19. Ψωνίζοντας σου πορτοκάλια του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898 - 1956)
ΜΕΣ στης Southampton Street την ομίχλη, που χλωμή και
βαριά σερνόταν, βλέπω μια μανάβισσα να
τραβάει... πλανόδια.. μια καρότσα. Στέκω, σαν να
με τρώει η αγωνία, να δω (εκεί, αμίλητος) αν βγήκε
στο φως εκείνο που 'ψαχνα καιρό. Μπροστά μου
πουλιούνταν πορτοκάλια... ώ, ναι, πορτοκαλάκια!
Τις χούφτες χώνω μες στις τσέπες, στα ψιλά μου -
ζεστές, σαν να βαράγαν ώρες παλαμάκια!
Κι εκεί οπού, πιάνοντας τις πέννες, τα σελίνια,
κοιτάζω την τιμή στο ταμπελλάκι πάνω
με καρβουνομπογιά γραμμένη μαύρη,
σφυρίζω αδιάφορα. Μπορεί, βεβαίως, στη φτήνεια
ναν τα 'χε, μα μια πίκρα τότε ήρθε να 'βρει
τον Μπέρτ. Δεν είσαι εδώ. Ψ ώ ν ι α για ποιόν να κάνω;...
από την ποιητική συλλογή Bertolt Brecht - Σάουνα και Συνουσία, και άλλα τριάντα ποικίλης φύσεως ερωτικά σονέτα - δίγλωσση έκδοση
μετάφραση και επίλογος: Γιώργος Κεντρωτής
(c) για την ελληνική γλώσσα: ύψιλον/βιβλία & Γιώργος Κεντρωτής, 2005
Οικότροφες, Πωλ Βερλαίν (1844 - 1896)
Η μια στα δεκαπέντε, η άλλη δεκάξι,
Κι οι δυο στο ίδιο δωμάτιο κοιμόνταν,
Συνέβη το Σεπτέμβρη ένα ζεστό αποπνικτικό βράδυ,
Λιγνές! Μάτια γαλανά, μάγουλα φραουλί
Κάθε μια εγκατέλειψε, για να νιώσει βολικά,
Λεπτή νυχτικιά με άρωμα κεχριμπάρι
Η νεότερη απλώνει τα χέρια, λυγάει,
Και η αδελφή της, αγγίζοντας τα στήθη, φιλί της δίνει
Μετά, στα γόνατα πέφτει, αγριεύει,
Το πρόσωπο της στο υπογάστριο, και το στόμα
Κάτω απ' το ξανθό βυθίζεται χρυσάφι, μες στις γκρίζες σκιές.
Και η κορασίδα την ώρα εκείνη καταγράφει
Υποσχόμενα βαλς με τα χαριτωμένα δάχτυλά της
Και, ρόδινη, αθώα, χαμογελά.
Πωλ Βερλαίν, από τη συλλογή του Amies (Φίλες) 1868
Απόδοση: Θεανώ Μποράκη
*Το ποίημα υπάγεται στην παράδοση της λεγόμενης "σαπφικής" ποίησης, την οποία εισήγαγε ο Μπωντλαίρ. Ο Γάλλος ποιητής δημοσίευσε τη συλλογή αυτή στις Βρυξέλλες προκειμένου ν' αποφύγει τη γαλλική λογοκρισία.
Γιώργος Βέης, Παράφραση της Νύχτας (ποίηση) ύψιλον /βιβλία
Θ' ΑΚΟΥΣΩ ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ξυπνάς κλαίγοντας στη μέση της νύχτας
κι έρχεσαι νά κρυφτείς στό λαιμό μου
μέ τά μαλλιά βουτηγμένα ακόμα στά όνειρα
σέ πιστεύω ότι κι αν πεις:
- ΜΙΚΡΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ -
Η ΕΚΑΤΗ, ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Οι σκιές έχουν τό δικό τους φόβο
δεν ξημερώνει - αυτό είναι τό παλιό φως
ενθύμιο, αστέρι πού τό ξεπέρασε ο χρόνος
κι έμεινε μόνο του ν' ανάβει νά σβήνει συνέχεια
στήν οθόνη του νεκρού.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΗ
Κανείς δέν προσέχει τί μουσική παίζεις
πατάς τά παλιά πλήκτρα του αέρα, θα χαθείς.
ΕΝΑ ΚΥΜΑ
Πώς νά μείνεις δίκαιος;
μεσημέρι κι η θάλασσα γέμισε ανθρώπους
χυμένα λόγια καί πως νά βρω τά στόματα
νά τά βάλω πάλι μέσα;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
[δέ ξεβάφει η αθανασία παρά τή βροχή]
ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ, Α'
Ένας τρύπιος ουρανός
ούτε μιά σταγόνα δέν κρατάει
από παντού χρυσάφι χύνεται καί πέφτει στά μαλλιά μας:
εμείς, βέβαιοι πως είναι όνειρο, φιλοσοφούμε.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ
Κι ας μήν έχεις τίποτα στόν ουρανό δικό σου
είσαι τυχερός, η απάτη των ειδώλων διαρκεί.
ύψιλον /βιβλία
υψικάμινος - 46
επιμέλεια: Δημήτρης Καλοκύρης
Α' έκδοση: Δεκέμβρης 1989
Και είναι τραγούδι, Απόστολος Μελαχρινός (1880 - 1952)
Και είναι τραγούδι το μεστό κορμί σου αβρότεχνο,
βαριά γεμάτο μύρα.
Κρίνα ευωδιάζουν απαλόσαρκα
μες σε αλαβάστρινο κρατήρα.
Κι όταν σε λίγο τραγουδείς ροδοστεφάνωτη
στη δύση αγνάντια την ωραία,
θενά ρουφήξω τον σκοπόν από τα χείλη σου
τα μέθη του ήλιου από πορφύρινο αμφορέα.
Απόστολος Μελαχρινός (1880 - 1952)
Γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε πολλά χρόνια, ήταν διευθυντής του περιοδικού "Ζωή" και στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε το 1952, του περιοδικού "Κύκλος". Έργα: Ο δρόμος φέρνει, Παραλλαγές, Φίλτρα Επωδών, Απολλώνιος.
Πέθανε στην Αθήνα.
Πηγή: Σειρά Γνώση, Ποιητική Ανθολογία, τόμος Β' (1880 - 1920), εποπτεία: Γ. Κ. Ζωγραφάκης - επιμέλεια: Δημήτρης Σταμούλης
εκδοτικός οργανισμός Μαλλιάρη, 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου