Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Μικρές Ειδήσεις - - Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο

Ένα μεγάλο σκάνδαλο για την πολιτιστική ιστορία αυτού του τόπου μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας την εβδομάδα που πέρασε και η στήλη μας δεν θα μπορούσε να το προσπεράσει σαν κάτι το τυχαίο και το αδιάφορο. Αναδημοσιεύουμε λοιπόν την είδηση όπως την αλιεύσαμε από το lesvosnews.net και εκφράζουμε τον αποτροπιασμό μας για τέτοια κατάπτυστα γεγονότα που δυστυχώς, μόνο μεμονωμένα  δεν είναι...

Ε.Μ.




Η είδηση για την καταστροφή 86 έργων του ζωγράφου Θεόφιλου στο Μουσείο Θεόφιλου της Μυτιλήνης δεν πέρασε στα “ψιλά” των εφημερίδων. Αντιθέτως η Ελευθεροτυπία τη δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα την Πέμπτη 20/1/2011 και ήδη την αναπαράγουν μεγάλα ειδησεογραφικά sites.






Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο
Σαν κεραυνός έπεσε η πρώτη καταγγελία για την πραγματική καταστροφή των 86 πρωτότυπων έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο της Μυτιλήνης.
(…..)
Στο Μουσείο Θεόφιλου, λοιπόν, διαπιστώθηκε η εξαφάνιση πραγματικά μεγάλου μέρους γνωστών έργων από τον ήλιο, στον οποίο εκτίθενται οι καμβάδες απροστάτευτοι. Αλλωστε, από τον ήλιο προέρχεται και ο μοναδικός φωτισμός του Μουσείου, αν εξαιρέσει κανείς κάποια φώτα οροφής! Ακόμα, τα έργα είναι εκτεθειμένα στη σκόνη από τα παράθυρα που ανοίγουν, ως μόνη μέθοδος εξαερισμού. Η υγρασία μπαίνει από παντού, ακόμα και από τα κεραμίδια που, ασυντήρητα, επιτρέπουν στα νερά της βροχής να τρέχουν πάνω στα έργα. Θέρμανση δεν υπάρχει καμία. Κάποιοι θερμοσυσσωρευτές της δεκαετίας του ’80 είναι και αυτοί εκτός λειτουργίας.Σύμφωνα με τη συντηρήτρια κ. Μαρσινοπούλου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Εκρουσε, μάλιστα, τον κώδωνα του κινδύνου για το Μουσείο και τη συλλογή λέγοντας πως, στο βαθμό που η ίδια μπορεί να εκτιμήσει, υπάρχουν αρκετές φθορές και θα είναι δύσκολο «να κλείσει κανείς τα μάτια και να εφησυχάσει ή να πει “ας αφήσουμε το θέμα λίγο ακόμα”».
απόσπασμα από το άρθρο του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
“Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο” ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/1/2011
Το Μουσείο Θεόφιλου χτίστηκε στη Μυτιλήνη το 1964 με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει τις προσπάθειες που έγιναν για την ανέγερση αυτού του Μουσείου:


“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο” από τον Ο. Ελύτη
Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.
Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.
αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ

Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφοντας το παραπάνω κείμενο προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάντια που θα έφτανε το νεοελληνικό κράτος κάμποσα χρόνια αργότερα…

“Ένας φτωχός φουστανελάς” από τον Γ. Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει για τον Θεόφιλο στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”


“Ήταν δημιουργός πραγματικός” από τον Αλέκο Φασιανό
Το 1959 μας πήγε μερικά παιδιά ο αρχιτέκτων Π. Μυλωνάς στη Μυτιλήνη να καταγράψουμε ταβάνια, σπίτια και έργα. Τότε όλα αυτά ήταν εν τη γενέσει. Εγώ ζήτησα από τον Π. Μυλωνά να με στείλει στην Αγιάσσο να αντιγράψω έργα του Θεόφιλου σε καφενεία, σε τοίχους που ήταν ετοιμόρροποι. Και πράγματι, βρήκα ένα εγκαταλελειμμένο καφενείο και άρχισα να αντιγράφω με διαφανές την τοιχογραφία. Σε λίγο έρχεται μια γριά μαυροφόρα και άρχισε να σπάει καρύδια στο σκαλί του καφενείου. Μου λέει: “Παιδάκι μου τον ήξερα τον Θεόφιλο εγώ. Φορούσε μια φουστανέλα λερή, που μπορούσες ν’ ακονίσεις μαχαίρια απ’ τη λίγδα, ήταν παλιοελλαδίτης”. Προφανώς γιατί είχε μακριά φουστανέλα κι όχι βράκες. “Και τι έγινε;” τη ρωτώ. “Αχ παιδάκι μου, του λέω, τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις; Μου λέει: Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα”. Πραγματικά, ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει τη θυσία της Ιφιγένειας και το αισθάνθηκε έτσι ακριβώς. Ότι θυσιάστηκε στην κυριολεξία για το καλό των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν το μεγαλείο του Θεόφιλου. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους ζωγράφους τους Έλληνες της σχολής του Μονάχου, ή από τους άλλους που πήγαν στη Γαλλία ή στην Ολλανδία και μας έφεραν τα φώτα του ρομαντισμού, τον εμπρεσιονισμό και τις καραβογραφίες. Δεν ήταν εισαγωγέας τέχνης. Ήταν δημιουργός πραγματικός.
απόσπασμα από το κείμενο “ΘΕΟΦΙΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ” του ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ που γράφτηκε στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2002)
“Μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν” από τον Κίτσο Μακρή   Ένα του ανέκδοτο θα αποτελέσει την αφετηρία της ερευνητικής πορείας της σκέψης μας. Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτραίτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στο φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο -όπως είναι φυσικό- έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σα μια γραμμή, το γύρισε κάθετα να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφρασθεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής -ειδικά στις τοιχογραφίες- πρέπει να την αποδόσουμε στην καλλιτεχνική του αντίληψη γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια κι όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου).
ΚΙΤΣΟΣ ΜΑΚΡΗΣ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ”

“είχε στείλει περίπατο την προοπτική” από τον Κώστα Ουράνη
Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης στην Αγιάσσο, ένα από τα γραφικότερα και ορεινότερα χωριά του νησιού, είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ λίγο από τη ζέστη και τα τραντάγματα του αυτοκινήτου, σ’ ένα σημείο του δρόμου όπου μεγάλα αιωνόβια πλατάνια έριχναν τον πυκνό ίσκιο τους πάνω από μια γάργαρη πηγή κι ένα εξοχικό καφενεδάκι.
Συνήθως, τα εξοχικά καφενεδάκια ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχυαίες ρεκλάμες σοκολάτας τα ελβετικά. Είναι ξεχαρβαλωμένες και βρωμερές παράγκες, εφοδιασμένες, σ’ επίμετρο, μ’ έναν απαίσιο βραχνό και μερακλωμένο φωνογράφο. Το καφενεδάκι όμως εκείνο ήταν ένα επιπλέον στόλισμα της γραφικής αυτής τοποθεσίας. Μερικά δοκάρια, μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υποβάσταζαν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, ενώ δεξιά κι αριστερά στην είσοδό του ήταν παραταγμένες γλάστρες με γαρίφαλα και βασιλικό «ωσάν μικρές μαθήτριες σε μιαν υποδοχή».
Η κυριότερη όμως –κι εντελώς απροσδόκητη- ομορφιά του ήταν ένα πλήθος έγχρωμες τοιχογραφίες με τις οποίες είχαν σκεπαστεί, σαν με περσικά χαλιά, κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του.
Οι τοιχογραφίες αυτές, που παράσταιναν συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, έναν περίπατο του Αλή Πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων και… θεούς της αρχαίας Ελλάδας, θάκαναν έναν καθηγητή της ζωγραφικής να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί που είναι το ίδιο. Όλα σ’ αυτές –σχέδιο, χρωματισμοί, σύνθεση- έδειχναν μια απλοϊκότητα που θα τη χαρακτήριζε ως απειρία. Πραγματικά ο ζωγράφος τους είχε στείλει περίπατο την προοπτική, αντέτασσε τα ζωηρότερα και πιο ανόμοια χρώματα, παρουσίαζε πλήρη άγνοια των διαστάσεων, παραγέμιζε τη σύνθεσή του μ’ ό,τι του περνούσε από το κεφάλι και ζωγράφιζε ένα θεό Άρη που ήταν κάτι μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο τελευταίος αυτός εμφανίζεται στον Καραγκιόζη για να σκοτώσει τον «όφι»… Ήταν προφανές ότι ο ζωγράφος αυτός δεν είχε πάρει ποτέ κανένα μάθημα ζωγραφικής.
Κι ήταν ευτύχημα.
Το εξοχικό καφενεδάκι κάτω απ’ τα πλατάνια και πλάι στη δροσερή πηγή, μου είχε φανεί σαν ένα μαγικό κλουβί, ποικιλμένο με πολύχρωμα αστραφτερά πετράδια, μέσα στο οποίο τραγουδούσε σαν πουλί, η ελληνική λαϊκή ψυχή…
Ρώτησα τότε κι έμαθα ότι ο ζωγράφος αυτών των τοιχογραφιών ήταν ένας γέρος φουστανελάς που λεγόταν Θεόφιλος και περιερχόταν πλάνης το νησί, ζωγραφίζοντας πάνω σε τοίχους και σε τενεκέδες του πετρελαίου, κι όταν γύρισα στην Αθήνα, έγραψα στο «Ελεύθερο Βήμα» το θαυμασμό μου γι’ αυτόν.
Ο θαυμασμός όμως δεν είχε καμιάν απήχηση, κι ο μεγάλος αυτός λαϊκός μας ζωγράφος θα παρέμενε για πάντα άγνωστος, αν δεν τύχαινε να τον ανακαλύψει ο φίλος μου τεχνοκριτικός Teriade που κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι. Χάρις σ’ αυτόν ο Θεόφιλος είναι σήμερα διάσημος.
απόσπασμα από άρθρο του ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 218, 15/1/1936
τα μουστάκια θα το δείξουν!
Ο Θεόφιλος δεν πέρασε όλη τη ζωή του στο νησί της Σαπφούς. Έζησε πολλά χρόνια και στο Πήλιο που τ’ αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και όπου άφησε μιαν αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική εργασία.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τα γραφικά χωριά του βουνού αυτού, τον Άνω Βόλο, την Άλλη Μεριά, την Πορταριά, την Μακρυνίτσα, το Κατηχώρι, τη Δράκεια κλπ. δεν μπορεί παρά να παρατήρησαν τις ιδιότυπες ζωγραφιές του Θεόφιλου πάνω στους ασπρογάλακτους τοίχους των καφενείων, των κρεοπωλείων και των λογής λογής μαγαζιών.
(…) Αλλά ο Θεόφιλος δεν ήταν μονάχα ένας «ζωγράφος». Μέσα του έκλεινε κι έναν ευχάριστο άνθρωπο, με διάθεση πλούσια, που συχνά την άφηνε να ξεχειλίζει σ’ ένα λεπτό χιούμορ.
Κάποτε ζωγράφιζε στον Άνω Βόλο ένα σώμα, λογαριάζοντας να κάνει τον Μέγ’ Αλέξαντρο. Τον είχε αρχίσει από τα πόδια και προχωρούσε προς τα επάνω.
Όταν έφτασε στο πρόσωπο, οι χωριάτες που τον παρακολουθούσαν ανυπόμονα, τον ρώτησαν ποιος θάναι τέλος πάντων ο νέος «ήρωας».
-Τα… μουστάκια θα το δείξουν, απάντησε αποφθεγματικά ο Θεόφιλος, αν θάναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Κολοκοτρώνης!…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΚΗΣ απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 220, 15/2/1936






Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Οι αρχαιολογίες του μέλλοντος

http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=407

Συγγραφείς: Jameson, Fredric R
Εκδόσεις: Τόπος
Σελίδες: 414

Τιμή: 35 €

Προσθήκη στο καλάθι αγοράς



Μετά από το ευρηματικό βιβλίο του Τζέιμσον, ως προς τον τολμηρό αναστοχασμό της σχέσης μοντέρνου/μεταμοντέρνου, το περίφημο πλέον "Μεταμοντερνισμός, ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού" ("Postmodernism: Or, the Cultural Logic of Late Capitalism"), οι "Αρχαιολογίες του μέλλοντος" θεωρούνται, σύμφωνα με τις διθυραμβικές κριτικές που ήδη έχουν δεξιωθεί παγκοσμίως το βιβλίο, το πιο ουσιαστικό του έργο. Ο Τζέιμσον αναζητά τη λειτουργία της Ουτοπίας από τα χρόνια του Θωμά Μορ έως σήμερα, στη μετακομουνιστική εποχή.

Το βιβλίο επιχειρεί να απαντήσει στο ακόλουθο ερώτημα: στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εποχή της ξέφρενης Τεχνολογίας στον Πρώτο κόσμο και της κοινωνικής αποσύνθεσης στον Τρίτο κόσμο, εξακολουθεί να έχει κάποιο νόημα η έννοια της Ουτοπίας;

Το βιβλίο, μεταξύ των άλλων, κρίνει τη σχέση ουτοπίας και επιστημονικής φαντασίας μέσα από τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της ετερότητας, της εξωγήινης ζωής και των άλλων κόσμων, όπως αυτό συμβαίνει στο έργο του Φίλιπ Κ. Ντικ, της Ούρσουλα Λε Γκεν, του Ουίλιαμ Γκίμπσον, του Μπράιαν ?λντις και άλλων συγγραφέων του είδους. Οι λάτρεις της Επιστημονικής Φαντασίας εδώ θα συναντήσουν τον καλύτερο θεωρητικό τους ενώ οι υπόλοιποι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν ουσιαστικά πράγματα για τα πειστικότερα, από λογοτεχνική άποψη, βιβλία του είδους.

Σε άλλες ενότητες του βιβλίου (όπως αυτή που τιτλοφορείται "Η Επιθυμία που λέγεται Ουτοπία") ο Τζέιμσον εξετάζει τις κατά καιρούς αντίθετες απόψεις για την Ουτοπία και αναδεικνύει την πολιτική της σημασία για το σήμερα.

Η βασική θέση του βιβλίου είναι ότι η σύγχρονη ιστορική κατάσταση απαιτεί αρχαιολογίες για το μέλλον και όχι προφητείες του παρελθόντος. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι για τα πολιτικά μας οράματα θα πρέπει να θέσουμε ως στόχο ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ξαναστοχαστούμε το παρόν ως αρχαϊκό κειμήλιο για τον Τζέιμσον αυτό είναι προτιμότερο από το να μείνουμε καρφωμένοι σε ένα νεωτερικό, απαρχαιωμένο προσανατολισμό που δεν έχει (άλλο) μέλλον. Ο προσανατολισμός της νεωτερικότητας (π.χ. τύπου Χάμπερμπας) είναι απονεκρωμένος, ισχυρίζεται ο Τζέιμσον, και η μετανεωτερικότητα δεν αποτελεί επιλογή εφόσον ουσιαστικά αποδέχεται / συμφιλιώνεται με την πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού.

Σ' αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, ο Φρέντρικ Τζέιμσον εξετάζει εξονυχιστικά τη μορφή του Ουτοπικού Κειμένου και υποστηρίζει ότι έχει κριτικό νόημα και πολιτική αξία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η Ουτοπία, η άγρια προβολή ενός πιθανού κόσμου, έχει, κατά τον μαρξιστή θεωρητικό, μεγαλύτερη σημασία από τις διαχειριστικές στρατηγικές. Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι η Ουτοπία στηρίζεται πάντα στην πιθανότητα ενός ολοκληρωτικά νέου κόσμου και ουδέποτε στη ρεφορμιστική αλλαγή του. Προβάλλοντας ένα υποθετικό μέλλον, το ουτοπικό κείμενο αντιμετωπίζει πάντα το παρόν ως κάτι που μπορεί να αναδομηθεί εκ βάθρων. Επομένως, η σύγχρονη ανάγνωση της Ουτοπίας, πολύ πρακτικά, κατά τον Τζέιμσον, μας επιτρέπει να αναστοχαζόμαστε με ριζοσπαστικό τρόπο την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων.

Όνειρα συνόρων Paco Taibo Ignacio II

http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=710

Συγγραφείς: Paco Taibo Ignacio II
Εκδόσεις: ?γρα
Σελίδες: 144

Τιμή: 12.06 €

Προσθήκη στο καλάθι αγοράς



Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, ασκών το χείριστο επάγγελμα του Μεξικανού δημοκρατικού και ανεξάρτητου ντετέκτιβ, παρατήρησε προσεκτικά το πράσινο κάγκελο που χάραζε τα σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες κι έκοβε χώρες όπως το μαχαίρι το βούτυρο. [...] Τρεις ώρες σε μια αλλόκοτη χώρα, ούτε Μεξικό ούτε Αμερική. Σε μια γη όπου όλοι ήταν ξένοι. Δεν είναι διόλου εύκολο να είσαι Μεξικανός σ? εκείνες τις πόλεις που είναι πλημμυρισμένες από εχθρικό φως, σκόνη και εγγλέζικες πινακίδες. [...] Τελικά είχε γούστο να ψάχνει μια γυναίκα που έφευγε αφήνοντας πίσω της μόνο ονόματα συνοριακών πόλεων. Αυτό και κάτι ακόμα. Τις δικές του αναμνήσεις, μέσα στο ντετεκτιβίστικο κεφάλι του. [...] Ήταν το ιδανικό κινηματογραφικό τοπίο: Ντετέκτιβ αναζητά ηθοποιό του σινεμά που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στη μέση των γυρισμάτων μιας ταινίας, και με την οποία τον συνδέουν χαλαροί δεσμοί της παράλογης μνήμης του.

Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, ο μονόφθαλμος ιδιωτικός ντέντεκτιβ του Πάκο Τάιμπο, ξεκινά να ανακαλύψει τα ίχνη μιας ηθοποιού του κινηματογράφου με την οποία είχε στενή σχέση την εποχή που ήσαν και οι δύο φοιτητές. Την ξαναβρίσκει κατά μήκος των πόλεων που είναι σπαρμένες στα σύνορα του Μεξικού με τις 'Ηνωμένες Πολιτείες. Η ίδια λέει πως την κυνηγάει ένας βίαιος αστυνομικός πού είναι ερωτευμένος μαζί της και που τη φοβίζει. Στο κυνήγι όμως αυτό είναι ανακατεμένος επίσης κι ένας παραγωγός τηλεοπτικών σήριαλ, που δεν διστάζει να το παίξει προαγωγός, καθώς κι ένας επικίνδυνος έμπορος ναρκωτικών.
"Σε αντίθεση με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Μπελασκοαράν εκτιμούσε τις περίπλοκες ιστορίες όπου ωστόσο τίποτε δεν συνέβαινε". Σε μεγάλη φόρμα εδώ, ο Πάκο Τάιμπο υπογράφει μια περίπλοκη όπως η ζωή ιστορία, όπου το παρελθόν ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και μας βυθίζει σε μελαγχολία. Το "στυλ Μπελασκοαράν Σάυν" βρίσκεται εδώ στο απόγειό του, ένα μίγμα λεπτότητας, νοσταλγίας και χιούμορ που καθιστούν πραγματική απόλαυση την ανάγνωση του μικρού αυτού αφηγήματος.

Ο Ρόλος της εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου. Ο Ένγκελς και η Καταγωγή της Ανθρώπινης Κοινωνίας

νέα έκδοση από το "Mαρξιστικό Bιβλιοπωλείο"
http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=771 


Συγγραφείς: Φρίντριχ Ένγκελς, Κρις Χάρμαν
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 160

Τιμή: 12 €




Σίγουρα κύλισαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια προτού η ανθρώπινη κοινωνία προκύψει από το κοπάδι των αναρριχόμενων πιθήκων. Ωστόσο τελικά εμφανίστηκε. Και τι θα βρούμε πάλι σαν σημαντική διαφορά ανάμεσα στο κοπάδι των πιθήκων και την ανθρώπινη κοινωνία; Την εργασία.


Φρίντριχ Ένγκελς Ο Ρόλος της εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου

Πολύ λίγα επιστημονικά κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω από 130 χρόνια πριν μπορούν ακόμα να εμπνέουν τη σύγχρονη έρευνα... Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου και Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους του Φρίντριχ Ένγκελς ήταν απόπειρες να εξελίξουν και να εκλαϊκεύσουν τις αντιλήψεις της επιστήμης της εποχής τους. Είναι προς τιμήν του Ένγκελς ? και της μεθόδου που αυτός και ο Μαρξ ανέπτυξαν στα μέσα της δεκαετίας του 1840 ? το ότι ακόμα και σήμερα μας προσφέρουν αντιλήψεις και ιδέες που λείπουν από τόσα πολλά σύγχρονα κείμενα για την εξέλιξη του είδους μας και της κοινωνίας. Περιέχουν πολλά σημεία που χρειάζεται να τα ξεσκαρτάρουμε και να τα επαναδιατυπώσουμε κάτω από το φως όλων των ανακαλύψεων μετά το θάνατο του Ένγκελς. Αλλά, αυτό που απομένει έχει τεράστια αξία. Αποτελεί ένα ανεκτίμητο σημείο αναφοράς για όποιον και όποια θέλει να βγάλει συμπεράσματα χρησιμοποιώντας το μεγάλο όγκο του εμπειρικού υλικού που παράγεται σχεδόν σε καθημερινή βάση από τους αρχαιολόγους και τους ανθρωπολόγους. Και έτσι μας βοηθάει να ανασκευάσουμε τις ανοησίες των θεωρητικών της «κοινωνιοβιολογίας» και του «γυμνού πίθηκου», που ισχυρίζονται ότι ο καπιταλισμός είναι αναπόφευκτος επειδή στηρίζεται στα θεμέλια μιας αναλλοίωτης «ανθρώπινης φύσης».


Κρις Χάρμαν Ο Ένγκελς και η Καταγωγή της Ανθρώπινης Κοινωνίας

Περιοδικά από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων

**Ποιητική, εξαμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη της ποίησης. Φθινόπωρο-Χειμώνας 2010, τ. 6, εκδόσεις Πατάκη.
Η γερμανόφωνη ρομαντική ποίηση στο επίκεντρο της ποιητικής. Η επιμέλεια ανήκει στη Λένια Ζαφειροπούλου. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση κάνει αισθητή την παρουσία της. Αρκετός χώρος και για το δοκίμιο. Η ύλη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς τα κριτικά σημειώματα.
**mov, κόμικς, εικόνες, λόγια. Δεκέμβριος 2010, τ. 7. Διεύθυνση: Θεμιστοκλέους 54, τηλ.: 210-3828866.
Στον ωκεανό του περιοδικού Τύπου, το mov δεν χάνεται. Η περίφημη ομάδα της Βαβέλ είναι ξανά εδώ. Πολύχρωμο, ιλουστρασιόν. Νεανικό στήσιμο, με το κόμικς να κυριαρχεί. Οχι μόνο. Μουσική, φωτογραφία, συνεντεύξεις. Ευπρόσδεκτο.
**Δοκιμές, επιθεώρηση κοινωνική σπουδών. Ανοιξη 2010, τ. 15-16. Υπεύθυνος: Νίκος Κοταρίδης. Διεύθυνση: Λεωφόρος Συγγρού 176, Αθήνα, τηλ.: 210-9201781.
Οπως μαρτυρά και ο τίτλος, τα κοινωνικά ζητήματα γεμίζουν τις σελίδες του περιοδικού. Ποικιλία θεμάτων, χωρίς περιορισμούς. Χαρακτηριστικά: Η μελέτη της σεξουαλικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα. Από την Αντίσταση στη Βουλή.
**Κυμοθόη, περιοδική έκδοση Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης. Τόμος 19. Διεύθυνση: Γερμενή 1, Αργοστόλι, τηλ.: 26710-23440, 26710-22518.
Οι συντάκτες του περιοδικού αφιερώνουν τον 19ο τόμο στον ιστορικό Σπύρο Δημ. Λουκάτο.
**INDEX, μηνιαίο περιοδικό για το βιβλίο, τ. 43, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010. Διεύθυνση: Θεμιστοκλέους 80, Αθήνα, τηλ.: 210-5226609
Τα απλά πράγματα μας κάνουν χαρούμενους και αφού υπάρχουν ακόμη ψήγματα ευτυχίας, τα δεχόμαστε ευχάριστα. Το τελευταίο τεύχος του Index, για τον χρόνο που έφυγε, παρουσιάζει πολλά και καλά. Ας τα αναζητήσουμε.
**Η παρέμβαση, πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης. Σεπτέμβριος-Οκτώβριος-Νοέμβριος 2010, τ. 154. Διεύθυνση: Χ. Μούκα, Κοζάνη, τηλ.: 24610-34691
Το ξεφύλλισμα προετοιμάζει το έδαφος για την ικανοποίηση της αγωνίας μας. Η συγκεκριμένη παρέμβαση μας γνωρίζει τον Νικολάι Ρέριχ. Μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα. Οι συνήθεις παρεμβάσεις φυσικά δεν λείπουν (ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια).
**(Εκ)παιδεύω, διμηνιαία περιοδική έκδοση ποικίλης ύλης για τη στήριξη παιδιών, γονέων και δασκάλων. Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010, τ. 20. Διεύθυνση: Τύρφης 17, Αθήνα, τηλ.: 210-9608988
Ο Αρχάγγελος της Κρήτης, Νίκος Ξυλούρης, δεσπόζει στο εξώφυλλο και τις σελίδες του περιοδικού. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα θέματα. Για μικρούς και μεγάλους.
**Η λέξη, ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, τ. 205. Διεύθυνση: Διον. Αιγινήτου 46, Αθήνα, τηλ.: 210-7222855
Λέξεις. Πολλές και με δυνατό ήχο. Ακούγονται και κάνουν τη «λέξη» εκκωφαντική. Κείμενα που θέλγουν. Μένης Κουμανταρέας, Τζένη Μαστοράκη, Γιώργος Κιμούλης, Θάνος Φωσκαρίνης. Μερικά ονόματα που βρίσκονται μπροστά και πίσω από τη λέξη.
**Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τριμηνιαία πολιτική και οικονομική επιθεώρηση. Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, τ. 19, εκδόσεις Παπαζήση
Η πολιτική στο επίκεντρο. 50 χρόνια Κυπριακή Δημοκρατία. Στρατηγικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο Κόσμος. Μερικά από τα άρθρα του τεύχους.
**Εθνολογία, περιοδική έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Εθνολογίας. Τόμος 14/2008-2010. Διεύθυνση: Ερεσσού 43, Αθήνα, τηλ: 210-3819465
Εκδοση για το έθνος και τη λαϊκή μας παράδοση. Τα μοιρολόγια σε μια δίγλωσση κοινότητα: Αγία Αννα Βοιωτίας. Ταυτότητες και ετερότητες στο χορευτικό δρώμενο του «Μπέη» στη Νέα Βύσσα Εβρου.

Γιατί η βυζαντινή λογοτεχνία;

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=591206

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ
Αν πάρουμε στην τύχη μια ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, είτε από αυτές που γράφτηκαν παλιότερα από διαπρεπείς Ευρωπαίους λογίους, είτε από τις πιο πρόσφατες, που τις δημοσιεύουν ονομαστά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής και τα επιμέρους τους κεφάλαια συντάσσουν ειδικοί για κάθε περίοδο επιστήμονες, μάταια θα αναζητήσουμε κάποιες σελίδες αφιερωμένες στη βυζαντινή λογοτεχνία. Νομίζω πως ο Harold Bloom, στον περιώνυμο κανόνα του της δυτικής λογοτεχνίας, δεν περιλαμβάνει κανένα έργο της βυζαντινής γραμματείας. Αυτή η παράλειψη ή αποσιώπηση, που δεν είναι εσκεμμένη, απηχεί μιαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια: το Βυζάντιο δεν έχει θέση στη συνείδηση της ζωντανής λογοτεχνικής κληρονομιάς του δυτικού ανθρώπου. Το ενδιαφέρον του τελευταίου για αυτή τη γραμματεία, όταν υπάρχει, έχει χαρακτήρα εκκεντρικής απόκλισης.
Γιατί συμβαίνει ετούτο; Νομίζω πως οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι πως το ενδιαφέρον του δυτικού ανθρώπου το μονοπωλεί η αρχαία γραμματεία, σε σύγκριση με την οποία η βυζαντινή εμφανίζεται κατώτερη. Έχουμε μια γραμματεία που είναι ιστορική συνέχεια της αρχαίας και είναι γραμμένη στην ίδια γλώσσα με εκείνης, αν και σε διαφορετική μορφή της. Η σύγκριση, λοιπόν, εδώ προσλαμβάνει τον χαρακτήρα σύγκρισης περιόδων μιας ενιαίας λογοτεχνικής παράδοσης και οδηγεί στην εφαρμογή του απλουστευτικού δυαρχικού σχήματος «ακμή -παρακμή».
Αλλά επιπλέον η δύναμη κι η εμβέλεια της βυζαντινής λογοτεχνίας είναι περιορισμένες, όχι μόνο σε σύγκριση με την αρχαία, αλλά και σε σύγκριση με τις άλλες μεσαιωνικές λογοτεχνίες, που άφησαν βαθύτερα ίχνη στην πνευματική διαδρομή του ανθρώπου.
Τι έχει να αντιτάξει το Βυζάντιο στις Χίλιες και μια Νύχτες, αυτό το αριστούργημα της μυθοπλαστικής φαντασίας, ή στα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ; Και την εποχή που Μανουήλ Φιλής συνέθετε «ιάμβους ορθοτάτους», ο Δάντης είχε αποπερατώσει τη Θεία Κωμωδία κι ο Βοκκάκιος ετοιμαζόταν να γράψει το Δεκαήμερο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στον ιδιότυπο χαρακτήρα της Βυζαντινής λογοτεχνίας, τον οποίο θα καταλάβουμε καλύτερα αν σταθούμε για λίγο στα βασικά έργα αναφοράς των Βυζαντινών. Ας εξηγηθούμε καλύτερα: κάθε λογοτεχνία έχει ορισμένα βασικά έργα αναφοράς, δηλαδή τα κλασικά της κείμενα και τους κλασικούς της συγγραφείς. Τέτοια έργα είναι για την ισπανική λογοτεχνία ο Δον Κιχώτης, για την αγγλοσαξονική τα δράματα του Σαίξπηρ, για την ρωσική το Πόλεμος και Ειρήνη, για τη γερμανική ο Φάουστ του Γκαίτε, για την αρχαιοελληνική ο Όμηρος, για τη λατινική ο Βιργίλιος. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι κλασικοί συγγραφείς των βυζαντινών; Νομίζω πως, περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα, αυτόν τον επίζηλο τίτλο θα μπορούσαν να τον διεκδικήσουν οι Τρεις Ιεράρχες. Ήδη η ιδιοτυπία της βυζαντινής γραμματείας έχει αρχίσει να υποφώσκει. Ενώ όλα τα κλασικά κείμενα των δυτικών λογοτεχνιών είναι έργα δημιουργικής φαντασίας (έμμετρο δράμα, έπος, μυθιστόρημα), το Βυζάντιο, και μόνον αυτό, θέτει ως ακρογωνιαίους λίθους της πνευματικής και λογοτεχνικής του αυτοσυνειδησίας κείμενα ερμηνευτικής ρητορικής.
Στη συνείδηση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου η μυθοπλαστική φαντασία είναι το βασικό στοιχείο της λογοτεχνίας και βαραίνει περισσότερο από το κριτήριο της μορφής. Μόνο στην ποίηση υπερισχύει το μορφικό κριτήριο. Για τον βυζαντινό όμως η λογοτεχνία ήταν πρωτίστως υπόθεση μορφής. Όχι η πλοκή αλλά το ρητορικό δούλεμα της φράσης δικαίωνε και προσέδιδε λογοτεχνικές αξιώσεις σ’ ένα κείμενο, είτε αυτό ήταν επιστολή είτε ιστοριογραφία είτε θεολογική πραγματεία. Όσο δυσκολεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος να αναγνωρίσει λογοτεχνική αξία στα ιστοριογραφικά πονήματα των βυζαντινών, άλλο τόσο θα δυσκολευόταν ένας βυζαντινός να καταλάβει τη «λογοτεχνικότητα» ενός σύγχρονου μυθιστορήματος.
Υπάρχουν, εν τούτοις, πτυχές της βυζαντινής λογοτεχνίας που θα μας ενδιέφεραν σήμερα ή που δυνάμει έχουν σημασία για τη δυτική λογοτεχνία; Πιστεύω πως ναι, και θα αναφέρω τρεις.
Η πρώτη κι η πιο αυτονόητη είναι η βυζαντινή υμνογραφία- ένα μοναδικό επίτευγμα ρυθμοποιίας.
Η δεύτερη είναι ό, τι θα μπορούσε να ονομαστεί «μεταφυσική ποίηση» των βυζαντινών. Και επιλέγω αυτόν τον όρο, παρακινημένος από την αγγλική «μεταφυσική ποίηση» του δέκατου έβδομου αιώνος, που και αυτή, όπως και η βυζαντινή, είναι παρακλάδια της θεολογικής ρητορικής. Καλώς ανέσυραν ο Έλιοτ κι οι μοντερνιστές τον John Donne και τον επέβαλαν στη σύγχρονη λογοτεχνική συνείδηση έτσι ώστε όχι μόνο να τον γνωρίζουν οι αγγλόγλωσσοι λόγιοι αλλά να τον έχει ακούσει κι ο τελευταίος σπουδαστής της αγγλικής φιλολογίας ανά την υφήλιο. Δεν είναι ντροπή όμως να αγνοούν οι διάφοροι ανελλήνιστοι που καταδυναστεύουν τα γράμματά μας (ο νοών νοείτω) τον, σαφώς ανώτερο απ’ τον Donne, Συμεών τον Νέο Θεολόγο;
Η τρίτη, όχι τόσο γνωστή, είναι η ανθρωπιστική αναγέννηση που σημειώθηκε τον δωδέκατο αιώνα και αποτυπώθηκε σε μια σειρά είτε αρχαιόθεμων είτε έντονα επηρεασμένων από την αρχαιότητα κειμένων, όπως είναι το έμμετρο μυθιστόρημα κι οι σάτιρες του Θεόδωρου Προδρόμου ή ο Τιμαρίων. Πολύ πριν την ιταλική αναγέννηση, η αρχαιότητα επανακάμπτει στην Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών. Μάλιστα, η έμμετρη μυθοπλασία του Προδρόμου δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από πολλά αφηγηματικά ποιήματα που αγλαΐζουν την αγγλική λογοτεχνία.
Αλλά αν η γενική σημασία της βυζαντινής γραμματείας δεν είναι αμελητέα, η ειδική σημασία της (η σημασία της για εμάς τους Έλληνες δηλαδή) είναι ανυπολόγιστη και σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στις πτυχές που θίξαμε. Εδώ όμως ανοίγουμε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο. Προς το παρόν, ας περιοριστούμε στην ευρωπαϊκή ματιά.

"Η Έλλη Παππά έφτιαξε μια ιστορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της"

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=594204


Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί τη ζήσαμε στο πετσί μας.
--
Δεν θα ασχολούμασταν με το βιβλίο της Έλλης Παππά, αν δεν συνέβαινε να αναφέρεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε γεγονότα της δεκαετίας του 1950, μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.
Η συγγραφέας του βιβλίου έχοντας δεσμεύσει το Μουσείο Μπενάκη να το εκδώσει έξι μήνες μετά τον θάνατό της, καταδικάζει τελεσίδικα αγωνιστές στον πιο ατιμωτικό θάνατο, εκείνο του χαφιέ. Σε κανέναν δεν θα υποχρεωθει να δώσει απάντηση, έχοντας αποκλειστικά εκείνη τον λόγο ή μάλλον τον μονόλογο μέσα από το βιβλίο της.
Η συγγραφέας παραχαράσσει την Ιστορία. Εμφανίζεται ως θύμα του σταλινισμού, που γνώρισε το μίσος όλων, τους κατατρεγμούς και την πολιτική εξόντωση, γιατί υπερασπίστηκε την αθωότητα του Πλουμπίδη, που ο Ζαχαριάδης έβγαλε “χαφιέ”. Γι' αυτό ισχυρίζεται πως την καθαίρεσε νωρίς η ηγεσία του ΚΚΕ, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα την εντολή να κρατήσει μυστικό αυτό το γεγονός και να “βοηθάει τα κορίτσια”, δηλαδή τα μέλη του Γραφείου στο οποίο ήταν γραμματέας. Εκείνη πειθάρχησε, χάρην της ενότητας του κόμματος.
Πώς να αντικρούσει κανείς τέτοιον εξωφρενισμό; Θα ήταν τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας.
Απλώς υπενθυμίζουμε ότι αυτό ισχυρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ύστερα από χρόνια, επιδιώκοντας να φορτώσει τις ευθύνες της σε άλλους, ενώ εκείνη εμφανίζεται ως ανεύθυνη, καθαιρεμένη μυστικά.
Στην πραγματικότητα, η Ελλη Παππά καθαιρέθηκε φανερά το 1957 ως σταλινική, για τα πεπραγμένα της μέσα στις φυλακές Αβέρωφ. Και ας υποστηρίζει πάλι στο βιβλίο ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, διότι υπερασπίστηκε τον Πλουμπίδη.
Η ιστορία που γράφει η Ελλη Παππά είναι δική της, πλαστογραφημένη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της. Πρόσωπα και γεγονότα ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Μόνο εμείς μπορούμε να διαβάσουμε κάτω από τις αράδες της την αληθινή ιστορία της φυλακής επί των ημερών της, γιατί την ζήσαμε στο πετσί μας.
Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια.
Ποια ήταν η Έλλη Παππά, όπως την γνωρίσαμε από την στιγμή που μπήκε στο προαύλιο της φυλακής στις 29 Ιουλίου 1951;
Ήταν η Έλλη Ιωαννίδου, μια μικρόσωμη τριαντάχρονη γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη -γέννησε στις 23 Αυγούστου-, παντρεμένη με τον Ηλία Ιωαννίδη, στέλεχος του ΚΚΕ , που μετά την ήττα στον εμφύλιο βρισκόταν σε κάποια από τις τότε λαϊκές δημοκρατίες. Μεσαίο στέλεχος η ίδια, στον τομέα της διαφώτισης από τις αρχές του 1945, ήταν επικεφαλής ενός φροντιστηρίου που δίδασκε μαρξιστικά μαθήματα σε μεσαία και κατώτερα στελέχη.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν τότε υπό αμφισβήτηση. Το αντίθετο μάλιστα. Επέμενε πολλές φορές να μας τα υπενθυμίζει φορτικά, ενοχλητικά. Αυτά βέβαια μόνο για μερικούς μήνες. Ύστερα θα τα ξεχάσει ολότελα και θα απαιτήσει από μας να κάνουμε το ίδιο, να τα σβήσουμε, όπως εξαφάνιζε ο Στάλιν κάποια πρόσωπα από τις φωτογραφίες.
Η Ελλη Παππά για πέντε περίπου μήνες, το 1950, υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη που ήταν παράνομοι. Καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί είχε μωρό παιδί.
Τον δεσμό της με τον Μπελογιάννη, που εμείς μάθαμε δύο ημέρες μετά την εκτέλεσή του, θα τον χρησιμοποιήσει χωρίς καθυστέρηση για την προβολή της, τους μύθους της και την ανέλιξή της, προκλητικά, προσβλητικά, ακόμα και για εκείνον.
Από τα μέσα του 1949, γραμματέας της Ομάδας της φυλακής ήταν η Καίτη Ζεύγου, τριανταπεντάχρονη τότε δασκάλα, παλιά αγωνίστρια καταδικασμένη δύο φορές σε θάνατο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μία από τις πέντε εθνοσυμβούλους - βουλευτίνες της κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας, στην Κατοχή.
Τη θυμόμαστε με αγάπη. Μαζί της είχαμε πάρει μια ανάσα, αλλά τα καλά κρατούν λίγο.
Αργά, μεθοδικά, όπως περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στο βιβλίο της, η Ελλη Παππά, με κτυπήματα κάτω από τη μέση, θα οδηγήσει την Ζεύγου στην απομόνωση, με την ρετσινιά του χαφιέ , όπως και τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, παλιά κομμουνίστρια.
Λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, η Έλλη Παππά διορίζεται, από την έξω οργάνωση, γραμματέας του Γραφείου της ομάδας των κρατουμένων.
Δική της απόφαση ήταν η οργάνωση επίσημου μνημόσυνου κάθε χρόνο, στην επέτειο της εκτέλεσης του Μπελογιάννη.
Και οι άλλοι νεκροί;
Στο τέλος του 1950, στη φυλακή, είμασταν 760 κρατούμενες, ανάμεσά μας 120 μελλοθάνατες και 30 παιδάκια μέχρι τριών χρονών.
Ποσοι ήταν οι νεκροί μας; 30 στον πόλεμο της Αλβανίας, 50 στην Κατοχή, 150 στον Εμφύλιο. Τι αναλογούσε σε όσες είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους; Από ένα μέχρι έντεκα θύματα. Τόσοι ήταν οι εκτελεσμένοι της Βασιλικής Κουσάντρα, που έμεινε ολομόναχη.
Και δεν ήταν η μόνη.
Ως γραμματέας του Γραφείου της ομάδας γυναικών, η Ελλη Παππά οργάνωσε άμιλλες, πλάνα κατά τα σοβιετικά πρότυπα, καθιέρωσε διακρίσεις , βραβεία Άλμπατρος (πουλί της καταιγίδας) όπως ονόμασε ο Ζαχαριάδης τον Μπελογιάννη. Η ίδια έγραψε στίχους που έγιναν τραγούδι και το τραγουδούσαν οι κρατούμενες.
Να και η τελευταία του στροφή :
“Κάθε βόλι το κάνουμε τραγούδι
κι απ' τη σκλαβιά μας βλασταίνει ο ανθός
της νιάς ζωής που στεριώνουν και θα χτίζουν
λεβέντρες που ζήσανε σαν Αλμπατρος”.
“Λεβέντρες” ήμασταν εμείς οι κρατούμενες, τέσσερα χρόνια μετά τη συντριπτική ήτττα, που κάναμε κάθε βόλι τραγούδι.
Όλα αυτά και άλλα πολλά ανεκδιήγητα, τα καυτηριάζει στο βιβλίο της και τα φορτώνει στα μέλη του Γραφείου της, τα οποία κατονομάζει και κατηγορεί δριμύτατα.
Στο βιβλίο κατακεραυνώνει τον σταλινισμό, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο, σπιλώνει υπολήψεις, κατασκευάζει χαφιέδες, ενώ στην πράξη, όπως την ζήσαμε εμείς, τον εφάρμοζε με τις χειρότερες μεθόδους του.
Αναζητούσε παντού φραξιονίστριες, αντιηγετικές, ύποπτες, όργανα της ασφάλειας, οργανωμένα δίκτυα που δρούσαν μέσα στη φυλακή και έξω στις οργανώσεις, και σε ένα επισκεπτήριο ζήτησε από τον Βασίλη Ευφραιμίδη, βουλευτή της ΕΔΑ, κοινή δράση για τον εντοπισμό κάποιου κυκλώματος (σελ 131). Φυσικά εκείνος την αγνόησε και εκείνη τον μίσησε.

Στην ιστορία της, που χρόνια χτίζει πετραδάκι-πετραδάκι, αναποδογυρίζει γεγονότα, γράφει άσχετα παραμύθια, ρίχνει την ευθύνη της σε άλλους και ό,τι δεν μπορεί να βολέψει, το εξαφανίζει, όπως την συγκρατούμενή μας Γλυκερία Παγουλάτου, που δεν θα την συναντήσουμε πουθενά στις σελίδες του βιβλίου.
Της είχε αναθέσει να ανακαλύψει κάποιες ύποπτες για χαφιεδισμό και όταν η Γλυκερία τής δήλωσε ότι δεν βρήκε πουθενά ύποπτες και θα σταματήσει να ψάχνει, της επέβαλε την ποινή της σιωπής. Έτσι, εβδομάδες ολόκληρες κυκλοφορούσε μουγγή, συνοδεία δύο “μπάτσων” της επαγρύπνησης, ώσπου κόντεψε να χάσει και τη φωνή της και το μυαλό της.
Δεν θα συναντήσουμε ούτε τη Φαιναρέτη Κοκκόλη, να παίρνει μόνη της το φαγητό της, να τρώει μόνη της εκτός παρέας -στη φυλακή η παρέα σου είναι η οικογένειά σου- έρημη, αποσυνάγωγη.
Άφαντες και η Ντίνα, η Ελευθερία, η Ουρανία, η Κατίνα, η Ολυμπία και τόσες άλλες, θύματα όλες της χαφιεδολαγνείας και της μανίας της για πλήρη ισοπέδωση και υποταγή στο ιερατείο.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Όλα αυτά, οι κρατούμενες τα δεχόντουσαν βουβά, υποτακτικά και αδιαμαρτύρητα; Όχι βέβαια.
Υπήρχαν μάλιστα φορές που η φυλακή τραντάχτηκε συνθέμελα, αντιδρώντας στον παραλογισμό και την καταπίεση.
Αυτά τα ελάχιστα για την Ιστορία, που κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραχαράζει.

Αθηνά Βασίλα Ματράγκα, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 10 χρόνια. Κατίνα Βασιλιά Σαπουντζή, καταδικασμένη πεντε φορές ισόβια, έμεινε στη φυλακή 9 χρόνια. Βαγγελιώ Γεωργαντά Φραντζεσκάκη, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 10 χρόνια. Αντιγόνη Δαμιανάκου, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 4 χρόνια. Ελένη Κυβέλου Καμουλάκου, καταδικασμένη 14 χρόνια, έμεινε στη φυλακή 7. Μαίρη Μπίκια Αρώνη, καταδικασμένη 20 χρόνια έμεινε στη φυλακή 11. Ουρανία Νιζαμίδου, καταδικασμένη σε ισόβια, έμεινε στη φυλακή 6,5 χρόνια. Ολυμπία Παπαδοπούλου Βασιλάκου, καταδικασμένη σε θάνατο, έμεινε στη φυλακή 9 χρόνια. Αργυρώ Σεφερλή, καταδικασμένη σε 20 χρόνια, έμεινε στη φυλακή 6,5.

Ν. Καρούζος: Είκοσι χρόνια απουσίας

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=594339



Ρωγμές

Πάλι στοὺς δρόμους ὁποὺ ζήσαμε τὴν προσωπίδα
κόκκινη μὲ σταλαγματιὲς χρυσοῦ
τέτοια περιπέτεια τέτοια ὡραία ἐλπίδα
μέσ᾿ στὶς συνέχειες τῶν ὀνείρων ἔχω τὸν ἀμνὸ
δὲν πιστεύω στὰ ποτάμια ὁλοένα τρέχουν
δὲν πιστεύω στὰ φύλλα ὁλοένα πέφτουν
εἶναι θεία ἔνδον αἰθάλη π᾿ ἀλλάζει τὶς ὁράσεις
κι ὁ θάνατος βαθαίνει τὴν τέφρα.





Είκοσι χρόνια απουσίας συμπληρώθηκαν κιόλας για τον ποιητή Νίκο Καρούζο, που έφυγε από τη ζωή στις 28 Σεπτέμβρη του 1990... Με αυτήν την ευκαιρία, το περιοδικό Μανδραγόρας, που αφιερώνει το καινούργιο τεύχος του στο έργο και τη ζωή του ποιητή, διοργανώνει την Τρίτη 25/1 μια "βραδιά μνήμης", όπου νέοι και παλιότεροι άνθρωποι των γραμμάτων θα βρεθούν για να μνημονεύσουν τον άνθρωπο και τον ποιητή, τον βίο και το έργο του.
Έτσι, στον χώρο Πολιτισμού @ Ρουφ (Κωνσταντινουπόλεως 10 και Ανδρονίκου 18) θα βρεθούν την Τρίτη στις 7.30 μ.μ. οι Απόστολος και Αριστείδης Γιαγιάννος, Ξένη Σκαρτσή, Μάνος Στεφανίδης και Γιάννης Μπάχ Σπυρόπουλος, ενώ θα προβληθεί και το ντοκιμαντέρ της Δέσποινας Καρβέλα Νίκος Καρούζος (1926-1990). Τη βραδιά θα κλείσει η καλλιτεχνική ομάδα Οινομάδες.


Χαρμόσυνο λάβδανο

Μέσα στὴ βενζινέρημο ξεράθηκε κι ὁ πόνος -
ἡ ἀγάπη στὸ τασάκι· πολιτικὸ κιγκλίδωμα...
Ποιὰ φρίκη εἶν᾿ τὸ φῶς ποὺ μ᾿ ἔχει ἅρπαξει
κι ὁ ἀμφίβραχυς!
Κλαίει κι ἀναδακρυώνει ὁ χαλασμὸς ὀνόματι
ὅραση
κ᾿ εἶναι σαλόνι ἡ ματιά μου σ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἁλῶνι
τὸ φαρδὺ τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ ἀργυρόχροα ταμένα στὴν ἀπόγνωση
χωρὶς τὴ γλῶσσα-μέγαιρα νὰ διαγουμίζει λήθη
μέσ᾿ ἀπ᾿ τῆς μνήμης τὴ φορμόλη.
Θαυματουργός τη θεωρία τοῦ τροχοῦ σας τὴ δασκάλεψα
τὰ ἀσθητήρια μαστίζοντας
ἀγχιθανὴς ἀγχίθεος ἀγχινεφὴς κι ἀεροβάτης μόνος
ὁ ἥλιος εἶναι τὸ πάγιο προσθέτει ἡ δασύτριχη σελήνη.
Δὲν παίζω σοβαρότητα κι ἀναδεύω φυσικοχημικὰ
συμπεράσματα
τρελόσωστος: ὀπτικὴ εὐφυία ὁ σερίφης ἀνόλβιος
ἀσπάζομαι τὴ γῆ μὲ γοερές μου γονυκλισίες ἀνώφελος
ἐγὼ ἀνταλλάσσω πυρὰ μονάχα μὲ τὸ θάνατο -
καταλαβαίνεις;
Ὅταν ξεμέθαγα τὶς ἀλκοολικὲς βελόνες ἀπ᾿ τὰ τρυπήματα
ἡ ψυχανάλυση τοῦ ἅγιου μαδοῦσε τὴ λάμψη τοῦ καθρέφτη
τὸ σῶμα σου ἀποπλέει ὡσὰν χάρτινο μὲ ξεφλουδίσματα
χρόνου
ἀπὸ χρυσίζουσα ὀχιὰ τὸ πεπρωμένο σου δὲν ἐκκολάφτηκε
κι ἀποπλέει τὸ σῶμα σου
κρατώντας ἠχητικὰ χάμουρα
στὰ θηλυκὰ ἐρείπια τοῦ Ἠρώδειου ὅπως αἰφνίδια
μοῦ φάνηκε πὼς ἔπιασε φωτιὰ
ἡ ἅρπα.
Ξημερώνει μὲ ἀτμώδη βουνὰ μάντισσες φωνασκίες κοτόπουλα
χαρτορίχτρες
ἀπεχθαίρω τὴ στύση μου μελάτη
κι ὦ Θεέ μου ἂς μπόρηγα νἄμπαινα κάποτε γιὰ πάντα
στὸν ὕπνο.

Τὶ εἶπα κάποτε σ᾿ ἕναν ἰπτάμενο

Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη...
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος...
[Χορταριασμένα Χάσματα, 1974]

Νεολιθικὴ νυχτωδία στὴν Κρονστάνδη

Τραυλίζοντας οἰκουμένη καθὼς
ἡ πραγματικότητα χωλαίνει κι ὅπως
ἀσπροφωλιάζει ἡ λευτεριὰ στὸν ἄστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τὴ σώτειρα τήξη.
(Νὰ ἰδοῦμε ἂν ἡ ἄνοιξη θὰ συνδράμει τὰ ὄνειρά μας.)
Ἕνας ναύτης: Τὸ μυαλὸ πῶς μαλακώνει στὰ Οὐράλια;
Ἕνας ἄλλος ναύτης: Τί θέλεις νὰ πεῖς; Δὲν κατάλαβα.
μουχλιάζει τὸ τηλέφωνο, εὐδαιμονία
..............
Νοστάλγησα τὰ ὀρυχτὰ τὴν ἄφωνη
θηλαστική μου ἱερότητα
κι ἀνατρέχω στὸν ὕπνο ποὺ μὲ σῴζει
εἶναι ὁ πρόχειρος θάνατος
ἕνα κλούβιο ρολόι
χωρὶς τὰ πρὶν καὶ χωρὶς τὰ μετὰ
δὲν ᾖρθα δὲ φεύγω θὰ σταματήσω.
- Ἡ ἐξουσία εἶναι τῆς Ἱστορίας ἡ εὐκοιλιότητα.
- Στὸ χωριό μου τὴ λένε γλεντοκώλα.
.............
- Φθέγγομαι τρόμο. Καὶ ἐπιτέλους τί νομίζεις πῶς εἶναι
τὰ ἰδανικά; Εἶναι ὅπως ἀλευρώνουμε τὰ ψάρια πρὶν
ἀπὸ τὸ τηγάνισμα.
...........
Δούλα τοῦ φωτὸς πεταλούδα, φτερὰ καὶ χνούδι
σὲ ἐξωφρένεια!
Ὁ ἔκλυτος Δίας κρατεῖ κεραυνοὺς ἀναφαίρετους
δίχως ἀκόμη πυροδότηση
χορταίνοντας ὅραση βλακείας
καθεζόμενος ὑπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ᾿ ἡ μούρη τῶν ἀλόγων τοῦ Φαέθοντα ἔναντι τοῦ
κενοῦ με ἄφρη κοσμικῆς ὕλης.
Ἀσθενοφόρο γρήγορα γιὰ τὸν βασιλέα Λήρ!
Εὐωδιάζουμε ἀπὸ τρέλα.
Δὲν πιάνουν τὰ φρένα,
χανόμαστε στὴ διαιρετότητα τοῦ Ζήνωνα.
................
Ἡ Ἄννα (ποὺ πλησιάζει): Τί νέα ἔχουμε ἀπ᾿ τὴν πραγματικότητα;
......
Νικολάι: Φοβᾶμαι, σύντροφε. Καὶ ἡ ἐπίθεση ἐπίκειται.
Ὁ Λένιν ἔχει ἐμπλακεῖ στὴ μοῖρα.
- Πανάκριβα ραφτικά.
.............
- Οὐτοπία.
- Μὰ ὅμως ἀναιρέσαμε τὸ δάσος.
- Βροχὲς μανάδες ... Ἄραχλε!
Νὰ καὶ ὁ τρισάθλιος ἥλιος. Μιὰ χλεμπόνα
στ᾿ οὐρανοῦ τὸ κατεστημένο.
..............
- Μὲ σφίγγει μία ἀλήθεια, τῆς παραδίνομαι. Μὲ σφίγγει μία
ἄλλη, κι αὐτηνῆς τῆς παραδίνομαι. Διατρέχοντας τοῦ μυαλοῦ
τὴν ὠμότητα. Λέω αἷμα τοῦ ψύλλου κι ἀμέσως
ὀσφραίνομαι ρούμι.
- Παραδέρνεις. Ἀλλὰ ἐμένα τὰ μάτια μου διεκδικοῦσαν ἑνότητα
ὀπτικῆς, ἐκκένωση τραγῳδίας. Οὐδέποτε ὑπέφερα τὶς
ἀντιφάσεις. Ἀμφὶ καὶ ρέπω, ὄχι!
- Χρεμετίζεις φαντασία.
[Τὴν ἡμέρα ἐκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δὲν εἶχα βιολογικὸ
προηγούμενο. Σούρθηκα στὴν τρώγλη τῆς ἁπλῆς ἀριθμητικῆς.
Ἐκεῖ διαλάμποντας ἐνωτίστηκα κόκαλα.]
Ὑπερφίαλο φῶς ἰσχνότητα τοῦ ἔρωτα!
Τί νᾶν τὰ λέμε. Αὐτοψυχίατρος εἶναι ὁ ποιητὴς
μὲ καθαρὸ οἰνόπνευμα.
Κυρίως θὰ λεγᾳ θεοσταγὴς καὶ προ-ἰοῦσα σφῆκα.
Θὰ γαλαζώσει πάλι.
- Μὰ εἶναι κι ὁ ἄλλος ἔρωτας, ὁ γενετήσιος.
- Τί νὰ σοῦ κάνει αὐτός. Ἂν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στὴ
μελαγχολία μου.
.....................
Εἴθε νὰ μὴν ὑπῆρχα
μαβὴς ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς, ἀλητεία.
Κι ἂν εἶπα τὶς προάλλες τὴ ζωὴ ἀντίρρηση τοῦ σκούληκα
δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
ἡ ἀπελπισία.
Θὲς τὸ ζῷο θὲς ὁ ἅγιος τίμημα ἡ ἀπουσία.
Κορφόνυχα μὲς στὴ φωτιὰ σὲ ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου καὶ χρόνια
ἔκανα ῾γὼ τὸ μπόι μου βλαστοβολώντας ὕψος
χωρὶς νὰ συμβουλεύομαι
κακοὺς ὀνειροκρῖτες καὶ θολὰ μαντεῖα.
Δὲν ἀναμέτρησα κινδύνους, ἀποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στὰ χρυσάνθεμα ὁρκίστηκα στὴ χλόη
κι ὅπως ρεκάζει ἐπιστήθιος ἄνεμος ἀπὸ βροχερὰ
συμπεράσματα
στὰ ἐρυθρὰ χαλάσματα τοῦ ἥλιου ξαναφαίνομαι
κι ἀνιστορῶ τὰ ρόδινα νεφρά μου.
...............................
Εἴτε στὸν ὕπνο (πὰξ) εἴτε στὴν ἐγρήγορση (κοὰξ) ὀνομάζομαι
γοργὰ μελλοθάνατος.
..............
Θρομβώδη φυλλώματα, συνεσθίομαι
μαζὶ μὲ τ᾿ ἄνθη
διασχίζω τοὺς γάμους τῶν θάμνων
ἀναφλέγοντας τὸ γραφτό μου σὲ ἄναρθρους
ὄρθρους
κι ἀποτυχίζω τὴν ἀπόγνωση κατακείμενος
ὄρθιος.
............
Λέω συχνὰ τὰ νεφρά μου θὰ ὑπερισχύσουν.
Ἐν τούτοις μαθητεύω πιὰ συνέχεια σὲ τρόμο
κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πὼς ὄχι
δὲ θὰ ξυπνήσω
κάθε πρωὶ ξεριζώνω φλέγματα ὑποφέροντας
μίαν ἄγρια ναυτία ποὺ δὲν ἐξελίσσεται ὁλότελα
κι ἀνατριχιάζω
κάτι νύχτες μὲ ἐθελούσιο μαῦρο κάτι νύχτες
ἀπὸ τεράστια αἱμοχαρῆ φεγγάρια
γιὰ νὰ διαλευκάνω ἐπιτέλους τὰ ἄσπρα μου
μαλλιὰ ὡς τὴ συντέλεια.
Δὲ θυμᾶμαι θυμάρι ποὺ νὰ μὴν ἀνάδωσε πάντοτε
τὴν εὐωδιά του
μὲ ἥλιους ὀρεινοὺς ἀναφωνήματα στὴ μνημοσύνη.
Δὲν ξέρω τί κάνει τὸ συκῶτι μου δὲν ξέρω
τί κάνει ἡ καρδιά μου
μαστίζομαι ἀπὸ ἔνοχη θέαση κι ἀνωφερῆ
ἀχτημοσύνη
χαράζω σύμφωνα καὶ ἐκφέρω φωνήεντα φρίκης.
- Θρησκευτικὴ ὑπόθεση. Κι ὁ χρόνος τώρα δὲν εἶναι
μαγνητοταινία τῆς αἰωνιότητας. Ἀνακρούεται ἐπιστήμη,
κουκιὰ μετρημένα. Μὰ εἶναι ἀμπόρετο νὰ τσιμπήσει κανεὶς
τὴ θάλασσα.
Ἡ Ἱστορία τελικὰ συναναστρέφεται ἀγάλματα.
...............
- Τί ἐστὶ λάμψη;
- Ποιὸς ἀποφάσισε τὰ πτώματά μας;
--------------------
- Ξέχειλα τὰ ὁράματά μας. Ἐμπλουτισμένοι ἀθανασία.
- Νυμφίοι τῆς ἐλπίδας ἀρουραῖοι.
[Λάμπουμε ὅλοι στὴν Κρονστάνδη. Στὴν πιὸ περήφανη γεωγραφία]
....................
Σὲ βοερὰ μνημόσυνα βορᾶς κι ἀθῴας βαρβαρότητας
μὲ πετεινῶν ἀθλήματα στοὺς χαμηλόκορμους οὐρανοὺς
ὡσότου πιάσουν ἕνα γῦρο οἱ βροχάδες τὰ πρωτόνερα
ὥσπου νὰ ἀνοίξει τῆς χυνοπωριᾶς τὸ κατουροβάρελο.
Θά ῾τανε πέρσι.
Ρεμβώδη νοήματα, τυραγνία τοῦ βῆχα, σκελετὸς ἀπὸ μέσα .....
...........
[Βραδυάζει στὸ κείμενο.
Ἡ κατακρήμνιση τοῦ ἀπογεύματος: ὡριμότητα.]
- Ἂν ἕλιωνε ὁ πάγος, ἂν τοὺς προλάβαινε ἡ Ἄνοιξη ...
........δὲν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης
οὔτε τὸ πορτοκαλὶ ποὺ μὲ τύφλωνε
φωσφορίζοντας
μὰ ἐγὼ τὴ γλῶσσα τὴν ἀποκλήρωσα
δὲ μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω τὴν ἀγριότητα
οἱ καιόμενες πορφυρὲς δεκαετίες
ἀπὸ ὑδρόγεια νόηση
καὶ ἀναπηδᾷ στὴ χύτρα τοῦ πεπρωμένου
ὁ χόχλακας.
Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου
τ᾿ ἀσπράδι.
.....................
Ἐγὼ λοιπὸν ἔκπληχτος ἀπὸ χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ἀνατείνομαι ὄνειρος
ἀποβάλλοντας τὸ πραγματικὸ κι ἀναθυμούμενος μόλις
ἐκείνη τὴν ἀρτηρία τοῦ ἀόρατου
τὴν πλεξούδα τοῦ καπνοῦ σὲ ἀνώδυνο ὕψος .
Ἐδῶ ἐπιμένουμε ὅλοι.
- Ἄννα, τί συμβαίνει;
- Ἄρχισε ἡ ἐπίθεση.
- Ἄννα, ἔχε γειά, θὰ πεθάνουμε.
- Νικολάι, σ᾿ ἀγαποῦσα ὁλόκληρη.
- Μίαν ἄλλη φορά, θὰ ξαναγίνει, Ἄννα
.................................
διεδίδοτο δὲ ἐκάστῳ καθότι ἂν τὶς χρείαν εἶχεν -
KRONSTADT

Βιβλία από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων βαδίζοντας στην πόλη

**Εφη Βενιανάκη, Τρεις ωκεανοί και μια θάλασσα, εκδόσεις Ψυχογιός, σ. 336, ευρώ 15,50
Στην πρώτη της μυθιστορηματική επιτυχημένη απόπειρα, η Εφη Βενιαδάκη, που γεννήθηκε στην Αυστραλία, σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών, σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου κι έχει επιμεληθεί πάμπολλα βιβλία των ιδιαίτερα φροντισμένων εκδόσεων Αιγόκερως, μας διηγείται την ιστορία του γεφυρώματος δύο πατρίδων -κάπου στη δεκαετία του '60- με ένα υπερωκεάνιο που φέρει το συμβολικό όνομα «Nostos» και το οποίο διασχίζει δύο ωκεανούς και μια θάλασσα, για να φέρει τρεις γυναίκες (γιαγιά, κόρη, εγγονή) στον γενέθλιο τόπο της γιαγιάς. Αφήνουν πίσω γαμπρό, πατέρα και σύζυγο, για να βιώσουν τη ζωή, τη δική τους ζωή, χωρίς «προστάτη» και μεγάλες (ανεκπλήρωτες) υποσχέσεις. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής βλέπει συχνά τον κόσμο μέσα από το διαθλαστικό πρίσμα των άδολων ματιών της μικρής εγγονής με το όνομα Μα (που αργότερα θα γίνει Μαρία). Αφηγηματική λιτότητα κινηματογραφικού τύπου, χωροχρονικά άλματα (flashback), αδρές ρομαντικές πινελιές, και μια παιδική αθωότητα, που ξεστρατίζει συχνά στο όνειρο και στο χώρο του φανταστικού για να αποφύγει τον εφιάλτη της σκληρής πραγματικότητας. Φρούδες ελπίδες που διαψεύστηκαν, νοσταλγία για τον χαμένο παράδεισο, όμως υπερτερεί η επιμονή του Σίσυφου που δεν το βάζει κάτω, παρά τις αποτυχίες.
**Πολιτιστική εταιρεία ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ - Μανόλης Κασιμάτης, Φωτογραφίζοντας τον Δεκέμβρη του '44, φωτογράφοι: Πουλίδης Πέτρος, Τσακιράκης Βασίλης, Χαλκίδης Σπύρος, Παπαδήμος Δημήτρης, Βαφιαδάκης Γιώργος, Κυριάκος Κουρμπέτης, Παπαϊωάννου Βούλα, Χαρισιάδης Δημήτρης, Φλώρος Δημήτρης, Φωτεινόπουλος Δημήτρης, Μάρτογλου Ευριπίδης, Αδελφοί Μεγαλοοικονόμου, Ιωνάς Θωμάς και άγνωστοι..., σ. 201 (α' τόμος) + σ. 381 (β' τόμος), ευρώ 33,16 (και οι δύο τόμοι).
Τα Δεκεμβριανά του 1944 μέσα από τις εφιαλτικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που απεικονίζουν τη βία, την ερήμωση, την απανθρωποποίηση, τη φρίκη, που δεν μπορείς να την παρακάμψεις γιατί είναι ακόμα ζωντανή στο συλλογικό ασυνείδητο, και το μάτι «κολλάει» σε αυτά τα αποστεωμένα σώματα, στα φευγαλέα μάτια, στα πτώματα που βρήκαν τη γαλήνη και περιμένουν την ταφή τους στη γη για να ξεχάσουν τα πάντα, τα βομβαρδισμένα σπίτια που χάσκουν, με τα ξεκοιλιασμένα έπιπλα εκπαραθυρωμένα σε πεζοδρόμια και σωρούς πλίνθων-κεράμων ατάκτως ερριμμένων. Και κάπου εκεί - σαν αχνή μουσική υπόκρουση, ξεθωριασμένη από τον καιρό ακούγεται ο ύμνος: Ω, γεια χαρά! / σπουδάζουσα γενιά, / που ρίχτηκες στον αγώνα για τη λευτεριά. / Βουνά και λόγγοι / και της Αθήνας όλοι οι δρόμοι, / αντιλαλούν Λόρδος Μπάυρον, / Λόχος ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ... Το λεύκωμα αφιερώνεται «στους νεολαίους και στα κομματιασμένα όνειρά τους, στις ματωμένες γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά».
**Κωνσταντίνος Μαντάς, Η θέση της γυναίκας στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο στην ύστερη αρχαιότητα, εκδόσεις Βερέττα, σ. 204, ευρώ 15,75
Μια ενδελεχής μελέτη τού ζωτικού θέματος της θέσης της γυναίκας στο σπίτι και στα κοινά των ελληνορωμαϊκών πόλεων τής περιόδου από τον 1ο π.Χ. έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα, βασισμένη στα έργα των εκπροσώπων της Δεύτερης Σοφιστικής, αλλά και στα σωζόμενα «ελληνικά μυθιστορήματα», από τον διδάκτορα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Bristol Κωνσταντίνο Μαντά, που αντλεί το υλικό του από την αναθεωρημένη μορφή της διδακτορικής διατριβής που υποστήριξε με επιτυχία το 1995. Σημαντικές πληροφορίες, επιστημονικώς τεκμηριωμένες και λειτουργικώς δομημένες, σε μια πραγματικά πρωτότυπη εργασία.
**Βύρων Κοτζαμάνης, Η δημογραφική πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, σ. 231, ευρώ 25
Στον ιδιαίτερα κατατοπιστικό τόμο που επιμελήθηκε ο Διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης, εξετάζονται με άκρως επιστημονικό τρόπο και χωρίς συναισθηματικά εθνικιστικά φίλτρα σημαντικά δημογραφικά προβλήματα του ελληνικού πληθυσμού, όπως: η υπογεννητικότητα, η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση των διαζυγίων, η μετανάστευση. Ομως, ας δώσουμε τον λόγο στον ίδιον τον καθηγητή: Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι η χώρα μας δεν χαρακτηρίζεται από κάποια «ιδιαιτερότητα» και δεν αποτελεί εξαίρεση ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη μας. Προφανώς, τείνουμε σε μια νέα δημογραφική «ισορροπία», όχι αναγκαστικά δυσμενέστερη αυτής των αρχών του αιώνα μας, που θα χαρακτηρίζεται κυρίως από: πλέον «ώριμο» πληθυσμό, με υψηλούς όρους μέσης ζωής, λιγότερο πρώιμη και έντονη γαμηλιότητα και γονιμότητα και έγγαμες συμβιώσεις κατά τι λιγότερο σταθερές σε σχέση με το παρελθόν (σ. 124).
**Κ.Μ. Kolobova-Ε.L. Ozereckaja, Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ.: Γ. Ζωίδη, Σειρά «Λαοί και πολιτισμοί», νέα έκδοση, εκδόσεις Παπαδήμα, σ. 234, ευρώ 30,52
Οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής του τυπικού αθηναίου πολίτη, της γυναίκας, των παιδιών και των νέων, των δούλων και των μετοίκων, με μια αναλυτική ξενάγηση στην αρχαία Αθήνα των 5ου-4ου αιώνων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου και τη λειτουργία του, αποτελούν το ιστορικό αντικείμενο των δύο συγγραφέων αυτού του ευσύνοπτου πονήματος, που φιλοδοξεί να μας «μεταφέρει» σε ένα τόσο μακρινό χωροχρονικό πλαίσιο, χωρίς να απομακρύνεται στο ελάχιστο από τις γραπτές πηγές και τα σωζόμενα (από το μένος των εισβολέων, και τη φθορά του Χρόνου) μνημεία.
**Αιμίλιος Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, μτφρ.: Κ. Παναγιώτου, σειρά «Λαοί και πολιτισμοί», νέα έκδοση, εκδόσεις Παπαδήμα, σ. 270, με 21 εικόνες εκτός κειμένου, ευρώ 30,52
Πώς ζούσαν οι άνθρωποι από τον 8ο μέχρι και τον 7ο π.Χ. αιώνα; Πώς ήταν διαμορφωμένες οι κοινωνικές τάξεις, ποια τα ήθη και τα έθιμα των διαφόρων κατηγοριών πολιτών; Ο Αιμίλιος Μιρώ με ιδιαίτερη γλαφυρότητα και περιγραφική χάρη απεικονίζει με σοφά μελετημένες λεπτομερείς πινελιές τη ζωή των αρχόντων στο παλάτι, τα θρησκευτικά και πνευματικά επαγγέλματα, τους χωρικούς και τους στρατιώτες, τον φτωχό λαό και τις αγροτικές του ασχολίες, τους δημιουργούς και τους τεχνίτες, τον θεσμό της οικογένειας και τις βεντέτες μεταξύ οικογενειών, ενώ αφιερώνει ειδικά κεφάλαια στη θέση της γυναίκας, στις λαϊκές γιορτές, στις κηδείες και στους αγώνες, καθώς και στους πλάνητες και ξεριζωμένους ανθρώπους (όπως ήταν οι ναυτικοί, οι περιπλανώμενοι έμποροι, οι ζητιάνοι, οι εξόριστοι και οι μισθοφόροι).
**Πάνος Δ. Αποστολίδης. Ιπποκρατική ιατρική ορολογία, εκδόσεις Παρασκήνιο, σ. 364, ευρώ 20
Ο παθολόγος ιατρός Πάνος Δ. Αποστολίδης έχει καταθέσει μέχρι τώρα ένα σημαντικό λογοτεχνικό κι ερευνητικό έργο. Εχει μεταφράσει την αισχύλεια τριλογία Ορέστεια, δημοσίευσε ένα μελέτημα με τίτλο «Τα ιατρικά του Αριστοφάνη» και τώρα μας ξεναγεί στο σύμπαν του Ιπποκράτη, μέσα από την ιατρική ορολογία που χρησιμοποιούσε ο περίφημος αυτός θεραπευτής της Αρχαιότητας. Υποδειγματικό ως προς τη συστηματικότητα, τη χρηστικότητα και τη φιλικότητα προς τον ειδικό ερευνητή, αλλά και τον φιλομαθή αναγνώστη.
**Μαργαρίτης Σαμαράς, Η επέλαση των γυρίνων, εκδόσεις Σοκόλη, σ. 112, ευρώ 9,50
Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν η Τζούλια Παβλόφ και ο Ρούμπερτ Μπλου Φανκ κοιτάχτηκαν στα μάτια και κατάλαβαν ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Της χαμογέλασε, αλλά προσεκτικά, προσπαθώντας να κρύψει ένα μικρό μαρούλι που είχε παραμείνει στα δόντια του εδώ και μια ώρα, ανίκανο να αποφασίσει αν είναι προτιμότερο να κατηφορίσει προς το ανθρώπινο στομάχι ή να εκσφενδονιστεί, πέρα, μακριά από τη στοματική κοιλότητα, αναζητώντας ένα καλύτερο μέρος για να μαραθεί με την ησυχία του (54). Το στοιχείο του σαρκασμού ή της αποστασιοποιημένης ειρωνείας (αν προτιμάτε), σε συνδυασμό με λεκτικές ακροβασίες σουρεαλιστικού τύπου, και με ευπροσήγορη διάθεση, δημιουργούν το μοναδικό πεζογραφικό ύφος του πρωτοεμφανιζόμενου Μαργαρίτη Σαμαρά, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, σπούδασε Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων, αναζήτησε στη διδακτορική του διατριβή την κοινωνική φύση της οικονομικής επιστήμης, ενώ στη μεταδιδακτορική του έρευνα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Πριν από την έκδοση αυτού του πρωτότυπου βιβλίου είχε δημοσιεύσει πεζογραφήματά του στα λογοτεχνικά περιοδικά Θέματα Λογοτεχνίας και Νέα Πορεία.
**Γεώργιος Βιζυηνός, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, θεατρική διασκευή: Δήμος Αβδελιώδης, Αιγόκερως/θέατρο/παραστάσεις, σ. 61, ευρώ 6,33
Ο Δήμος Αβδελιώδης επέστρεψε και πάλι στον τόπο της εμπνεύσεώς του αναδημιουργώντας για τη σκηνή το αριστουργηματικό διήγημα του παραγνωρισμένου στην εποχή του και περιθωριοποιημένου Γεώργιου Βιζυηνού. Με μόνη έγνοια του τη θεατρική λειτουργικότητα, πλάθει και ξαναπλάθει έναν λόγο δουλεμένο στο πολύχρονο εργαστήρι της νεοελληνικής λαλιάς. Ο καθηγητής Δημήτρης Δημηρούλης στον πρόλογο του βιβλίου θέτει το ερώτημα «αν ο λόγος του Βιζυηνού βρίσκει ζωτικό ξέφωτο στο σήμερα» (σ. 9). Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική τόσο στην ανάγνωση όσο και στην εκφορά του κειμένου από τους ηθοποιούς.
**Νίκος Φαρούπος, Ο κόσμος των φανταστικών όντων των αρχαίων Ελλήνων Δαιμόνια, τέρατα, πλάσματα της νύχτας και χθόνιες θεότητες, εκδόσεις Κέδρος, σ. 390, ευρώ 18,17
Ενα ιδιαίτερα εύχρηστο βοήθημα -σε αλφαβητική διάταξη- που συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τη σχολαστικότητα και τη λογοτεχνικότητα. Γλαφυρές περιγραφές, διασκεδαστικές περιπλανήσεις στους δαιδάλους της ελληνικής μυθολογίας και στα αρχαία γενεαλογικά δέντρα θεών, ημίθεων, ηρώων, με μπόλικα παραλειπόμενα και πιπεράτες διηγήσεις από το «γίγνεσθαι» φανταστικών όντων, που αντανακλούν βεβαίως το βίο και την πολιτεία αλλά και τις κοσμοαντιλήψεις των ανθρώπων που τα έπλασαν. Ξωτικά και νύμφες, γοργόνες και μάγισσες, δαιμονικά και χθόνιες θεότητες, τέρατα του Κάτω Κόσμου αλλά και χαριτωμένα τελώνια, εξάπτουν τη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη.
**Κυπριανός Κάμιλλος Νόρβιντ / Cyprian Kamil Norwid, Το πιάνο του Σοπέν / Forterian Szopena, μετάφραση από τα πολωνικά: Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδόσεις Το Ροδακιό, σ. 32, ευρώ 10,55
Η μουσικότητα είναι το χαρακτηριστικό αυτού του δοξαστικού ποιήματος προς τιμήν του Σοπέν, τον οποίον είχε θεοποιήσει ο Πολωνός εμιγκρές στο Παρίσι των μέσων του 19ου αιώνα. Ο υψηλός τόνος και οι μουσικές διαφοροποιήσεις δυσχεραίνουν το έργο του μεταφραστή και αποδεικνύουν γι' άλλη μια φορά ότι τα μεγαλειώδη ποιήματα είναι στην ουσία τους αμετάφραστα. Διαλέγω τρεις στίχους για τη σαφήνεια του νοήματος: Πάντα - θα σ' εκδικείται: ΤΟ ΛΕΙΨΟ!.../ - Γιατί σφραγίδα αυτού του κόσμου είναι - η ατέλεια: / Η Πραγμάτωση... τονε πικραίνει!... (σελ. 21). Αψογη επιμέλεια.
**Κωνσταντίνα Μπάδα - Θανάσης Δ. Σφήκας (επιμέλεια), Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιος. Η Αιτολωακαρνανία στη δεκαετία 1940-1950, εκδόσεις Παρασκήνιο, σ. 534, ευρώ 27
Η Κωνσταντίνα Μπάρδα διδάσκει Κοινωνική Λαογραφία και ο Θανάσης Δ. Σφήκας Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, αμφότεροι στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Εξετάζουν τις ιστορικές εξελίξεις στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας κατά την κρίσιμη δεκαετία 1940-1950, μελετώντας τις όποιες ιδιαιτερότητες αλλά και επιχειρώντας να εντάξει την τοπική εμπειρία στην κεντρική πολιτική σκηνή. Συνεξετάζοντας και τις πολιτιστικές παραμέτρους, συναρθρώνεται το ειδικό με το γενικό και το μέρος λειτουργεί ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του όλου. *
Ανάπλαση νεκρού Βάσκου
**Manuel Vάsquez Montalbάn, Γκαλίντεθ. Το ανώφελο πρόσωπο του θανάτου, μτφρ.: Βάσω Συνοδινού, επιμέλεια - μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου, εκδόσεις Πάπυρος Letras, σ. 552, ευρώ 21
Οπως η επιστήμη της ανακατασκευής ή ανασύνθεσης προσώπων από το κρανίο τους (forensic facial reconstruction) είναι μια ιδιαίτερα επίπονη και σχολαστική διαδικασία, που δανείζεται εργαλεία και υλικά από πολλές τέχνες κι επιστήμες (ανθρωπολογία, φυσιολογία, forensic science, γλυπτική, ανατομία κ.λπ.), έτσι και η ανάπλαση ενός νεκρού προσώπου είναι μια ιδιαίτερη λογοτεχνική (και ψυχολογική) ενασχόληση, που εκτός από την εξαντλητική έρευνα και μελέτη των ιστορικών δεδομένων, απαιτεί και μια δημιουργική φαντασία ιδιαίτερα προσεκτική, αφού ο συγγραφέας καλείται, αφ' ενός μεν, να χρησιμοποιήσει τις δικές του εμπειρίες και τις δικές του προσλαμβάνουσες εικόνες, αφ' ετέρου, πρέπει να αποφύγει την κατά κόρον προβολή των δικών του συμπλεγμάτων και προκατασκευασμένων ιδεών πάνω σε μια άλλη, ξένη ύπαρξη. Ο Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν, που γεννήθηκε το 1939 στη Βαρκελώνη και δικαίως τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Πεζογραφίας (1991), με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (1992) και με το Εθνικό Βραβείο Ισπανικών Γραμμάτων (1995) για το σύνολο του έργου του, επινοεί μια ιδιαίτερα επίμονη (μονομανή σχεδόν) αμερικανίδα φοιτήτρια, τη Μίριελ Κόλμπερτ, η οποία στο πλαίσιο της εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με θέμα «Ηθική της αντίστασης», απορροφάται τόσο από το αντικείμενο της έρευνάς της μέχρι που φτάνει να κινητοποιήσει τις ίδιες συνωμοτικές δυνάμεις που οδήγησαν στον βασανιστικό θάνατο και στην εξαφάνιση του Γκαλίντεθ, ενός βάσκου πολιτικού ακτιβιστή. Ο ιδιαίτερα δεξιοτέχνης αφηγητής αυτής της ιστορίας εισχωρεί -σε κάθε κεφάλαιο- στη συνείδηση και άλλου πρωταγωνιστικού προσώπου αυτής της συνταρακτικής ιστορίας, του απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, στήνει διάλογο μαζί του (με το «εσύ») και δίνει πολλαπλές οπτικές ψηφίδες της μυστηριώδους προσωπικότητας του ήρωα. Μέσα από το θολό τοπίο της Ιστορίας, όπως διαθλάται από τις θολωμένες υποκειμενικότητες των πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών αυτού του δράματος, αναφύονται και αντιμετωπίζονται πολλαπλά ιδεολογικά και θεωρητικά ζητήματα, όπως: η αντίσταση μπροστά στον επερχόμενο θάνατο, η ηρωική θυσία ως στάση ζωής και ξόρκι στον φόβο του θανάτου, τα ιδανικά ως προκάλυμμα ή απόρροια της ανάγκης του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση και, κυρίως, ο χαρακτήρας ως ευλογία και κατάρα του ατόμου. Μέσα από την πρόφαση της συγγραφής ενός εμπορικού πολιτικού θρίλερ, ο Μονταλμπάν φιλοσοφεί και διαλογίζεται πάνω στο παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, θεολογεί πάνω στη ματαιότητα των γήινων αγώνων και καταδύεται χωρίς μάσκα και οξυγόνο στο δυσεξιχνίαστο μυστήριο του θανάτου, που είναι και ο μόνος πρωταγωνιστής αυτού του έργου, αφού το αντίπαλο δέος του -ο Ερωτας- έχει χάσει τη θεϊκή του υπόσταση κι έχει μεταβληθεί σε εκτονωτικό δαιμόνιο. Ενα καλομεταφρασμένο λογοτέχνημα (με ελάχιστα τυπογραφικά λάθη - κάποια τελικά «να» λείπουν π.χ. στις σελίδες 163, 352), που διαβάζεται όμως δύσκολα σε ορισμένα σημεία, εκεί όπου ο λογοτέχνης επιχειρεί να αποδώσει ρεαλιστικά τα ερευνητικά αδιέξοδα της μεταπτυχιακής μελετήτριας. Στα θετικά του βιβλίου οφείλω να συμπεριλάβω τις φράσεις που διαβάζονται σαν γνωμικά και το αδιόρατο χιούμορ του δεξιοτέχνη συγγραφέα, που παρωδεί εκ των έσω συμβάσεις και στερεότυπα των μυθιστορημάτων αυτού του είδους. Τελικά, οι λογοτεχνικές αρετές του εξισορροπούν τον αργόσυρτο σχολαστικισμό της έρευνας για τον μαρτυρικό θάνατο του απαχθέντος Βάσκου.
Κ. Μ.
Ευφάνταστες ιστορίες
**Μανίνα Ζουμπουλάκη, Δημήτρης Γκενεράλης, Λένα Κιτσοπούλου, Κρυμμένες ιστορίες, εκδόσεις Απόπειρα, σ. 111, ευρώ 10,46
Τρία διηγήματα με «κρυμμένες ιστορίες» εξάπτουν βεβαίως τη φαντασία του αναγνώστη. Στην εποχή της πληροφορικής και του Internet, στην εποχή της διαφάνειας των κρυφών καμερών, στην Αθήνα, που μοιάζει ολοένα και πιο πολύ χωριό, ένα χωριό γύρω από τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη, ποιος συγγραφέας κρύβει τις ιστορίες του; Και γιατί να τις κρύψει; Τι δεν έχει γραφτεί; Τι δεν έχει ειπωθεί ακόμα; Οσο για το σεξ, σε λίγο θα γίνει τόσο μπανάλ, που θα τρέχουμε όλοι σε μοναστήρια καινοφανών θρησκειών και θα δίνουμε όρκους αγνότητας, βέβαιοι πως θα τους παραβούμε τη νύχτα, πίσω από την ασφάλεια της θωρακισμένης πόρτας του κελιού μας. Κι αν υποθέσουμε ότι ένας συγγραφέας έχει -λέω- μια κρυμμένη ιστορία -κάποιοι μεγαλο-πεζογράφοι αφήνουν τεχνηέντως να διαρρεύσει ότι έχουν τέτοιες «αμαρτωλές» ιστορίες στο συρτάρι τους-, τότε γιατί να επιτρέψει τη δημοσίευση εκείνου του γραπτού, που θα προτιμούσε να ανοίξει η γη κάτω από τα πόδια του παρά να το δει τυπωμένο; Με αυτές τις σκέψεις, διάβασα τις τρεις ευφάνταστες ιστορίες που υπογράφουν οι πολλά υποσχόμενοι Μανίνα Ζουμπουλάκη, Δημήτρης Γκενεράλης και Λένα Κιτσοπούλου, κι ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί ονομάστηκαν «κρυμμένες». Ακόμα κι αν είναι «βγαλμένες από τη ζωή», ακόμα κι αν έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, ακόμα κι αν κάποιος γνωστός τους «βγει από τα ρούχα του» και τους κόψει την καλημέρα, κατηγορώντας τους ότι πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του και καταλήστεψαν την αθώα εκμυστήρευσή του, ακόμα και τότε, μια μαζοχίστρια γκαρσόνα, ένας αριβίστας δικηγόρος και μια ελληνίδα συγγραφέας που έχει ψωνιστεί με την ιδέα ότι θα είναι η επόμενη νομπελίστρια λογοτεχνίας (γνωρίζω τουλάχιστον διακόσιες ποιήτριες με την ίδια καλπάζουσα παράνοια), είναι πρόσωπα τόσο κοινά, τόσο συνηθισμένα στον αθηναϊκό, επαρχιώτικο περίγυρό μας, που κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι πρωταγωνιστούν σε κάποια «κρυμμένη» ιστορία. Διάβασα το βιβλίο με ενδιαφέρον και απόλαυσα και τα τρία διηγήματα, για τη ζωντάνια, το υποδόριο χιούμορ και το σασπένς τους. Τρεις ταλαντούχοι συγγραφείς καταθέτουν τον ευανάγνωστο ψυχισμό τους.

Τα πεζά του Καβάφη

Θέλοντας να τονίσει την αποκλειστική ενασχόληση του Καβάφη με την ποίηση, ένας επισκέπτης του έλεγε: «Ο κ. Καβάφης δεν κάνει τρία πράγματα: δεν κάνει διαλέξεις, δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν γράφει πρόζα». Και όμως από το 1882 μέχρι το 1930 ο Καβάφης έγραψε διάφορα πεζά στα ελληνικά και τα αγγλικά τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τρόπων και θεμάτων από το διήγημα («Εις το Φως της Ημέρας») μέχρι το στιχουργικό μελέτημα και από το δημοσιογραφικό άρθρο για το Χρηματιστήριο μέχρι το κριτικό σημείωμα για το τελικό ν. Δεν λείπουν βέβαια ούτε τα ποιητικά πεζά, όπως τα «Ενδύματα», «Το σύνταγμα της Ηδονής» και «Τα Πλοία», ούτε και τα «πολιτικά» πεζά, όπως αυτά για τα Ελγίνεια Μάρμαρα ή για το κυπριακό ζήτημα.

Τα πεζά του Καβάφη μάς προσφέρουν μια ιδέα όχι μόνο για το εύρος των αναγνωσμάτων του αλλά και για τη συγκριτολογική του οξυδέρκεια, καθώς επιχειρεί παραλληλισμούς, ψάχνει ελληνικά ίχνη στον Σαίξπηρ ή ανιχνεύει συνδέσεις μεταξύ συγγραφέων διαφόρων παραδόσεων: Ομηρος, Δάντης, Τέννυσον στο «Τέλος του Οδυσσέως», Φρήντριχ Σίλλερ, Λη Χαντ, Μπράουνιγκ στο «Για τον Βράουνιγκ». Ο Καβάφης εκδηλώνει επίσης την ιδιαίτερη συμπάθειά του και προς τους περιφρονημένους σοφιστές της αρχαιότητας, παρομοιάζοντάς τους με τους σύγχρονούς του αισθητιστές: «Εκείνο που μου αρέσει εις τους Σοφιστάς είναι η ανεπτυγμένη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία των. Οι άνθρωποι αυτοί έζων μόνον και μόνον δια την Τέχνην, έζων δε δια την Τέχνην με ορμήν και πάθος. (...) Ωμοίαζον πολύ τους καλλιτέχνας των ημερών μας ως εκ του έρωτός των δια το εξωτερικόν κάλλος των καλλιτεχνικών έργων (...) Εμεθούσαν με την γλυπτικήν των φράσεων και με την μουσικήν των λέξεων».

Το πορτρέτο του Καβάφη φιλοτεχνημένο από τον David Levine κοσμεί το εξώφυλλο της ανθολογίας πεζών του Αλεξανδρινού από τον Ρeter Jeffreys
Ως ποιο βαθμό όμως τα πεζά του αλλάζουν την εικόνα που έχουμε για τον ποιητή Καβάφη; Στην ποίησή του ο ελληνισμός προβάλλεται ως κράμα, ως συγκρητικό φαινόμενο, καθώς τον ενδιαφέρουν οι περιφερειακές του εκδηλώσεις ή οι άσημες στιγμές του. Σε ορισμένα όμως πεζά του διαβλέπουμε το ενδιαφέρον του για τα δημοτικά άσματα, όπου «θα βρει παλαιικά έθιμα, και σκιαγραφίες του χαρακτήρος της φυλής», την έμφαση στην «μεγαλοφυΐαν του γένους μας» ή στη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας με αφορμή το ότι οι ξένοι «αρνούνται ή αγνοούσι την παράδοσιν της ενότητός της». Ποιος είναι τελικά ο πιο αντιπροσωπευτικός Καβάφης; Ο ξεχωριστός ποιητής, ο λόγιος δημοσιογράφος ή ο δοκιμιογράφος με τη βικτωριανή παιδεία, δίχως όμως «αλατισμένον ύφος»; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε δανειζόμενοι μια φράση του από ένα πεζό του για τον Σαίξπηρ: «μας άφισεν άφθονον ύλην να σκεφθώμεν και να κρίνωμεν».

Παρά τον μεγάλο αριθμό μεταφράσεων των ποιημάτων του Καβάφη στα αγγλικά, τα ελληνόγλωσσα πεζά του δεν είχαν μεταφραστεί και μόνο τώρα έρχεται η πρόσφατη έκδοση σαράντα πεζών του ( Selected Ρrose Works, Μichigan University Ρress) από τον Ρeter Jeffreys να καλύψει αυτό το κενό. Ο Jeffreys έκανε μια αντιπροσωπευτική ανθολόγηση των πεζών του Καβάφη και ορθά συμπεριέλαβε και τα 27 «Σημειώματα Ποιητικής και Ηθικής» που έχουν κυκλοφορήσει αυτοτελώς στα ελληνικά και δεν συμπεριλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση των Πεζών (Ικαρος, 2003).

Ο Jeffreys, καθηγητής Αγγλικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Suffolk της Βοστώνης, είναι ένας από τους πιο αξιόλογους νέους καβαφιστές. Πρόσφατα έχει εκδώσει την αλληλογραφία Ε. Μ. Φόστερ- Καβάφη (2009) ενώ παλαιότερα είχε δημοσιεύσει ένα βιβλίο σχετικά με τον Ελληνισμό και τον Οριενταλισμό στα γραπτά του Φόστερ και του Καβάφη (2005). Το εξώφυλλο της έκδοσης κοσμείται από το πορτρέτο του Καβάφη φιλοτεχνημένο από τον διάσημο σκιτσογράφο David Levine (1926-2009), τον πιο γνωστό εικαστικό, μετά τον David Ηockney, που ασχολήθηκε με την αναπαράσταση της μορφής του ποιητή.

Τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησαν πάρα πολλές μεταφράσεις των ποιημάτων του Καβάφη στα αγγλικά αλλά και σε άλλες γλώσσες, όπως τα αραβικά. Μπορεί για άλλους ποιητές, και μάλιστα νομπελίστες, όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης, να μην έχουμε νέες μεταφράσεις ενώ ορισμένες αγγλικές μεταφράσεις του Καζαντζάκη να είναι ακόμη από τρίτο χέρι, αντίθετα ο Καβάφης εξακολουθεί να τραβά το ενδιαφέρον νέων μεταφραστών. Οπως έλεγε παλαιότερα σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο σερβικής καταγωγής αμερικανός ποιητής Τσαρλς Σίμικ, «οι μεταφραστές [του Καβάφη] προσπαθούν να αναδείξουν τον μεγάλο ποιητή που στις προγενέστερες μεταφράσεις δεν φαινόταν».

Η πρόσφατη έκδοση θα δώσει νέα ώθηση στη διεθνή απήχηση του Καβάφη, καθώς για πρώτη φορά οι μη ελληνομαθείς αναγνώστες θα έχουν πρόσβαση σε μια άλλη πτυχή του έργου του. Η αγγλική μετάφραση των πεζών έρχεται να επιβεβαιώσει από έναν άλλο δρόμο το γαλλικό αυτοεγκώμιο του ιδίου: «Ο Καβάφης, κατά τη γνώμη μου, είναι ένας ποιητής υπερ-μοντέρνος, ένας ποιητής του μέλλοντος. (...) Οι σπάνιοι ποιητές σαν τον Καβάφη θα αποκτήσουν λοιπόν εξέχουσα θέση σε έναν κόσμο που θα σκέφτεται πολύ περισσότερο παρά σήμερα».

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.

Διαβάστε περισσότερα: 

ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ Ο διανοούμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης

Ο Ζαν Αμερί, που γεννήθηκε ως Χανς Μάγερ στη Βιέννη το 1912, μίλησε πρώτη φορά για την εμπειρία του στο Αουσβιτς στη δίκη των εγκληματιών στη Φραγκφούρτη το 1964

ΟΝΤΕΤ ΒΑΡΩΝ-ΒΑΣΑΡ

Διαβάστε περισσότερα

Eνα άκρως σημαντικό βιβλίο, από τα μείζονα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, είδε μόλις το φως στα ελληνικά τον περασμένο Δεκέμβριο. Το δοκίμιο του Ζαν Αμερί, που αποτελεί ταυτόχρονα και προσωπική μαρτυρία, είναι ομόλογο των έργων του Πρίμο Λέβι, του Ιμρε Κέρτες, του Ρομπέρ Αντέλμ, των μεγάλων δηλαδή κειμένων που αποτέλεσαν σταθμούς για τη στρατοπεδική λογοτεχνία. Ο Αμερί ανήκει στους αυτόχειρες του Αουσβιτς: όπως ο Λέβι αλλά και ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν, αν και επιζώντες των στρατοπέδων εξόντωσης, έθεσαν τέρμα στη ζωή τους και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία. Το έργο του δεν μπορεί λοιπόν παρά να διαβαστεί στη σκιά της τελευταίας πράξης του βίου του, της «ύστατης πράξης ελευθερίας» κατά τον ίδιο.

Ο Ηans Μaier γεννήθηκε στη Βιέννη το 1912 από πατέρα Αυστροεβραίο και μητέρα Αυστριακή, καθολική. Τα γερμανικά ήσαν λοιπόν η μητρική του γλώσσα, καθώς και η γλώσσα της εκπαίδευσής του: δεν θα τα εγκαταλείψει ποτέ, ούτε όταν ως Jean Αmery (εκγαλλισμός του ονόματός του) θα συγγράψει το εκτενές έργο του (8 τόμοι τα Απαντά του). Από το 1939, λίγο μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, είχε καταφύγει στο Βέλγιο, όπου και συνελήφθη το 1943 ως μέλος της Βελγικής Αντίστασης, βασανίστηκε από την Γκεστάπο στο Φορτ Μπρέεντονκ και έπειτα εκτοπίστηκε ως εβραίος στο Αουσβιτς, όπου έμεινε έναν χρόνο. Ακολουθώντας τις «πορείες του θανάτου» γνώρισε τον εγκλεισμό στο Μπούχενβαλντ και μετά στο Μπέργκεν Μπέλζεν, όπου η απελευθέρωση τον βρήκε ακόμη ζωντανό στις 15 Απριλίου 1945.

Η πρώτη φορά που ο Αμερί θα μιλήσει για την εμπειρία του είναι στη δίκη των εγκληματιών του Αουσβιτς στη Φραγκφούρτη το 1964. Ο προφορικός λόγος θα αποδεσμεύσει και τον γραπτό. Το 1966 θα εκδοθεί το δοκίμιό του, αποτελώντας ένα από τα πρώτα κείμενα που θα δουν το φως, αφού η πρώτη εικοσαετία ήταν - πλην εξαιρέσεων- μια εποχή σιωπής. Η αρχική του πρόθεση όταν ξεκίνησε να γράφει ήταν, όπως δηλώνει στον πρόλογο, «να ξεκαθαρίσει μέσα του ένα συγκεκριμένο θέμα: τη θέση του διανοουμένου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης». Και πράγματι η ανάλυση αυτή κατέχει σημαντική θέση στο δοκίμιο. Ομως «με την ολοκλήρωση του δοκιμίου για το Αουσβιτς φαίνεται πως είχαν λυθεί τα μάγια· ξάφνου τα πάντα ήθελαν να ειπωθούν».

Ο ευάλωτος και ο οπλισμένος
Φθάνοντας στο Αουσβιτς. Το μοιραίο «ανθρώπινο φορτίο»
Ποια όμως είναι τα πάντα; Πρώτα πρώτα η αδυναμία του αστού, αγνωστικιστή διανοουμένου (όπως ο ίδιος), που προέρχεται κατευθείαν από την παράδοση του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού, άρα δεν μοιράζεται καμία θρησκευτική πίστη και δεν έχει στρατευθεί στην κομμουνιστική ιδεολογία, μέσα στο στρατοπεδικό σύμπαν. Ο διανοούμενος αυτός, οπλισμένος για τη ζωή στις δημοκρατίες της Δύσης, βρίσκεται απόλυτα άοπλος στον κόσμο του Αουσβιτς. Πιο ευάλωτος από τον απαίδευτο χειρώνακτα, που είναι καλύτερα οπλισμένος απ΄ αυτόν για να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα, την οποία ο διανοούμενος αδυνατεί να δεχθεί, μαθημένος να κρίνει και να αμφισβητεί. Αλλά και όλη η κουλτούρα της οποίας είναι φορέας, η ποίηση, η φιλοσοφία, τα έργα της Αναγέννησης, η μουσική, αδυνατεί εκείνη τη στιγμή να του προσφέρει την όποια βοήθεια. Η νίκη του σώματος επί του πνεύματος είναι σαρωτική. Μία από τις ελάχιστες στιγμές που αναδύεται μέσα του «ένα χάος από περιεχόμενα βιβλίων, από γνώριμα αποσπάσματα μουσικής» είναι η στιγμή που ένας νοσοκόμος τού δίνει να φάει ένα ολόκληρο πιάτο με γλυκό σιμιγδάλι. Πώς να μη σκεφτούμε τη μικρή μαντλέν του Προυστ;

Το άλλο μείζον και δυστυχώς ακόμη επίκαιρο ζήτημα που πραγματεύεται είναι τα βασανιστήρια. Θα περιοριστώ σε δύο φράσεις του: «Ο βασανισμός είναι το πιο τρομακτικό βίωμα που φέρει μέσα του ένας άνθρωπος» και «Οταν παύουμε να ελπίζουμε σε οποιαδήποτε βοήθεια, η παραβίαση της σωματικής μας οντότητας από τον άλλον μετατρέπεται συνολικά σε μια πράξη υπαρξιακού εκμηδενισμού». Γι΄ αυτό και ο Αμερί θεωρεί τελείως άστοχο τον περίφημο ορισμό της Χάνα Αρεντ για την κοινοτοπία του κακού, υποστηρίζοντας πως «όταν η εμπειρία αποκτάται κάτω από ακραίες συνθήκες, καλό είναι να μη γίνεται λόγος για κοινοτοπία».

Είναι βέβαιον ότι δεν θα είχαμε αυτό το βιβλίο σήμερα στην εξαιρετική ελληνική του μετάφραση αν ο Γιάννης Καλιφατίδης, μεταφραστής του Ζέμπαλντ, δεν έφτανε στον Αμερί μέσω των δύο λαμπρών δοκιμίων του Ζέμπαλντ τα οποία και παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου ολοκληρώνοντας την έκδοση. Το εγχείρημα του Καλιφατίδη μάς υπενθυμίζει ότι ο μεταφραστής είναι όντως ένας διανοούμενος.

Το πένθος για τη γερμανική γλώσσα
Ο Ζαν Αμερί σε προσωπογραφικό σκίτσο γερμανικής εφημερίδας
Με μητρική γλώσσα τα γερμανικά και βασική κουλτούρα τη γερμανική ο Ζαν Αμερί ένιωθε ότι τον είχαν αποστερήσει απ΄ ό,τι είχε και δεν είχε,από κάθε διανοητική αποσκευή του.Γράφει σχετικά: «Στο Αουσβιτς το απομονωμένο άτομο ήταν εξαναγκασμένο να εγκαταλείψει ολόκληρη τη γερμανική κουλτούρα,συμπεριλαμβανομένων του Durer και του Reger, του Gryphius και του Trakl,στα χέρια και του τελευταίου άνδρα των Ες Ες».Μπορεί ο Λέβι να έχει επισημάνει πόσο χρήσιμη ήταν η γνώση γερμανικών για την επιβίωση στο στρατόπεδο,αφού όλες οι διαταγές δίνονταν στα γερμανικά. Αν όμως η στοιχειώδης γνώση της γερμανικής μπορούσε να χρησιμεύσει στην άμεση κατανόηση παραγγελμάτων, το πένθος για τη γερμανική γλώσσα ήταν ένα ιδιαίτερο τραύμα για τους γερμανοθρεμμένους εβραίους.Ο,τι ως τότε στήριζε και συγκροτούσε τον γερμανόφωνο εβραίο διανοούμενο βούλιαζε μαζί με το Αουσβιτς.Αυτή την απάνθρωπη συνθήκη, αυτό το τεράστιο πένθος αφηγείται ο Αμερί στις σελίδες του δοκιμίου του με τον υπαινικτικό υπότιτλο:Απόπειρες ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο.

Η κυρία Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός.Από τις Εκδόσεις της Εστίας θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης.Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων».

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Γ. Σκαρίμπας, ο «ιδαλγός της Xαλκίδας» - 27 χρόνια από τον θανατό του

βββ 
H πρωτεύουσα της Eύβοιας ως σύμβολο της στάσης του πεζογράφου και ποιητή απέναντι στη ζωή και στην τέχνη


ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ



http://www.youtube.com/watch?v=O6nLChp_lfI

ΦΑΝΤΑΣΙΑ 

http://www.youtube.com/watch?v=wsecNB3uHqY 







http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_03/01/2006_168709

Tου Π. Δ. Mαστροδημητρη*

O ιστορικός και γεωγραφικός χώρος μέσα στον οποίο δημιουργεί ένας καλλιτέχνης, καθίσταται συνήθως το γενικότερο σύμβολο της στάσης του απέναντι στη ζωή και στην τέχνη, ενώ ταυτόχρονα, σε θεωρητικό επίπεδο, ανάγεται σε πλήρη κώδικα μιας ολοκληρωμένης και συλλογικής νοοτροπίας. Tο φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σε δημιουργούς όπως ο Παπαδιαμάντης με σημείο αναφοράς τη Σκιάθο, ο Kαβάφης με την Aλεξάνδρεια, ο Eλύτης με τα νησιά του Aιγαίου, ο Πεντζίκης με τη Θεσσαλονίκη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο χώρος στον οποίο διαβιώνει –ή οραματίζεται πως ζει– ο συγκεκριμένος συγγραφέας, μεταμορφώνεται σε ένα κέντρο συναίρεσης καθολικότερων αιτημάτων, που αφορούν όχι ξεχωριστές ατομικότητες αλλά κοινωνικά δεδομένα και συλλογικές ανάγκες. H Aλεξάνδρεια, λ.χ., ήταν για τον Kαβάφη μια μικρογραφία του ανθρώπινου δράματος στην καθολικότερη πραγμάτωσή του και στην ευρύτερη δυνατή καλλιτεχνική του μορφοποίηση. Mέσα σ’ αυτήν ο ποιητής δεν έβλεπε απλώς την ειδικότερη προσωπική εξερεύνηση του κόσμου αλλά τη γενικότερη συμβολική απεικόνιση του τρόπου με τον οποίον οι άνθρωποι βιώνουν την πραγματικότητά τους σε χώρο και χρόνο. Aποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι να μεταμορφώνεται το αστικό –κυρίως– περιβάλλον σε μυθικό χώρο, όπου όλα τα γεγονότα, τα αντικείμενα και οι άνθρωποι αποκτούν διαστάσεις υπερπροσωπικές και κάποτε υπεριστορικές. O νέος αυτός χώρος αποτελεί την κατ’ εξοχήν μυθολογική διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, που δεν πιστεύει πλέον σε μύθους, παρ’ όλον ότι ανεπίγνωστα αναπαράγει τα συμβολικά τους πρότυπα.
Tο ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον Γιάννη Σκαρίμπα και τη Xαλκίδα. Tο όνομα του πολύπλευρου πεζογράφου και ποιητή είχε από πολύ νωρίς συνδεθεί και σχεδόν ταυτισθεί με την πόλη της Xαλκίδας ως συμβόλου μιας ανεξάντλητης δημιουργικότητας, η οποία εξελίσσεται και διαμορφώνεται εκτός του αστικού κέντρου της Aθήνας και μακριά από τις θεμιτές και αθέμιτες συναλλαγές της. O Σκαρίμπας, προτού καταστεί «ο ιδαλγός της Xαλκίδας» –κατά τον υπότιτλο μελέτης του Πάνου Παναγιωτούνη– έζησε στην Παρνασσίδα (γεννήθηκε στην «Aη Θυμιά» το 1893), αλλά πολύ νωρίς μετακόμισε στην πρωτεύουσα της Eύβοιας, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, ασκώντας το επάγγελμα του εκτελωνιστή, και όπου παρέμεινε ώς τον θάνατό του (1984). Tαξίδεψε ελάχιστα, γεγονός που ίσως συνέβαλε, και αυτό, στο να αποκτήσει ο λόγος του μια χαρακτηριστική τοπική ιδιοχρωμία και η θεματική των έργων του μιαν ιδιάζουσα τοπικότητα. H Xαλκίδα επανέρχεται διαρκώς στο έργο του όχι απλώς ως σκηνικό υπόβαθρο και αδρανές φυσικό περιβάλλον, αλλά ως μια δυναμική παρουσία που επηρεάζει, διαμορφώνει και καθοδηγεί τις ανθρώπινες συνειδήσεις, συμπεριφορές και ψυχοσωματικές αντιδράσεις. Iσως, η παρουσία της παλίρροιας, ενός τόσο παράδοξου και συναρπαστικού φαινομένου, να καθιστά τον χώρο αυτόν έως σήμερα ένα γενικότερο σύμβολο της μεταβολής των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως γίνεται λόγου χάρη, και στο μυθιστόρημα της Γαλάτειας Σαράντη «Tα νερά του Eυρίπου» (1988). H Kατερίνα Kωστίου –που επιμελήθηκε την έκδοση των δεκάτομων «Aπάντων» του Σκαρίμπα («Nεφέλη» 1992-1998)– παρατήρησε ότι σε ολόκληρο το έργο του Xαλκιδαίου συγγραφέα οι περιγραφές της πόλης «αντί να παραπέμπουν στον πραγματικό χώρο, μετουσιώνουν τη Xαλκίδα σε εσωτερικό τοπίο και την ανάγουν σε χώρο ουτοπικό». H ίδια αίσθηση «ουτοπικότητας» και ονείρου εντείνεται από το ιδιόμορφο γλωσσικό όργανο του Σκαρίμπα, που είτε παραμορφώνει τα αντικείμενα και τον χώρο προσδίδοντάς τους διαστάσεις παραμυθιού και θρύλου, είτε αναδιατάσσει τη λογική και τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Eτσι, ο χώρος της διαβίωσής του και της δημιουργίας των έργων του μετατρέπεται σε θέμα της ίδιας του της γραφής, με αποτέλεσμα η προσωπικότητά του να ταυτίζεται με τη γραφή του και ο ίδιος –ως άτομο και δημιουργός– να μεταπλάθεται στη συνείδηση των αναγνωστών του σε πρόσωπο μυθικό.
Aυτήν την τάση μυθοποίησης του Σκαρίμπα ως παρουσίας ανθρώπινης και ως δημιουργούσας συνείδησης διακρίνουμε πολύ νωρίς στα κείμενα που αναφέρονται στον συγγραφέα και στα έργα του. Eίναι φανερό ότι σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά και η γενικότερη τεχνοτροπία κατά τη δεκαετία του ’30, καθώς επίσης και η άκρως αντισυμβατική προσωπικότητα και η ακατάστατη ζωή του ίδιου του Σκαρίμπα, χαρακτηριστικά επεισόδια της οποίας αποτελούν και τα διάφορα ανέκδοτα και αστεία του, που αγγίζουν κάποτε την πρόκληση και την υπονόμευση κάθε λογικής συμπεριφοράς και σκέψης. H προκλητικότητα της συμπεριφοράς και της σκέψης του, άλλωστε, έφθασε στις ακρότατες απολήξεις της σε κείμενα ιστορικοφανή, όπου ο συγγραφέας, με την ιδιόμορφη συλλογιστική του, απορρίπτει την εξιδανίκευση της ελληνικής ιστορίας και τις κατεστημένες αλήθειες που προσδιόρισαν την επίσημη ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους και την ιστορική αυτοσυνειδησία ενός μεγάλου τμήματος της νεοελληνικής κοινωνίας.
Tο βιβλίο, εξάλλου, της αείμνηστης Xαλκιδαίας λογίας Mαρίας Kουτέλου-Xατζηγιάννη «O άλλος Σκαρίμπας» (1984) καταγράφει μια σειρά παρόμοιων επεισοδίων που αναφέρονται τόσο σε προσωπικές όσο και σε συλλογικότερες καταστάσεις και αποκαλύπτουν την ιδιορρυθμία της προσωπικότητας του Σκαρίμπα σε όλη της την έκταση. Aπό το βιβλίο αυτό αντλούμε την πληροφορία ότι ο Σκαρίμπας θεωρούσε τη Xαλκίδα την «ισόβια ερωμένη του» και ότι η δημοτική αρχή της πόλης, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στην πνευματική άνθηση της περιοχής, ανέλαβε «με ομόφωνη απόφαση και κάλυπτε τα έξοδά του για ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο» κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Aπό τις λεπτομέρειες αυτές, ωστόσο, διαμορφώνεται πλέον η πεποίθηση ότι τόσο για τον ίδιο τον Σκαρίμπα όσο και για τους συμπολίτες του η σχέση του με την πόλη συνίστατο σε μια αμφίδρομη βιωματική επαφή, κατά την οποία ο ένας καθίστατο σύμβολο της άλλης. Eτσι, θα υποστηρίζαμε ότι η αναγωγή του στον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της Xαλκίδας αντιπροσωπεύει μια γενικότερη ανάγκη των κατοίκων της πόλης να δημιουργηθεί μια τοπική μυθολογία εξαιρετικών ατόμων, που θα αποκάλυπταν τη φυσιογνωμία της περιοχής και θα διαμόρφωναν μια εκφραστική παράδοση διαφορετική από εκείνη του καταπιεστικού κέντρου της Aθήνας.
Aλλωστε, ο ίδιος ο Σκαρίμπας, όπως είδαμε, προσέδιδε στη Xαλκίδα έναν χαρακτήρα πνευματικής και όχι υλικής πραγματικότητας. Στο «Σόλο του Φίγκαρο» (1938), που αποτελεί, κατά την άποψη της Kωστίου, «το σημείο κορύφωσης της πεζογραφικής παραγωγής του Σκαρίμπα», η πόλη περιγράφεται ως εξής: Tα άστρα στον ουρανό και τα λουλούδια στη γη, κι η Xαλκίδα κάτ’ απ’ τον ουρανό κι από τ’ άστρα. Πάνω της λοιπόν ταξιδεύουν τα σύγνεφα. Kι εγώ είμαι κάτω. Πορπατώ και στοχάζομαι πως όλα αυτά –και τα πλοία– γίνονται, όσο πάει, παραμύθια. H μετάπλαση του χώρου, επομένως, σε παραμυθικό πλαίσιο αποκαλύπτει την ευρύτερη πρόθεση του Σκαρίμπα να μεταθέσει το κέντρο βάρους της γραφής του από το περιγραφόμενο στην ίδια την περιγραφή για να διαρθρώσει μέσα σε αυτήν ένα είδος εσωτερικής μυθολογίας της πόλης στην οποία ζούσε και την οποία έβλεπε πάντοτε ως έναν τόπο ελευθερίας, μακριά από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς των αστικών κέντρων. O Σκαρίμπας βίωνε μέσα στο επαρχιακό περιβάλλον της πόλης του ένα αίσθημα αδέσμευτου διανοητή, ο οποίος, αποκομμένος από τις συμβάσεις και τα συμφέροντα μιας οργανωμένης λογοτεχνικής κίνησης, δομούσε την ιδεολογία και τη γραφή του πάνω σε ένα είδος ανένταχτης αναζήτησης της αλήθειας, έξω από πολιτικές και κομματικές αντιλήψεις.
Oπως προκύπτει άλλωστε και από μια σειρά ποιημάτων (των Φοίβου Δέλφη, Pένας Kαρθαίου, Γιώργου Mυλωνογιάννη, Γιάννη Pίτσου κ.ά.), που αφιερώθηκαν στον Γιάννη Σκαρίμπα ή αναφέρονται άμεσα σε αυτόν, από πολύ νωρίς η προσωπικότητα του Xαλκιδαίου συγγραφέα και η καλλιτεχνική του προσφορά μετατράπηκαν σε σύμβολα μιας ευρύτερης συλλογικής ταυτότητας. H τέχνη του Σκαρίμπα προσέφερε όλα τα μέσα γι’ αυτό. H «πειραματικότητα» και η πρωτοπορία της αναζητούσαν νέους χώρους έμπνευσης και νέες μορφές ανθρώπινης συμβίωσης, που δεν είχαν ερευνηθεί από την κυρίως αθηναϊκή τοπιογραφία του σύχρονου μυθιστορήματος. Mετά την ηθογραφία, η πεζογραφική παραγωγή περιορίστηκε στην απεικόνιση του αστικού περιβάλλοντος και των νέων σχέσεων που διαμορφώνονταν εκεί. Mε την τέχνη του Σκαρίμπα, μια νέα έξοδος της λογοτεχνίας από τους κλειστούς χώρους των πόλεων ολοκληρωνόταν και γινόταν αντικείμενο του καλλιτεχνικού λόγου και της αισθητικής αναπαράστασης. H απομάκρυνση από τις πόλεις προς την πραγματικότητα ενός χώρου ημιαστικού και ημιεπαρχιακού αντιπροσώπευε μιαν έξοδο από συγκεντρωτικές μορφές σκέψης και από στερεότυπες μορφές ευαισθησίας. H «πρωτοποριακότητα» του Σκαρίμπα εκδηλώθηκε σε όλα τα επίπεδα της γραφής και της θεματολογίας. Mέσα από το τοπίο της Xαλκίδας διέπλασε τη φαντασιακή αναγωγή της πόλης, μιας πόλης όχι ιδανικής και ανύπαρκτης, αλλά υλικής και ταυτόχρονα ιδιόμορφα μεταβατικής. Tο κεντρικό μήνυμα του έργου του, που κατανόησαν οι περισσότεροι ποιητές που έγραψαν γι’ αυτόν, ήταν η Xαλκίδα ως ένα καθαρτήριο, ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν από την πλήρη αστική πραγματικότητα και μετά την «απτότητα» του εστιασμένου στο χωριό λαϊκού πολιτισμού. Aυτήν, λοιπόν, την καθαρτήρια λειτουργία της πόλης, όπου έζησε όλη του τη ζωή, εξέφρασε ο Σκαρίμπας, θεωρώντας την ένα πνευματικό τοπίο όπου η ύπαρξη απλοποιείται στα απολύτως ουσιαστικά στοιχεία της. Aπό τους ποιητές που μίλησαν γι’ αυτόν μόνον ο Pίτσος εξέφρασε αυτήν τη λειτουργία του λόγου και της παρουσίας του Σκαρίμπα κατά τρόπο καίριο και άμεσο, χωρίς περιστροφές και περιττούς ρητορισμούς. Για τον Pίτσο ο ίδιος ο Σκαρίμπας, η φιλία και η φυσική του υπόσταση, αποτελούν μιαν αναγεννητική εμπειρία πνευματική και υλική, μέσα από την οποία ολοκληρώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη επανακτώντας την ενότητά της. Aυτής, άλλωστε, της απόλυτης ενότητας σύμβολο αποτελεί ο Σκαρίμπας με το έργο του και τη μορφή του, ως σημείο τομής του ατομικού και του συλλογικού, όπου αναπτύσσονται οι μύθοι, μέσα σε μιαν εποχή που δεν πιστεύει πια σε τίποτε.

* O Π. Δ. Mαστροδημήτρης είναι ομότιμος καθηγητής Nεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών.


http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/skaribas-p.htm

ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .


ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .