Η ήττα της Γενικής Απεργίας του Αυγούστου 1923 καθόρισε την
πορεία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς για την επόμενη
δεκαετία. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι καθόρισε συνολικά την πορεία
των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Ο Πειραιάς ήταν το κέντρο της
απεργίας. Η σφαγή των απεργών στο Πασαλιμάνι, στις 22 Αυγούστου, είναι
το πιο γνωστό επεισόδιο της μεγάλης ταξικής αναμέτρησης.
Ο στρατός άνοιξε πυρ στο απεργιακό συλλαλητήριο. Έντεκα εργάτες και
εργάτριες έπεσαν νεκροί, περίπου εκατό τραυματίστηκαν, εκατοντάδες ήταν
οι συλλήψεις. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πόσοι εργάτες
δολοφονήθηκαν εκείνη τη μέρα. Την επόμενη χρονιά ο Ριζοσπάστης έκανε ένα
αφιέρωμα στη σφαγή και δημοσίευσε τα ονόματα και τις φωτογραφίες τριών
νεκρών –ανάμεσά τους και ένα παιδί 12 χρονών.
Το υπόβαθρο των γεγονότων που οδήγησαν στην απεργία ήταν η εργοδοτική
επίθεση του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς. Τα αφεντικά άρχισαν να
απαιτούν δραματικές μειώσεις των μισθών, μέχρι και 30% και κατάργηση του
νόμου για την καταγγελία των συλλογικών συμβάσεων που καθιέρωνε την
αποζημίωση για απολυόμενους εργατοϋπάλληλους. Όπου οι εργάτες αρνιόταν
να δεχτούν «εθελοντικά» το πετσόκομμα του μεροκάματου, η απάντηση ήταν
λοκ-άουτ και απολύσεις.
Το πρόσχημα για αυτή την επίθεση –οι απολυμένοι σύντομα μετριόνταν σε χιλιάδες- ήταν η ανατίμηση της δραχμής σε σχέση με την αγγλική λίρα που ήρθε ως αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών παιχνιδιών στο χρηματιστήριο. Υποτίθεται ότι η υπερτιμημένη δραχμή έθιγε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Οι καπιταλιστές είχαν έτοιμη τη λύση: να μειωθεί το εργατικό κόστος.
Η άρχουσα τάξη πίστευε ότι η πολιτική κατάσταση την ευνοούσε, και δεν έπεφτε έξω. Μπορεί οι φιλοδοξίες της για την «Ελλάδα των Δυο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» να είχαν χαθεί μέσα στο αίμα και τους καπνούς της πυρπολημένης Σμύρνης. Όμως, είχε καταφέρει να κρατήσει το τιμόνι στα χέρια της, στηριγμένη στις ξιφολόγχες του στρατού –ό,τι είχε απομείνει από αυτόν.
Οι εργατικοί αγώνες είχαν αναπτυχθεί ορμητικά το 1919-1921. Όμως, το 1922 ήταν η χρονιά της κάμψης. Το ξεκίνημα της εργοδοτικής επίθεσης βρήκε τα συνδικάτα αδυνατισμένα. Η διάσπαση των δυνάμεων ήταν ένας άλλος παράγοντας αδυναμίας. Η ΓΣΕΕ ήταν συνδεδεμένη επίσημα («οργανικά» ήταν ο όρος) με το ΣΕΚΕ (Κ) το μετέπειτα ΚΚΕ. Ωστόσο, πολλά και ισχυρά σωματεία δεν ανήκαν στη δύναμή της και ελέγχονταν από βενιζελικούς ή βασιλόφρονες συνδικαλιστές. Όμως, η εργοδοτική επίθεση δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στα «κόκκινα» και τα «κίτρινα» συνδικάτα.
Η απεργία δεν ήταν ένα ξέσπασμα οργής. Υπήρχε συνειδητή παρέμβαση μιας δύναμης που έσπρωξε προς την κατεύθυνση της συσπείρωσης και του αγώνα. Αυτή η δύναμη ήταν το ΣΕΚΕ (Κ). Το κόμμα είχε τα δικά του προβλήματα που τα είχε προκαλέσει η καταστολή και η υποχώρηση του κινήματος. Από την άνοιξη του 1923 μια νέα ηγεσία προσπάθησε να το ανασυγκροτήσει και να το θέσει επικεφαλής της εργατικής αντίστασης. Η «γενιά του μετώπου» -επαναστάτες όπως ο Πουλιόπουλος, ο Νίκολης, ο Μοναστηριώτης ήταν η ραχοκοκαλιά της, μαζί με άλλους αγωνιστές, όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος που δεν είχε μόνο μεγάλη μαρξιστική κατάρτιση αλλά και πείρα από τα συνδικάτα. Οδηγός για αυτή την προσπάθεια ήταν η στρατηγική του «ενιαίου μετώπου» της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Αυτή η προσπάθεια είχε δυο σκέλη. Το πρώτο, η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που ήταν ενάντια στην περικοπή μισθών και τις απολύσεις. Με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ οργανώθηκε στις αρχές του Ιούνη μια πλατιά «Εργατική Συνδιάσκεψη» στην οποία συμμετείχαν όλες σχεδόν οι Ομοσπονδίες και τα σωματεία. Συγκροτήθηκε μια Επιτροπή Αμύνης –που σύντομα βρήκε μιμητές σε τοπικό επίπεδο σε πολλές πόλεις.
Οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να τους δώσουν μαζικό και μαχητικό χαρακτήρα –για παράδειγμα στην Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά κερδίζουν τις Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών (ένα άλλο μέτωπο που πρωταγωνιστούσαν) στην συμμετοχή στις συγκεντρώσεις. Το δεύτερο σκέλος ήταν η προσπάθεια να δυναμώσει η επαναστατική πτέρυγα στο κίνημα. Ένα πρώτο αποτέλεσμα ήταν η ανάδειξη ενός κομμουνιστή, του Κουρτίδη, στη θέση του γενικού γραμματέα του ΕΚΠ, προπύργιο του «βενιζελικού» συνδικαλισμού μέχρι τότε.
Στις 9 Αυγούστου το συνδικάτο των μυλεργατών του Πειραιά έστειλε τελεσίγραφο 24 ωρών για σταμάτημα των απολύσεων και των περικοπών στους μισθούς. Η απεργία τους παρέλυσε τους μύλους –ουσιαστικά τη διακίνηση του αλευριού. Το ΕΚΠ και η ΓΣΕΕ κάλεσαν σε υλική στήριξη των απεργών. Η συνέχεια ήταν η εξάπλωση της απεργίας στο λιμάνι που παραλύει.
Στις 20 Αυγούστου «ο Πειραιεύς παρουσιάζει από πρωίας ασυνήθη όψιν». Η Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού ακολουθεί το απεργιακό κάλεσμα της ΓΣΕΕ και το τραμ παραλύει. Η σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας - Πειραιά διακόπτεται και γίνεται προσπάθεια για αποκατάστασή της από το ανώτερο προσωπικό. Η ηλεκτροδότηση της πρωτεύουσας εξασφαλίζεται την τελευταία στιγμή με την κατάληψη του εργοστασίου του Φαλήρου από στρατιωτικό τμήμα.
Η απεργία αναπτύσσεται με τη μορφή χιονοστιβάδας. Μοιάζει με τη «μαζική απεργία» που περιέγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεκαεπτά χρόνια πριν στη μπροσούρα της «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα». Στις 20 Αυγούστου η ΓΣΕΕ τίθεται επικεφαλής του απεργιακού κινήματος με σκοπό να το επεκτείνει: καλεί σε Γενική Πανελλαδική Απεργία –«διαρκείας» θα λέγαμε σήμερα.
Την ίδια μέρα η κυβέρνηση Πλαστήρα δημοσιεύει το διάταγμα για την απαγόρευση των σωματείων. Ο Σ. Μάξιμος θα θυμίσει λίγα χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Κοινοβούλιο και Δικτατορία, τα λόγια που είχε πει ο υπουργός Εσωτερικών σε αντιπροσωπεία της ΓΣΕΕ την παραμονή της απεργίας: «Η εβδομάδα αυτή θα είναι Εβδομάδα των Παθών για σας… Θα σας τσακίσουμε». Το όνομά του ήταν Γεώργιος Παπανδρέου. Η σφαγή στο Πασαλιμάνι ήταν η απόδειξη του πόσο κυριολεκτούσε. Το απεργιακό κύμα άρχισε να κάμπτεται και στις 25 Αυγούστου η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να κηρύξει το τέλος της γενικής απεργίας.
Πολλές αναλύσεις για το εργατικό κίνημα στη δεκαετία του ’20 συχνά αποδίδουν την αδυναμία του στη πλημμύρα φτηνών «εργατικών χεριών» που πρόσφεραν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Είναι αλήθεια ότι οι εργοδότες στρατολόγησαν και το 1923 πρόσφυγες σαν απεργοσπάστες για ένα κομμάτι ψωμί. Όμως, δεν ήταν οι «ξένοι» (έτσι αντιμετωπίζονταν τότε οι πρόσφυγες) ο παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης. Ούτε η χρησιμοποίησή τους έλυνε το πρόβλημα των εργοδοτών, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να αντικαταστήσουν έμπειρους ή ειδικευμένους εργάτες, όπως οι θερμαστές, οι τυπογράφοι, οι οδηγοί των τραμ.
Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η απουσία των σιδηροδρομικών από την μάχη. Η ηγεσία της ΠΟΣ πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει τα μέλη της μακριά από την εργοδοτική επίθεση, λόγω των καλών της σχέσεων με την κυβέρνηση. Διαψεύστηκε σκληρά: το 1924 και το 1925 οι απεργίες της ΠΟΣ θα κατέληγαν σε ήττες, απομονωμένες.
Το εργατικό κίνημα μπήκε σε μια φάση υποχώρησης και κρίσης. Το ίδιο και το ΣΕΚΕ (Κ). Το 1924 ο Σ. Μάξιμος έγραφε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση: «Στις 20 Αυγούστου 1923 είχαμε 70.000 με 80.000 εργάτες που μας ακολουθούσαν. Τον Σεπτέμβριο είχαμε αρκετές χιλιάδες εργατών δυσαρεστημένες με το κόμμα και με μειωμένη εμπιστοσύνη προς αυτό. Στην περίοδο αυτή αρχίζει να εκδηλώνεται καλύτερα η κρίση του κόμματος…»
Το εργατικό κίνημα θα περάσει στην αντεπίθεση στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Όμως, πλέον το ΚΚΕ δεν ήταν το επαναστατικό κόμμα του Πουλιόπουλου, του Μάξιμου. Το αποτέλεσμα ήταν νέες ήττες, πολύ πιο τραγικές από εκείνη του 1923.
Το πρόσχημα για αυτή την επίθεση –οι απολυμένοι σύντομα μετριόνταν σε χιλιάδες- ήταν η ανατίμηση της δραχμής σε σχέση με την αγγλική λίρα που ήρθε ως αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών παιχνιδιών στο χρηματιστήριο. Υποτίθεται ότι η υπερτιμημένη δραχμή έθιγε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Οι καπιταλιστές είχαν έτοιμη τη λύση: να μειωθεί το εργατικό κόστος.
Η άρχουσα τάξη πίστευε ότι η πολιτική κατάσταση την ευνοούσε, και δεν έπεφτε έξω. Μπορεί οι φιλοδοξίες της για την «Ελλάδα των Δυο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» να είχαν χαθεί μέσα στο αίμα και τους καπνούς της πυρπολημένης Σμύρνης. Όμως, είχε καταφέρει να κρατήσει το τιμόνι στα χέρια της, στηριγμένη στις ξιφολόγχες του στρατού –ό,τι είχε απομείνει από αυτόν.
Βιομήχανοι υπουργοί
Η «Επανάστασις» των στρατιωτικών που είχε εκθρονίσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο ήταν ένα ανοιχτά φιλοκαπιταλιστικό καθεστώς. Ένα παράδειγμα αρκεί. Ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος ήταν ένας από τους βασικούς της «Επαναστατικής Επιτροπής» του 1922. Αλλά ένας Χατζηκυριάκος δεν ήταν φαίνεται αρκετός. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας (εκείνη την εποχή κάλυπτε και τις αρμοδιότητες του σημερινού υπουργείου Εργασίας) διορίστηκε o αδελφός του, ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Αυτός ο κύριος ήταν ιδιοκτήτης της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ και πρόεδρος του ΣΕΒ.
Οι εργατικοί αγώνες είχαν αναπτυχθεί ορμητικά το 1919-1921. Όμως, το 1922 ήταν η χρονιά της κάμψης. Το ξεκίνημα της εργοδοτικής επίθεσης βρήκε τα συνδικάτα αδυνατισμένα. Η διάσπαση των δυνάμεων ήταν ένας άλλος παράγοντας αδυναμίας. Η ΓΣΕΕ ήταν συνδεδεμένη επίσημα («οργανικά» ήταν ο όρος) με το ΣΕΚΕ (Κ) το μετέπειτα ΚΚΕ. Ωστόσο, πολλά και ισχυρά σωματεία δεν ανήκαν στη δύναμή της και ελέγχονταν από βενιζελικούς ή βασιλόφρονες συνδικαλιστές. Όμως, η εργοδοτική επίθεση δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στα «κόκκινα» και τα «κίτρινα» συνδικάτα.
Η απεργία δεν ήταν ένα ξέσπασμα οργής. Υπήρχε συνειδητή παρέμβαση μιας δύναμης που έσπρωξε προς την κατεύθυνση της συσπείρωσης και του αγώνα. Αυτή η δύναμη ήταν το ΣΕΚΕ (Κ). Το κόμμα είχε τα δικά του προβλήματα που τα είχε προκαλέσει η καταστολή και η υποχώρηση του κινήματος. Από την άνοιξη του 1923 μια νέα ηγεσία προσπάθησε να το ανασυγκροτήσει και να το θέσει επικεφαλής της εργατικής αντίστασης. Η «γενιά του μετώπου» -επαναστάτες όπως ο Πουλιόπουλος, ο Νίκολης, ο Μοναστηριώτης ήταν η ραχοκοκαλιά της, μαζί με άλλους αγωνιστές, όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος που δεν είχε μόνο μεγάλη μαρξιστική κατάρτιση αλλά και πείρα από τα συνδικάτα. Οδηγός για αυτή την προσπάθεια ήταν η στρατηγική του «ενιαίου μετώπου» της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Αυτή η προσπάθεια είχε δυο σκέλη. Το πρώτο, η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που ήταν ενάντια στην περικοπή μισθών και τις απολύσεις. Με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ οργανώθηκε στις αρχές του Ιούνη μια πλατιά «Εργατική Συνδιάσκεψη» στην οποία συμμετείχαν όλες σχεδόν οι Ομοσπονδίες και τα σωματεία. Συγκροτήθηκε μια Επιτροπή Αμύνης –που σύντομα βρήκε μιμητές σε τοπικό επίπεδο σε πολλές πόλεις.
Οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να τους δώσουν μαζικό και μαχητικό χαρακτήρα –για παράδειγμα στην Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά κερδίζουν τις Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών (ένα άλλο μέτωπο που πρωταγωνιστούσαν) στην συμμετοχή στις συγκεντρώσεις. Το δεύτερο σκέλος ήταν η προσπάθεια να δυναμώσει η επαναστατική πτέρυγα στο κίνημα. Ένα πρώτο αποτέλεσμα ήταν η ανάδειξη ενός κομμουνιστή, του Κουρτίδη, στη θέση του γενικού γραμματέα του ΕΚΠ, προπύργιο του «βενιζελικού» συνδικαλισμού μέχρι τότε.
Στις 9 Αυγούστου το συνδικάτο των μυλεργατών του Πειραιά έστειλε τελεσίγραφο 24 ωρών για σταμάτημα των απολύσεων και των περικοπών στους μισθούς. Η απεργία τους παρέλυσε τους μύλους –ουσιαστικά τη διακίνηση του αλευριού. Το ΕΚΠ και η ΓΣΕΕ κάλεσαν σε υλική στήριξη των απεργών. Η συνέχεια ήταν η εξάπλωση της απεργίας στο λιμάνι που παραλύει.
Στις 20 Αυγούστου «ο Πειραιεύς παρουσιάζει από πρωίας ασυνήθη όψιν». Η Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού ακολουθεί το απεργιακό κάλεσμα της ΓΣΕΕ και το τραμ παραλύει. Η σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας - Πειραιά διακόπτεται και γίνεται προσπάθεια για αποκατάστασή της από το ανώτερο προσωπικό. Η ηλεκτροδότηση της πρωτεύουσας εξασφαλίζεται την τελευταία στιγμή με την κατάληψη του εργοστασίου του Φαλήρου από στρατιωτικό τμήμα.
Ναυτεργάτες
Τα πληρώματα των πλοίων που καταπλέουν στον Πειραιά δηλώνουν την υποστήριξή τους στην απεργία, με αποτέλεσμα να αποκλείονται πάνω σε αυτά και να παρεμποδίζεται η έξοδός τους από στρατιωτικές φρουρές. Οι εργάτες του τελωνείου Πειραιά ακολουθούν. Εν τω μεταξύ, η Καπνεργατική Ομοσπονδία κηρύσσει από τις 20 Αυγούστου πανελλαδική απεργία. Το πρωί της 21ης, οι πρωινές εφημερίδες δεν κυκλοφορούν λόγω συμμετοχής στην απεργία των τυπογράφων και της Ομοσπονδίας Τύπου.
Η απεργία αναπτύσσεται με τη μορφή χιονοστιβάδας. Μοιάζει με τη «μαζική απεργία» που περιέγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεκαεπτά χρόνια πριν στη μπροσούρα της «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα». Στις 20 Αυγούστου η ΓΣΕΕ τίθεται επικεφαλής του απεργιακού κινήματος με σκοπό να το επεκτείνει: καλεί σε Γενική Πανελλαδική Απεργία –«διαρκείας» θα λέγαμε σήμερα.
Την ίδια μέρα η κυβέρνηση Πλαστήρα δημοσιεύει το διάταγμα για την απαγόρευση των σωματείων. Ο Σ. Μάξιμος θα θυμίσει λίγα χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Κοινοβούλιο και Δικτατορία, τα λόγια που είχε πει ο υπουργός Εσωτερικών σε αντιπροσωπεία της ΓΣΕΕ την παραμονή της απεργίας: «Η εβδομάδα αυτή θα είναι Εβδομάδα των Παθών για σας… Θα σας τσακίσουμε». Το όνομά του ήταν Γεώργιος Παπανδρέου. Η σφαγή στο Πασαλιμάνι ήταν η απόδειξη του πόσο κυριολεκτούσε. Το απεργιακό κύμα άρχισε να κάμπτεται και στις 25 Αυγούστου η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να κηρύξει το τέλος της γενικής απεργίας.
Πολλές αναλύσεις για το εργατικό κίνημα στη δεκαετία του ’20 συχνά αποδίδουν την αδυναμία του στη πλημμύρα φτηνών «εργατικών χεριών» που πρόσφεραν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Είναι αλήθεια ότι οι εργοδότες στρατολόγησαν και το 1923 πρόσφυγες σαν απεργοσπάστες για ένα κομμάτι ψωμί. Όμως, δεν ήταν οι «ξένοι» (έτσι αντιμετωπίζονταν τότε οι πρόσφυγες) ο παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης. Ούτε η χρησιμοποίησή τους έλυνε το πρόβλημα των εργοδοτών, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να αντικαταστήσουν έμπειρους ή ειδικευμένους εργάτες, όπως οι θερμαστές, οι τυπογράφοι, οι οδηγοί των τραμ.
Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η απουσία των σιδηροδρομικών από την μάχη. Η ηγεσία της ΠΟΣ πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει τα μέλη της μακριά από την εργοδοτική επίθεση, λόγω των καλών της σχέσεων με την κυβέρνηση. Διαψεύστηκε σκληρά: το 1924 και το 1925 οι απεργίες της ΠΟΣ θα κατέληγαν σε ήττες, απομονωμένες.
Το εργατικό κίνημα μπήκε σε μια φάση υποχώρησης και κρίσης. Το ίδιο και το ΣΕΚΕ (Κ). Το 1924 ο Σ. Μάξιμος έγραφε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση: «Στις 20 Αυγούστου 1923 είχαμε 70.000 με 80.000 εργάτες που μας ακολουθούσαν. Τον Σεπτέμβριο είχαμε αρκετές χιλιάδες εργατών δυσαρεστημένες με το κόμμα και με μειωμένη εμπιστοσύνη προς αυτό. Στην περίοδο αυτή αρχίζει να εκδηλώνεται καλύτερα η κρίση του κόμματος…»
Το εργατικό κίνημα θα περάσει στην αντεπίθεση στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Όμως, πλέον το ΚΚΕ δεν ήταν το επαναστατικό κόμμα του Πουλιόπουλου, του Μάξιμου. Το αποτέλεσμα ήταν νέες ήττες, πολύ πιο τραγικές από εκείνη του 1923.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου