| | | βββ | H πρωτεύουσα της Eύβοιας ως σύμβολο της στάσης
του πεζογράφου και ποιητή απέναντι στη ζωή και στην τέχνη
ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
http://www.youtube.com/watch?v=O6nLChp_lfI
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_03/01/2006_168709
Tου Π. Δ. Mαστροδημητρη*
O ιστορικός και γεωγραφικός χώρος μέσα στον οποίο δημιουργεί ένας
καλλιτέχνης, καθίσταται συνήθως το γενικότερο σύμβολο της στάσης του
απέναντι στη ζωή και στην τέχνη, ενώ ταυτόχρονα, σε θεωρητικό επίπεδο,
ανάγεται σε πλήρη κώδικα μιας ολοκληρωμένης και συλλογικής νοοτροπίας.
Tο φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σε δημιουργούς όπως ο Παπαδιαμάντης
με σημείο αναφοράς τη Σκιάθο, ο Kαβάφης με την Aλεξάνδρεια, ο Eλύτης με
τα νησιά του Aιγαίου, ο Πεντζίκης με τη Θεσσαλονίκη. Σε όλες αυτές τις
περιπτώσεις ο χώρος στον οποίο διαβιώνει –ή οραματίζεται πως ζει– ο
συγκεκριμένος συγγραφέας, μεταμορφώνεται σε ένα κέντρο συναίρεσης
καθολικότερων αιτημάτων, που αφορούν όχι ξεχωριστές ατομικότητες αλλά
κοινωνικά δεδομένα και συλλογικές ανάγκες. H Aλεξάνδρεια, λ.χ., ήταν για
τον Kαβάφη μια μικρογραφία του ανθρώπινου δράματος στην καθολικότερη
πραγμάτωσή του και στην ευρύτερη δυνατή καλλιτεχνική του μορφοποίηση.
Mέσα σ’ αυτήν ο ποιητής δεν έβλεπε απλώς την ειδικότερη προσωπική
εξερεύνηση του κόσμου αλλά τη γενικότερη συμβολική απεικόνιση του τρόπου
με τον οποίον οι άνθρωποι βιώνουν την πραγματικότητά τους σε χώρο και
χρόνο. Aποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι να μεταμορφώνεται το αστικό
–κυρίως– περιβάλλον σε μυθικό χώρο, όπου όλα τα γεγονότα, τα αντικείμενα
και οι άνθρωποι αποκτούν διαστάσεις υπερπροσωπικές και κάποτε
υπεριστορικές. O νέος αυτός χώρος αποτελεί την κατ’ εξοχήν μυθολογική
διάσταση του σύγχρονου ανθρώπου, που δεν πιστεύει πλέον σε μύθους, παρ’
όλον ότι ανεπίγνωστα αναπαράγει τα συμβολικά τους πρότυπα.
Tο ίδιο
ακριβώς συμβαίνει με τον Γιάννη Σκαρίμπα και τη Xαλκίδα. Tο όνομα του
πολύπλευρου πεζογράφου και ποιητή είχε από πολύ νωρίς συνδεθεί και
σχεδόν ταυτισθεί με την πόλη της Xαλκίδας ως συμβόλου μιας ανεξάντλητης
δημιουργικότητας, η οποία εξελίσσεται και διαμορφώνεται εκτός του
αστικού κέντρου της Aθήνας και μακριά από τις θεμιτές και αθέμιτες
συναλλαγές της. O Σκαρίμπας, προτού καταστεί «ο ιδαλγός της Xαλκίδας»
–κατά τον υπότιτλο μελέτης του Πάνου Παναγιωτούνη– έζησε στην Παρνασσίδα
(γεννήθηκε στην «Aη Θυμιά» το 1893), αλλά πολύ νωρίς μετακόμισε στην
πρωτεύουσα της Eύβοιας, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, ασκώντας το επάγγελμα
του εκτελωνιστή, και όπου παρέμεινε ώς τον θάνατό του (1984). Tαξίδεψε
ελάχιστα, γεγονός που ίσως συνέβαλε, και αυτό, στο να αποκτήσει ο λόγος
του μια χαρακτηριστική τοπική ιδιοχρωμία και η θεματική των έργων του
μιαν ιδιάζουσα τοπικότητα. H Xαλκίδα επανέρχεται διαρκώς στο έργο του
όχι απλώς ως σκηνικό υπόβαθρο και αδρανές φυσικό περιβάλλον, αλλά ως μια
δυναμική παρουσία που επηρεάζει, διαμορφώνει και καθοδηγεί τις
ανθρώπινες συνειδήσεις, συμπεριφορές και ψυχοσωματικές αντιδράσεις.
Iσως, η παρουσία της παλίρροιας, ενός τόσο παράδοξου και συναρπαστικού
φαινομένου, να καθιστά τον χώρο αυτόν έως σήμερα ένα γενικότερο σύμβολο
της μεταβολής των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως γίνεται λόγου χάρη, και στο
μυθιστόρημα της Γαλάτειας Σαράντη «Tα νερά του Eυρίπου» (1988). H
Kατερίνα Kωστίου –που επιμελήθηκε την έκδοση των δεκάτομων «Aπάντων» του
Σκαρίμπα («Nεφέλη» 1992-1998)– παρατήρησε ότι σε ολόκληρο το έργο του
Xαλκιδαίου συγγραφέα οι περιγραφές της πόλης «αντί να παραπέμπουν στον
πραγματικό χώρο, μετουσιώνουν τη Xαλκίδα σε εσωτερικό τοπίο και την
ανάγουν σε χώρο ουτοπικό». H ίδια αίσθηση «ουτοπικότητας» και ονείρου
εντείνεται από το ιδιόμορφο γλωσσικό όργανο του Σκαρίμπα, που είτε
παραμορφώνει τα αντικείμενα και τον χώρο προσδίδοντάς τους διαστάσεις
παραμυθιού και θρύλου, είτε αναδιατάσσει τη λογική και τη φυσική τάξη
των πραγμάτων. Eτσι, ο χώρος της διαβίωσής του και της δημιουργίας των
έργων του μετατρέπεται σε θέμα της ίδιας του της γραφής, με αποτέλεσμα η
προσωπικότητά του να ταυτίζεται με τη γραφή του και ο ίδιος –ως άτομο
και δημιουργός– να μεταπλάθεται στη συνείδηση των αναγνωστών του σε
πρόσωπο μυθικό.
Aυτήν την τάση μυθοποίησης του Σκαρίμπα ως
παρουσίας ανθρώπινης και ως δημιουργούσας συνείδησης διακρίνουμε πολύ
νωρίς στα κείμενα που αναφέρονται στον συγγραφέα και στα έργα του. Eίναι
φανερό ότι σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά και η γενικότερη τεχνοτροπία
κατά τη δεκαετία του ’30, καθώς επίσης και η άκρως αντισυμβατική
προσωπικότητα και η ακατάστατη ζωή του ίδιου του Σκαρίμπα,
χαρακτηριστικά επεισόδια της οποίας αποτελούν και τα διάφορα ανέκδοτα
και αστεία του, που αγγίζουν κάποτε την πρόκληση και την υπονόμευση κάθε
λογικής συμπεριφοράς και σκέψης. H προκλητικότητα της συμπεριφοράς και
της σκέψης του, άλλωστε, έφθασε στις ακρότατες απολήξεις της σε κείμενα
ιστορικοφανή, όπου ο συγγραφέας, με την ιδιόμορφη συλλογιστική του,
απορρίπτει την εξιδανίκευση της ελληνικής ιστορίας και τις κατεστημένες
αλήθειες που προσδιόρισαν την επίσημη ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους
και την ιστορική αυτοσυνειδησία ενός μεγάλου τμήματος της νεοελληνικής
κοινωνίας.
Tο βιβλίο, εξάλλου, της αείμνηστης Xαλκιδαίας λογίας
Mαρίας Kουτέλου-Xατζηγιάννη «O άλλος Σκαρίμπας» (1984) καταγράφει μια
σειρά παρόμοιων επεισοδίων που αναφέρονται τόσο σε προσωπικές όσο και σε
συλλογικότερες καταστάσεις και αποκαλύπτουν την ιδιορρυθμία της
προσωπικότητας του Σκαρίμπα σε όλη της την έκταση. Aπό το βιβλίο αυτό
αντλούμε την πληροφορία ότι ο Σκαρίμπας θεωρούσε τη Xαλκίδα την «ισόβια
ερωμένη του» και ότι η δημοτική αρχή της πόλης, αναγνωρίζοντας τη
συμβολή του στην πνευματική άνθηση της περιοχής, ανέλαβε «με ομόφωνη
απόφαση και κάλυπτε τα έξοδά του για ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο» κατά
τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Aπό τις λεπτομέρειες αυτές, ωστόσο,
διαμορφώνεται πλέον η πεποίθηση ότι τόσο για τον ίδιο τον Σκαρίμπα όσο
και για τους συμπολίτες του η σχέση του με την πόλη συνίστατο σε μια
αμφίδρομη βιωματική επαφή, κατά την οποία ο ένας καθίστατο σύμβολο της
άλλης. Eτσι, θα υποστηρίζαμε ότι η αναγωγή του στον κατ’ εξοχήν
εκπρόσωπο της Xαλκίδας αντιπροσωπεύει μια γενικότερη ανάγκη των κατοίκων
της πόλης να δημιουργηθεί μια τοπική μυθολογία εξαιρετικών ατόμων, που
θα αποκάλυπταν τη φυσιογνωμία της περιοχής και θα διαμόρφωναν μια
εκφραστική παράδοση διαφορετική από εκείνη του καταπιεστικού κέντρου της
Aθήνας.
Aλλωστε, ο ίδιος ο Σκαρίμπας, όπως είδαμε, προσέδιδε στη
Xαλκίδα έναν χαρακτήρα πνευματικής και όχι υλικής πραγματικότητας. Στο
«Σόλο του Φίγκαρο» (1938), που αποτελεί, κατά την άποψη της Kωστίου, «το
σημείο κορύφωσης της πεζογραφικής παραγωγής του Σκαρίμπα», η πόλη
περιγράφεται ως εξής: Tα άστρα στον ουρανό και τα λουλούδια στη γη, κι η
Xαλκίδα κάτ’ απ’ τον ουρανό κι από τ’ άστρα. Πάνω της λοιπόν ταξιδεύουν
τα σύγνεφα. Kι εγώ είμαι κάτω. Πορπατώ και στοχάζομαι πως όλα αυτά –και
τα πλοία– γίνονται, όσο πάει, παραμύθια. H μετάπλαση του χώρου,
επομένως, σε παραμυθικό πλαίσιο αποκαλύπτει την ευρύτερη πρόθεση του
Σκαρίμπα να μεταθέσει το κέντρο βάρους της γραφής του από το
περιγραφόμενο στην ίδια την περιγραφή για να διαρθρώσει μέσα σε αυτήν
ένα είδος εσωτερικής μυθολογίας της πόλης στην οποία ζούσε και την οποία
έβλεπε πάντοτε ως έναν τόπο ελευθερίας, μακριά από τις δεσμεύσεις και
τους περιορισμούς των αστικών κέντρων. O Σκαρίμπας βίωνε μέσα στο
επαρχιακό περιβάλλον της πόλης του ένα αίσθημα αδέσμευτου διανοητή, ο
οποίος, αποκομμένος από τις συμβάσεις και τα συμφέροντα μιας οργανωμένης
λογοτεχνικής κίνησης, δομούσε την ιδεολογία και τη γραφή του πάνω σε
ένα είδος ανένταχτης αναζήτησης της αλήθειας, έξω από πολιτικές και
κομματικές αντιλήψεις.
Oπως προκύπτει άλλωστε και από μια σειρά
ποιημάτων (των Φοίβου Δέλφη, Pένας Kαρθαίου, Γιώργου Mυλωνογιάννη,
Γιάννη Pίτσου κ.ά.), που αφιερώθηκαν στον Γιάννη Σκαρίμπα ή αναφέρονται
άμεσα σε αυτόν, από πολύ νωρίς η προσωπικότητα του Xαλκιδαίου συγγραφέα
και η καλλιτεχνική του προσφορά μετατράπηκαν σε σύμβολα μιας ευρύτερης
συλλογικής ταυτότητας. H τέχνη του Σκαρίμπα προσέφερε όλα τα μέσα γι’
αυτό. H «πειραματικότητα» και η πρωτοπορία της αναζητούσαν νέους χώρους
έμπνευσης και νέες μορφές ανθρώπινης συμβίωσης, που δεν είχαν ερευνηθεί
από την κυρίως αθηναϊκή τοπιογραφία του σύχρονου μυθιστορήματος. Mετά
την ηθογραφία, η πεζογραφική παραγωγή περιορίστηκε στην απεικόνιση του
αστικού περιβάλλοντος και των νέων σχέσεων που διαμορφώνονταν εκεί. Mε
την τέχνη του Σκαρίμπα, μια νέα έξοδος της λογοτεχνίας από τους
κλειστούς χώρους των πόλεων ολοκληρωνόταν και γινόταν αντικείμενο του
καλλιτεχνικού λόγου και της αισθητικής αναπαράστασης. H απομάκρυνση από
τις πόλεις προς την πραγματικότητα ενός χώρου ημιαστικού και
ημιεπαρχιακού αντιπροσώπευε μιαν έξοδο από συγκεντρωτικές μορφές σκέψης
και από στερεότυπες μορφές ευαισθησίας. H «πρωτοποριακότητα» του
Σκαρίμπα εκδηλώθηκε σε όλα τα επίπεδα της γραφής και της θεματολογίας.
Mέσα από το τοπίο της Xαλκίδας διέπλασε τη φαντασιακή αναγωγή της πόλης,
μιας πόλης όχι ιδανικής και ανύπαρκτης, αλλά υλικής και ταυτόχρονα
ιδιόμορφα μεταβατικής. Tο κεντρικό μήνυμα του έργου του, που κατανόησαν
οι περισσότεροι ποιητές που έγραψαν γι’ αυτόν, ήταν η Xαλκίδα ως ένα
καθαρτήριο, ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν από την πλήρη αστική
πραγματικότητα και μετά την «απτότητα» του εστιασμένου στο χωριό λαϊκού
πολιτισμού. Aυτήν, λοιπόν, την καθαρτήρια λειτουργία της πόλης, όπου
έζησε όλη του τη ζωή, εξέφρασε ο Σκαρίμπας, θεωρώντας την ένα πνευματικό
τοπίο όπου η ύπαρξη απλοποιείται στα απολύτως ουσιαστικά στοιχεία της.
Aπό τους ποιητές που μίλησαν γι’ αυτόν μόνον ο Pίτσος εξέφρασε αυτήν τη
λειτουργία του λόγου και της παρουσίας του Σκαρίμπα κατά τρόπο καίριο
και άμεσο, χωρίς περιστροφές και περιττούς ρητορισμούς. Για τον Pίτσο ο
ίδιος ο Σκαρίμπας, η φιλία και η φυσική του υπόσταση, αποτελούν μιαν
αναγεννητική εμπειρία πνευματική και υλική, μέσα από την οποία
ολοκληρώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη επανακτώντας την ενότητά της. Aυτής,
άλλωστε, της απόλυτης ενότητας σύμβολο αποτελεί ο Σκαρίμπας με το έργο
του και τη μορφή του, ως σημείο τομής του ατομικού και του συλλογικού,
όπου αναπτύσσονται οι μύθοι, μέσα σε μιαν εποχή που δεν πιστεύει πια σε
τίποτε.
* O Π. Δ. Mαστροδημήτρης είναι ομότιμος καθηγητής
Nεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών.
http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/skaribas-p.htm
ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ) |
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . . |
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ) |
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου