Οι ποιητές της εξορίας
γράφει ο Κυριάκος Μπάνος
Λυρικό σινεμά, μια ωδή στο πνεύμα της αλύγιστης αντίστασης, είναι
η νέα ταινία του ελβετού Ολιβιέ Ζισουά μαζί με την συνεργάτιδά του
Ελένη Γιώτη με τίτλο έναν στίχο του Ρίτσου “Σαν πέτρινα λιοντάρια στη
μπασιά της νύχτας”. Πρόκειται για μια ταινία βασισμένη στα ποιήματα και
τα ημερολόγια εξορίας των Ρίτσου, Λειβαδίτη, Λουντέμη, γραμμένα εκεί,
στο κολαστήριο της Μακρονήσου όπου ήταν και οι ίδιοι κλεισμένοι. Λόγοι
και παραγγέλματα που ακούγονταν συνεχώς από τα μεγάφωνα
αντιπαραβάλλονται με το λόγο των εξόριστων ποιητών, δημιουργώντας μια
σκληρή εναλλαγή συναισθημάτων.
Οι εικόνες των σημερινών ερειπίων, έτσι όπως τις καταγράφει η κάμερα
με αργά πλάνα, η εγκατάλειψη του ιστορικού τόπου, η εναλλαγή με αρχειακό
υλικό (φωτογραφίες, φιλμ, γράμματα εξορίστων) από τη Μακρόνησο του τότε
και της φρίκης που φιλοξενούσε, έρχονται να συνδεθούν με τον επιβλητικό
ήχο των ποιημάτων και των παραγγελμάτων.
Δεν πρόκειται για ένα ιστορικό ντοκυμαντέρ όπως γνωρίζουμε το είδος
αλλά για μια παράθεση ήχων και εικόνων που δημιουργούν σκληρά κύματα
συνειρμών με την αίσθηση της αδικίας και την γέννηση της οργής να δίνουν
την θέση τους στην περηφάνια της επαναστατικής αισιοδοξίας και του
αγώνα και ξανά από την αρχή.
Πέντε και πλέον δεκαετίες από την εγκατάλειψη του κολαστήριου της
Μακρονήσου, αυτό που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος απεκάλεσε «Νέο
Παρθενώνα» έγινε η μεγαλύτερη ντροπή του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Όμως
παρά την προσπάθεια να σβηστεί από την ιστορική μνήμη, όπως
αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, η ιστορία της Μακρονήσου θα κυνηγάει
σαν επιβλητικό βουητό, αυτούς που θέλουν να μας κάνουν ξεχάσουμε. Η
καινούρια αυτή ταινία του Ολιβιέ Ζισουά είναι μια συναισθηματική βουτιά
σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας αυτής της χώρας.
Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας , 2012
(Comme des lions de pierre à l'entrée de la nuit)
γράφει η Τατιάνα Καποδίστρια
Κινηματογραφικό δοκίμιο που συνδυάζει στατικά πλάνα από
τα ερείπια της σημερινής Μακρονήσου, ποίηση που γράφτηκε από αριστερούς
εξόριστους ακριβώς εκεί και φωτογραφίες από το «εθνικό σανατόριο» της
ντροπής.
Μόλις προσπεράσεις την «αντικινηματογραφική» στατικότητα της εικόνας κι
αφεθείς στον ηθελημένα αργό, επαναληπτικό ρυθμό της αφήγησης και,
κυρίως, στην ανατριχιαστική δύναμη του εκφωνούμενου ποιητικού λόγου του
Ρίτσου, του Λειβαδίτη και του Λουντέμη, η βραβευμένη ταινία του
44χρονου Ελβετού Ολιβιέ Ζισουά, σε παίρνει και σε σηκώνει. Και σε
αποθέτει βουβά, ενώπιος ενωπίω, απέναντι σε μια ολέθρια σελίδα της
πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας: τις μεταξύ 1947 και 1951 εκτοπίσεις
πάνω από 80.000 Ελλήνων κι Ελληνίδων κάθε ηλικίας, που εξορίστηκαν,
βασανίστηκαν και πιέστηκαν να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας στο
«εργαστήριο αναμόρφωσης κομμουνιστών» της Μακρονήσου. Αντιπαραθέτοντας
γνήσια αιγαιοπελαγίτικα πλάνα υδάτινου μπλε και χωμάτινου καφέ –τα
οποία ο Ζισουά, που υπογράφει και τη φωτογραφία και το μοντάζ της
ταινίας, κινηματογραφεί με αργά τράβελινγκ και πανοραμίκ– και αναγνώσεις
συγκλονιστικών αυτοβιογραφικών ποιητικών κειμένων των τριών
προαναφερθέντων λογοτεχνών, η ταινία ζωντανεύει υπαινικτικά, αλλά και
τόσο εύγλωττα, την πεμπτουσία της Μακρονήσου. Ένα οπτικοποιημένο ποίημα
για τον πόνο, την απόγνωση και την ελπίδα στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
Περιέργως πως, εκείνο που περισσότερο με ταρακούνησε –περισσότερο ακόμη κι από φράσεις όπως, «Περιμένουμε, σα φτυσιές κολλημένες στο χώμα», ή το γνωστό «συνηθίσαμε/ λιγόστεψε κι ο καημός/ ακόμα κι ο θυμός λιγόστεψε/ μονάχα η απόφαση δε λιγόστεψε» του Ρίτσου– είναι οι εκφωνούμενες, καθ’ εκάστην και αργίαν, ομιλίες «εθνικής αγωγής» και αναμορφωτικής προπαγάνδας που παιάνιζαν στο κάτεργο της Μακρονήσου. «Στη Μακρόνησο γνώρισα τη στοργή της πατρίδος»... Κι ακολουθεί ο διαβόητος «Δεκάλογος της Μακρονήσου». Εθνικοπατριωτικές, βασιλόφρονες κι εν τέλει σκέτα φασιστικές αναλύσεις για τον «κίνδυνο από τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις»... Η δε δήλωση μετάνοιας, «όπως δημοσιευθεί εις τον Τύπον και αναγνωσθεί εις την εκκλησίαν της ενορίας μου», παρακαλώ... Τραγικές καταστάσεις. Που αίφνης, στον κρισόπληκτο βωμό του σκιαγμένου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», ηχούν κάπως γνώριμες, φοβάμαι...
Περιέργως πως, εκείνο που περισσότερο με ταρακούνησε –περισσότερο ακόμη κι από φράσεις όπως, «Περιμένουμε, σα φτυσιές κολλημένες στο χώμα», ή το γνωστό «συνηθίσαμε/ λιγόστεψε κι ο καημός/ ακόμα κι ο θυμός λιγόστεψε/ μονάχα η απόφαση δε λιγόστεψε» του Ρίτσου– είναι οι εκφωνούμενες, καθ’ εκάστην και αργίαν, ομιλίες «εθνικής αγωγής» και αναμορφωτικής προπαγάνδας που παιάνιζαν στο κάτεργο της Μακρονήσου. «Στη Μακρόνησο γνώρισα τη στοργή της πατρίδος»... Κι ακολουθεί ο διαβόητος «Δεκάλογος της Μακρονήσου». Εθνικοπατριωτικές, βασιλόφρονες κι εν τέλει σκέτα φασιστικές αναλύσεις για τον «κίνδυνο από τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις»... Η δε δήλωση μετάνοιας, «όπως δημοσιευθεί εις τον Τύπον και αναγνωσθεί εις την εκκλησίαν της ενορίας μου», παρακαλώ... Τραγικές καταστάσεις. Που αίφνης, στον κρισόπληκτο βωμό του σκιαγμένου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», ηχούν κάπως γνώριμες, φοβάμαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου