Ο Ζαν Αμερί, που γεννήθηκε ως Χανς Μάγερ στη Βιέννη το 1912, μίλησε πρώτη φορά για την εμπειρία του στο Αουσβιτς στη δίκη των εγκληματιών στη Φραγκφούρτη το 1964
Eνα
άκρως σημαντικό βιβλίο, από τα μείζονα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας,
είδε μόλις το φως στα ελληνικά τον περασμένο Δεκέμβριο. Το δοκίμιο του
Ζαν Αμερί, που αποτελεί ταυτόχρονα και προσωπική μαρτυρία, είναι
ομόλογο των έργων του Πρίμο Λέβι, του Ιμρε Κέρτες, του Ρομπέρ Αντέλμ,
των μεγάλων δηλαδή κειμένων που αποτέλεσαν σταθμούς για τη στρατοπεδική
λογοτεχνία. Ο Αμερί ανήκει στους αυτόχειρες του Αουσβιτς: όπως ο Λέβι
αλλά και ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν, αν και επιζώντες των στρατοπέδων
εξόντωσης, έθεσαν τέρμα στη ζωή τους και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία.
Το έργο του δεν μπορεί λοιπόν παρά να διαβαστεί στη σκιά της τελευταίας
πράξης του βίου του, της «ύστατης πράξης ελευθερίας» κατά τον ίδιο.
Ο Ηans Μaier γεννήθηκε στη Βιέννη το 1912 από πατέρα Αυστροεβραίο και μητέρα Αυστριακή, καθολική. Τα γερμανικά ήσαν λοιπόν η μητρική του γλώσσα, καθώς και η γλώσσα της εκπαίδευσής του: δεν θα τα εγκαταλείψει ποτέ, ούτε όταν ως Jean Αmery (εκγαλλισμός του ονόματός του) θα συγγράψει το εκτενές έργο του (8 τόμοι τα Απαντά του). Από το 1939, λίγο μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, είχε καταφύγει στο Βέλγιο, όπου και συνελήφθη το 1943 ως μέλος της Βελγικής Αντίστασης, βασανίστηκε από την Γκεστάπο στο Φορτ Μπρέεντονκ και έπειτα εκτοπίστηκε ως εβραίος στο Αουσβιτς, όπου έμεινε έναν χρόνο. Ακολουθώντας τις «πορείες του θανάτου» γνώρισε τον εγκλεισμό στο Μπούχενβαλντ και μετά στο Μπέργκεν Μπέλζεν, όπου η απελευθέρωση τον βρήκε ακόμη ζωντανό στις 15 Απριλίου 1945.
Η πρώτη φορά που ο Αμερί θα μιλήσει για την εμπειρία του είναι στη δίκη των εγκληματιών του Αουσβιτς στη Φραγκφούρτη το 1964. Ο προφορικός λόγος θα αποδεσμεύσει και τον γραπτό. Το 1966 θα εκδοθεί το δοκίμιό του, αποτελώντας ένα από τα πρώτα κείμενα που θα δουν το φως, αφού η πρώτη εικοσαετία ήταν - πλην εξαιρέσεων- μια εποχή σιωπής. Η αρχική του πρόθεση όταν ξεκίνησε να γράφει ήταν, όπως δηλώνει στον πρόλογο, «να ξεκαθαρίσει μέσα του ένα συγκεκριμένο θέμα: τη θέση του διανοουμένου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης». Και πράγματι η ανάλυση αυτή κατέχει σημαντική θέση στο δοκίμιο. Ομως «με την ολοκλήρωση του δοκιμίου για το Αουσβιτς φαίνεται πως είχαν λυθεί τα μάγια· ξάφνου τα πάντα ήθελαν να ειπωθούν».
Ο ευάλωτος και ο οπλισμένος
Ποια όμως είναι τα πάντα; Πρώτα πρώτα η αδυναμία του αστού, αγνωστικιστή διανοουμένου (όπως ο ίδιος), που προέρχεται κατευθείαν από την παράδοση του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού, άρα δεν μοιράζεται καμία θρησκευτική πίστη και δεν έχει στρατευθεί στην κομμουνιστική ιδεολογία, μέσα στο στρατοπεδικό σύμπαν. Ο διανοούμενος αυτός, οπλισμένος για τη ζωή στις δημοκρατίες της Δύσης, βρίσκεται απόλυτα άοπλος στον κόσμο του Αουσβιτς. Πιο ευάλωτος από τον απαίδευτο χειρώνακτα, που είναι καλύτερα οπλισμένος απ΄ αυτόν για να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα, την οποία ο διανοούμενος αδυνατεί να δεχθεί, μαθημένος να κρίνει και να αμφισβητεί. Αλλά και όλη η κουλτούρα της οποίας είναι φορέας, η ποίηση, η φιλοσοφία, τα έργα της Αναγέννησης, η μουσική, αδυνατεί εκείνη τη στιγμή να του προσφέρει την όποια βοήθεια. Η νίκη του σώματος επί του πνεύματος είναι σαρωτική. Μία από τις ελάχιστες στιγμές που αναδύεται μέσα του «ένα χάος από περιεχόμενα βιβλίων, από γνώριμα αποσπάσματα μουσικής» είναι η στιγμή που ένας νοσοκόμος τού δίνει να φάει ένα ολόκληρο πιάτο με γλυκό σιμιγδάλι. Πώς να μη σκεφτούμε τη μικρή μαντλέν του Προυστ;
Το άλλο μείζον και δυστυχώς ακόμη επίκαιρο ζήτημα που πραγματεύεται είναι τα βασανιστήρια. Θα περιοριστώ σε δύο φράσεις του: «Ο βασανισμός είναι το πιο τρομακτικό βίωμα που φέρει μέσα του ένας άνθρωπος» και «Οταν παύουμε να ελπίζουμε σε οποιαδήποτε βοήθεια, η παραβίαση της σωματικής μας οντότητας από τον άλλον μετατρέπεται συνολικά σε μια πράξη υπαρξιακού εκμηδενισμού». Γι΄ αυτό και ο Αμερί θεωρεί τελείως άστοχο τον περίφημο ορισμό της Χάνα Αρεντ για την κοινοτοπία του κακού, υποστηρίζοντας πως «όταν η εμπειρία αποκτάται κάτω από ακραίες συνθήκες, καλό είναι να μη γίνεται λόγος για κοινοτοπία».
Είναι βέβαιον ότι δεν θα είχαμε αυτό το βιβλίο σήμερα στην εξαιρετική ελληνική του μετάφραση αν ο Γιάννης Καλιφατίδης, μεταφραστής του Ζέμπαλντ, δεν έφτανε στον Αμερί μέσω των δύο λαμπρών δοκιμίων του Ζέμπαλντ τα οποία και παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου ολοκληρώνοντας την έκδοση. Το εγχείρημα του Καλιφατίδη μάς υπενθυμίζει ότι ο μεταφραστής είναι όντως ένας διανοούμενος.
Το πένθος για τη γερμανική γλώσσα
Με μητρική γλώσσα τα γερμανικά και βασική κουλτούρα τη γερμανική ο Ζαν Αμερί ένιωθε ότι τον είχαν αποστερήσει απ΄ ό,τι είχε και δεν είχε,από κάθε διανοητική αποσκευή του.Γράφει σχετικά: «Στο Αουσβιτς το απομονωμένο άτομο ήταν εξαναγκασμένο να εγκαταλείψει ολόκληρη τη γερμανική κουλτούρα,συμπεριλαμβανομένων του Durer και του Reger, του Gryphius και του Trakl,στα χέρια και του τελευταίου άνδρα των Ες Ες».Μπορεί ο Λέβι να έχει επισημάνει πόσο χρήσιμη ήταν η γνώση γερμανικών για την επιβίωση στο στρατόπεδο,αφού όλες οι διαταγές δίνονταν στα γερμανικά. Αν όμως η στοιχειώδης γνώση της γερμανικής μπορούσε να χρησιμεύσει στην άμεση κατανόηση παραγγελμάτων, το πένθος για τη γερμανική γλώσσα ήταν ένα ιδιαίτερο τραύμα για τους γερμανοθρεμμένους εβραίους.Ο,τι ως τότε στήριζε και συγκροτούσε τον γερμανόφωνο εβραίο διανοούμενο βούλιαζε μαζί με το Αουσβιτς.Αυτή την απάνθρωπη συνθήκη, αυτό το τεράστιο πένθος αφηγείται ο Αμερί στις σελίδες του δοκιμίου του με τον υπαινικτικό υπότιτλο:Απόπειρες ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο.
Η κυρία Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός.Από τις Εκδόσεις της Εστίας θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης.Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων».
Ο Ηans Μaier γεννήθηκε στη Βιέννη το 1912 από πατέρα Αυστροεβραίο και μητέρα Αυστριακή, καθολική. Τα γερμανικά ήσαν λοιπόν η μητρική του γλώσσα, καθώς και η γλώσσα της εκπαίδευσής του: δεν θα τα εγκαταλείψει ποτέ, ούτε όταν ως Jean Αmery (εκγαλλισμός του ονόματός του) θα συγγράψει το εκτενές έργο του (8 τόμοι τα Απαντά του). Από το 1939, λίγο μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, είχε καταφύγει στο Βέλγιο, όπου και συνελήφθη το 1943 ως μέλος της Βελγικής Αντίστασης, βασανίστηκε από την Γκεστάπο στο Φορτ Μπρέεντονκ και έπειτα εκτοπίστηκε ως εβραίος στο Αουσβιτς, όπου έμεινε έναν χρόνο. Ακολουθώντας τις «πορείες του θανάτου» γνώρισε τον εγκλεισμό στο Μπούχενβαλντ και μετά στο Μπέργκεν Μπέλζεν, όπου η απελευθέρωση τον βρήκε ακόμη ζωντανό στις 15 Απριλίου 1945.
Η πρώτη φορά που ο Αμερί θα μιλήσει για την εμπειρία του είναι στη δίκη των εγκληματιών του Αουσβιτς στη Φραγκφούρτη το 1964. Ο προφορικός λόγος θα αποδεσμεύσει και τον γραπτό. Το 1966 θα εκδοθεί το δοκίμιό του, αποτελώντας ένα από τα πρώτα κείμενα που θα δουν το φως, αφού η πρώτη εικοσαετία ήταν - πλην εξαιρέσεων- μια εποχή σιωπής. Η αρχική του πρόθεση όταν ξεκίνησε να γράφει ήταν, όπως δηλώνει στον πρόλογο, «να ξεκαθαρίσει μέσα του ένα συγκεκριμένο θέμα: τη θέση του διανοουμένου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης». Και πράγματι η ανάλυση αυτή κατέχει σημαντική θέση στο δοκίμιο. Ομως «με την ολοκλήρωση του δοκιμίου για το Αουσβιτς φαίνεται πως είχαν λυθεί τα μάγια· ξάφνου τα πάντα ήθελαν να ειπωθούν».
Ο ευάλωτος και ο οπλισμένος
Ποια όμως είναι τα πάντα; Πρώτα πρώτα η αδυναμία του αστού, αγνωστικιστή διανοουμένου (όπως ο ίδιος), που προέρχεται κατευθείαν από την παράδοση του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού, άρα δεν μοιράζεται καμία θρησκευτική πίστη και δεν έχει στρατευθεί στην κομμουνιστική ιδεολογία, μέσα στο στρατοπεδικό σύμπαν. Ο διανοούμενος αυτός, οπλισμένος για τη ζωή στις δημοκρατίες της Δύσης, βρίσκεται απόλυτα άοπλος στον κόσμο του Αουσβιτς. Πιο ευάλωτος από τον απαίδευτο χειρώνακτα, που είναι καλύτερα οπλισμένος απ΄ αυτόν για να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα, την οποία ο διανοούμενος αδυνατεί να δεχθεί, μαθημένος να κρίνει και να αμφισβητεί. Αλλά και όλη η κουλτούρα της οποίας είναι φορέας, η ποίηση, η φιλοσοφία, τα έργα της Αναγέννησης, η μουσική, αδυνατεί εκείνη τη στιγμή να του προσφέρει την όποια βοήθεια. Η νίκη του σώματος επί του πνεύματος είναι σαρωτική. Μία από τις ελάχιστες στιγμές που αναδύεται μέσα του «ένα χάος από περιεχόμενα βιβλίων, από γνώριμα αποσπάσματα μουσικής» είναι η στιγμή που ένας νοσοκόμος τού δίνει να φάει ένα ολόκληρο πιάτο με γλυκό σιμιγδάλι. Πώς να μη σκεφτούμε τη μικρή μαντλέν του Προυστ;
Το άλλο μείζον και δυστυχώς ακόμη επίκαιρο ζήτημα που πραγματεύεται είναι τα βασανιστήρια. Θα περιοριστώ σε δύο φράσεις του: «Ο βασανισμός είναι το πιο τρομακτικό βίωμα που φέρει μέσα του ένας άνθρωπος» και «Οταν παύουμε να ελπίζουμε σε οποιαδήποτε βοήθεια, η παραβίαση της σωματικής μας οντότητας από τον άλλον μετατρέπεται συνολικά σε μια πράξη υπαρξιακού εκμηδενισμού». Γι΄ αυτό και ο Αμερί θεωρεί τελείως άστοχο τον περίφημο ορισμό της Χάνα Αρεντ για την κοινοτοπία του κακού, υποστηρίζοντας πως «όταν η εμπειρία αποκτάται κάτω από ακραίες συνθήκες, καλό είναι να μη γίνεται λόγος για κοινοτοπία».
Είναι βέβαιον ότι δεν θα είχαμε αυτό το βιβλίο σήμερα στην εξαιρετική ελληνική του μετάφραση αν ο Γιάννης Καλιφατίδης, μεταφραστής του Ζέμπαλντ, δεν έφτανε στον Αμερί μέσω των δύο λαμπρών δοκιμίων του Ζέμπαλντ τα οποία και παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου ολοκληρώνοντας την έκδοση. Το εγχείρημα του Καλιφατίδη μάς υπενθυμίζει ότι ο μεταφραστής είναι όντως ένας διανοούμενος.
Το πένθος για τη γερμανική γλώσσα
Με μητρική γλώσσα τα γερμανικά και βασική κουλτούρα τη γερμανική ο Ζαν Αμερί ένιωθε ότι τον είχαν αποστερήσει απ΄ ό,τι είχε και δεν είχε,από κάθε διανοητική αποσκευή του.Γράφει σχετικά: «Στο Αουσβιτς το απομονωμένο άτομο ήταν εξαναγκασμένο να εγκαταλείψει ολόκληρη τη γερμανική κουλτούρα,συμπεριλαμβανομένων του Durer και του Reger, του Gryphius και του Trakl,στα χέρια και του τελευταίου άνδρα των Ες Ες».Μπορεί ο Λέβι να έχει επισημάνει πόσο χρήσιμη ήταν η γνώση γερμανικών για την επιβίωση στο στρατόπεδο,αφού όλες οι διαταγές δίνονταν στα γερμανικά. Αν όμως η στοιχειώδης γνώση της γερμανικής μπορούσε να χρησιμεύσει στην άμεση κατανόηση παραγγελμάτων, το πένθος για τη γερμανική γλώσσα ήταν ένα ιδιαίτερο τραύμα για τους γερμανοθρεμμένους εβραίους.Ο,τι ως τότε στήριζε και συγκροτούσε τον γερμανόφωνο εβραίο διανοούμενο βούλιαζε μαζί με το Αουσβιτς.Αυτή την απάνθρωπη συνθήκη, αυτό το τεράστιο πένθος αφηγείται ο Αμερί στις σελίδες του δοκιμίου του με τον υπαινικτικό υπότιτλο:Απόπειρες ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο.
Η κυρία Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός.Από τις Εκδόσεις της Εστίας θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης.Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου