Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Φώτης Αγγουλές,Ο αγράμματος ποιητής...


 (αναδημοσίευση από το διαδικτυακό περιοδικό Babushka)
 
Ο Φώτης Αγγουλές υπήρξε ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής και ένας ακόμη μεγαλύτερος αγωνιστής της ζωής και της κοινωνίας . Η ζωή του χαρακτηρίζεται από την προσφυγιά , την πείνα και την φτώχεια και τις πολιτικές φυλακίσεις.

Γεννήθηκε το 1911 στο Τσεσμέ της Μικράς Ασίας από οικογένεια ψαράδων. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Χονδρουδάκης.
Το πλούσιο ποιητικό του έργο μεταφράστηκε στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία, τη Βουλγαρία και σε άλλες πολλές χώρες , το 1934 μας προσφέρει τη πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο :«Αμαβασιά» , ακολουθούν οι συλλογές «Κραυγή στον ήλιο», « Μενεξέδες», «Εντελβάϊς». Στη Μ. Ανατολή εκδίδει τις συλλογές «οπτασίες στην Έρημο», « φλόγες του δάσους», «Φωνές» και με την αποφυλάκιση του το 1958, μετά από μια μεγάλη περίοδο διωγμών από το επίσημο ελληνικό κράτος, τις συλλογές « πορεία μέσα στη νύχτα»  και « Φουτσιγιάμα».
 
Το 1918 και σε πολύ μικρή ακόμα ηλικία ήρθε ως πρόσφυγας με την οικογένεια του και έζησε στην Χίο , κατά τους διωγμούς των ελλήνων , τους οποίους ακολούθησε η μικρασιατική καταστροφή .
Ήταν η εποχή εκείνη που σ’ εκείνο το τόπο , για πολλά χρόνια , ο κόσμος ήξερε μόνο να κλαίει , να μοιρολογά και να θάβει τους νεκρούς– πράγμα που σημάδεψε την παιδική του ηλικία και επηρέασε απόλυτα την προσωπικότητα του.
Η οικογένεια του ήταν πάμπτωχη και έτσι έζησε για πολλά χρόνια μέσα στην απόλυτη πείνα.
Η ανάγκη να δουλεύει από μικρό παιδί για να μπορεί να συνεισφέρει κυριολεκτικά μια μπουκιά ψωμί και αυτός στην οικογένεια του και ο ατίθασος χαρακτήρας του δεν του έδινε περιθώρια για μια φυσιολογική ζωή , όλη την μέρα παλεύει στην τράτα , πουλάει ψάρια ή ξενυχτάει δουλεύοντας πάνω σε κάσες του τυπογραφείου.
Έτσι δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το δημοτικό.
Όπως αναφέρει και ο φίλος του Γ.  Σιδέρης στο βιβλίο που έχει γράψει για την ζωή και το έργο του Φ. Αγγουλέ: «Τα βράδια γυρνά στο φτωχικό του, ψόφιος απ’ την κούραση. Χωρίς χαρά, με συντροφιά του μόνο , τις θύμησες , τα ονείρατα και τ’ αναμμένο κερί που αχνοφέγγει το δράμα του τα’ ατέλειωτο».
Όμως η ανάγκη του για τη ζωή και το πάθος για τα γράμματα (τα οποία είχε στερηθεί) τον οδηγεί μέσα στις δυσκολίες . Διαβάζει μόνος του τις νύχτες στη βιβλιοθήκη «Κοραής» της Χίου , για να καλύψει τα κενά της βασικής εκπαίδευσης.

Αργότερα ζητά από τον διευθυντή της βιβλιοθήκης και το πετυχαίνει , να μπορεί να κοιμάται μέσα στην βιβλιοθήκη για να μπορεί να έχει φώς και να διαβάζει περισσότερες ώρες!
Μόλις μαθαίνει τα πρώτα γράμματα αρχίζει να γράφει στίχους «σαν ξέσπασμα της ψυχής του και του νου του». Αυτή είναι και η πρώτη του περίοδος ποιητικής δημιουργίας που αρχίζει με ποιήματα έντονης μοιρολατρίας , σαν την Αμαβασιά (το γέμισμα του φεγγαριού) και άλλα…
 
«Νύχτιο Πανόραμα! Στου νου την υπνοφαντασία,
Ούδε νεράιδα, ούδε στοιχειό τέτοια νύχτα έχει πλάσει,
Ούτε φτερού φρουφρούλισμα στη δεντροφυλλωσιά,
Μηδέ κυμάτου φλίφλισμα γρικάς στ’ ακροθαλάσσι.
Κι όραμα μέσα σ’ όραμα γλυκό, η αμαβασιά
Του φεγγαριού, με χλωμό φώς τη γής π’ απαλοραίνει
Τέτοιο, που ξεγελιέται ο νους στη μαύρη προδοσία
της Μοίρας , π’ όλο πιο σφιχτά με την ζωή σε δένει...
Τι θ’ απογίνει κάθε τι που βλέπεις μη σκεφτείς
Κι ας είναι ψέμα κι ας σβηστεί… ψέμα και εσύ όπως είσαι
Γίνου στη φύσης το Ναό πιστός προσκυνητής
Κι όσο στον πόνο σου δε ζείς , μεσ’ τη χαρά της ζήσε!
 
Η εποχή του μεσοπολέμου είναι δύσκολη. Πάνω από τους ανθρώπους και τους λαούς κρέμεται το φάσμα ενός άγριου πολέμου , που άρχισαν να προετοιμάζουν ξαφνικά οι φασιστικές δυνάμεις , όπου με την απάτη και την τρομοκρατία έχουν καταλάβει την εξουσία σε αρκετές χώρες.
Ο πόλεμος ξεσπά και ο ποιητής όπως και όλοι υπόλοιποι αηδιάζει από την φασιστική χολέρα που έχει πνίξει πλέον και την Ελλάδα.¨
«Καταραμένη νύχτα» ονομάζει την περίοδο της κατοχής και οραματίζεται παθιασμένα την απελευθέρωση της πατρίδας και μας διηγείται μέσα από τους στοίχους του , εικόνες αυτής της ιστορικής περιόδου, δίνοντας έμφαση στους χιλιάδες νεκρούς που πέσανε από τις σφαίρες τον φασιστών :
 
Ο ΔΡΟΜΟΣ
 
Ας μην ήρθατε πίσω,
Κι ας μη φτάσατε πουθενά.
Ο δρόμος μας αρχινά,
Από κει που ο δικός σας τελειώνει.
Μέσα στο κάτασπρο χιόνι,
Μια ματωμένη γραμμή τον δρόμο μας δείχνει,
Ας ρίχνει σκοτάδι τριγύρω η νύχτα , ας ρίχνει…
Ακολουθούμε πιστά τα ματωμένα σας ίχνη.
 
Στα χρόνια της Κατοχής, έφτασε στη Μέση Ανατολή και κατατάχθηκε εθελοντικά στα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που σχηματίστηκαν εκεί. Για την αντιφασιστική δράση του, φυλακίστηκε από τον αγγλικό στρατό και την ελληνική αστική κυβέρνηση του Καΐρου σε φυλακές της Παλαιστίνης και στη συνέχεια κλείστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην αφρικανική έρημο.

Η ζωή στο «σύρμα»... όπως αποκαλεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης... είναι μια φυλακή για χιλιάδες παλληκάρια , που ήρθαν να πολεμήσουν για να βγει απ την σκλαβιά η χώρα τους και οι Άγγλοι τους φυλάκισαν για να γνωρίσουν και την δική τους την σκλαβιά…
Το 1945 επέστρεψε στη Χίο συμμετέχοντας πλέον ενεργά στην αντίσταση .
Το 1948 πιάστηκε γιατί τύπωνε τον παράνομο Τύπο του ΔΣΕ και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή. Αποφυλακίστηκε το 1956 από την Κέρκυρα.
Κατά την περίοδο αυτή το ποιητικό του έργο είναι τεράστιο .
Μέσα από τους στοίχους του μας περιγράφει με τον μοναδικό τρόπο που αυτός είχε , τα ιστορικά γεγονότα του εμφυλίου και ειδικά τις κακουχίες των φυλακισμένων ανταρτών.
Πέθανε στην Αθήνα στις 28 Μάρτη 1964 και η σωρός του μεταφέρθηκε στην μοναδική πατρίδα που του χάρισε η μοίρα , στην Χίο .
Οι στίχοι του παραμένουν ριζοσπαστικοί και διαχρονικοί ειδικά σε αυτές τις εποχές που ζούμε , οι οποίες θυμίζουν σε πολλά τις μαύρες μέρες της κατοχής.
Το απόσπασμα που ακολουθεί όπως και όλα τα παραπάνω είναι από το βιβλίο «ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ» του Γιώργου Σιδέρη φίλο του Φώτη Αγγουλέ με ποιήματα από την φυλακή!
 
Προσπαθήστε συνάνθρωποί,
Να τους καταλάβετε
Τους χιονάνθρωπους.
Μας μισούνε γιατί,
Ξέρουνε πώς θα βγει ο ήλιος,
Ότι είναι φτιαγμένο με χιόνι,
Θα λιώσει….
Σελ. 175 «οι χιονάνθρωποι»
…άβουλος μη σταθείς στιγμή μπρός στη ζωής τη στράτα…
… Τίποτα- Τίποτα σε εσάς δεν έχουν δώσει
Όσοι σοφοί κι αν πέρασαν και παντογνώστες και μεγάλοι.
Ποιον περιμένετε να έρθει; Ποιον καρτερείτε να σας σώσει;
Εσείς οι ίδιοι, με τα χέρια σας
Με το μυαλό σας, με την πράξη,
αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας,
ποτέ της δεν θα αλλάξει….
Σελ.180 «Αλλάξτε την μοίρα σας»
…άκου τον σκλάβο πώς βογγά
Άκου τον κόσμο πώς στενάζει,
Κάτι πεθαίνει μέσα του, κάτι γεννιέται, κάτι αλλάζει….Σελ.194 
«Μείνε φτωχός»
…Οι φτωχές μας καλύβες σηκώνουνε τις μεγάλες πατρίδες
Κι οι καλοί πατριώτες
Τεχνουργούν για τα χέρια μας δυνατές αλυσίδες.
Αν  πονούμε μας δείρανε όμοια οχτροί κι ομοια φίλοι
Κι αν το λέμε, αν το ξέρουμε
Της ζωής το τραγούδι, απ’ του χάρου τα χείλη…
Σελ. 173 «Τεχνίτες»
 

Τρία αντιφασιστικά (και όχι μόνο) ποιήματα

 



Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε

Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ' αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο - το βλέπετε
μπροστά σας σ' άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα. Γι' αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.
Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.

Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
                   Η μάθηση θα 'τανε υποχρέωσή σου.
 
                   ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ
 
                   πηγή
 
 

 
 
 
Ο καιόμενος

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
 
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

 
 
 
 
 
«Αλαμπάμα»
 
Εμμερυ Χιλλ (sic) - Γκυ Φόστερ
 
Αμα ο Θεός αμόλησεν τους άξιους πρωτόπλαστους
απ' το στενόν παράδεισο, κι όλης της γης την άπλα
τους χάρισε βασίλειό τους, Αμέρικα - Ιγγλιτέρα,
την πύρινη ρομφαία του τους έδωσε κι: - «Αμέτι»!
Με της ρομφαίας μου τη φωτιά με της ρομφαίας την κόψη
στη Γης να διαφεντεύετε το Δίκιο, την Ειρήνη!
***
Λαός δεν έμεινε λευκός ή κίτρινος ή μαύρος
που να μη χάρηκε βαθιά στα κόκκαλα το Δίκιο
κα να μην τρώγει και αίματα και μ' ίδρο την μπουκιά του
και που να μην πεθαίνει αυτός να ζει τ' αφεντικό του.


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
«Ευαγγελισμός» 15/9/58

το ποίημα, μαζί με το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα και δημοσιογράφου Ηρακλή Κακαβάνη, μπορείτε να το διαβάσετε και στο ιστολόγιο Ο άγνωστος ΒΑΡΝΑΛΗΣ και αδημοσίευτα ποιήματά του, όπου και εμείς το αναδημοσιεύουμε. Η «Αλαμπάμα» αποτελεί ένα άγνωστο αντιφασιστικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη που δημοσιεύτηκε επίσης στην εφημερίδα Ριζοσπάστης (18/12/2001)