Οι οικονομικές πλευρές της υποχρεωτικής ανταλλαγής μειονοτήτων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας
Μεχμέτ Μιχρί Μπελί
Μετάφραση: Γιώργος Μερτίκας
Τιμή 7 ευρώ, 120 σελίδες
Εκδόσεις Νήσος, 2017
Η «ανταλλαγή πληθυσμών» ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που σφραγίστηκε με τη διαβόητη Συνθήκη της Λωζάνης, είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία και των δυο χωρών. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ιούλη 1923, που ακολούθησε την ήττα της επέμβασης του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία με την αρχική στήριξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών νικητριών δυνάμεων του Α’΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, περίπου 1.500.000 μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της Τουρκίας και 500.000 μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ελλάδας εξαναγκάστηκαν σε υποχρεωτική «μετανάστευση» στις αντίστοιχες «μητέρες πατρίδες». Ήταν η πρώτη θεσμοθετημένη μαζική εθνική εκκαθάριση που οδήγησε σε τραγωδία εκατομμύρια ανθρώπους που ήρθε ως συνέπεια των ανταγωνισμών των τοπικών αρχουσών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή. Αλλά και πέρα από τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από έναν αιώνα, η Συνθήκη της Λωζάνης συνεχίζει μέχρι σήμερα να χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από ελληνικές και τουρκικές κυβερνήσεις για να αντλήσουν αμφότερες εθνικιστική «επιχειρηματολογία» στους τωρινούς ανταγωνισμούς τους.
Το βιβλίο του Μιχρί Μπελί για τις «οικονομικές πλευρές της υποχρεωτικής ανταλλαγής μειονοτήτων» είναι σημαντικό από πολλές πλευρές. Κατ’ αρχήν, έχει γραφτεί το 1939, δηλαδή μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης και επομένως έχει μια αμεσότητα και όσον αφορά στα ίδια τα γεγονότα και όσον αφορά στα οικονομικά στοιχεία από τις πρωτογενείς πηγές (κύρια της Μικτής Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ενός όργανου που ανέλαβε να «βολέψει» όπως-όπως τους πρόσφυγες υπό την επίβλεψη των δυο κυβερνήσεων και της Κοινωνίας των Εθνών).
Ακόμα μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχει το ποιος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Μιχρί Μπελί λίγο μετά το γράψιμο βιβλίου του (ως μεταπτυχιακή εργασία σε ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο) έγινε μέλος του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Το 1946 πέρασε στην Ελλάδα, εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο ως διοικητής ένοπλων σωμάτων της τουρκικής μειονότητας της Θράκης. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2011, παρέμεινε ενεργός στην αριστερά και υποστηρικτής του κουρδικού κινήματος. Αυτή η διεθνιστική αντίληψη διαπερνάει, ως ένα βαθμό, και το βιβλίο.
Μια πρώτη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας εξετάζει την κοινωνική διαστρωμάτωση των δυο μειονοτήτων που εκδιώχθηκαν σε συνδυασμό με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο: ένα μεγάλο μέρος των μη μουσουλμάνων στην Τουρκία ήταν κυρίως έμποροι, βιοτέχνες, επιχειρηματίες που «ενώ μια προηγούμενη περίοδο αποτελούσαν μια προοδευτική δύναμη… τώρα είχαν γίνει πράκτορες των ξένων ιμπεριαλιστών», ενώ «όσον αφορά την τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα, αυτοί οι μουσουλμάνοι ήταν ως επί το πλείστον αγρότες… και στην πραγματικότητα εκδιώχθηκαν σε αντίποινα για την εισροή Ελλήνων από την Τουρκία». Ταυτόχρονα σημειώνει ότι «δεν ήταν το σύνολο της μη μουσουλμανικής μειονότητας στην Τουρκία που έγινε σύμμαχος των ιμπεριαλιστών» και ότι «οι αντάρτικες ομάδες που συνέτριψαν τον ελληνικό στρατό στην Ανατολική Μικρά Ασία απαρτίζονταν κατά καιρούς και από Έλληνες που προέρχονταν κυρίως από τους αγρότες και τις φτωχές χειρονακτικές τάξεις».
Στη συνέχεια ο Μιχρί Μπελί υποστηρίζει πως «μια φυλετική ή γλωσσική διάκριση των προσφύγων θα ήταν εντελώς ανεπαρκής… Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων στην Ελλάδα μιλούσε μόνο ελληνικά, και τα ελληνικά ήταν μια ξένη γλώσσα για πολλούς Έλληνες που ζούσαν στην κυρίως Τουρκία». Αναφέρει την προσωπική του εμπειρία μιας μικρής κωμόπολης που ζούσε ο ίδιος: πριν την «ανταλλαγή» η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν έλληνες ορθόδοξοι, αλλά οι επίσημες ομιλίες εκφωνούνταν στα τουρκικά γιατί ήταν η γλώσσα που μιλούσαν. Μετά την «ανταλλαγή» στην κωμόπολη ήρθαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, αλλά στις επίσημες ομιλίες έπρεπε να χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα επειδή η πλειοψηφία των ακροατών δεν ήξερε τουρκικά!
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις τραγικές συνθήκες που συνόδευαν τους πρόσφυγες τόσο στη διάρκεια της μεταφοράς τους όσο και της μετεγκατάστασής τους. Θα πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων είχε ήδη εκδιωχθεί πριν την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία συμπεριέλαβε και όσους είχαν μετακινηθεί από το 1912 μέχρι το 1923, επικυρώνοντας επίσημα τη συντελούμενη εθνική εκκαθάριση. «Στην Ελλάδα, οι μετανάστες διώκονταν δια της βίας από τα σπίτια τους πριν από την ημέρα μεταφοράς τους». Στην Τουρκία «σε πολλούς Έλληνες οι οποίοι είχαν ήδη φτάσει στα λιμάνια διακομιδής τούς είπαν να επιστρέψουν στα χωριά τους όπου η περιουσία τους είχε ήδη κατασχεθεί». Η μεταφορά γινόταν τις περισσότερες φορές με πεζοπορία και καραβάνια, όπου οι πρόσφυγες έπρεπε να μετακινηθούν με δικά τους έξοδα. Στα λιμάνια οι πιο τυχεροί έβρισκαν καταφύγιο σε δημόσια κτήρια ή σε σκηνές. Είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα, το κρύο και τις ασθένειες. Καμιά βοήθεια δεν δόθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό και την Ερυθρά Ημισέληνο. «Η μετανάστευση», γράφει ο Μιχρί Μπελί, «συνολικά έτυχε αδέξιων χειρισμών… Όμως, η πηγή του κακού βρισκόταν στην ίδια την υποχρεωτική ανταλλαγή και στις αιτίες που έκαναν αναγκαίο ένα τέτοια σχέδιο».
Τα δυο κεφάλαια του βιβλίου που αναφέρονται «στην αποκατάσταση των μεταναστών σε Ελλάδα και Τουρκία» είναι γεμάτα από οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία και αναλυτικούς πίνακες που παραπέμπουν στα ζητήματα της γης, της περιουσίας, της στέγασης, της αντιμετώπισης από τις δημόσιες υπηρεσίες, των «επαχθών» εξωτερικών δανείων που αναγκάστηκαν να πάρουν οι κυβερνήσεις. Ειδικά για τα δάνεια της Ελλάδας ο συγγραφέας γράφει ότι «κοστίζουν κατά προσέγγιση το ποσό των 15.000.000 δολαρίων ετησίως. Αν λάβουμε υπόψη τη σχετική ένδεια της Ελλάδας, αυτό σημαίνει για τον ελληνικό λαό ένα μεγάλο βάρος, από το οποίο δεν θα απαλλαγεί παρά στο απώτερο μέλλον». Τελικά, από οικονομικής πλευράς αυτό που έφερε η «ανταλλαγή πληθυσμών» ήταν στη μεν Τουρκία το γεγονός ότι «ένας αριθμός πόλεων στην Ανατολία και τη Θράκη που άλλοτε ήταν ευημερούντα εμπορικά κέντρα να απονεκρωθούν», στη δε Ελλάδα «η επέκταση των φτωχογειτονιών στα αστικά κέντρα». Ο Μιχρί Μπελί δεν παραλείπει να αφήσει αιχμές για το ποιοι βρήκαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από τη φτώχεια και τις ανάγκες στοιχειώδους επιβίωσης των εκατομμυρίων προσφύγων (ιδιαίτερα στην Ελλάδα).
Καταλήγοντας το βιβλίο αποδομεί τις υποτίθεται «θετικές πλευρές» της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών: «Δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα της προστασίας της μειονότητας… Εξαναγκάζοντας μια μειονότητα να εγκαταλείψει τη χώρα προέλευσής της, οξύνουμε το πρόβλημα της προστασίας της, δεν το επιλύουμε».
Αν είναι κάτι αρνητικό που θα μπορούσαμε να προσάψουμε στο βιβλίο, αυτό είναι ότι λείπουν οι συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, κύρια σε σχέση με το ρόλο των κυβερνήσεων και των δυο αρχουσών τάξεων σε Ελλάδα και Τουρκία. Όπως επίσης λείπει και ο ρόλος που έπαιξαν οι πρόσφυγες σε σχέση με το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα: αντιμετωπίζονται κύρια ως φτηνό εργατικό δυναμικό και απουσιάζει η συμμετοχή τους στην αριστερά και στους αγώνες της, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αυτή η έλλειψη μπορεί ως ένα βαθμό να δικαιολογηθεί λόγω του συγκεκριμένου χαρακτήρα του βιβλίου ως μια «ακαδημαϊκή εργασία» για ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Γίνεται, όμως, ακόμα πιο έντονη εξαιτίας του σταλινικού θεωρητικού υπόβαθρου του συγγραφέα, με αποτέλεσμα ορισμένες εκτιμήσεις του να είναι από πολύ σχηματικές έως λάθος. Παρ’ όλες τις αδυναμίες του, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε –όπως πολύ σωστά αναφέρεται στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης– ότι «ο Μιχρί Μπελί ήταν ένας από τους πρωτοπόρους που έριξαν μια καθαρή ματιά στο πρωτοφανές γεγονός και τις συνέπειές του χωρίς να παρασυρθεί από τα επιχειρήματα του συρμού που καλλιεργούνται και τρέφονται από το ‘εθνικό συμφέρον’».
του Κώστα Πίττα
http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1025
Μεχμέτ Μιχρί Μπελί
Μετάφραση: Γιώργος Μερτίκας
Τιμή 7 ευρώ, 120 σελίδες
Εκδόσεις Νήσος, 2017
Η «ανταλλαγή πληθυσμών» ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που σφραγίστηκε με τη διαβόητη Συνθήκη της Λωζάνης, είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία και των δυο χωρών. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ιούλη 1923, που ακολούθησε την ήττα της επέμβασης του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία με την αρχική στήριξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών νικητριών δυνάμεων του Α’΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, περίπου 1.500.000 μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της Τουρκίας και 500.000 μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ελλάδας εξαναγκάστηκαν σε υποχρεωτική «μετανάστευση» στις αντίστοιχες «μητέρες πατρίδες». Ήταν η πρώτη θεσμοθετημένη μαζική εθνική εκκαθάριση που οδήγησε σε τραγωδία εκατομμύρια ανθρώπους που ήρθε ως συνέπεια των ανταγωνισμών των τοπικών αρχουσών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή. Αλλά και πέρα από τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από έναν αιώνα, η Συνθήκη της Λωζάνης συνεχίζει μέχρι σήμερα να χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από ελληνικές και τουρκικές κυβερνήσεις για να αντλήσουν αμφότερες εθνικιστική «επιχειρηματολογία» στους τωρινούς ανταγωνισμούς τους.
Το βιβλίο του Μιχρί Μπελί για τις «οικονομικές πλευρές της υποχρεωτικής ανταλλαγής μειονοτήτων» είναι σημαντικό από πολλές πλευρές. Κατ’ αρχήν, έχει γραφτεί το 1939, δηλαδή μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης και επομένως έχει μια αμεσότητα και όσον αφορά στα ίδια τα γεγονότα και όσον αφορά στα οικονομικά στοιχεία από τις πρωτογενείς πηγές (κύρια της Μικτής Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, ενός όργανου που ανέλαβε να «βολέψει» όπως-όπως τους πρόσφυγες υπό την επίβλεψη των δυο κυβερνήσεων και της Κοινωνίας των Εθνών).
Ακόμα μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχει το ποιος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Μιχρί Μπελί λίγο μετά το γράψιμο βιβλίου του (ως μεταπτυχιακή εργασία σε ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο) έγινε μέλος του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Το 1946 πέρασε στην Ελλάδα, εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και πήρε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο ως διοικητής ένοπλων σωμάτων της τουρκικής μειονότητας της Θράκης. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το 2011, παρέμεινε ενεργός στην αριστερά και υποστηρικτής του κουρδικού κινήματος. Αυτή η διεθνιστική αντίληψη διαπερνάει, ως ένα βαθμό, και το βιβλίο.
Μια πρώτη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας εξετάζει την κοινωνική διαστρωμάτωση των δυο μειονοτήτων που εκδιώχθηκαν σε συνδυασμό με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο: ένα μεγάλο μέρος των μη μουσουλμάνων στην Τουρκία ήταν κυρίως έμποροι, βιοτέχνες, επιχειρηματίες που «ενώ μια προηγούμενη περίοδο αποτελούσαν μια προοδευτική δύναμη… τώρα είχαν γίνει πράκτορες των ξένων ιμπεριαλιστών», ενώ «όσον αφορά την τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα, αυτοί οι μουσουλμάνοι ήταν ως επί το πλείστον αγρότες… και στην πραγματικότητα εκδιώχθηκαν σε αντίποινα για την εισροή Ελλήνων από την Τουρκία». Ταυτόχρονα σημειώνει ότι «δεν ήταν το σύνολο της μη μουσουλμανικής μειονότητας στην Τουρκία που έγινε σύμμαχος των ιμπεριαλιστών» και ότι «οι αντάρτικες ομάδες που συνέτριψαν τον ελληνικό στρατό στην Ανατολική Μικρά Ασία απαρτίζονταν κατά καιρούς και από Έλληνες που προέρχονταν κυρίως από τους αγρότες και τις φτωχές χειρονακτικές τάξεις».
Στη συνέχεια ο Μιχρί Μπελί υποστηρίζει πως «μια φυλετική ή γλωσσική διάκριση των προσφύγων θα ήταν εντελώς ανεπαρκής… Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων στην Ελλάδα μιλούσε μόνο ελληνικά, και τα ελληνικά ήταν μια ξένη γλώσσα για πολλούς Έλληνες που ζούσαν στην κυρίως Τουρκία». Αναφέρει την προσωπική του εμπειρία μιας μικρής κωμόπολης που ζούσε ο ίδιος: πριν την «ανταλλαγή» η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν έλληνες ορθόδοξοι, αλλά οι επίσημες ομιλίες εκφωνούνταν στα τουρκικά γιατί ήταν η γλώσσα που μιλούσαν. Μετά την «ανταλλαγή» στην κωμόπολη ήρθαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, αλλά στις επίσημες ομιλίες έπρεπε να χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα επειδή η πλειοψηφία των ακροατών δεν ήξερε τουρκικά!
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις τραγικές συνθήκες που συνόδευαν τους πρόσφυγες τόσο στη διάρκεια της μεταφοράς τους όσο και της μετεγκατάστασής τους. Θα πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων είχε ήδη εκδιωχθεί πριν την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία συμπεριέλαβε και όσους είχαν μετακινηθεί από το 1912 μέχρι το 1923, επικυρώνοντας επίσημα τη συντελούμενη εθνική εκκαθάριση. «Στην Ελλάδα, οι μετανάστες διώκονταν δια της βίας από τα σπίτια τους πριν από την ημέρα μεταφοράς τους». Στην Τουρκία «σε πολλούς Έλληνες οι οποίοι είχαν ήδη φτάσει στα λιμάνια διακομιδής τούς είπαν να επιστρέψουν στα χωριά τους όπου η περιουσία τους είχε ήδη κατασχεθεί». Η μεταφορά γινόταν τις περισσότερες φορές με πεζοπορία και καραβάνια, όπου οι πρόσφυγες έπρεπε να μετακινηθούν με δικά τους έξοδα. Στα λιμάνια οι πιο τυχεροί έβρισκαν καταφύγιο σε δημόσια κτήρια ή σε σκηνές. Είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα, το κρύο και τις ασθένειες. Καμιά βοήθεια δεν δόθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό και την Ερυθρά Ημισέληνο. «Η μετανάστευση», γράφει ο Μιχρί Μπελί, «συνολικά έτυχε αδέξιων χειρισμών… Όμως, η πηγή του κακού βρισκόταν στην ίδια την υποχρεωτική ανταλλαγή και στις αιτίες που έκαναν αναγκαίο ένα τέτοια σχέδιο».
Τα δυο κεφάλαια του βιβλίου που αναφέρονται «στην αποκατάσταση των μεταναστών σε Ελλάδα και Τουρκία» είναι γεμάτα από οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία και αναλυτικούς πίνακες που παραπέμπουν στα ζητήματα της γης, της περιουσίας, της στέγασης, της αντιμετώπισης από τις δημόσιες υπηρεσίες, των «επαχθών» εξωτερικών δανείων που αναγκάστηκαν να πάρουν οι κυβερνήσεις. Ειδικά για τα δάνεια της Ελλάδας ο συγγραφέας γράφει ότι «κοστίζουν κατά προσέγγιση το ποσό των 15.000.000 δολαρίων ετησίως. Αν λάβουμε υπόψη τη σχετική ένδεια της Ελλάδας, αυτό σημαίνει για τον ελληνικό λαό ένα μεγάλο βάρος, από το οποίο δεν θα απαλλαγεί παρά στο απώτερο μέλλον». Τελικά, από οικονομικής πλευράς αυτό που έφερε η «ανταλλαγή πληθυσμών» ήταν στη μεν Τουρκία το γεγονός ότι «ένας αριθμός πόλεων στην Ανατολία και τη Θράκη που άλλοτε ήταν ευημερούντα εμπορικά κέντρα να απονεκρωθούν», στη δε Ελλάδα «η επέκταση των φτωχογειτονιών στα αστικά κέντρα». Ο Μιχρί Μπελί δεν παραλείπει να αφήσει αιχμές για το ποιοι βρήκαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από τη φτώχεια και τις ανάγκες στοιχειώδους επιβίωσης των εκατομμυρίων προσφύγων (ιδιαίτερα στην Ελλάδα).
Καταλήγοντας το βιβλίο αποδομεί τις υποτίθεται «θετικές πλευρές» της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών: «Δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα της προστασίας της μειονότητας… Εξαναγκάζοντας μια μειονότητα να εγκαταλείψει τη χώρα προέλευσής της, οξύνουμε το πρόβλημα της προστασίας της, δεν το επιλύουμε».
Αν είναι κάτι αρνητικό που θα μπορούσαμε να προσάψουμε στο βιβλίο, αυτό είναι ότι λείπουν οι συγκεκριμένες πολιτικές αιχμές, κύρια σε σχέση με το ρόλο των κυβερνήσεων και των δυο αρχουσών τάξεων σε Ελλάδα και Τουρκία. Όπως επίσης λείπει και ο ρόλος που έπαιξαν οι πρόσφυγες σε σχέση με το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα: αντιμετωπίζονται κύρια ως φτηνό εργατικό δυναμικό και απουσιάζει η συμμετοχή τους στην αριστερά και στους αγώνες της, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αυτή η έλλειψη μπορεί ως ένα βαθμό να δικαιολογηθεί λόγω του συγκεκριμένου χαρακτήρα του βιβλίου ως μια «ακαδημαϊκή εργασία» για ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Γίνεται, όμως, ακόμα πιο έντονη εξαιτίας του σταλινικού θεωρητικού υπόβαθρου του συγγραφέα, με αποτέλεσμα ορισμένες εκτιμήσεις του να είναι από πολύ σχηματικές έως λάθος. Παρ’ όλες τις αδυναμίες του, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε –όπως πολύ σωστά αναφέρεται στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης– ότι «ο Μιχρί Μπελί ήταν ένας από τους πρωτοπόρους που έριξαν μια καθαρή ματιά στο πρωτοφανές γεγονός και τις συνέπειές του χωρίς να παρασυρθεί από τα επιχειρήματα του συρμού που καλλιεργούνται και τρέφονται από το ‘εθνικό συμφέρον’».
του Κώστα Πίττα
http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου