Είκοσι
χρόνια απουσίας συμπληρώθηκαν κιόλας για τον ποιητή Νίκο Καρούζο, που
έφυγε από τη ζωή στις 28 Σεπτέμβρη του 1990... Με αυτήν την ευκαιρία,
το περιοδικό
Μανδραγόρας, που αφιερώνει το καινούργιο τεύχος
του στο έργο και τη ζωή του ποιητή, διοργανώνει την Τρίτη 25/1 μια
"βραδιά μνήμης", όπου νέοι και παλιότεροι άνθρωποι των γραμμάτων θα
βρεθούν για να μνημονεύσουν τον άνθρωπο και τον ποιητή, τον βίο και το
έργο του.
Έτσι, στον χώρο Πολιτισμού @ Ρουφ (Κωνσταντινουπόλεως 10 και
Ανδρονίκου 18) θα βρεθούν την Τρίτη στις 7.30 μ.μ. οι Απόστολος και
Αριστείδης Γιαγιάννος, Ξένη Σκαρτσή, Μάνος Στεφανίδης και Γιάννης Μπάχ
Σπυρόπουλος, ενώ θα προβληθεί και το ντοκιμαντέρ της
Δέσποινας Καρβέλα Νίκος Καρούζος (1926-1990). Τη βραδιά θα κλείσει η καλλιτεχνική ομάδα Οινομάδες.
Χαρμόσυνο λάβδανο
Μέσα στὴ βενζινέρημο ξεράθηκε κι ὁ πόνος -
ἡ ἀγάπη στὸ τασάκι· πολιτικὸ κιγκλίδωμα...
Ποιὰ φρίκη εἶν᾿ τὸ φῶς ποὺ μ᾿ ἔχει ἅρπαξει
κι ὁ ἀμφίβραχυς!
Κλαίει κι ἀναδακρυώνει ὁ χαλασμὸς ὀνόματι
ὅραση
κ᾿ εἶναι σαλόνι ἡ ματιά μου σ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἁλῶνι
τὸ φαρδὺ τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ ἀργυρόχροα ταμένα στὴν ἀπόγνωση
χωρὶς τὴ γλῶσσα-μέγαιρα νὰ διαγουμίζει λήθη
μέσ᾿ ἀπ᾿ τῆς μνήμης τὴ φορμόλη.
Θαυματουργός τη θεωρία τοῦ τροχοῦ σας τὴ δασκάλεψα
τὰ ἀσθητήρια μαστίζοντας
ἀγχιθανὴς ἀγχίθεος ἀγχινεφὴς κι ἀεροβάτης μόνος
ὁ ἥλιος εἶναι τὸ πάγιο προσθέτει ἡ δασύτριχη σελήνη.
Δὲν παίζω σοβαρότητα κι ἀναδεύω φυσικοχημικὰ
συμπεράσματα
τρελόσωστος: ὀπτικὴ εὐφυία ὁ σερίφης ἀνόλβιος
ἀσπάζομαι τὴ γῆ μὲ γοερές μου γονυκλισίες ἀνώφελος
ἐγὼ ἀνταλλάσσω πυρὰ μονάχα μὲ τὸ θάνατο -
καταλαβαίνεις;
Ὅταν ξεμέθαγα τὶς ἀλκοολικὲς βελόνες ἀπ᾿ τὰ τρυπήματα
ἡ ψυχανάλυση τοῦ ἅγιου μαδοῦσε τὴ λάμψη τοῦ καθρέφτη
τὸ σῶμα σου ἀποπλέει ὡσὰν χάρτινο μὲ ξεφλουδίσματα
χρόνου
ἀπὸ χρυσίζουσα ὀχιὰ τὸ πεπρωμένο σου δὲν ἐκκολάφτηκε
κι ἀποπλέει τὸ σῶμα σου
κρατώντας ἠχητικὰ χάμουρα
στὰ θηλυκὰ ἐρείπια τοῦ Ἠρώδειου ὅπως αἰφνίδια
μοῦ φάνηκε πὼς ἔπιασε φωτιὰ
ἡ ἅρπα.
Ξημερώνει μὲ ἀτμώδη βουνὰ μάντισσες φωνασκίες κοτόπουλα
χαρτορίχτρες
ἀπεχθαίρω τὴ στύση μου μελάτη
κι ὦ Θεέ μου ἂς μπόρηγα νἄμπαινα κάποτε γιὰ πάντα
στὸν ὕπνο.
|
Τὶ εἶπα κάποτε σ᾿ ἕναν
ἰπτάμενο
Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη...
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος...
[Χορταριασμένα Χάσματα, 1974]
|
Νεολιθικὴ νυχτωδία
στὴν Κρονστάνδη
Τραυλίζοντας οἰκουμένη καθὼς
ἡ πραγματικότητα χωλαίνει κι ὅπως
ἀσπροφωλιάζει ἡ λευτεριὰ στὸν ἄστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τὴ σώτειρα τήξη.
(Νὰ ἰδοῦμε ἂν ἡ ἄνοιξη θὰ συνδράμει τὰ ὄνειρά μας.)
Ἕνας ναύτης: Τὸ μυαλὸ πῶς μαλακώνει στὰ Οὐράλια;
Ἕνας ἄλλος ναύτης: Τί θέλεις νὰ πεῖς; Δὲν κατάλαβα.
μουχλιάζει τὸ τηλέφωνο, εὐδαιμονία
..............
Νοστάλγησα τὰ ὀρυχτὰ τὴν ἄφωνη
θηλαστική μου ἱερότητα
κι ἀνατρέχω στὸν ὕπνο ποὺ μὲ σῴζει
εἶναι ὁ πρόχειρος θάνατος
ἕνα κλούβιο ρολόι
χωρὶς τὰ πρὶν καὶ χωρὶς τὰ μετὰ
δὲν ᾖρθα δὲ φεύγω θὰ σταματήσω.
- Ἡ ἐξουσία εἶναι τῆς Ἱστορίας ἡ εὐκοιλιότητα.
- Στὸ χωριό μου τὴ λένε γλεντοκώλα.
.............
- Φθέγγομαι τρόμο. Καὶ ἐπιτέλους τί νομίζεις πῶς εἶναι
τὰ ἰδανικά; Εἶναι ὅπως ἀλευρώνουμε τὰ ψάρια πρὶν
ἀπὸ τὸ τηγάνισμα.
...........
Δούλα τοῦ φωτὸς πεταλούδα, φτερὰ καὶ χνούδι
σὲ ἐξωφρένεια!
Ὁ ἔκλυτος Δίας κρατεῖ κεραυνοὺς ἀναφαίρετους
δίχως ἀκόμη πυροδότηση
χορταίνοντας ὅραση βλακείας
καθεζόμενος ὑπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ᾿ ἡ μούρη τῶν ἀλόγων τοῦ Φαέθοντα ἔναντι τοῦ
κενοῦ με ἄφρη κοσμικῆς ὕλης.
Ἀσθενοφόρο γρήγορα γιὰ τὸν βασιλέα Λήρ!
Εὐωδιάζουμε ἀπὸ τρέλα.
Δὲν πιάνουν τὰ φρένα,
χανόμαστε στὴ διαιρετότητα τοῦ Ζήνωνα.
................
Ἡ Ἄννα (ποὺ πλησιάζει): Τί νέα ἔχουμε ἀπ᾿ τὴν πραγματικότητα;
......
Νικολάι: Φοβᾶμαι, σύντροφε. Καὶ ἡ ἐπίθεση ἐπίκειται.
Ὁ Λένιν ἔχει ἐμπλακεῖ στὴ μοῖρα.
- Πανάκριβα ραφτικά.
.............
- Οὐτοπία.
- Μὰ ὅμως ἀναιρέσαμε τὸ δάσος.
- Βροχὲς μανάδες ... Ἄραχλε!
Νὰ καὶ ὁ τρισάθλιος ἥλιος. Μιὰ χλεμπόνα
στ᾿ οὐρανοῦ τὸ κατεστημένο.
..............
- Μὲ σφίγγει μία ἀλήθεια, τῆς παραδίνομαι. Μὲ σφίγγει μία
ἄλλη, κι αὐτηνῆς τῆς παραδίνομαι. Διατρέχοντας τοῦ μυαλοῦ
τὴν ὠμότητα. Λέω αἷμα τοῦ ψύλλου κι ἀμέσως
ὀσφραίνομαι ρούμι.
- Παραδέρνεις. Ἀλλὰ ἐμένα τὰ μάτια μου διεκδικοῦσαν ἑνότητα
ὀπτικῆς, ἐκκένωση τραγῳδίας. Οὐδέποτε ὑπέφερα τὶς
ἀντιφάσεις. Ἀμφὶ καὶ ρέπω, ὄχι!
- Χρεμετίζεις φαντασία.
[Τὴν ἡμέρα ἐκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δὲν εἶχα βιολογικὸ
προηγούμενο. Σούρθηκα στὴν τρώγλη τῆς ἁπλῆς ἀριθμητικῆς.
Ἐκεῖ διαλάμποντας ἐνωτίστηκα κόκαλα.]
Ὑπερφίαλο φῶς ἰσχνότητα τοῦ ἔρωτα!
Τί νᾶν τὰ λέμε. Αὐτοψυχίατρος εἶναι ὁ ποιητὴς
μὲ καθαρὸ οἰνόπνευμα.
Κυρίως θὰ λεγᾳ θεοσταγὴς καὶ προ-ἰοῦσα σφῆκα.
Θὰ γαλαζώσει πάλι.
- Μὰ εἶναι κι ὁ ἄλλος ἔρωτας, ὁ γενετήσιος.
- Τί νὰ σοῦ κάνει αὐτός. Ἂν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στὴ
μελαγχολία μου.
.....................
Εἴθε νὰ μὴν ὑπῆρχα
μαβὴς ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς, ἀλητεία.
Κι ἂν εἶπα τὶς προάλλες τὴ ζωὴ ἀντίρρηση τοῦ σκούληκα
δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
ἡ ἀπελπισία.
Θὲς τὸ ζῷο θὲς ὁ ἅγιος τίμημα ἡ ἀπουσία.
Κορφόνυχα μὲς στὴ φωτιὰ σὲ ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου καὶ χρόνια
ἔκανα ῾γὼ τὸ μπόι μου βλαστοβολώντας ὕψος
χωρὶς νὰ συμβουλεύομαι
κακοὺς ὀνειροκρῖτες καὶ θολὰ μαντεῖα.
Δὲν ἀναμέτρησα κινδύνους, ἀποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στὰ χρυσάνθεμα ὁρκίστηκα στὴ χλόη
κι ὅπως ρεκάζει ἐπιστήθιος ἄνεμος ἀπὸ βροχερὰ
συμπεράσματα
στὰ ἐρυθρὰ χαλάσματα τοῦ ἥλιου ξαναφαίνομαι
κι ἀνιστορῶ τὰ ρόδινα νεφρά μου.
...............................
Εἴτε στὸν ὕπνο (πὰξ) εἴτε στὴν ἐγρήγορση (κοὰξ) ὀνομάζομαι
γοργὰ μελλοθάνατος.
..............
Θρομβώδη φυλλώματα, συνεσθίομαι
μαζὶ μὲ τ᾿ ἄνθη
διασχίζω τοὺς γάμους τῶν θάμνων
ἀναφλέγοντας τὸ γραφτό μου σὲ ἄναρθρους
ὄρθρους
κι ἀποτυχίζω τὴν ἀπόγνωση κατακείμενος
ὄρθιος.
............
Λέω συχνὰ τὰ νεφρά μου θὰ ὑπερισχύσουν.
Ἐν τούτοις μαθητεύω πιὰ συνέχεια σὲ τρόμο
κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πὼς ὄχι
δὲ θὰ ξυπνήσω
κάθε πρωὶ ξεριζώνω φλέγματα ὑποφέροντας
μίαν ἄγρια ναυτία ποὺ δὲν ἐξελίσσεται ὁλότελα
κι ἀνατριχιάζω
κάτι νύχτες μὲ ἐθελούσιο μαῦρο κάτι νύχτες
ἀπὸ τεράστια αἱμοχαρῆ φεγγάρια
γιὰ νὰ διαλευκάνω ἐπιτέλους τὰ ἄσπρα μου
μαλλιὰ ὡς τὴ συντέλεια.
Δὲ θυμᾶμαι θυμάρι ποὺ νὰ μὴν ἀνάδωσε πάντοτε
τὴν εὐωδιά του
μὲ ἥλιους ὀρεινοὺς ἀναφωνήματα στὴ μνημοσύνη.
Δὲν ξέρω τί κάνει τὸ συκῶτι μου δὲν ξέρω
τί κάνει ἡ καρδιά μου
μαστίζομαι ἀπὸ ἔνοχη θέαση κι ἀνωφερῆ
ἀχτημοσύνη
χαράζω σύμφωνα καὶ ἐκφέρω φωνήεντα φρίκης.
- Θρησκευτικὴ ὑπόθεση. Κι ὁ χρόνος τώρα δὲν εἶναι
μαγνητοταινία τῆς αἰωνιότητας. Ἀνακρούεται ἐπιστήμη,
κουκιὰ μετρημένα. Μὰ εἶναι ἀμπόρετο νὰ τσιμπήσει κανεὶς
τὴ θάλασσα.
Ἡ Ἱστορία τελικὰ συναναστρέφεται ἀγάλματα.
...............
- Τί ἐστὶ λάμψη;
- Ποιὸς ἀποφάσισε τὰ πτώματά μας;
--------------------
- Ξέχειλα τὰ ὁράματά μας. Ἐμπλουτισμένοι ἀθανασία.
- Νυμφίοι τῆς ἐλπίδας ἀρουραῖοι.
[Λάμπουμε ὅλοι στὴν Κρονστάνδη. Στὴν πιὸ περήφανη γεωγραφία]
....................
Σὲ βοερὰ μνημόσυνα βορᾶς κι ἀθῴας βαρβαρότητας
μὲ πετεινῶν ἀθλήματα στοὺς χαμηλόκορμους οὐρανοὺς
ὡσότου πιάσουν ἕνα γῦρο οἱ βροχάδες τὰ πρωτόνερα
ὥσπου νὰ ἀνοίξει τῆς χυνοπωριᾶς τὸ κατουροβάρελο.
Θά ῾τανε πέρσι.
Ρεμβώδη νοήματα, τυραγνία τοῦ βῆχα, σκελετὸς ἀπὸ μέσα .....
...........
[Βραδυάζει στὸ κείμενο.
Ἡ κατακρήμνιση τοῦ ἀπογεύματος: ὡριμότητα.]
- Ἂν ἕλιωνε ὁ πάγος, ἂν τοὺς προλάβαινε ἡ Ἄνοιξη ...
........δὲν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης
οὔτε τὸ πορτοκαλὶ ποὺ μὲ τύφλωνε
φωσφορίζοντας
μὰ ἐγὼ τὴ γλῶσσα τὴν ἀποκλήρωσα
δὲ μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω τὴν ἀγριότητα
οἱ καιόμενες πορφυρὲς δεκαετίες
ἀπὸ ὑδρόγεια νόηση
καὶ ἀναπηδᾷ στὴ χύτρα τοῦ πεπρωμένου
ὁ χόχλακας.
Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου
τ᾿ ἀσπράδι.
.....................
Ἐγὼ λοιπὸν ἔκπληχτος ἀπὸ χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ἀνατείνομαι ὄνειρος
ἀποβάλλοντας τὸ πραγματικὸ κι ἀναθυμούμενος μόλις
ἐκείνη τὴν ἀρτηρία τοῦ ἀόρατου
τὴν πλεξούδα τοῦ καπνοῦ σὲ ἀνώδυνο ὕψος .
Ἐδῶ ἐπιμένουμε ὅλοι.
- Ἄννα, τί συμβαίνει;
- Ἄρχισε ἡ ἐπίθεση.
- Ἄννα, ἔχε γειά, θὰ πεθάνουμε.
- Νικολάι, σ᾿ ἀγαποῦσα ὁλόκληρη.
- Μίαν ἄλλη φορά, θὰ ξαναγίνει, Ἄννα
.................................
διεδίδοτο δὲ ἐκάστῳ καθότι ἂν τὶς χρείαν εἶχεν -
KRONSTADT
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου