γράφει ο Νίκος Λούντος
Σε έναν από τους τοίχους της Αρχιτεκτονικής στη διάρκεια της
κατάληψης το Νοέμβρη του ’73, το σύνθημα έγραφε απλώς: «Ταϊλάνδη». Από
μόνη της η αναφορά στη χώρα της μακρινής Ανατολής σήμαινε την ελπίδα ότι
ο ξεσηκωμός του Νοέμβρη μπορούσε να ρίξει τη χούντα. Ένα μήνα νωρίτερα,
στα μέσα Οκτώβρη, μια εξέγερση στην Μπανγκόκ, την πρωτεύουσα της
Ταϊλάνδης, με τους φοιτητές στην πρώτη γραμμή, είχε αναγκάσει το στρατό
να κάνει στην άκρη ανοίγοντας το δρόμο για τη δημοκρατία, 16 χρόνια μετά
το πραξικόπημα. Η Ταϊλάνδη έστελνε το μήνυμα ότι και οι πιο σκληρές
χούντες μπορούν να λυγίσουν μπροστά στη μαζική κινητοποίηση.
Ο στρατός είχε τον έλεγχο στην πολιτική της Ταϊλάνδης από το 1932.
Στην «επανάσταση του 1932» ο στρατός ψαλίδισε τις εξουσίες του βασιλιά
και άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη χώρα. Από το
1957 μια στρατιωτική κυβέρνηση πήρε άμεσα στα χέρια της την εξουσία. Όλα
τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, επιβλήθηκε λογοκρισία σε όλα τα
έντυπα, έγιναν μαζικές συλλήψεις και η καταστολή κάθε κινητοποίησης
έγινε ο κανόνας. Ο στρατάρχης Σαρίτ που αυτοχρίστηκε πρωθυπουργός, στην
προσπάθειά του να βρει στήριγμα στην εξουσία του, παραχώρησε στο βασιλιά
πολλά από τα τελετουργικά προνόμια που είχε χάσει. Ο βασιλιάς θα
απένειμε προσωπικά τα πτυχία στους φοιτητές, ενώ στο χαιρετισμό μπροστά
στη βασιλική οικογένεια έπρεπε να ακουμπήσεις το κεφάλι στο έδαφος. Όταν
ο Σαρίτ πέθανε το 1963, η χούντα συνέχισε την εξουσία της με επικεφαλής
το στρατάρχη Θανόμ.
Η εξουσία του στρατού και η καταστολή κάθε αντιπολίτευσης γινόταν στο
όνομα της προστασίας της ανάπτυξης. Και πράγματι ανάπτυξη υπήρξε. Η
Ταϊλάνδη μέσα στις μεταπολεμικές δεκαετίες της οικονομικής άνθησης, το
΄50 και το ΄60, είχε το επιπλέον «προνόμιο» να μπορεί να εκμεταλλευτεί
τους πολέμους που γίνονταν στη γειτονιά της, όντας έξω από αυτούς, τόσο
τον πόλεμο της Κορέας όσο και του Βιετνάμ που στη συνέχεια επεκτάθηκε
στην Καμπότζη και το Λάος, χώρες με τις οποίες συνορεύει. Το 1973, οι
ΗΠΑ είχαν 12 βάσεις στη χώρα, με 550 πολεμικά αεροσκάφη και χιλιάδες
στρατεύματα για τους πολέμους στην περιοχή. Μπορεί πολύς κόσμος να
εξοργιζόταν με το «κράτος εν κράτει» των Αμερικάνων, αλλά για τη χούντα
της Ταϊλάνδης, όπως και για την άρχουσα τάξη της χώρας συνολικά, όλα
αυτά σήμαιναν ευκαιρίες για μπίζνες.
Η ανάπτυξη όμως σήμανε ταυτόχρονα δυνάμωμα της εργατικής τάξης και των αγώνων. Ο εργατικός πληθυσμός είχε αυξηθεί κατακόρυφα μέσα σε αυτές τις δεκαετίες. Με τα συνδικάτα παροπλισμένα, οι συνθήκες εργασίας και οι μισθοί ήταν στο έλεος των αφεντικών. Τη δεκαετία του ’70 ο πληθωρισμός άρχισε να τρώει ταχύτατα τα όποια εξασφαλισμένα μεροκάματα. Είχαν ήδη αρχίσει να ξεσπάνε, παράνομες φυσικά, απεργίες. Αλλά όσο πλησιάζαμε προς την εξέγερση του 1973, ο ρυθμός και η ένταση δυνάμωναν. Τους πρώτους εννιά μήνες του χρόνου έγιναν 40 απεργίες. Ανάμεσά τους, η απεργία στη Χαλυβουργία κράτησε ένα μήνα και κατάφερε να κερδίσει ξεσηκώνοντας τη συμπαράσταση πολλών άλλων κλάδων.
Δεν ήταν μόνο η εργατική τάξη που είχε πολλαπλασιαστεί. Το ίδιο είχε γίνει και με τους φοιτητές. Η ανάπτυξη απαιτούσε μεγαλύτερο όγκο μορφωμένων και ειδικευμένων εργατών. Οι 15.000 φοιτητές του 1961 είχαν γίνει 50.000 το 1972. Για πρώτη φορά, παιδιά της εργατικής τάξης βρίσκουν μια θέση στο πανεπιστήμιο. Χωρίς καμιά προηγούμενη παράδοση φοιτητικού κινήματος στη χώρα, τη δεκαετία του ’60 εμφανίζονται οι πρώτοι ριζοσπαστικοί σύλλογοι, έντυπα που δείχνουν προσανατολισμό προς τ' Αριστερά.
Η φοιτητική ριζοσπαστικοποίηση θα πάρει διάφορες μορφές αλλά θα καθοριστεί από την κυριαρχία των σταλινικών και μαοϊκών ιδεών. Για παράδειγμα, μια από τις πιο μαζικές μορφές που παίρνει είναι η συμμετοχή φοιτητών σε καταυλισμούς «ανάπτυξης», δουλεύοντας στην ύπαιθρο. Η προσωπική επαφή με την ύπαιθρο και τη φτώχεια των αγροτών έμοιαζε με μεγάλο βήμα πολιτικοποίησης και δράσης. Το 1971, τρεισίμιση χιλιάδες φοιτητές είχαν πάρει μέρος σε πάνω από 60 καταυλισμούς. Όμως, η φοιτητική δράση δεν περιορίζεται στη «φυγή προς τα χωράφια». Μέσα στην Μπανγκόκ, το φοιτητικό κίνημα δίνει μάχη ενάντια στις αυξήσεις στα εισιτήρια των λεωφορείων.
Η χούντα έχει πρόβλημα να αντιμετωπίσει τη ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών και σε πολλές περιπτώσεις κάνει βήματα πίσω. Τον Ιούνη του ΄73, ο πρύτανης ενός από τα καινούργια Πανεπιστήμια αναγκάζεται να παραιτηθεί, αφού προηγουμένως είχε επιχειρήσει να αποβάλει έναν φοιτητή που δημοσίευσε μια αντιδικτατορική παμφλέτα.
Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς ο στρατός δοκίμασε να παίξει το χαρτί της πυγμής. 'Εντεκα πανεπιστημιακοί και φοιτητές συλλαμβάνονται επειδή μοίραζαν φυλλάδια που απαιτούσαν δημοκρατικό σύνταγμα. Σε υπεράσπισή τους ξεσπάνε οι πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις. Η χούντα κάνει την επιλογή να στείλει φαντάρους και τανκς, ανοίγοντας πυρ κατά των φοιτητών. Το αποτέλεσμα ήταν οι φοιτητικές διαδηλώσεις να μετατραπούν σε μαζική εξέγερση. Ο κόσμος που πήγαινε στη δουλειά του με το λεωφορείο κατέβαινε στο μέσο της διαδρομής για να ενωθεί με τις διαδηλώσεις. Οι δυνάμεις καταστολής φάνηκαν απροετοίμαστες για μια τέτοια αντίσταση. Οχήματα του στρατού και πυροσβεστικά πέρασαν στα χέρια των φοιτητών. Κυβερνητικά κτίρια δέχθηκαν επίθεση και άρχισαν να φλέγονται. Με τη βενζίνη από τα «κατασχεμένα» οχήματα πυρπολήθηκαν κάποια από τα πιο μισητά αστυνομικά τμήματα.
Όσο το κίνημα παρέμενε στενά φοιτητικό, ο βασιλιάς πίστευε πως μπορούσε να παίξει το παιχνίδι του «ρυθμιστή», κλείνοντας το μάτι στους διαδηλωτές με δηλώσεις κατά της υπερβολικής βίας του κράτους, ενώ ταυτόχρονα τους καλούσε σε υποχώρηση. Κάποιοι από τους ηγέτες των φοιτητών που είχαν αυταπάτες για το ρόλο του βασιλιά, του ζήτησαν τη συμβουλή του και ξαφνιάστηκαν όταν τους είπε να γυρίσουν σπίτια τους και να αφήσουν την πολιτική για τους «μεγάλους». Ορισμένοι δέχθηκαν τη «συμβουλή» και κάλεσαν σε υποχώρηση. Όμως, το κίνημα είχε πλέον αγκαλιάσει την εργατική τάξη που έβλεπε στην εξέγερση μια ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή της για τις πικρές μάχες των τελευταίων χρόνων. Στην κορύφωση των γεγονότων στις 13 Οκτώβρη, μισό εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωναν στο κέντρο της Μπανγκόκ, μοιάζοντας να αδιαφορούν για την αγριότητα της καταστολής. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να αλλάξει γραμμή δείχνοντας στη χούντα την πόρτα της εξόδου. Έδωσε την εξουσία σε μια νέα κυβέρνηση που υποσχέθηκε σύνταγμα και εκλογές. Ήταν ο φόβος της άρχουσας τάξης μπροστά στο τι θα σήμαινε ένας ακόμη μεγαλύτερος ξεσηκωμός που οδήγησε σε αυτή την επιλογή.
Η άρχουσα τάξη της Ταϊλάνδης χρειάστηκε να ξανακαταφύγει στο μακελειό τον Οκτώβρη του 1976, με το στρατό μαζί με φασιστικές ομάδες να ανοίγουν μαζί πυρ κατά φοιτητικών και εργατικών συγκεντρώσεων, ώστε να καταφέρει να καθυποτάξει το κύμα της ριζοσπαστικοποίησης. Μια νέα χούντα επιβλήθηκε για να πάρει πίσω όσα κερδήθηκαν στη σύντομη μεταπολίτευση του ’74 - ’76. Η σταλινική Αριστερά είχε υποτιμήσει τις πόλεις και έστελνε τους αγωνιστές την ύπαιθρο για να «περικυκλώσουν» το σύστημα. Όμως η Μπανγκόκ ήταν το επίκεντρο της εξέγερσης το ΄73 και ακριβώς εκεί ήταν που η εργατική τάξη βρέθηκε ανυπεράσπιστη μπροστά στην άγρια καταστολή.
Εργατική Αλληλεγγύη
Η ανάπτυξη όμως σήμανε ταυτόχρονα δυνάμωμα της εργατικής τάξης και των αγώνων. Ο εργατικός πληθυσμός είχε αυξηθεί κατακόρυφα μέσα σε αυτές τις δεκαετίες. Με τα συνδικάτα παροπλισμένα, οι συνθήκες εργασίας και οι μισθοί ήταν στο έλεος των αφεντικών. Τη δεκαετία του ’70 ο πληθωρισμός άρχισε να τρώει ταχύτατα τα όποια εξασφαλισμένα μεροκάματα. Είχαν ήδη αρχίσει να ξεσπάνε, παράνομες φυσικά, απεργίες. Αλλά όσο πλησιάζαμε προς την εξέγερση του 1973, ο ρυθμός και η ένταση δυνάμωναν. Τους πρώτους εννιά μήνες του χρόνου έγιναν 40 απεργίες. Ανάμεσά τους, η απεργία στη Χαλυβουργία κράτησε ένα μήνα και κατάφερε να κερδίσει ξεσηκώνοντας τη συμπαράσταση πολλών άλλων κλάδων.
Δεν ήταν μόνο η εργατική τάξη που είχε πολλαπλασιαστεί. Το ίδιο είχε γίνει και με τους φοιτητές. Η ανάπτυξη απαιτούσε μεγαλύτερο όγκο μορφωμένων και ειδικευμένων εργατών. Οι 15.000 φοιτητές του 1961 είχαν γίνει 50.000 το 1972. Για πρώτη φορά, παιδιά της εργατικής τάξης βρίσκουν μια θέση στο πανεπιστήμιο. Χωρίς καμιά προηγούμενη παράδοση φοιτητικού κινήματος στη χώρα, τη δεκαετία του ’60 εμφανίζονται οι πρώτοι ριζοσπαστικοί σύλλογοι, έντυπα που δείχνουν προσανατολισμό προς τ' Αριστερά.
Βιετνάμ
Το 1968 έρχεται να δυναμώσει αυτή την τάση. Τα γεγονότα του Παρισιού και οι επόμενες εξεγέρσεις που απλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο βρίσκουν ανταπόκριση στη νεολαία της Ταϊλάνδης. Αν ο πόλεμος του Βιετνάμ καταφέρνει να ξεσηκώσει τους αμερικάνους φοιτητές, οι φοιτητές της Ταϊλάνδης ξέρουν ακόμη καλύτερα τι σημαίνει η βαρβαρότητα που εξελίσσεται πέρα από τα ανατολικά τους σύνορα. Το 1972 οι φοιτητές θα ηγηθούν ενός μαζικού μποϊκοτάζ των γιαπωνέζικων προϊόντων στα πλαίσια μιας καμπάνιας ενάντια στον ξένο έλεγχο πάνω στην οικονομία.
Η φοιτητική ριζοσπαστικοποίηση θα πάρει διάφορες μορφές αλλά θα καθοριστεί από την κυριαρχία των σταλινικών και μαοϊκών ιδεών. Για παράδειγμα, μια από τις πιο μαζικές μορφές που παίρνει είναι η συμμετοχή φοιτητών σε καταυλισμούς «ανάπτυξης», δουλεύοντας στην ύπαιθρο. Η προσωπική επαφή με την ύπαιθρο και τη φτώχεια των αγροτών έμοιαζε με μεγάλο βήμα πολιτικοποίησης και δράσης. Το 1971, τρεισίμιση χιλιάδες φοιτητές είχαν πάρει μέρος σε πάνω από 60 καταυλισμούς. Όμως, η φοιτητική δράση δεν περιορίζεται στη «φυγή προς τα χωράφια». Μέσα στην Μπανγκόκ, το φοιτητικό κίνημα δίνει μάχη ενάντια στις αυξήσεις στα εισιτήρια των λεωφορείων.
Η χούντα έχει πρόβλημα να αντιμετωπίσει τη ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών και σε πολλές περιπτώσεις κάνει βήματα πίσω. Τον Ιούνη του ΄73, ο πρύτανης ενός από τα καινούργια Πανεπιστήμια αναγκάζεται να παραιτηθεί, αφού προηγουμένως είχε επιχειρήσει να αποβάλει έναν φοιτητή που δημοσίευσε μια αντιδικτατορική παμφλέτα.
Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς ο στρατός δοκίμασε να παίξει το χαρτί της πυγμής. 'Εντεκα πανεπιστημιακοί και φοιτητές συλλαμβάνονται επειδή μοίραζαν φυλλάδια που απαιτούσαν δημοκρατικό σύνταγμα. Σε υπεράσπισή τους ξεσπάνε οι πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις. Η χούντα κάνει την επιλογή να στείλει φαντάρους και τανκς, ανοίγοντας πυρ κατά των φοιτητών. Το αποτέλεσμα ήταν οι φοιτητικές διαδηλώσεις να μετατραπούν σε μαζική εξέγερση. Ο κόσμος που πήγαινε στη δουλειά του με το λεωφορείο κατέβαινε στο μέσο της διαδρομής για να ενωθεί με τις διαδηλώσεις. Οι δυνάμεις καταστολής φάνηκαν απροετοίμαστες για μια τέτοια αντίσταση. Οχήματα του στρατού και πυροσβεστικά πέρασαν στα χέρια των φοιτητών. Κυβερνητικά κτίρια δέχθηκαν επίθεση και άρχισαν να φλέγονται. Με τη βενζίνη από τα «κατασχεμένα» οχήματα πυρπολήθηκαν κάποια από τα πιο μισητά αστυνομικά τμήματα.
Όσο το κίνημα παρέμενε στενά φοιτητικό, ο βασιλιάς πίστευε πως μπορούσε να παίξει το παιχνίδι του «ρυθμιστή», κλείνοντας το μάτι στους διαδηλωτές με δηλώσεις κατά της υπερβολικής βίας του κράτους, ενώ ταυτόχρονα τους καλούσε σε υποχώρηση. Κάποιοι από τους ηγέτες των φοιτητών που είχαν αυταπάτες για το ρόλο του βασιλιά, του ζήτησαν τη συμβουλή του και ξαφνιάστηκαν όταν τους είπε να γυρίσουν σπίτια τους και να αφήσουν την πολιτική για τους «μεγάλους». Ορισμένοι δέχθηκαν τη «συμβουλή» και κάλεσαν σε υποχώρηση. Όμως, το κίνημα είχε πλέον αγκαλιάσει την εργατική τάξη που έβλεπε στην εξέγερση μια ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή της για τις πικρές μάχες των τελευταίων χρόνων. Στην κορύφωση των γεγονότων στις 13 Οκτώβρη, μισό εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωναν στο κέντρο της Μπανγκόκ, μοιάζοντας να αδιαφορούν για την αγριότητα της καταστολής. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να αλλάξει γραμμή δείχνοντας στη χούντα την πόρτα της εξόδου. Έδωσε την εξουσία σε μια νέα κυβέρνηση που υποσχέθηκε σύνταγμα και εκλογές. Ήταν ο φόβος της άρχουσας τάξης μπροστά στο τι θα σήμαινε ένας ακόμη μεγαλύτερος ξεσηκωμός που οδήγησε σε αυτή την επιλογή.
Εξαφανίστηκαν
Για τους απλούς ανθρώπους, οι εξελίξεις ήταν ένας θρίαμβος. Την επόμενη μέρα όλοι οι ένστολοι είχαν εξαφανιστεί από τους δρόμους. Ο κόσμος βγήκε από τα σπίτια του και άρχιζε να καθαρίζει την πόλη μιας και οι αρχές δεν ήταν πρόθυμες για κάτι τέτοιο. Αντίθετα με τις ελπίδες του βασιλιά, οι υποσχέσεις για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις δεν έβαλαν τέλος στους αγώνες. Το αντίθετο. Φάνηκε πως πίσω από τα δημοκρατικά αιτήματα, το πραγματικό ζητούμενο ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη. Μέσα στους δύο μήνες μετά την εξέγερση η νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε 300 εργατικές απεργίες. Έκανε την εμφάνισή του ένας νέος νομιμοποιημένος συνδικαλισμός. Το φοιτητικό κίνημα έζησε μια άνοιξη με συλλόγους, συνελεύσεις και πολιτικές παρατάξεις να ξεπηδάνε. Την Πρωτομαγιά του 1975 διαδηλώνει ένα εκατομμύριο. Στις εκλογές εκείνης της χρονιάς τα αριστερά κόμματα που επανεμφανίζονται μετά τη χούντα παίρνουν 14,4%. Ένα χρόνο αργότερα, μισό εκατομμύριο εργάτες συμμετέχουν στη γενική απεργία ενάντια στην ακρίβεια. Στην ύπαιθρο οι αγώνες αποκτάνε πιο οργανωμένη μορφή, με τους αγρότες σε κάθε ευκαιρία να μετακινούνται στην πρωτεύουσα για διαδηλώσεις ώστε να γίνεται ο αγώνας τους πολιτικό γεγονός.
Η άρχουσα τάξη της Ταϊλάνδης χρειάστηκε να ξανακαταφύγει στο μακελειό τον Οκτώβρη του 1976, με το στρατό μαζί με φασιστικές ομάδες να ανοίγουν μαζί πυρ κατά φοιτητικών και εργατικών συγκεντρώσεων, ώστε να καταφέρει να καθυποτάξει το κύμα της ριζοσπαστικοποίησης. Μια νέα χούντα επιβλήθηκε για να πάρει πίσω όσα κερδήθηκαν στη σύντομη μεταπολίτευση του ’74 - ’76. Η σταλινική Αριστερά είχε υποτιμήσει τις πόλεις και έστελνε τους αγωνιστές την ύπαιθρο για να «περικυκλώσουν» το σύστημα. Όμως η Μπανγκόκ ήταν το επίκεντρο της εξέγερσης το ΄73 και ακριβώς εκεί ήταν που η εργατική τάξη βρέθηκε ανυπεράσπιστη μπροστά στην άγρια καταστολή.
Εργατική Αλληλεγγύη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου