Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Χριστούγεννα 1948, Μίλτος Σαχτούρης




Χριστούγεννα 1948


Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου.

- Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952)

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Υπηρέτρα (διήγημα επί τη εορτή των Χριστουγέννων)



Τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους … ἡ δεκαοκταέτις κόρη τὸ Οὐρανιὼ τὸ Διόμικο, μελαγχροινὴ νοστιμούλα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της ἐνωρίς, διότι ἦτο μόνη.


  Ὁ πατήρ της, ὁ ἀτυχὴς μπαρμπα-Διόμας, ἀρχαῖος ἐμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, ὅστις κατήντησε νὰ γίνῃ πορθμεὺς εἰς τὸ γῆράς του, εἶχεν ἐπιβῆ τῆς λέμβου του περὶ μεσημβρίαν, ὅπως πλεύσῃ εἰς τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, τρία μίλια ἀπέχουσαν, καὶ διαπορθμεύσῃ ἐκεῖθεν εἰς τὴν πολίχνην ἑορτασίμους τινὰς προμηθείας. Ὑπεσχέθη ὅτι θὰ ἐπανήρχετο πρὸς ἑσπέραν, ἀλλ᾽ ἐνύκτωσε καὶ ἀκόμη δὲν ἐφάνη. 

Ἡ νέα ἦτο ὀρφανὴ ἐκ μητρός. Ἡ μόνη πρὸς μητρὸς θεία της, ἥτις τῆς ἐκράτει ἄλλοτε συντροφίαν, διότι αἱ οἰκίαι των ἐχωρίζοντο δι᾽ ἑνὸς τοίχου, ἐμάλωσε καὶ αὐτὴ μαζί της διὰ δύο στρέμματα ἀγροῦ, καὶ δὲν ὡμιλοῦντο πλέον. Ἡ νεᾶνις ἐκάθισε πλησίον τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνάψει εἰς τὴν ἑστίαν περιμένουσα τὸν πατέρα της, καὶ ἐκράτει τὸ οὖς τεταμένον εἰς πάντα θόρυβον, εἰς τὰ φαιδρὰ ᾄσματα τῶν παίδων τῆς ὁδοῦ, ἀνυπόμονος καὶ ἀνησυχοῦσα πότε ὁ πατήρ της νὰ ἔλθῃ. 

Αἱ ὧραι παρήρχοντο καὶ ὁ πτωχὸς γέρων δὲν ἐφαίνετο. Τὸ Οὐρανιὼ εἶχεν ἀπόφασιν νὰ μὴ κατακλιθῇ, ἀλλ᾽ ἔμεινεν οὕτως ἡμίκλιντος πλησίον τῆς ἑστίας. Παρῆλθε τὸ μεσονύκτιον καὶ ἤρχισαν ν᾽ ἀντηχῶσιν οἱ κώδωνες τῶν ναῶν, καλοῦντες τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὴν εὐφρόσυνον τῆς ἑορτῆς ἀκολουθίαν. Ἡ καρδία τῆς νέας ἐκόπηκε μέσα της. ― Πέρασαν τὰ μεσάνυχτα, εἶπε, κι ὁ πατέρας μου!… Συγχρόνως τότε ἤκουσε θόρυβον καὶ φωνὰς ἔξωθεν. Ἡ γειτονιὰ εἶχεν ἐξυπνήσει, καὶ ὅλοι ἡτοιμάζοντο διὰ τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ δύστηνος Οὐρανιὼ δὲν ἀντέσχεν, ἀλλ᾽ ἔλαβε τὴν τόλμην νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν σκεπαστὸν καὶ περίφρακτον ὑπὸ σανίδων ἐξώστην τῆς οἰκίας, ὅπου κρυπτομένη εἰς τὸ σκότος προέβαλε διὰ τῆς θυρίδος τὴν κεφαλήν. Μία γειτόνισσα λάλος καὶ φωνασκὸς εἶχεν ἐγερθῆ πρώτη, καὶ ἀφύπνιζε διὰ τῶν κραυγῶν της τοὺς γείτονας ὅλους, ὅσων ὁ ὕπνος ἀνθίστατο εἰς τῶν κωδώνων τὸν κρότον, προσπαθοῦσα νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν ἄνδρα καὶ τὰ παιδία της. Ὁ σύζυγός της, Νταραδῆμος, εἶχεν ἀνάγκην μοχλοῦ διὰ νὰ σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του. Ἡ θύρα τῆς οἰκίας των ἦτο ἀντικρὺ τῆς τοῦ μπαρμπα-Διόμα. Τὸ Οὐρανιὼ ἔβλεπε καθαρῶς ἀπέναντί της τὴν γυναῖκα ἐκείνην, κρατοῦσαν φανόν, φωτίζουσαν οἰκτιρμόνως τὰ σκότη τῆς ὁδοῦ διὰ τοὺς διαβάτας καὶ τοὺς γείτονας. Διότι τὸ σκότος ἦτο βαθύ, καὶ ἐλαφρὸς ἄνεμος ἔπνεεν, ὅσος ἤρκει διὰ νὰ μεταφέρῃ ἐκ τῶν χιονοσκεπῶν βουνῶν τὸ ψῦχος καὶ τὸν παγετὸν εἰς τὰς φλέβας τῶν ἀνθρώπων. Κατ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν διῆλθεν ἄνθρωπός τις, ὃν ἰδοῦσα καὶ ἀναγνωρίσασα ἡ Οὐρανιὼ δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ μειδιάσῃ.
― Πῶς! κι ὁ Ἀργυράκης πάει στὴν ἐκκλησιά;… ἐψιθύρισεν. 

 Ὁ Ἀργυράκης τῆς Γαροφαλιᾶς, ὅστις εἶχε τὸ προνόμιον νὰ προσωνυμῆται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος τῆς συζύγου του, εἶχεν εἰπεῖ ἄλλοτε καὶ τὸ λόγιον ἔμεινε παροιμιῶδες «ὅποτε πάω στὴν ἐκκλησιὰ βάια μοιράζουνε». Ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην τὸν ἐξύπνισε βιαίως ἡ Γαροφαλιὰ καὶ τῷ ἐπέταξε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διότι εἶδε κακὸν ὄνειρον, εἶπεν. Ἐφοβεῖτο μήπως οἱ γύφτισσες (ὑπῆρχον ἀντικρὺ τοῦ οἰκίσκου των πέντε ἢ ἓξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), ἔκαμαν μαγείας ἐναντίον της. Καὶ ἂν αὐτὴ ἐπάθαινε τίποτε, Θεὸς νὰ φυλάῃ! ποία ἄλλη θὰ ἐκόλλα τὸν φοῦρνον, οἱ μέρες ποὺ ἔρχονται, «τώρα τὸν Ἁι-Βασίλη» κτλ., εἰς ὅλην τὴν γειτονιά; Ὅλον δὲ τὸ ἄτομόν της ἐνθύμιζε τὴν μητέρα ἐκείνην τῶν Σαράντα Δράκων τοῦ παραμυθιοῦ, ἥτις ἐφούρνιζε μὲ τὰς παλάμας καὶ ἐπάνιζε μὲ τοὺς μαστούς. 

 Ὁ εὐπειθὴς Ἀργυράκης, ὅστις μόλις ἔφθανε μέχρι τῶν ὤμων τοῦ ἀναστήματός της, ἠγέρθη, ἐφόρεσεν εἰς τὴν κεφαλήν του τὸν γιοργούλη* του, ἐζώσθη τὸ κόκκινον ζωνάρι του, τρεῖς σπιθαμὰς πλατύ, ὑπέδησεν εἰς τοὺς πόδας τὰ πέδιλά του, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν ὁδόν. 

 Ταυτοχρόνως εἶχεν ἐξέλθει καὶ ὁ Νταραδῆμος, ὅστις ἔπιασεν ὁμιλίαν μὲ τὸν Ἀργυράκη τῆς Γαροφαλιᾶς. 

 ― Τώρα μ᾽ ἀρέσεις, γείτονα, τῷ λέγει… μὴν εἶσαι ἀλιβάνιστος, διότι εἶναι κατὰ τὰ σκοίνια (καταισχύνη). Τὸ φεγγάρι δὲν εἶναι τώρα παν᾽ τς Ἕλληνες (πανσέληνος) νὰ φοβᾶσαι τὸν ἴσκιο σου τὴν νύχτα… 

Τοιαῦτα ἑλληνικὰ ὡμίλει ὁ Νταραδῆμος. 

― Τί νὰ κάμουμε, νὰ σ᾽ ὁρίσω*, γείτονα; ἀπήντησε ταπεινοφρόνως ὁ Ἀργυράκης. 

 Καὶ ὁ Νταραδῆμος κατέβη εἰς τὴν ὁδόν, προηγουμένης τῆς συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τὸν φανόν. 

― Δὲν ξέρουμε, νὰ ἦλθε τάχα ὁ γείτονας; εἶπε τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἡ σύζυγος τοῦ Νταραδήμου καὶ ρίπτουσα ἐκφραστικὸν βλέμμα πρὸς τὴν οἰκίαν τοῦ μπαρμπα-Διόμα. 

 ― Σωπᾶτε, εἶπε, φέρων τὸν δάκτυλον εἰς τὸ στόμα ὁ Ἀργυράκης, εἶπαν πὼς βούλιαξε… 

― Τί; εἶπεν ἡ σύζυγος τοῦ Νταραδήμου. Ὁ Ἀργυράκης ἡτοιμάζετο νὰ διηγηθῇ πῶς καὶ ποῦ τὰ ἤκουσεν, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν στιγμὴν γοερὰ καὶ σπαρακτικὴ κραυγὴ ἠκούσθη ἀπὸ τῆς σιγηλῆς οἰκίας, πρὸς ἣν ἔβλεπον οἱ τρεῖς ὁμιληταί. Ἀπὸ τοῦ σκεπαστοῦ καὶ περιφράκτου ἐξώστου, ἡ δυστυχὴς τὸ Οὐρανιώ, εἶχεν ἀκούσει τὴν λέξιν τοῦ Ἀργυράκη, καὶ ἀφῆκε τὴν κραυγὴν ἐκείνην. Ἡ ἄστοργος θεία, ἥτις ἀπὸ ἔτους καὶ πλέον δὲν εἶχε καλημερίσει τὴν ἀνεψιάν της, ἤκουσε τὴν γοερὰν κραυγήν, καὶ λησμονήσασα τότε τὰ τρία στρέμματα τοῦ ἀγροῦ, ἔτρεξε πρὸς βοήθειαν τῆς περιαλγοῦς κόρης. 
 
* * * 

 Περὶ τὴν μεσημβρίαν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, ὁ ἀτυχὴς μπαρμπα-Διόμας εἶχε φορέσει μέχρι τῶν ὤτων καταβαῖνον ὄρθιον τὸ παμπάλαιον φέσι του, εἶχεν ἐνδυθῆ τὴν τσάκαν* του καὶ τὸ ἀμπαδίτικο βρακί του, καὶ καταβὰς εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔλυσε τὴν μικράν, ἐλαφροτάτην καὶ ὑπόσαθρον λέμβον, καὶ λαβὼν τὰς κώπας ἤλαυνε πρὸς τὴν μεσημβρινώτερον κειμένην μικρὰν νῆσον Τσουγκριᾶν. Μόνη ἔμεινεν ἡ Οὐρανιὼ εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ μόνος ὁ μπαρμπα-Διόμας ἐπέβαινε τῆς λέμβου του, ναύτης ὁ αὐτὸς καὶ κυβερνήτης καὶ πρῳρεύς. Ναυτίλος ἀπὸ τῆς δωδεκαετοῦς ἡλικίας του, ὁ μπαρμπα-Διόμας, ἀπέκτησεν ἀμοιβαδὸν σκοῦνες, γολέτες καὶ βρίκια, ὕστερον ὑπεβιβάσθη εἰς βρατσέραν, καὶ τέλος ἔμεινε κύριος τῆς μικρᾶς ταύτης λέμβου, δι᾽ ἧς ἐξετέλει βραχείας ἁλιευτικὰς ἢ πορθμευτικὰς ἐκδρομάς. Τὰ περισσεύματα τῶν κόπων του τὰ ἔφαγαν ἄλλοι πάλιν φίλοι, ἀτυχήσαντες καὶ αὐτοὶ εἰς τὰς θαλασσίους ἐπιχειρήσεις των. Εἰς τὸ γῆράς του δὲν τῷ ἔμεινε ἄλλο τι, εἰμὴ σιδηρᾶ ὑγεία, δι᾽ ἧς ἠδύνατο ἀκόμη ν᾽ ἀντέχῃ εἰς τοὺς θαλασσίους κόπους, χάριν τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου ἐργαζόμενος. Ἐνίοτε, ἐλλείψει ὁμιλητοῦ, διηγεῖτο τὰ παράπονά του εἰς τοὺς ἀνέμους καὶ εἰς τὰ κύματα: ― Πῆγα δὰ καὶ στὴν Ἀθήνα, σ᾽ ἐκεῖνο τὸ Ἱππομαχικό*, καὶ μὄδωκαν, λέει, δύο σφάκελα*, νὰ τὰ πάω στὸ Σοκομεῖο, νὰ παρουσιασθῶ στὴν Πιτροπή· πῆγα καὶ στὴν Πιτροπή, ὁ ἕνας ὁ γιατρὸς μὲ ηὗρε γερό, ἄλλος σακάτη, κι αὐτοὶ δὲν ἤξευραν… ὕστερα γύρισα στὸ ὑπουργεῖο καὶ μοῦ εἶπαν, «σύρε στὸ σπίτι σου, κ᾽ ἐμεῖς θὰ σοῦ στείλωμε τὴ σύνταξή σου». Σηκώνομαι, φεύγω, ἔρχομαι δῶ, περιμένω, περνάει ἕνας μήνας, ἔρχονται τὰ χαρτιὰ στὸ λιμεναρχεῖο, νὰ πάω, λέει, πίσω στὴν Ἀθήνα, ἔχουν ἀνάγκη νὰ μὲ ξαναϊδοῦν. Σηκώνω τριάντα δραχμὲς ἀπὸ ἕνα γείτονα, γιατὶ δὲν εἶχα νὰ πάρω τὸ σωτήριο γιὰ τὸ βαπόρι, γυρίζω πίσω στὴν Ἀθήνα χειμῶνα καιρό, δέκα μέρες μὲ παίδευαν νὰ μὲ στέλνουν ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖο στὸ Ἱππομαχικό, κι ἀπ᾽ τὸ Ἱππομαχικὸ στὸ Σοκομεῖο, ὕστερα μοῦ λένε «πάαινε, καὶ θὰ βγῇ ἡ ἀπόφαση». Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στὸ σπίτι μου, καρτερῶ… εἶδες ἐσὺ σύνταξη; (ἀπηυθύνετο πρὸς ὑποτιθέμενον ἀκροατήν), ἄλλο τόσο κ᾽ ἐγώ. Ἐπῆρα κ᾽ ἐγὼ τὴν Πηρέτρα καὶ πασκίζω νὰ βγάλω τὸ ψωμί μου. Πηρέτρα ἢ Ὑπηρέτρα ἦτο τὸ ὄνομα τῆς λέμβου, ὅπερ αὐτὸς τῇ ἔδιδε. Καὶ παύων νὰ μονολογῇ, ἤρχιζε νὰ τραγῳδῇ διὰ τῆς τραχείας καὶ μονοτόνου φωνῆς του: Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νιᾶτα!… καὶ δὲν ἔλεγεν ἄλλον στίχον. * * * Καταπλεύσας εἰς τὴν τερπνὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, ὁ μπαρμπα-Διόμας ἐφόρτωσεν ἐπὶ τῆς «Ὑπηρέτρας» πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων, κοφίνους τινὰς ᾠῶν καὶ τυροῦ, δύο ἢ τρεῖς ἰνδιάνους, καὶ ἄλλα τινὰ πράγματα, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ λύσῃ τὰ ἀπόγεια τῆς λέμβου καὶ ν᾽ ἀποπλεύσῃ. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην προσῆλθεν ὁ κουμπάρος του Σταθαρός, ὁ ποιμὴν τοῦ Τσουγκριᾶ, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ κάμῃ τὴν χάριν νὰ παραλάβῃ ὀχληρὸν συμπλωτῆρα… «υἱὸν ὑποζυγίου» ὥριμον πρὸς ἐπίσαξιν… ὅπως κομίσῃ αὐτὸν πρὸς ἕνα τῶν πολυαρίθμων κουμπάρων του εἰς τὴν πολίχνην. Ὁ μπαρμπα-Διόμας ἐσυλλογίσθη τὸ βάρος, καὶ ἔρριψεν ἀμήχανον βλέμμα εἰς τὸ στενόχωρον καὶ τὴν ἐλαφρότητα τῆς «Ὑπηρέτρας», ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρου ἐσκέφθη ὅτι μία δραχμή, ὁ ναῦλος τοῦ ὀναρίου, ἦτο κάτι δι᾽ αὐτόν, ἦτο ὁ καπνὸς καὶ ὁ οἶνος τῶν τριῶν σχολασίμων ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων, καὶ ἀπεφάσισε νὰ προσλάβῃ τὸν πῶλον. Ὁ κουμπάρος Σταθαρὸς εὐχαριστηθεὶς τὸν ἐφίλευσεν ὀλίγα αὐγά, μίαν μυζήθραν, καὶ ὁ μπαρμπα-Διόμας, ἐπιβιβάσας τὸν πῶλον, ἔλαβε τὰς κώπας, καὶ ἔστρεψε τὴν πρῷραν πρὸς τὸν λιμένα. Ἀπεμακρύνθη, ἔκαμε πανιά, καί, διανύσας ὑπὲρ τὸ ἓν μίλιον, ἀπεῖχεν ἐξ ἴσου σχεδὸν τοῦ Τσουγκριᾶ καὶ τῆς πολίχνης. Καίτοι βορειανατολικὸς ὁ ἄνεμος, Γραῖος, ὑπεβοήθει ἐκ πλαγίου τὸ ἱστίον, διότι ὁ μπαρμπα-Διόμας ἔδιδε βορειοδυτικὴν εἰς τὴν λέμβον διεύθυνσιν. Ἀλλ᾽ ὁ πῶλος, ὅστις ἔβοσκεν ἡσύχως τὸ χόρτον του, καὶ δὲν ἐφαίνετο ν᾽ ἀνησυχῇ πολὺ περὶ τοῦ διάπλου, αἴφνης ἐσήκωσε τὸν πόδα, ἔδωκεν ἄτακτον λάκτισμα εἰς τὴν σανίδα… καὶ τὸ μαδέρι τῆς εὐθραύστου καὶ ὑποσάθρου λέμβου διερράγη. Τὸ ὕδωρ ἤρχισε νὰ εἰσρέῃ εἰς τὸ κύτος. Ἡ λέμβος ἤρχισε νὰ βυθίζηται. Ταχὺς ὡς ἡ ἀστραπή, ὁ μπαρμπα-Διόμας, ἀπέβαλε τὸ βαρύτερον φόρεμα, τὸν ἀμπά του, τὸν ὁποῖον εἶχε φορέσει μόνον ἐνόσῳ ἐκάθητο εἰς τὸ πηδάλιον, ἔγειρε πρὸς τὸ μέρος τῆς σκότας* τοῦ πανίου ἀριστερά, ἐκρεμάσθη ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τοῦ σκάφους καὶ κατώρθωσε νὰ μπατάρῃ τὴν λέμβον. Μέγας ἔγινεν ὁ θρῆνος ὑπὸ τὴν ἀνατραπεῖσαν τρόπιδα. Ὄρνιθες, ἰνδιάνοι, κόφινοι καὶ ὁ αἴτιος τῆς συμφορᾶς, ὁ πῶλος, ὅλα κατῆλθον εἰς τὸν πυθμένα. Ὁ μπαρμπα-Διόμας, ὅστις ἐκολύμβα ὡς ἔγχελυς, εἶχε καὶ στήριγμα τὴν ἀνατραπεῖσαν «Ὑπηρέτραν», τὴν ὁποίαν ἠμπόδισε τοῦ νὰ βυθισθῇ.

* * * 

Περὶ τὰς δύο ὥρας ἔμεινεν οὕτως ὁ μπαρμπα-Διόμας ἐπίστομα ἐπὶ τῶν πλευρῶν τοῦ σκάφους, κρατούμενος διὰ τῶν χειρῶν ἀπὸ τῆς τρόπιδος, μὴ τολμῶν νὰ στηριχθῇ ὅλος ἐπὶ τῶν σανίδων, διότι ἡ λέμβος θὰ ἐβυθίζετο. Τέλος, περὶ τὴν ἀμφιλύκην, ἐνόσῳ ὑπῆρχεν ἀκόμη ἀρκετὸν φῶς, ὅσον ἔρριπτεν ἡ ἀνταύγεια τῶν χιονοσκεπῶν πέριξ ὀρέων, ἐφάνη μακρόθεν ἓν ἱστίον. Ὁ μπαρμπα-Διόμας ἤρχισε νὰ φωνάζῃ μὲ ὅσην δύναμιν τῷ ἔμεινεν ἀκόμη. Ὁ ἄνεμος ἦτο βοηθητικὸς διὰ τὸ ἐρχόμενον πλοῖον, ὅπερ ἔπλεεν ἐξ ἀνατολῶν πρὸς δυσμάς. Ἦτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον. Αἱ φωναὶ τοῦ μπαρμπα-Διόμα δὲν ἠκούοντο, ὁ ἄνεμος τὰς ὤθει μακρὰν πρὸς τὸν λίβα. Ἀλλὰ τὸ τρεχαντήριον ἐπλησίαζε καὶ ὁ μικρὸς μαῦρος ὄγκος τῆς ἀνατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ὡς φωλεὰ ἀλκυόνος ἐπὶ τῶν κυμάτων. Καθ᾽ ὅσον ὅμως ἐπλησίαζεν, ἠδύναντο ν᾽ ἀκουσθῶσι καὶ αἱ φωναί. Διότι τὸ ἀνατραπὲν σκαφίδιον, ὠθούμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, εἶχε μετατοπισθῆ πολλὰς δεκάδας ὀργυιῶν πρὸς τὰ νοτιοδυτικά, καὶ ὁ γέρων ναυαγὸς συνέβαλε καὶ αὐτὸς εἰς τοῦτο διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Τέλος τὸ τρεχαντήριον προσήγγισε καὶ ἀπέλυσε τὴν λέμβον. Ὁ μπαρμπα-Διόμας ἤκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, ἀλλὰ τόσον μόνον ἤκουσεν. Εὐθὺς κατόπιν ἐλιποθύμησεν. Οἱ δύο κωπηλάται ἀνέσυραν τὸν μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον καὶ ἡμιθανῆ, καὶ τὸν ἀνεβίβασαν εἰς τὸ τρεχαντήριον. Ἀφοῦ τοῦ ἤλλαξαν τὰ ἐνδύματα, δι᾽ ἐμπνοῶν καὶ προστρίψεων προσεπάθησαν νὰ τὸν ἀνακαλέσωσιν εἰς τὴν ζωήν. Ὁ κυβερνήτης διέταξε νὰ στρέψωσι πρῷραν πρὸς τὸν λιμένα, ὅπως τὸν ἀποδώσωσι νεκρὸν ἢ ζῶντα εἰς τοὺς οἰκείους του. Τέλος ὁ πτωχὸς ναυαγὸς ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς. Οἱ καλοὶ ναῦται ἠθέλησαν νὰ τῷ προσφέρωσι ποὺντς καὶ ἄλλα θερμὰ ποτά. Ἀλλ᾽ ἅμα ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ μπαρμπα-Διόμας, διὰ τοῦ πρώτου βλέμματος εἶδε βαρέλια. Τὸ πλοῖον ἦτο φορτωμένον οἴνους. ―Ὄχι πούντς, ὄχι, εἶπε διὰ πεπνιγμένης φωνῆς· κρασὶ δῶστέ μου ! Οἱ ναῦται τῷ προσήνεγκον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου, καὶ ὁ μπαρμπα-Διόμας τὴν ἐρρόφησεν ἀπνευστί. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, καὶ ἡ θεία εἰς μάτην προσεπάθει νὰ παρηγορήσῃ τὴν σφαδάζουσαν ὑπὸ ἄλγους Οὐρανιώ. Ἀλλ᾽ ἡ σύζυγος τοῦ Νταραδήμου ἐλθοῦσα τότε ἀνήγγειλεν ὅτι ὁ μπαρμπα-Διόμας ἐναυάγησε μέν, ἀλλ᾽ ἐσώθη, καὶ ὅτι ἔφθασεν ὑγιής. Ὁ Ἀργυράκης καὶ ἄλλοι τινὲς ἀγρόται εἶχον ἴδει, φαίνεται, μακρόθεν τὴν ἀνατροπὴν τῆς λέμβου, καὶ ἐντεῦθεν διεδόθη ὅτι ὁ γέρων ἐπνίγη. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐνύκτωσε, δὲν εἶδον καὶ τὸ σωστικὸν καὶ οἰνοφόρον τρεχαντήριον. Ὁ μπαρμπα-Διόμας, ἐλθὼν μετ᾽ ὀλίγον καὶ ὁ ἴδιος, ἐνηγκαλίσθη τὴν κόρην του. Ὤ, πενιχρὰ ἀλλ᾽ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ! Τὸ Οὐρανιὼ ἔχυνεν ἀκόμη δάκρυα, ἀλλὰ δάκρυα χαρᾶς. Ὁ πατήρ της δὲν τῆς εἶχε φέρει οὔτε αὐγὰ οὔτε μυζῆθρες οὔτε ὄρνιθες, ἀλλὰ τῆς ἔφερε τὸ σκληραγωγημένον καὶ θαλασσόδαρτον ἄτομόν του καὶ τὰς δύο στιβαρὰς καὶ χελωνοδέρμους χεῖράς του, δι᾽ ὧν ἠδύνατο ἀκόμη ἐπί τινα ἔτη νὰ ἐργάζηται δι᾽ ἑαυτὸν καὶ δι᾽ αὐτήν. (1888)

~ ~

από τη σειρά βιβλίων "Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, διηγήματα - 3ος τόμος: Στο Χριστό, στο Κάστρο / Της Κοκκώνας το Σπίτι / Η Γλυκοφιλούσα / Υπηρέτρα / Τα Πτερόεντα δώρα / Άνθος του Γιαλού Πρώτη Έκδοση: Δεκέμβριος 2008, Εκδόσεις "Το Ποντίκι" Υπεύθυνος Σειράς: Ξενοφών Αλ. Μπρουντζάκης ~ ~ Το κείμενο βασίζεται στην πεντάτομη κριτική έκδοση των Απάντων του Αλ. Παπαδιαμάντη που έγινε από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο και εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Δόμος (1981-1988).

Μυθιστόρημα: Ελέν Γκρεμιγιόν, Eξομολόγηση, εκδόσεις Gema

Ελέν Γκρεμιγιόν, Eξομολόγηση

Μετάφραση: Βάσω Νικολοπούλου, Κλεονίκη Douge


Σελ.: 248, τιμή: 14,92 ευρώ(με το ΦΠΑ)
ISBN: 978-960-6893-30-8
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GEMA



  

Από τις εκδόσεις GEMA, κυκλοφόρησε το εξαιρετικό μυθιστόρημα της
Ελέν Γκρεμιγιόν, Eξομολόγηση

Ανάμεσα στις συλλυπητήριες επιστολές που λαβαίνει μετά τον θάνατο της μητέρας της, η Καμίγη βρίσκει ένα περίεργο γράμμα σταλμένο από κάποιον άγνωστο αποστολέα. Πιστεύει πως πρόκειται για λάθος, αλλά τις επόμενες εβδομάδες έρχεται ένα νέο γράμμα και πολλά άλλα στη συνέχεια, υφαίνοντας έτσι την τραγική ιστορία ενός αδύνατου έρωτα και τις ρημαγμένες ζωές τεσσάρων ανθρώπων. Σιγά σιγά, η Καμίγη καταλαβαίνει πως τούτα τα γράμματα κρύβουν ένα τρομερό μυστικό που την αφορά.

Διαβολική μηχανορραφία με φόντο τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, αυτό το μυθιστόρημα αναμειγνύει ιστορική διήγηση και ψυχολογικό σασπένς σ’ ένα αμείλικτο σενάριο.

Η Ελέν Γκρεμιγιόν γεννήθηκε το 1977 στο Πουατιέ. Η «Eξομολόγηση», το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2010 με μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε 27 γλώσσες. Από τις εκδόσεις Gema κυκλοφορεί και το μυθιστόρημά της «Η γκαρσονιέρα».

 





ΕΚΔΟΣΕΙΣ GEMA
Μαρασλή 3, 106 76 Κολωνάκι, Αθήνα
τηλ.: 210- 7258350, fax: 210- 7222072,

Βιβλίο: Μάκης Τσίτας, Το Ξανά, εκδ. Πατάκη

Μάκης Τσίτας, ΤΟ ΞΑΝΑ
Εικονογράφηση: Λίλα Καλογερή
εκδόσεις Πατάκη

Ένα βιβλίο υπαινικτικό, που αναφέρεται σε αυτό που όλοι έχουμε ανάγκη και που είναι ό,τι μας κάνει να νιώθουμε πλήρεις και ανακουφισμένοι.



Το ΞΑΝΑ είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο που απευθύνεται στους ερωτευμένους, και όχι μόνο... Με την παιγνιώδη διάθεση του Μάκη Τσίτα οι απλές εκφράσεις και τα απλά περιστατικά ανάμεσα στα ζευγάρια αποκτούν σημασία και ουσία που μπορούν να φτάσουν έως το όριο της ποίησης. Ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που ονομάζεται ΞΑΝΑ τριγυρνά στον κόσμο των ανθρώπων και παίρνει μέρος στη ζωή τους. Το ΞΑΝΑ ταυτίζεται με το άλλο μισό, το δικό μου, το δικό σου, του καθενός... Χιουμοριστικές εκφράσεις που πηγάζουν από καθημερινές στιγμές γίνονται ο μοχλός για την ανάδειξη της αγάπης και της τρυφερότητας ανάμεσα στα ερωτευμένα ζευγάρια... Στιγμές γεμάτες χαρά και λύπη, γέλιο και εκνευρισμό, με άλλα λόγια όλα εκείνα τα συστατικά που κάνουν τη ζωή δυο ερωτευμένων ενδιαφέρουσα... 

Σίγουρα θα βρεις και εσύ ένα κομμάτι του εαυτού σου μέσα σε αυτή τη μικρή ιστορία... Γιατί τρέχεις όλη μέρα, αγχώνεσαι, εκνευρίζεσαι, γίνεσαι πτώμα, αλλά μόλις το δεις, μόλις δεις το ΞΑΝΑ σου, ξεχνάς τα πάντα. Σε αυτό εδώ το βιβλίο θα βρεις στιγμές που ζεις και ΞΑΝΑζείς... Διάβασε μερικά ΞΑΝΑ που γέννησε η φαντασία του συγγραφέα Μάκη Τσίτα και της εικονογράφου Λίλας Καλογερή και μη σταματήσεις ποτέ να αναζητάς το δικό σου ΞΑΝΑ...

Το βιβλίο κυκλοφορεί με τρία διαφορετικά εξώφυλλα για να διαλέξει ο καθένας αυτό που  ταιριάζει στο δικό του ΞΑΝΑ!



Ο Μάκης Τσίτας γεννήθηκε το 1971 στα Γιαννιτσά. Πήρε πτυχίο δημοσιογραφίας και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικούς σταθμούς στη Θεσσαλονίκη. Από το 1994 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται στον χώρο των εκδόσεων. Ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Περίπλους (1994-2005) και συνεκδότης του περιοδικού Index (2006-2011). Σήμερα διευθύνει το ενημερωτικό  site για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr.
Λογοτεχνικά κείμενά του (διηγήματα, θεατρικά, ποιήματα) έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έργα του παίχτηκαν στο «Θέατρο των Καιρών», σε σκηνοθεσία Έρσης Βασιλικιώτη και στο «Vault», σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα ισπανικά, τα αγγλικά, τα εβραϊκά, τα αλβανικά, τα ιταλικά, τα σουηδικά και τα φινλανδικά.



Έχει εκδώσει δεκαέξι βιβλία για παιδιά (Ο μεγάλος μου αδερφός, Ο αδέσποτος Κώστας, Βρες ποιος είμαι!, Απ’ έξω κι ανακατωτά, Αχ, αυτοί οι γονείς, Μην ταλαιπωρείς τον Αϊ-Βασίλη», Πάρε με κι εμένα μαζί σου!, Γιατί δε μετράς προβατάκια;, Μη φεύγεις, Ο Κοκκινούλης, Οι φίλοι, Δε μου αρέσει το γάλα, Ποιανού είναι αυτή η σούπα;, Χριστούγεννα στο νηπιαγωγείο, Η Δώρα και ο Οδυσσέας, Τ’ όνομά μου είναι Δώρα), τη συλλογή διηγημάτων Πάτυ εκ του Πετρούλα και το μυθιστόρημα Μάρτυς μου ο Θεός, για το οποίο έλαβε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 (European Union Prize for Literature).

ΣΕΙΡΑ: ΒΙΒΛΙΑ-ΔΩΡΑ ISBN: 978-960-16-6508-5  ΣΧΗΜΑ: 21x21 ΣΕΛΙΔΕΣ: 36 ΤΙΜΗ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 9,90€ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015 

2η ποιητική αγρυπνία στο Τρίπορτο (16-12-2015)



Την Τετάρτη 16-12-2015, στις 9.00μμ, θα λάβει χώρα ποιητική αγρυπνία στο Τρίπορτο, Αρτεμισίου 48 και Παραμυθίας, στον Κεραμεικό. Θα παρουσιαστούν ποιήματα του Πάνου Μιχελή και του Θεοχάρη Παπαδόπουλου. Στους άμβωνες Αλέξης Δάρας και Γιώργος Καπετανάκος. Στο υπερώο των οπτικοακουστικών μέσων ο Διονύσης Καρούσος. Όσοι πιστοί και άπιστοι προσέλθετε. Καλού κακού φέρτε και κανένα ποίημα μαζί σας, ποτέ δεν ξέρεις.....

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Αὐτονεκρολογία, Κώστας Βάρναλης (1884-1974)



ημέρα μνήμης
σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης


~

Αὐτονεκρολογία

Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.


Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.


Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.


Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.


Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.


Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!


Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.


Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.


Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!


Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.


Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!


Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).


Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!


Νοέμβρης 1968

~

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974)

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Μυθιστόρημα: Χρήστος Σαμπανίδης, Ξεκαλοκαιριάζοντας στον ποταμό, εκδ. Θίνες


Χρήστος Σαμπανίδης, Ξεκαλοκαιριάζοντας στον ποταμό
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις ΘΙΝΕΣ, Αθήνα 2015
σελίδες 232, τιμή: 14,91 Ευρώ
ISBN: 978-618-80209-6-2



Καλοκαίρι 2013, στις εκβολές ενός ποταμού, μια παρέα από ανθρώπους όλων των ηλικιών και των κοινωνικών στρωμάτων ανακαλύπτει τις μικρές «ανέξοδες» χαρές που προσφέρει απλόχερα η παραλία.
Άνθρωποι κάνουν σέρφινγκ, παίζουν ρακέτες, ψαρεύουν, συζητούν και μοιράζονται μεταξύ τους τα όνειρα, τις ανησυχίες τους για το αβέβαιο μέλλον, την αγάπη για την καθημερινότητα.
Άνθρωποι που συμβιώνουν άλλοτε αρμονικά και άλλοτε όχι με τον κύκνο, τους γλάρους, τις νυχτερίδες, τα νερόφιδα και τα αδέσποτα της παραλίας.
Η αμεριμνησία του καλοκαιριού διαρρηγνύεται από περιστατικά που σημαδεύουν βίαια τις ψυχές των συνδαιτυμόνων στα αυτοσχέδια γλέντια με την άφθονη ρακή.
Η κρίση καραδοκεί.
Κεντρικά πρόσωπα είναι  ένας καθηγητής και ένας περιπλανώμενος-άστεγος με τους σκύλους του, που δένονται με στενή φιλία μέσα από το αναπάντεχο που τους επιφυλάσσει το τέλος του καλοκαιριού.

Ο Χρήστος Σαμπανίδης γεννήθηκε το 1964 στο Μόντρεαλ του Καναδά από Έλληνες μετανάστες. Το 1966 επέστρεψε στην Ελλάδα, στη Σπάρτη όπου και μεγάλωσε.
Σπούδασε στη Ρουμανία, στη Σχολή Φυσικής Αγωγής του Βουκουρεστίου. Από το 1989 ζει μόνιμα στην Κρήτη και εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής Αγωγής
σε σχολεία της περιοχής του Ηρακλείου. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Γλυκειά μου θλίψη, Ηράκλειο 2009 και τη συλλογή διηγημάτων Ο Καθρέπτης, Ηράκλειο 2012.

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Οδομαχίες, Τεός Σαλαπασίδης (1924-1983)




Οδομαχίες


Πολεμήσαμε – στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
Στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
Σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
Στην σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό – με βλέφαρα
Καμένα απ΄ της αγρυπνίας το μπαρούτι
Αφήναμε τον ήλιο να μας τρωει τα μάτια
Και τον Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές
Ταμπουρωθήκαμε – στα κράσπεδα των λεωφόρων
Στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
Πίσ΄ από να τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
Πίσω απ΄ τις πέντε αχτίνες της καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ΄ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
Μετρούσαμε τη Λευτεριά, με τους σταυρούς της πτώσης τους
- θανατικά ρολόγια οι πεθαμένοι εχθροί
θανατικά ρολόγια που δείχνουν τη ζωή μας-
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
Στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
Σε αξιοπρεπή πορτρέτα «Κυριών» – με μπούκες στραμμένες
Αντίκρα στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας- μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε
- Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα-
Τον ασήμαντο χλιαρό τους θάνατο – Εμείς
Που πεθάναμε τόσο μα τόσο, ωραία.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ποιήματα που τώρα γράφονται: Προσφυγιά / Πεδίο βολής, Ανδρέας Κολλιαράκης

φωτογραφία: Κυριακή Γονάκη


[προσφυγιά]

κι ούτε να μένουμε στα δάκρυα μας, έχουμε ακόμα διαδρομή
κι είναι αδέρφια μας, γονείς, παιδιά μας
είναι δική μας προσφυγιά μας και φέρει ελπίδα και ορμή

22/10/2015

[πεδίο βολής]

να νανουρίζομαι με όλμους και με σφαίρες
να κολυμπώ στης μεσογείου τα νερά
και να ελπίζω σε καλές να έρθουν μέρες
μα, είμαι πρόσφυγας κι εκεί κι εδώ ξανά
μες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με κλείνουν
σε παραλίες να ξεβράζω σε νησιά
για λίγο μόνο λέω, οι έννοιες μου μ' αφήνουν
μα, είμαι ξένος, μόνος και χωρίς χαρτιά
και πόσα έδωσα λεφτά
και πόσους πίσω έχω αφήσε
ποιο είναι το τίμημα για όποιον ποθεί να ζήσει;
να νανουρίζομαι με όλμους και με σφαίρες
όλος ο τόπος μου ένα πεδίο βολής
πεδίο του άρεως κατασκηνώνω μέρες
κι εσύ στα έδρανα κοιμάσαι της βουλής

9/8/2015

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Τα κεριά, Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης



Τα κεριά

 
Τόσα κεριά όσα τα παιδιά της
-παιδιά της κι οι νύφες κι οι γαμπροί της-
συν ένα ακόμη.
Τόσα άναβε στο μανουάλι, όταν πήγαινε
στην εκκλησία, η μάνα μου.
Μου άρεσε να τη βλέπω,
ν’ ανοίγει το πορτοφολάκι της,
να βγάζει τα χρήματα
και να τ’ αφήνει στο παγκάρι.





Μα πιο πολύ μου άρεσε,
όταν την έβλεπα να πηγαίνει
σιγομουρμουρίζοντας στο στασίδι της:
«Να ’χουνε την υγειά τους,
τα παιδιά μου και τα παιδιά του κόσμου,
Παναγία μου!».






"Όταν γίνεις ποίημα", εκδ. Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης- Πυξίδα", Χανιά 2013



Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η Κάρμεν, ο Αντώνης ο βαρκάρης και τα τραγούδια τους

Η Κάρμεν, ο Αντώνης ο βαρκάρης και τα τραγούδια τους
επιμέλεια: Ειρηναίος Μαράκης




   Tο 1938 προβάλλεται στην Ελλάδα η ταινία του Φλόριαν Ρέι, «Carmen (la de Triana)» με πρωταγωνίστρια την Ιμπέριο Αργεντίνα (πραγματικό όνομα Magdalena Nile del Río). Η ταινία γίνεται αφορμή για να γραφτεί μια τριλογία ρεμπέτικων τραγουδιών εμπνευσμένων από το τραγούδι της «Αntonio Vargas Heredia».

   Η ταινία, σύμφωνα με το ιστολόγιο afmarx.wordpress.com, «προβλήθηκε με επιτυχία στην Αθήνα το 1939 και η ιστορία της Κάρμεν από την Τριάνα (παλιά λαϊκή συνοικία της Σεβίλλης με φλαμέγκο, τσιγγάνους κλπ) συγκίνησε βαθύτατα το ελληνικό κοινό. Σχεδόν αμέσως τα τραγούδια της ταινίας ντύθηκαν με ελληνικούς στίχους  από τον  στιχουργό Μιχάλη Γαϊτάνο και με βασικό κορμό αυτά ανέβηκε στο θέατρο Μικάδο της Θεσσαλονίκης η επιθεώρηση «Κάρμεν»,  κατ΄εντολήν του  εκδότη Γιάννη Βελίδη για να προωθηθεί η «προστατευομένη» του ηθοποιός Μιμόζα.»

     Οι Σπύρος Περιστέρης και Μίνωας Μάτσας το 1939 σκαρφίζονται τον έρωτα του «Αντώνη του βαρκάρη του σερέτη» για την Κάρμεν και το οποίο ερμηνεύει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ενώ οι Μάτσας και Σπύρος Περιστέρης συνεχίζουν την ιστορία με το απρόσμενο στη θεματολογία του «Η Κάρμεν στην Αθήνα», όπου φέρνουν την Ιμπέριο Αργεντίνα στο Πασαλιμάνι. Στην ουσία είναι μια έμμεση αναφορά στη δικαστική διαμάχη που προηγήθηκε. Από την άλλη ο Πάνος Τούντας συμπληρώνει αυτή την άτυπη αλλά τόσο μοναδική μουσική τριλογία με το «Τηλεγράφημα στην Κάρμεν», σε στίχους του Β. Μαυροφρύδη.



 
    Όλα τα τραγούδια αγαπήθηκαν από τον ελληνικό λαό αλλά ο Αντώνη ο βαρκάρης έγινε ιδιαίτερη επιτυχία, μπορούμε να πούμε και με διεθνή απήχηση. Όταν μάλιστα ο συνθέτης του «Antonio Vargas Heredia», Juan Μοstozo πληροφορήθηκε την επιτυχία της ρεμπέτικης εκδοχής του τραγουδιού του, ήλθε στην Αθήνα για να διεκδικήσει τα πνευματικά δικαιώματα «του Αντώνη του Βαρκάρη» δικαστικώς.

     Όπως θα περίμενες κανείς ο συνθέτης δεν δικαιώθηκε! Αν και σύμφωνα με πληροφορίες, το δικαστήριο δεν δικαίωσε τον Ισπανό συνθέτη καθώς η μουσική ήταν αρκετά παραλλαγμένη ενώ οι ελληνικοί στίχοι δεν ταυτίζονταν με τους αντίστοιχους ισπανικούς. Κι είναι αλήθεια, ότι ο Μάτσας στους στίχους του «Αντώνη» απέδιδε περιληπτικά το στόρι της ταινίας και όχι το νόημα των στίχων του αυθεντικού τραγουδιού.

    Λέγεται, βέβαια, ότι σαν μάρτυρα υπεράσπισης οι εναγόμενοι εμφάνισαν στο δικαστήριο κάποιον Αντώνη, βαρκάρη στο επάγγελμα, ο οποίος δήλωσε ότι το τραγούδι γράφτηκε ειδικά γι΄αυτόν! Παρόλα αυτά, το «Αntonio Vargas Heredia» και οι τρεις ρεμπέτικες εκδοχές/διασκευές ή συνέχειες του, αν θέλετε, αποτελούν ένα ιδιαίτερο και πολύ σημαντικό παράδειγμα για την πολιτιστική επικοινωνία μεταξύ τόσο διαφορετικών λαών αλλά και καλλιτεχνικών νοοτροπιών, ιδιαίτερα επίκαιρο αυτή την περίοδο με την άνοδο του εθνικισμού αλλά και με το παγκόσμιο αίτημα για να προστατεύσουμε τη λαϊκή ταυτότητα και τους πολιτισμούς.

       Σε αυτό το μικρό αφιέρωμα που ακολουθεί περιλαμβάνουμε το πρωτότυπο τραγούδι, τις ρεμπέτικες συνέχειες αλλά και την πιο στρωτή μεταφορά του στα καθ' ημάς με την φωνή της αείμνηστης Δανάης Στρατηγοπούλου, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με την ταινία.

        Αλλά η ιστορία των διασκευών δεν τελειώνει εδώ. Ο ρυθμός του «Αντώνη του βαρκάρη του σερέτη» επιστρατεύθηκε από τους δημιουργούς του για να φτιάξουν ένα αντιπολεμικό-αντιφασιστικό τραγούδι, «το Όνειρο του Μπενίτο». Ήταν η αρχή της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα και το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1941 από τους ίδιους δημιουργούς.

        Στη συνέχεια, σε ξεχωριστούς συνδέσμους, ακολουθούν τα τραγούδια του αφιερώματος.









Για το Πολυτεχνείο: Παγκρήτιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Συνδέσμου Φιλολόγων Χανίων



Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων διοργανώνει και φέτος τον 32ο Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό αφιερωμένο στην εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο το Νοέμβριο του 1973.
Στο διαγωνισμό μπορούν να λάβουν μέρος οι κάτοικοι της Κρήτης ή καταγόμενοι από αυτήν. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει τρεις (3) κατηγορίες διαγωνιζόμενων:
 
  • μαθητές Γυμνασίου
  • μαθητές Λυκείου
  • ενήλικοι
Το θέμα των κειμένων του Διαγωνισμού, πεζών ή ποιητικών είναι ελεύθερο. Μπορούν όμως να είναι εμπνευσμένα από την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο. Οι μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων μπορούν να λάβουν μέρος στο Διαγωνισμό με ένα τουλάχιστον ποίημα ή διήγημα. Οι διαγωνιζόμενοί στην κατηγορία «ενήλικοι» πρέπει να στείλουν τρία (3) τουλάχιστον ποιήματα ή δυο (2) διηγήματα. Μπορούν βέβαια να λάβουν μέρος και με ποιήματα και με πεζά. Τα κείμενα για το Διαγωνισμό, πεζά ή ποιητικά, θα πρέπει να είναι πρωτότυπα και αδημοσίευτα, και να σταλούν δακτυλογραφημένα σε τέσσερα (4) αντίτυπα με ψευδώνυμο. Στο φάκελο όμως πρέπει να υπάρχουν τα πλήρη στοιχεία του δημιουργού και οπωσδήποτε ο αριθμός του τηλεφώνου του.
Τα κείμενα των μαθητών θα παραδοθούν στον διευθυντή του σχολείου τους και τα κείμενα των ενηλίκων θα σταλούν στη διεύθυνση :
Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, Αποκορώνου 125, Χανιά, Τ.Κ. 73134, μέχρι την Παρασκευή 6/11/2015.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Σκόρπια Φύλλα, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993)

έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Σκόρπια Φύλλα

Σκόρπια φύλλα του φθινόπωρου
οι αγρότες για τη σπορά περιμέναν βροχή
ο άνεμος κλωθογύριζε ανοίγοντας τα επουράνια
"ποια οδό ακολουθούν τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν;"
αντίθετο δρόμο παίρνοντας ο απόστολος των εθνών
από Nεαπόλεως της νυν Kαβάλας
Προς Θεσσαλονικείς A΄ Eπιστολής το ανάγνωσμα
ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων
ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί

ψηλό σαν τηλόπτης φάρος το καμπαναριό
καμπύλ' ανοίγματα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
ότι είναι και δεν είναι σειρά συμπτώσεων
στο περιβόλι τάφοι με σταυρούς
κατάντικρυ η φωτιά κατάτρωγε το καράβι
πέθανε η πολυαγαπημένη μάννα του
έξ' απ' την ξύλινη θύρα καθόταν και περίμενε το κορίτσι
όπως κάθονται απάνω στ' άνθη οι πεταλούδες
μια ωραία πεταλούδα κι' έν' άδειο γραμματοκιβώτιο
ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές
νύχτα ερχόταν και τον έβρισκε
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα
στο αναπεπταμένο πέλαγος που κατάπιε τον πατέρα
όταν δε μπόρεσε να καταλάβει τις κινήσεις του γιου του
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά
έρχεται να φορτώσει σιτάρι στην αποβάθρα
και σχολιάζουν το θέαμα οι γνωστικοί
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου δακτυλοδεικτούν
πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
με αναστήματα υψηλά πλούσια βλάστηση το σκιάζει
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόρροφους θάμνους ανέρπει μνήμη
αφωσίωσις και πίστη θερμή ο κισσός
όπως ακριβώς ήσουν και ήταν
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
όπου τα πλοία του Mαρδονίου εναυάγησαν
αλλά ξέρουμε ασφαλώς πως ο θησαυρός διεσώθη
στις θαλασσοσπηλιές όπου οι φώκες μοιρολογούν
στου αγιώνυμου Όρους τους βράχους τους κρυσταλλώδεις
αρωγή σε όποιον τεκταίνεται μεγάλα και πολλά
τον ήλιο που βυθά στη λεκάνη της μάννας του
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβύνει
άλλη δυνατότητα προσφέροντας εκ των υγρών εγκάτων
να μας πας στην ξενητειά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατειά
φύσ' αγέρι, φύσ' αγέρι.


(από τη Διαγώνιο, 2, 1961)


Σκόρπια Φύλλα (ανάγνωση: 2312 Kb - 02:47)
(διαβάζει: Πεντζίκης Nίκος Γαβριήλ, Ελληνικός λόγος: Ποίηση, ΕΡΑ 1999)

Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού 


Βιογραφικό

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908 - 1993). Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, τέταρτο παιδί του Γαβριήλ Πεντζίκη και της Μαρίας το γένος Ιωαννίδου. Είχε τρεις αδερφές, από τις οποίες η Χρυσούλα ήταν η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και η μητέρα του δασκάλα. Στο δημοτικό σχολείο πήγε για πρώτη φορά το 1919 στην έκτη τάξη· τα προηγούμενα χρόνια είχε κάνει μαθήματα στο σπίτι. Το 1921 ταξίδεψε με την οικογένειά του στη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι και τη Βιέννη. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών συνέταξε μια Παγκόσμια Γεωγραφία που εγκρίθηκε αρχικά από το Υπουργείο Παιδείας, η έγκριση ωστόσο ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1926 έφυγε για σπουδές oπτικής και φαρμακευτικής στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Γιάννη Ψυχάρη, και μετά από δυο χρόνια πήρε πτυχίο φυσιολογίας οπτικής. Το 1927 πέθανε ο πατέρας του και η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Από 1928 ως το 1929 σπούδασε Φαρμακευτική και Βοτανική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου · αποφοίτησε το 1929. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 ως το 1955 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, που έγινε ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά στέκια της πόλης. Από το 1953 και ως το 1969 εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης. Το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος (ώς το θάνατό του ξαναπήγε ενενηντατρείς φορές), όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Το 1940 επιστρατεύτηκε και εκπαιδεύτηκε στο Ληγουριό, δεν πρόλαβε ωστόσο να πολεμήσει, καθώς προηγήθηκε η συνθηκολόγηση με τους γερμανούς. Το 1943 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε για πρώτη φορά σε έκθεση ζωγραφικής στο ανθοπωλείο Ευρυβιάδη Κωνσταντινίδη. Το 1946 αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να συνεταιριστεί στο πατρικό φαρμακείο. Το 1948 παντρεύτηκε τη Νίκη Λαζαρίδου, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Γαβριήλ. Γύρω στο 1967 ξεκίνησε η σταδιακή ψυχική απομάκρυνσή του από τα εγκόσμια και η καθημερινή του ενασχόληση με τον "Συναξαριστή" του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που κράτησε ως το τέλος της ζωής του και σημάδεψε την μετέπειτα καλλιτεχνική του παραγωγή. Ταξίδεψε στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία και το Στρασβούργο, (1986 και 1989). Ως ζωγράφος πήρε μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (1951), Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης (1952), γκαλερί "Ζυγός" της Αθήνας (1958), αίθουσα "Τέχνη" (1960 και 1966), όγδοη Πανελλήνια Έκθεση Θεσσαλονίκης (1965), Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας (1969), Κύπρος (1970), Λονδίνο (1971), γκαλερί "Κρεωνίδη" (1976), γκαλερί "Κοχλίας" (1982), Ιταλία (1984), Εθνική Πινακοθήκη (1985), Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (1985), Κιλκίς (1986), Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο (1986) και αλλού). Πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1993. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1934 με το μυθιστόρημα "Ανδρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος)", υπογράφοντας ως Κοσμάς Σταυράκιος. Από το 1935 άρχισε η μακρόχρονη συνεργασία του με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ("Το 3ο μάτι", "Μακεδονικές Ημέρες", "Φιλολογικά Χρονικά", "Κοχλίας" -του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος από το 1945-, "Το Φύλλο του Λαού", "Η Δευτέρα", "Ο Αιώνας μας", "Μορφές", "Σημερινά Γράμματα", "Διαγώνιος", "Ενδοχώρα", "Ευθύνη", κ.α.), όπου δημοσίευσε πεζογραφήματα, ποιήματα, μεταφράσεις και άρθρα . Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά, ολλανδικά και γερμανικά. Τιμήθηκε με τη γαλλική διάκριση Palmes d’ Officier d’ Academie (1952), τον Αργυρό σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα (1971), το οφφίκιο του Μεγάλου Άρχοντος Μυρεψού της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (1971), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1982 για το έργο του "Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία"), το βραβείο Gottfried - Herder στη Βιέννη (1989). Το 1988 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος σε τηλεοπτικές εκπομπές λόγου και σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και έδωσε πολλές διαλέξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη εντάσσεται τυπικά στη γενιά του ’30 και μάλιστα ανάμεσα στους πρωτοπόρους συγγραφείς που εισηγήθηκαν τη συνειρμική γραφή υπό την επίδραση του μοντερνισμού στη νεοελληνική πεζογραφία. Διαχωρίζεται ωστόσο από τους συγχρόνους του, κυρίως λόγω της έντασης με την οποία οικειοποιήθηκε και αξιοποίησε τόσο τα σύγχρονά του λογοτεχνικά ρεύματα, όσο και την παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας στο πλαίσιο της ορθοδοξίας (όπως αυτή καλλιεργήθηκε κυρίως από τον Παπαδιαμάντη). Κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του πολύμορφου έργου του είναι η ευρεία θεματική του (που πηγάζει από ιστορικά, γεωγραφικά, λογοτεχνικά, θρησκευτικά και άλλα συμφραζόμενα), η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς με παραπομπές στη βυζαντινή εικαστική τέχνη, η θρησκευτική προσήλωση και η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη βλ. Γιώργος Αράγης, "Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης", στο "Η μεσοπολεμική πεζογραφία· από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)", τ. Ζ΄, σ. 46-77, Αθήνα: Σοκόλης, 1993, Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης, "Χρονολόγιο Ν. Γ. Πεντζίκη", στο ένθετο "Επτά Ημέρες" της Καθημερινής, 2/3/1997, σ. 3-7, και ανανεωμένο στην επετειακή ιστοσελίδα του ΕΚΕΒΙ: http://pentzikis.ekebi.gr, 2008, Αλέξης Ζήρας, Χρύσανθος Χρήστου, "Πεντζίκης, Νίκος Γαβριήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 8, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Μιχάλης Μερακλής, Ειρήνη Παπακυριακού "Πεντζίκης, Νίκος Γαβριήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Πατάκης, 2007, σ. 1771-1772.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Σε ένα "τυπικό" κείμενο που μας παραδόθηκε, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται ως εξής:

"Γεννήθηκα στα 1908. Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ' Δημοτικού, διδαχθείς κατ' οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μού εμφύτευσαν την αγάπη στη γεωγραφία και το δημοτικό τραγούδι. Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μια Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα "H Λαφίνα" και του "Kίτσου η μάνα". Θαύμαζα τον Kαρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας. Φοιτητής στο Παρίσι, η Νορβηγική και γενικότερα η Σκανδιναβική Συμβολιστική λογοτεχνία μ' επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Tότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα". Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Kλωντέλ. Aπό το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους Bυζαντινούς χρονικογράφους. Aπό τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα. Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Aυτό άλλωστε μ' έκανε ολοένα και φανατικότερο υπηρέτη και μιμητή των Βυζαντινών συγγραφέων.
Aπό το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στο συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτου. Έκανα μια μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή. Aπό τότε μέχρι σήμερα, ό,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας. Tα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν (και πρέπει να σημειωθεί ότι εκδότης σπάνια δεχόταν να μου εκδώσει βιβλίο και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού να δημοσιεύσει κείμενό μου) είναι: Ο "Aνδρέας Δημακούδης", το πρώτο μου μυθιστόρημα. Στον "Aνδρέα Δημακούδη" δίνεται μια εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον "Πεθαμένο και ανάσταση", το απαλλοτριωμένο και νεκρό εγώ ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο. Aρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με τη ζωγραφική. Mε τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και τον Xατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος. Στην ποιητική συλλογή "Eικόνες" το νόημα αποδίδεται με τη φράση: "H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν' αγαπάμε του άλλου". H "Πραγματογνωσία", περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου, μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης, μ' έναν σαραβαλιασμένο, με το 'να πόδι ξύλινο, ναυτικό. H "Aρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής" είναι μια προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Tο "Mυθιστόρημα της Kυρίας Έρσης" γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί. Aπό το 1969 και μετά, χάρις στην προβολή που μου έκανε στο Γερμανικό Iνστιτούτο Γκαίτε ο κ. Σαββίδης, άρχισαν να βγαίνουν συχνά τα βιβλία μου. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η "Συνοδεία"· η "Mητέρα Θεσσαλονίκη", είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη που γεννήθηκα και ζω. Tο "Προς εκκλησιασμό" είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι "Σημειώσεις εκατό ημερών" και τα "Oμιλήματα". Στο "Aρχείον" που είναι ένα βιβλίο εμμέσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Mια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι τέλος το βιβλίο μου, "Πόλεως και Nομού Δράμας παραμυθία"." 


 

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Ποιήματα που τώρα γράφονται: Για τους πρόσφυγες (Γιώργος Τζαμαδάνης/Θεοχάρης Παπαδόπουλος)


Για τους πρόσφυγες
 
Και τώρα τι θ' απογίνεις;
η θάλασσα μπροστά 
σε θέλγει μαυροφορεμένη
και πίσω σου κακοτράχαλα 
σπίτια γκρεμισμένα
πόλεμος, προσφυγιά...
κι εσύ, τα παιδιά, οι γριές 
γαντζωμένοι σ' ένα σαπιοκάραβο,
στη νεκρόφιλη ελπίδα 
για τη σωτηρία
Και σαν στη στεριά 
φτάνετε μετριέστε,
κορμιά πνιγμένων στην
 ανέκφραστη θάλασσα,
μα δεν μπορεί φιλόξενοι 
θα ναι οι άνθρωποι,
σκύβετε και φιλάτε το χώμα,
μα ο Ξένιος Ζευς παραμονεύει.
 
Γιώργος Τζαμαδάνης

 
Θρήνος
 
Φουρτούνιασε η θάλασσα. 
Απελπισμένα κύματα
χτυπιούνται στα βράχια. 
Η θάλασσα φωνάζει: 
-Όχι, άλλον ΑΪλάν! 
Και φτάνει ο αντίλαλος 
στη Λαμπεντούζα, 
στο Φαρμακονήσι 
και σ’ όλη τη Μεσόγειο. 
Κλαίνε οι γλάροι: 
-Όχι, άλλον Αϊλάν! 
Και μένει μέσα μου ο θρήνος, 
που κάθε βράδυ με ξυπνά 
και μου ζητάει να παλέψω. 
 
Θεοχάρης Παπαδόπουλος

"Ποίηση στην εποχή της εκποίησης" στο 4ο Φεστιβάλ Αλληλέγγυας και Συνεργατικής Οικονομίας, στην Ακαδημία Πλάτωνος

 
 
 
"Ποίηση στην εποχή της εκποίησης"
 
Παρουσιάζουν ποιήματά τους: Ιωάννα Αργυρίου, Ανδρέας και Στέλλα Βατίστα, Νικόλας Γκόγκος, Αλέξης Δάρας, Τζίμης Ευθυμίου, Didi Fadul, Γιώργος Καπετανάκος, Αλέξανδρος Κώστας, Πάνος Μιχελής, Θεοχάρης Παπαδόπουλος, Αντώνης Παπαδόπουλος, Μαρία Παπανδρεοπούλου, Σελένα Προδρομίδου, Ρώ Δέλτα, ΖΡΡ Άφιλτρος.
Μουσικοί: Ανδρέας Βατίστας (κιθάρα), Διονύσης Καρούσος (κιθάρα), Βάσω Μιχαηλίδου (ακορντεόν), Παύλος Σουφλής (πνευστά-κρουστά), Τάσος Στάβερης (λύρα), Αντώνης Σταυρινός (τρομπέτα)
 
Η «ποίηση στην εποχή της εκποίησης» είναι ομάδα ποιητών που πιστεύουν ότι η ποίηση δεν είναι μόνο προσωπική υπόθεση. Δημιουργήθηκε τον Μάιο του 2010 και από τότε έχει διοργανώσει πλήθος ποιητικών εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις, φεστιβάλ, παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο. Είχε παρέμβαση στο κίνημα του Συντάγματος το 2011. Επιμελείται την ομώνυμη εκπομπή ποίησης κάθε Κυριακή στις 8.00μμ στον 94FM και έχει εκδώσει ανθολογία ποιημάτων των μελών της (2013). Είναι από τους βασικούς εμπνευστές και διοργανωτές της «Γιορτής της Ποίησης» (Δονούσα, Αύγουστος 2015). Στη δράση της ομάδας η προσωπική δημιουργία πλέκεται με τη συλλογική και το ζητούμενο δεν είναι μια ποίηση για την εποχή, αλλά η ποίηση στην εποχή της, λόγος και πράξη μαζί.
 
 

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Μιχάλης Κατσαρός, ένας άγνωστος-γνωστός ποιητής (αναδημοσίευση)

Μιχάλης Κατσαρός, ένας άγνωστος-γνωστός ποιητής
γράφει ο Lugano, πηγή: Indymedia


 


Ο Μιχάλης Κατσαρός είναι μία εντελώς ιδιόρυθμη περίπτωση στο χώρο της ποίησης.

     Γεννήθηκε το 1920 στην Κυπαρισσία Μεσηνίας και 16 χρονών μπήκε πρότακτος στην αεροπορία, όπου τον βρήκε ο πόλεμος. Στην Κατοχή προσχώρησε στην αντίσταση, και μάλιστα σε διαδήλωση στην Αθήνα θεάθηκε με ταινία στο στήθος που έγραφε "αεροπορία του ΕΛΑΣ".
      Συμμετείχε στα Δεκεμβριανά και είναι γνωστό το επεισόδιο γνωριμίας του με έναν άλλο -τότε- Ελασίτη:
      Ο Κατσαρός ήταν στά χαρακώματα όρθιος κι αγνάντευε, φορώντας μια μπέρτα ιταλική, λάφυρο του Αλβανικού. Ενας  άλλος που έκανε έρπειν για να δή που πάνε τα Εγγλέζικα τάνκς τον βλέπει και του φωνάζει:
-Τί κάνεις εκεί,συναγωνιστή, θα μας σκοτώσουν.Ο Κατσαρός τον κυτάει υπεροπτικά:
-Μπά! Και ποιός είσαι εσύ συναγωνιστή;
-Μίκης Θεοδωράκης, διοικητής ΕΛΑΣ νέας Σμύρνης. Κι εσύ;
-Μιχάλης Κατσαρός, ποιητής.

    Ήταν ιδιόρυθμος τύπος.Μετά τηνεπελευθέρωση δούλεψε -πριν τον πετάξουν έξω (με βία, με σπρωξίματα και κλωτσιές)από το γραφείο του ως αριστερό-στο Ραδιοφωνικό σταθμό ενόπλων δυνάμεων. Μνημειώδη ήταν τα σαρδαμ-φάρσες που έκανε όταν εκφωνούσε ειδήσεις.

    Σε μια περιοδεία της Φρειδερίκης σε έκθεση είχε πεί:
-Η βασσίλισσα Φρειδερίκη συνεχίζει την περίοδόν της στις αίθουσες της εκθέσεως.

Στην αρχή τα ποιήματά του κέρδισαν τον έπαινο  των αριστερών.
Μέχρι που εξέδοσε το " Κατά Σαδδουκαίων".
Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν τις σταλινικές διαστρεβλώσεις της αριστεράς και με ποιητικό τρόπο κατέθεσε τις προσωπικές του  απόψεις του μέσα στη τις συλλογή αυτή.
Αυτό ήτανε. Η κομματική ιεραρχία τον έθαψε 20 χρόνια. Και βρέθηκε κυνηγημένος και από το κράτος και απομονωμένος από την αριστερά.

Ο κόσμος των ανένταχτων αριστερών και των αυτόνομων τον ξανα-ανακάλυψε στο τέλος της Δικτατορίας και τον αγάπησε καν έναν προφήτη- επαναστάτη- ποιητή   που έδινε στους απογοητευμένους από το χάλι του Σταλινισμού, ελπίδα.
Πέθανε το 1998.


ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗ

1.ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στο ποίημα αυτό που διαβάζει ο ίδιος είναι αποτυπωμένα τα στναισθήματα κάποιου που πίστεψε στην επανάσταση, είδε την κατάληξή της στη Ρωσία, αλλά δεν υποτάχτηκε στη νέα εξουσία, ούτε έχασε την ελπίδα του. Σκέφτεται μόνο
"Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαιές ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΟΒΙΕΤ ΕΞΟΥΣΙΑ

YouTube - Mιχάλης Κατσαρός - Στο νεκρό δάσος

2.ΟΙ ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ

Οι Βησιγότθοι  είναι αρχικά για τη σταλινική ηγεσία της αριστεράς ,για τις γελοιότητες του σταχανοβισμού( "η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε 15000 ποτήρια) αλλά  και για οποιονδήποτε  γλύφτη της εξουσίας -και γιαυτό θεωρείται ποίηση και όχι μπροσούρα. Εδω υπάρχει το ''Υπάρχουν προυποθέσεις για μιά καινούρια άνοιξη"
που παλιότερα το γράφανε σα συνθημα στους τοιχους.

YouTube - Μιχάλης Κατσαρός - Οι Βησιγότθοι

3.Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Αυτό το επόμενο είναι το Αντισταθείτε που όταν δημοσιεύτηκε οι "κριτικοί" της επίσημης αριστεράς το λογόκριναν -,χωρίς να τον ρωτήσουν .
Και ο Κατσαρός απάντησε με το Υστερογραφο, που τελειώνει με το :
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΑΠΗΡΗ ΠΑΛΙ ΣΟΥ ΤΑΖΟΥΝ"

YouTube - Αντισταθείτε-Χρήστος Θηβαίος


Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ  

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .

Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.

            Μετά τη λογοκρισία (η αυτολογοκρισία που λένε οι ίδιοι , ο Μ.Κ ανάγκάστηκε να στείλει την απάντησή του με ποιημα πάλι:

                                          ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Η διαθήκη μου πρίν διαβαστεί-καθώς διαβάστηκε-
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
οχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
 Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες, πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο.
Εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν
–Τώρα καταλαβαίνω πιά τι έχασα.
Ποιός είναι αυτός που πνίγει.
 Και συ λοιπόνστέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: 
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΑΠΗΡΗ ΠΑΛΙ ΣΟΥ ΤΑΖΟΥΝ

Τα στερεότυπα για τον πατέρα της επιστημονικής φαντασίας Ιούλιο Βερν, του Δημήτρη Φύσσα (16.02.2014)





Η αφορμή είναι σχεδόν προσχηματική: αυτό τον μήνα (8 του Φλεβάρη, το 1828) είχε γεννηθεί ο Γάλλος συγγραφέας Ιούλιος Βερν (θάνατος: 1905). Τίποτα στρογγυλό, συμφωνώ, μα εμένα ένας σκέτος Φλεβάρης μού φτάνει.


Κλακέτα, πάμε.


Δεκαετία του ’60, Αθήνα, είμαι 10 ή 11 χρονώ. Η «υπόγα» του Νασιώτη («Κήπος του βιβλίου», Ηφαίστου, Μοναστηράκι – έκλεισε πριν από ελάχιστα χρόνια) στις δόξες της: ο Νασιώτης, η γυναίκα του, τα παιδιά τους μικρά, η μαύρη γατούλα τους, η σόμπα με τα μπουριά, ο αχανής χώρος. Κατεβαίνω με τον πατέρα μου και φεύγουμε με τρεις Βερν: «Τύχαι τριών Αγγλων και τριών Ρώσων εις την Νότιον Αφρικήν», «20.000 λεύγαι υπό την θάλασσαν» και τη μεγαλειώδη «Μυστηριώδη Νήσο», όλα σε μεσοπολεμικές εκδόσεις.


Γνωρίζω ήδη τον συγγραφέα από τις εκδόσεις «Αστήρ – Παπαδημητρίου», αυτές με το κόκκινο σκληρό εξώφυλλο, που είχαν τεράστια διάδοση τις δεκαετίες ’50-’80. Από την Α΄ Δημοτικού ήδη, έχω διαβάσει την «Πλωτή Πολιτεία». Αλλά μ’ αυτές του Σιδέρη «it was love at first sight», για να θυμηθούμε πώς αρχίζει το «Catch-22». Γιατί αυτά τα βιβλία -και άλλα της ίδιας σειράς που απόχτησα αργότερα- ήταν μεγαλόσχημα, είχαν επικολλημένες θαυμάσιες πολύχρωμες εικόνες πάνω στο σκληρό τους εξώφυλλο (τονίζω: επικολλημένες με το χέρι εκ των υστέρων, όχι τυπωμένες) και κυκλοφορούσαν «κατά μετάφρασιν Αλεξάνδρου Σκαλίδου».
Αυτά με μυήσανε στην καθαρεύουσα. Κι έμαθα μια για πάντα τον εντυπωσιακό διάλογο, με τον οποίο αρχίζει η «Μυστηριώδης Νήσος» (τον οποίο έχωσα στο καινούργιο μυθιστόρημά μου που κυκλοφόρησε προχτές):



«-Αναβαίνομεν;

-Ουχί, τουναντίον, καταβαίνομεν.

-Ετι χειρώτερον, κύριε Κύρε. Πίπτομεν».


Είναι ή δεν είναι μοντέρνα αρχή για βιβλίο υψηλού επιπέδου; Νομίζω ότι η απάντηση είναι φανερή. Και μ’ αρέσει να θεωρώ ότι αυτόν, τον μηχανικό και εφευρέτη Κύρο Σμιθ του Βερν που πέφτει με τους συντρόφους του ναυαγός με το αερόστατό τους σ’ ένα ερημονήσι, αυτόν τον Κύρο, λέω, είχε στο μυαλό του όποιος μετέφρασε τον εφευρέτη Gyro Gearloose του Ντίσνεϊ (δηλαδή του Καρλ Μπαρκς) σε «Κύρο Γρανάζη». Ο Αρης Τερζόπουλος ίσως – δεν ξέρω. Se non é vero, «λαμπρά ταιριάζουν όλα» – κι ας ελπίσουμε πως κάποτε θα ξαναβγεί το «Μίκι Μάους».


Προχωρώ. Πέρα από τα σημαντικά ζητήματα τα σχετικά με την προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου Γάλλου (επιβίωση των θεατρικών του έργων, σχέση με τον εκδότη, συνδυασμός δημοκρατικών θέσεων στο έργο με συντηρητικές σ’ ένα μεγάλο μέρος της ζωής, ποσοστό επέμβασης του Μισέλ Βερν στα βιβλία του πατέρα του κ.λπ.), υπάρχουν τρεις τουλάχιστον σοβαρές παρεξηγήσεις σχετικές με τον Βερν: ότι έγραψε αποκλειστικά για παιδιά, αποκλειστικά επιστημονική φαντασία και ότι είναι άτεχνος (σχηματικός, σοβαροφανής και παρεκβατικός).


Το πρώτο μπορεί να στέκεται για το «Καίσαρ Κασκαμπέλ» ή το «Μιχαήλ Στρογκόφ»· όποιος όμως διαβάσει τα τρία που πρωτοανέφερα (στη δημοτική πια!), τον «Ροβύρο τον Κατακτητή», το «Από τη Γη στη Σελήνη» και ιδίως τη «Σφίγγα των πάγων» (που συνεχίζει επάξια το μυθιστόρημα «Διήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από τη Ναντακέτ», του Ε. Α. Πόε), τους «Ναυαγούς του Ιωνάθαν» ή τα εντελώς μελλοντολογικά του («Μια μέρα ενός Αμερικανού δημοσιογράφου» κ.λπ.) θα δει ότι αυτό δεν ισχύει. Οπως δεν ισχύει, άλλωστε, για δύο άλλους μεγάλους του ίδιου καιρού: τον Λιούις Κάρολ και τον Μαρκ Τουέιν.


Το δεύτερο: είναι σωστό, αλλά είναι επίσης μισή αλήθεια. Ναι, ο Βερν είναι ίσως ο λαμπρότερος από τους συγγραφείς που εκφράσανε τη Β΄ Βιομηχανική Επανάσταση με προεκτάσεις επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο πολλά έργα του δεν έχουν καμιά σχέση με την επιστήμη (π.χ. «Ο πιλότος του Δούναβη») ή απλά αξιοποιούν κάποιο μη φανταστικό επιστημονικό στοιχείο (π.χ. «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες).


Το τρίτο, σχηματικός δεν είναι: οι χαρακτήρες του είναι ολοζώντανοι και οι δραματικές του κορυφώσεις συνήθως πετυχημένες. Σοβαροφάνεια πάλι, γιατί, τη στιγμή που το χιούμορ αποτελεί σταθερά σχεδόν όλων των βιβλίων του; Οσο για τις παρεκβάσεις του, ενίοτε με διδακτισμό, πείτε μου ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο που να μην τις έχει.



 

(μουσική πρόταση του Λογοτεχνία και Σκέψη για την ανάγνωση του άρθρου)