Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Η όπερα της Πεντάρας στο σινεμά

γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου

Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ το 1928, την παραμονή του μεγάλου οικονομικού κραχ. Πρωτοπαίχτηκε την ίδια χρονιά στο Βερολίνο κι από την επομένη κιόλας της πρεμιέρας, τα τραγούδια του έργου ακούγονταν στους δρόμους της πόλης. Από τότε μέχρι σήμερα έχει γνωρίσει πάνω από 10.000 σκηνικές παρουσιάσεις σε όλο τον κόσμο, από το Ζάλτσμπουργκ και το Γκρατς όπου ναζιστικές συμμορίες εισέβαλλαν στις παραστάσεις, μέχρι το Παρίσι, την Ισταμπούλ, τη Νέα Υόρκη και το Μπουένος Άιρες.
Το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον διάσημο Γερμανό σκηνοθέτη Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ, σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, σύμφωνα με την πρακτική που ίσχυε στα πρώτα βήματα του ομιλούντος κινηματογράφου. Από 15 Δεκέμβρη, προβάλλεται σε κεντρική αίθουσα της Αθήνας με κοινό εισιτήριο για τη γερμανική και γαλλική βερσιόν.
Αποτελεί διασκευή του έργου του Βρετανού Τζων Γκαίυ, H Όπερα του ζητιάνου, το οποίο αναφερόταν στο βικτοριανό Λονδίνο. Ο Μπρεχτ διατήρησε το σατιρικό ύφος, στόχος του όμως ήταν να καυτηριάσει την αστική υποκρισία. Πρωταγωνιστές του, ένας μεγαλομανής κακοποιός, ένας κυνικός «επιχειρηματίας» με εταιρία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας διεφθαρμένος αστυνομικός διευθυντής, μια δυναμική πόρνη. Μήπως θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Στην πραγματικότητα ο Μπρεχτ δεν είχε στόχο να καταδικάσει αυτούς τους λούμπεν ήρωες, παρά να αποδείξει ότι δεν έχουν διαφορά από την «επίσημη», την «καθώς πρέπει» κοινωνία, ίσα - ίσα αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, του καπιταλισμού.
Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του Μακχήθ, ή Μάκι Μέσερ ή Μακ του Μαχαιροβγάλτη. Όπως μαθαίνουμε στην εισαγωγή από έναν πλανόδιο μουσικό που διασκεδάζει το πλήθος στο δρόμο, τραγουδώντας το διάσημο τραγούδι Mack the Knife, πρόκειται για διαβόητο δολοφόνο, βιαστή, εμπρηστή και κλέφτη. Ο Μακχήθ, όχι μόνο δεν έχει ποτέ καταδικαστεί, αλλά κυκλοφορεί σαν αξιοπρεπής κύριος με το στενό του κοστούμι, το γκρι του καπέλο και το ακριβό μπαστούνι από ελεφαντόδοντο.
Στην επόμενη σκηνή ερωτεύεται την όμορφη Πόλυ Πήτσαμ, την οποία παντρεύεται το ίδιο βράδυ μυστικά. Ο γάμος γίνεται σε μια σκονισμένη υπόγεια αποθήκη στον Τάμεση, διακοσμημένη πολυτελώς με κλεψιμαίικα έπιπλα, σερβίτσια και φαγητά από τα καλύτερα μαγαζιά του Λονδίνου και με την παρουσία ζητιάνων και ληστών, αλλά και του Τάιγκερ Μπράουν, αρχηγού της αστυνομίας και κολλητού του Μακχήθ από την εποχή που πολεμούσαν μαζί στην Ινδία. Η Πόλυ είναι η μονάκριβη κόρη του κυρίου Πήτσαμ, ο οποίος δηλώνει φτωχός, αλλά είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας ζητιάνων στο Λονδίνο, της «Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ Α.Ε.». Προσλαμβάνει ανέργους και τους εκμεταλλεύεται, μετατρέποντάς τους σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους που εργάζονται γι’ αυτόν.
Όταν ο Πήτσαμ μαθαίνει για το γάμο, αντιλαμβάνεται ότι η «τίμια εταιρεία» του κινδυνεύει, και αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακχήθ. Τον καταδίδει στην αστυνομία και απειλεί τον Τάιγκερ Μπράουν πως αν δεν τον συλλάβει, θα οργανώσει εξέγερση όλων των ζητιάνων της πόλης και θα διαλύσει την επικείμενη στέψη της βασίλισσας.

Η Τζένη των πειρατών

Ο Μακχήθ αναθέτει στην Πόλυ να συντονίσει τη ληστεία μιας τράπεζας που έχει ήδη οργανώσει με τη συμμορία του και καταφεύγει στη Τζένη, την ερωμένη του που δουλεύει σε μπορντέλο στο Τέρνμπριτζ, ζητώντας να τον κρύψει. Η Τζένη όμως θα τον προδώσει από ζήλια (τραγουδώντας το κλασσικό τραγούδι Τζένη των πειρατών) και ο Μακχήθ καταλήγει στη φυλακή περιμένοντας την κρεμάλα.
Εντωμεταξύ όμως η Πόλυ αντί να ληστέψει την τράπεζα... την αγοράζει, συμφιλιώνεται βέβαια με τον πατέρα της, βάζει στο κόλπο και τον Τάιγκερ Μπράουν και συμφωνούν από κοινού ότι ο πιο εύκολος τρόπος να ληστεύουν τους άλλους δεν είναι πλέον ο παράνομος με κομπίνες και απατεωνιές, αλλά ο νόμιμος, μέσω της τράπεζας, κι εκεί κλείνει η ταινία με αίσιο τέλος: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου μπροστά στην πρόσληψή του;»
Το φινάλε με την αγορά της τράπεζας αποτελεί διασκευή σε σχέση με τη θεατρική εκδοχή και ένα από τα πολλά αγκάθια στη σχέση των δημιουργών Μπρεχτ και Βάιλ με τους παραγωγούς της ταινίας που λύθηκε τελικά στα δικαστήρια. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία του Παμπστ δίκαια θεωρείται ορόσημο της πρώτης περιόδου του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Παμπστ ουσιαστικά πάντρεψε τις βασικές τεχνικές του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου, όπως ο σκιώδης φωτισμός (κιαροσκούρο) και η ομιχλώδης ατμόσφαιρα (στίμουνγκ) με την «νέα αντικειμενικότητα» που χαρακτηρίζει την περίοδο πριν τον ερχομό του ναζισμού και τις ταινίες του εκείνης της περιόδου (Δρόμος χωρίς χαρά, Συντροφικότητα και Δυτικό μέτωπο). Το αποτέλεσμα είναι καλλιτεχνικά άρτιο και ηχηρά αντικαπιταλιστικό.
Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, οι φιγούρες δε μοιάζουν να βγαίνουν από το βικτοριανό Λονδίνο αλλά παραμένουν δυστυχώς εξαιρετικά γνώριμες. Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και πετυχημένο κριτικό σχόλιο για την περίοδο που διανύουμε και το σύστημα που μας ληστεύει «νομίμως» καθημερινά.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3621:i999&Itemid=62


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου