Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Γιατί η βυζαντινή λογοτεχνία;

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=591206

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ
Αν πάρουμε στην τύχη μια ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, είτε από αυτές που γράφτηκαν παλιότερα από διαπρεπείς Ευρωπαίους λογίους, είτε από τις πιο πρόσφατες, που τις δημοσιεύουν ονομαστά πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής και τα επιμέρους τους κεφάλαια συντάσσουν ειδικοί για κάθε περίοδο επιστήμονες, μάταια θα αναζητήσουμε κάποιες σελίδες αφιερωμένες στη βυζαντινή λογοτεχνία. Νομίζω πως ο Harold Bloom, στον περιώνυμο κανόνα του της δυτικής λογοτεχνίας, δεν περιλαμβάνει κανένα έργο της βυζαντινής γραμματείας. Αυτή η παράλειψη ή αποσιώπηση, που δεν είναι εσκεμμένη, απηχεί μιαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια: το Βυζάντιο δεν έχει θέση στη συνείδηση της ζωντανής λογοτεχνικής κληρονομιάς του δυτικού ανθρώπου. Το ενδιαφέρον του τελευταίου για αυτή τη γραμματεία, όταν υπάρχει, έχει χαρακτήρα εκκεντρικής απόκλισης.
Γιατί συμβαίνει ετούτο; Νομίζω πως οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι πως το ενδιαφέρον του δυτικού ανθρώπου το μονοπωλεί η αρχαία γραμματεία, σε σύγκριση με την οποία η βυζαντινή εμφανίζεται κατώτερη. Έχουμε μια γραμματεία που είναι ιστορική συνέχεια της αρχαίας και είναι γραμμένη στην ίδια γλώσσα με εκείνης, αν και σε διαφορετική μορφή της. Η σύγκριση, λοιπόν, εδώ προσλαμβάνει τον χαρακτήρα σύγκρισης περιόδων μιας ενιαίας λογοτεχνικής παράδοσης και οδηγεί στην εφαρμογή του απλουστευτικού δυαρχικού σχήματος «ακμή -παρακμή».
Αλλά επιπλέον η δύναμη κι η εμβέλεια της βυζαντινής λογοτεχνίας είναι περιορισμένες, όχι μόνο σε σύγκριση με την αρχαία, αλλά και σε σύγκριση με τις άλλες μεσαιωνικές λογοτεχνίες, που άφησαν βαθύτερα ίχνη στην πνευματική διαδρομή του ανθρώπου.
Τι έχει να αντιτάξει το Βυζάντιο στις Χίλιες και μια Νύχτες, αυτό το αριστούργημα της μυθοπλαστικής φαντασίας, ή στα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ; Και την εποχή που Μανουήλ Φιλής συνέθετε «ιάμβους ορθοτάτους», ο Δάντης είχε αποπερατώσει τη Θεία Κωμωδία κι ο Βοκκάκιος ετοιμαζόταν να γράψει το Δεκαήμερο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στον ιδιότυπο χαρακτήρα της Βυζαντινής λογοτεχνίας, τον οποίο θα καταλάβουμε καλύτερα αν σταθούμε για λίγο στα βασικά έργα αναφοράς των Βυζαντινών. Ας εξηγηθούμε καλύτερα: κάθε λογοτεχνία έχει ορισμένα βασικά έργα αναφοράς, δηλαδή τα κλασικά της κείμενα και τους κλασικούς της συγγραφείς. Τέτοια έργα είναι για την ισπανική λογοτεχνία ο Δον Κιχώτης, για την αγγλοσαξονική τα δράματα του Σαίξπηρ, για την ρωσική το Πόλεμος και Ειρήνη, για τη γερμανική ο Φάουστ του Γκαίτε, για την αρχαιοελληνική ο Όμηρος, για τη λατινική ο Βιργίλιος. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι κλασικοί συγγραφείς των βυζαντινών; Νομίζω πως, περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα, αυτόν τον επίζηλο τίτλο θα μπορούσαν να τον διεκδικήσουν οι Τρεις Ιεράρχες. Ήδη η ιδιοτυπία της βυζαντινής γραμματείας έχει αρχίσει να υποφώσκει. Ενώ όλα τα κλασικά κείμενα των δυτικών λογοτεχνιών είναι έργα δημιουργικής φαντασίας (έμμετρο δράμα, έπος, μυθιστόρημα), το Βυζάντιο, και μόνον αυτό, θέτει ως ακρογωνιαίους λίθους της πνευματικής και λογοτεχνικής του αυτοσυνειδησίας κείμενα ερμηνευτικής ρητορικής.
Στη συνείδηση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου η μυθοπλαστική φαντασία είναι το βασικό στοιχείο της λογοτεχνίας και βαραίνει περισσότερο από το κριτήριο της μορφής. Μόνο στην ποίηση υπερισχύει το μορφικό κριτήριο. Για τον βυζαντινό όμως η λογοτεχνία ήταν πρωτίστως υπόθεση μορφής. Όχι η πλοκή αλλά το ρητορικό δούλεμα της φράσης δικαίωνε και προσέδιδε λογοτεχνικές αξιώσεις σ’ ένα κείμενο, είτε αυτό ήταν επιστολή είτε ιστοριογραφία είτε θεολογική πραγματεία. Όσο δυσκολεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος να αναγνωρίσει λογοτεχνική αξία στα ιστοριογραφικά πονήματα των βυζαντινών, άλλο τόσο θα δυσκολευόταν ένας βυζαντινός να καταλάβει τη «λογοτεχνικότητα» ενός σύγχρονου μυθιστορήματος.
Υπάρχουν, εν τούτοις, πτυχές της βυζαντινής λογοτεχνίας που θα μας ενδιέφεραν σήμερα ή που δυνάμει έχουν σημασία για τη δυτική λογοτεχνία; Πιστεύω πως ναι, και θα αναφέρω τρεις.
Η πρώτη κι η πιο αυτονόητη είναι η βυζαντινή υμνογραφία- ένα μοναδικό επίτευγμα ρυθμοποιίας.
Η δεύτερη είναι ό, τι θα μπορούσε να ονομαστεί «μεταφυσική ποίηση» των βυζαντινών. Και επιλέγω αυτόν τον όρο, παρακινημένος από την αγγλική «μεταφυσική ποίηση» του δέκατου έβδομου αιώνος, που και αυτή, όπως και η βυζαντινή, είναι παρακλάδια της θεολογικής ρητορικής. Καλώς ανέσυραν ο Έλιοτ κι οι μοντερνιστές τον John Donne και τον επέβαλαν στη σύγχρονη λογοτεχνική συνείδηση έτσι ώστε όχι μόνο να τον γνωρίζουν οι αγγλόγλωσσοι λόγιοι αλλά να τον έχει ακούσει κι ο τελευταίος σπουδαστής της αγγλικής φιλολογίας ανά την υφήλιο. Δεν είναι ντροπή όμως να αγνοούν οι διάφοροι ανελλήνιστοι που καταδυναστεύουν τα γράμματά μας (ο νοών νοείτω) τον, σαφώς ανώτερο απ’ τον Donne, Συμεών τον Νέο Θεολόγο;
Η τρίτη, όχι τόσο γνωστή, είναι η ανθρωπιστική αναγέννηση που σημειώθηκε τον δωδέκατο αιώνα και αποτυπώθηκε σε μια σειρά είτε αρχαιόθεμων είτε έντονα επηρεασμένων από την αρχαιότητα κειμένων, όπως είναι το έμμετρο μυθιστόρημα κι οι σάτιρες του Θεόδωρου Προδρόμου ή ο Τιμαρίων. Πολύ πριν την ιταλική αναγέννηση, η αρχαιότητα επανακάμπτει στην Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών. Μάλιστα, η έμμετρη μυθοπλασία του Προδρόμου δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από πολλά αφηγηματικά ποιήματα που αγλαΐζουν την αγγλική λογοτεχνία.
Αλλά αν η γενική σημασία της βυζαντινής γραμματείας δεν είναι αμελητέα, η ειδική σημασία της (η σημασία της για εμάς τους Έλληνες δηλαδή) είναι ανυπολόγιστη και σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στις πτυχές που θίξαμε. Εδώ όμως ανοίγουμε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο. Προς το παρόν, ας περιοριστούμε στην ευρωπαϊκή ματιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου