Στο πρώτο βιωματικό βιβλίο του ο άγγλος συγγραφέας κατέγραφε την εμπειρία που είχε βιώσει, ως άθλιος μεταξύ αθλίων, στις φτωχές συνοικίες του Λονδίνου και του Παρισιού
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ | Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Ηταν 25 χρόνων όταν, την άνοιξη του 1928, πήρε το
τρένο για το Παρίσι. Είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει όχι μόνο την ήδη
πενταετή καριέρα του στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία, καριέρα που
δεν άντεχε άλλο, αλλά και το γεμάτο ανέργους Λονδίνο, στο οποίο είχε
επιστρέψει με άδεια από την υπηρεσία του. Το Παρίσι του φαινόταν πολύ
καλύτερη λύση: εκτός από Πόλη του Φωτός, ήταν και η μητρόπολη των φτωχών
του Μεσοπολέμου. Εκεί, το κόστος της «ζωής τρίτης κατηγορίας» ήταν κάτι
που μπορούσε να αντιμετωπιστεί πιο εύκολα από ό,τι στην πρωτεύουσα της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο γαλλικός νόμος επέτρεπε τότε στους
ξένους να εργάζονται ελεύθερα. Και ο νεαρός Ερικ Μπλερ ήταν φτωχός.
Πίστευε ότι στη Γαλλία θα κατάφερνε να ζήσει γράφοντας μυθιστορήματα. Εγραψε δύο. Του απέδωσαν λιγότερες από είκοσι λίρες, ενώ κανένας εκδότης δεν ενδιαφέρθηκε για αυτά εκείνη τη στιγμή. Ισως επειδή ο Ερικ Μπλερ δεν είχε πολεμήσει ακόμη στον ισπανικό Εμφύλιο και δεν είχε γράψει τα μεγάλα του έργα. Δεν είχε γίνει ο διάσημος Τζορτζ Οργουελ της «Φάρμας των ζώων» και του «1984».
Ο Οργουελ δεν έψαξε πολύ για το θέμα του πρώτου του βιβλίου: «Το θέμα μου είναι η φτώχεια». Σκοπός του ήταν να καταγράψει τη ζωή των φτωχών του Παρισιού όπως ακριβώς τη ζούσε, εγκατεστημένος στο Καρτιέ Λατέν, στο εξαθλιωμένο πανδοχείο της οδού Ντυ Κοκ ντ΄ Ορ. «Οταν δεν έχεις ούτε μια πένα στην τσέπη σου,είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε πόλη ή χώρα κάτω από το πιο δυσάρεστο φως και όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, ή σχεδόν όλα, σου παρουσιάζονται είτε ως συμπάσχοντες,είτε ως εχθροί».
Πίσω
από το χιούμορ και τον σαρκασμό, αυτός ο κόσμος της απόλυτης ανέχειας
αναδύεται τρομακτικός σε κάθε σελίδα του κειμένου του: η πείνα, οι
αρρώστιες, η έλλειψη θέρμανσης στο κρύο, το νερό που σπανίζει, οι
αρρώστιες χωρίς γιατρούς και φάρμακα, τα μικρά σπίτια στα στενά δρομάκια
του Καρτιέ Λατέν, τα στρώματα και τα έπιπλα γεμάτα από έντομα, τα
παράθυρα που δεν κλείνουν, η ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία καθενός που μπορούσε
να πληρώσει ή του κράτους, η βία κάθε μορφής στους δρόμους, στις
δουλειές, στις σχέσεις, στα σπίτια... Σε αυτό το περιβάλλον, χωρίς καμιά
πλοκή ή κεντρικούς χαρακτήρες που δρουν και εξελίσσονται, αυτό το
βιβλίο είναι ουσιαστικά ένα ημερολόγιο της φτώχειας, γεμάτο από
εικόνες της καθημερινής πραγματικής ζωής, που ελάχιστα ή καθόλου απέχουν
από τις παλιότερες μυθιστορηματικές περιγραφές του Ουγκό και του
Ντίκενς για την εξαθλίωση των πληθυσμών του Παρισιού και του Λονδίνου.
Το «κλειδί» όμως στους δικούς του «Αθλίους» ήταν ακριβώς ότι ο Οργουελ
δεν έγραφε για τους φτωχούς: ήταν ο ίδιος φτωχός και κατέγραφε
πρωτογενώς τις εμπειρίες ενός ολόκληρου κόσμου. Αν και κέρδιζε τα προς
το ζην κυρίως παραδίδοντας μαθήματα, ο Οργουελ βρέθηκε πολύ συχνά πέρα
από τα όρια της πείνας. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Οταν την άνοιξη του
1929 του έκλεψαν και τα όσα λίγα χρήματα του είχαν απομείνει, δεν
επέστρεψε στους γονείς του στην Αγγλία, ούτε ζήτησε καταφύγιο από μια
θεία του που ζούσε στο Παρίσι. Αφού πρώτα έφτασε στη λιμοκτονία,
εργάστηκε, υπό άθλιες συνθήκες, ως λαντζιέρης σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο
και στη συνέχεια σε ένα πανδοχείο. Η εμπειρία του στο ξενοδοχείο
υπήρξε καταλυτική και έδωσε τον τίτλο του βιβλίου όταν αυτό
ολοκληρώθηκε: Το ημερολόγιο ενός λαντζιέρη. Υπήρξαν
όμως και άλλες φορές που τα χρήματά του εξανεμίζονταν, από άλλες
αιτίες: το ποτό, οι πόρνες... Πίστευε ότι στη Γαλλία θα κατάφερνε να ζήσει γράφοντας μυθιστορήματα. Εγραψε δύο. Του απέδωσαν λιγότερες από είκοσι λίρες, ενώ κανένας εκδότης δεν ενδιαφέρθηκε για αυτά εκείνη τη στιγμή. Ισως επειδή ο Ερικ Μπλερ δεν είχε πολεμήσει ακόμη στον ισπανικό Εμφύλιο και δεν είχε γράψει τα μεγάλα του έργα. Δεν είχε γίνει ο διάσημος Τζορτζ Οργουελ της «Φάρμας των ζώων» και του «1984».
Ο Οργουελ δεν έψαξε πολύ για το θέμα του πρώτου του βιβλίου: «Το θέμα μου είναι η φτώχεια». Σκοπός του ήταν να καταγράψει τη ζωή των φτωχών του Παρισιού όπως ακριβώς τη ζούσε, εγκατεστημένος στο Καρτιέ Λατέν, στο εξαθλιωμένο πανδοχείο της οδού Ντυ Κοκ ντ΄ Ορ. «Οταν δεν έχεις ούτε μια πένα στην τσέπη σου,είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε πόλη ή χώρα κάτω από το πιο δυσάρεστο φως και όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, ή σχεδόν όλα, σου παρουσιάζονται είτε ως συμπάσχοντες,είτε ως εχθροί».
Tα Χριστούγεννα του 1929 ο Οργουελ επέστρεψε στην Αγγλία για να περάσει τις γιορτές μαζί με τους γονείς του. Εκεί αποφάσισε να ενοποιήσει σε ένα βιβλίο τις εμπειρίες του από το Παρίσι με αυτές που είχε παλαιότερα από την Αγγλία, όταν είχε γνωρίσει με τον ίδιο τρόπο το Λονδίνο επιστρέφοντας από την υπηρεσία του στη Βιρμανία. Οι Αθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου πέρασαν μια σειρά από περιπέτειες ώσπου να εκδοθούν. Ανάμεσά τους και η αινιγματική στάση του Τ.Σ. Ελιοτ, ο οποίος απέρριψε το βιβλίο για λογαριασμό των εκδόσεων Faber & Faber, σημειώνοντας ότι « μας φάνηκε πολύ ενδιαφέρον, όμως φοβάμαι ότι δεν είναι πραγματοποιήσιμο εκδοτικώς». Τελικά η μεγάλη απήχηση του βιβλίου ήρθε με την έκδοση του οίκου Ρenguin το 1940, όταν η Βρετανία βρισκόταν ήδη στον πόλεμο: πουλήθηκαν 55.000 αντίτυπα προς 6 πένες έκαστο.
«Δεν ήρθα για να δείξω έλεος»
Είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί αν όλες οι περιγραφές του βιβλίου αφορούν τον ίδιο ή τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του στα οποία συχνά αποδίδονται.Ανάμεσά τους ο Τσάρλι,ο συγκάτοικος στο ίδιο πανδοχείο,που διηγείται σε πρώτο πρόσωπο την περιπέτειά του με μια πόρνη:«Με ανανεωμένη αγριότητα επέμεινα στην επίθεσή μου.Ξανά και ξανά το κορίτσι προσπάθησε να δραπετεύσει.Ζήτησε και πάλι έλεος,αλλά εγώ γέλασα μαζί της.“Ελεος;” είπα.Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ήρθα εδώ για να δείξω έλεος;Γι΄ αυτό νομίζεις ότι σε πλήρωσε χίλια φράγκα;Σας ορκίζομαι,messieurs et dames,αν δεν υπήρχε αυτός ο άθλιος νόμος που μας στερεί την ελευθερία,θα την είχα δολοφονήσει εκείνη τη στιγμή. Ω,πώς ούρλιαζε,πόση πίκρα κουβαλούσαν οι κραυγές της αγωνίας της!Ομως δεν υπήρχε κανείς να τις ακούσει...Στο πρόσωπο του κοριτσιού έτρεχαν δάκρυα και η πούδρα κυλούσε στα μάγουλά της σε βρώμικα ρυάκια. Ω,τι ανεπανάληπτη στιγμή...Ποτέ δεν πρόκειται να ξαναζήσω στιγμές όμορφες σαν κι αυτές».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=378404&dt=16/01/2011#ixzz1BTh216ny
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου