φαντάζομαι πως και ο πατέρας μου θα το συζητούσε μεταξύ φίλων αλλά ποτέ ανοικτά».
Ετσι, όλα αυτά τα χρόνια, οι βασανισμένοι ήρωες του Λόρκα «ανεξήγητα» προσπαθούσαν να ξεφύγουν από ζωές που δεν επέλεξαν και αγάπες αδιέξοδες. «Ηταν μια ακριβής μεταφορά της θλίψης του, γιατί ήταν μια μεγαλοφυΐα που μετέτρεψε την ταλαιπωρία του σε τέχνη», λέει σήμερα ο Γκίμπσον. Και δεν διστάζει να κατακεραυνώσει την υποκρισία που ανακάλυψε, όταν με αυτό το δεδομένο ξαναδιάβασε όλα τα έργα του Λόρκα για να γράψει το βιβλίο του. «Ανακάλυψα μια αγωνιώδη και βασανιστική ομοφυλόφιλη αγάπη... Αυτοί που αρνούνται την ομοφυλοφιλία του πρέπει τώρα να σκάσουν ή τουλάχιστον να επανεξετάσουν τις προκαταλήψεις τους. Είναι μια ανακούφιση έπειτα από τόσα χρόνια σιωπής και συσκότισης να αποκαλύπτεται η αλήθεια».