γράφει ο Βιστωνίτης Αναστάσης
~ Μια συλλογή διηγήματων γραμμένα αρχικά σε γίντις, τη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης ~
Μετάφραση Βασίλης Αμανατίδης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 371, τιμή 19,17 ευρώ
Η θεματογραφία δεν είναι προσδιοριστική της αξίας ενός συγγραφέα. Ο τρόπος όμως που τη χειρίζεται είναι. Ο Σίνγκερ συνθέτοντας τις εμπειρίες του από τον κόσμο της εβραϊκής Διασποράς δημιουργεί χαρακτήρες με πανανθρώπινη διάσταση. Και αυτό επειδή εκφράζουν αυθεντικά τον κόσμο στον οποίο ζουν. Είναι άνθρωποι καθημερινοί με τις ιδιαιτερότητές τους, τις εμμονές, το χιούμορ, που ενίοτε φθάνει στον αυτοσαρκασμό, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες τους. Επομένως γνήσιοι, κατά το ότι όλοι μαζί συγκροτούν μεν έναν κόσμο, αλλά ο καθένας είναι και ένας κόσμος από μόνος του.
Η ατμόσφαιρα της Κεντρικής Ευρώπης κυριαρχεί σε τούτα τα διηγήματα, όπως και στα πλήθος άλλα που έγραψε ο Σίνγκερ. Είναι ο μόνος σύγχρονος συγγραφέας που έχει αναδείξει τη ζωή των (ασκενάζι κυρίως) Εβραίων της Ευρώπης με τέτοια ζωντάνια, είτε τους βάζει να κινούνται στην Πολωνία είτε στο νεοϋορκέζικο Μπρόντγουεϊ: λ.χ. πώς προσαρμόζεται στον αμερικανικό τρόπο ζωής ένας Εβραίος, που εξαιτίας των ναζιστών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ευρώπη και να καταφύγει στον Νέο Κόσμο, πώς μπορεί ένας συγγραφέας που γράφει στα γίντις (τη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης στην οποία έγραφε ο Σίνγκερ) να επικοινωνήσει με ένα ευρύτερο κοινό, πόσο τραγικωμική είναι η εμπειρία από μια «αποικία» (παροικία) Ρωσοεβραίων στην Αργεντινή ή πόσο κυνικός (και τραγικός) μπορεί να είναι κάποιος σαν τον Χάσκελε, τον Βλάσφημο του ομώνυμου διηγήματος που ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο έλεγε «τόσο χοντρά αστεία που οι υπόλοιποι κρατούσαν την κοιλιά τους απ' τα γέλια» και «πριν πεθάνει είπε ότι θα 'θελε να τον κόψουν κομμάτια και να τον ρίξουν στα σκυλιά».
Το «παιχνίδι» ανάμεσα στην ευσέβεια και τη βλασφημία αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν το αναπτύσσει - αριστοτεχνικά - ο συγγραφέας, που προέρχεται από έναν λαό ο οποίος έζησε επί αιώνες στις κοινωνίες των εθνικών και επιβίωσε διατηρώντας τις θρησκευτικές του παραδόσεις. Γι' αυτό και η δύναμη του ραβίνου σε μια συγκροτημένη εβραϊκή κοινότητα είναι ισχυρότερη από την αντίστοιχη του ιερέα στη χριστιανική.
Πώς μπορεί να συναρπάσει ένας διηγηματογράφος τον αναγνώστη; Ο Σίνγκερ, που γεννήθηκε στην Πολωνία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ λόγω της ναζιστικής απειλής, το λέει ξεκάθαρα στον πρόλογο των Collected Stories του (επιλογή του ίδιου από τα όλα ως τότε διηγήματά του) που εκδόθηκαν το 1982: «Το διήγημα πρέπει να στοχεύει ευθέως στην κορύφωσή του». Η πεζογραφία δεν πρέπει να είναι αναλυτική, υποστηρίζει επίσης. Γι' αυτό και οι δύο μεγάλοι διηγηματογράφοι, ο Τσέχοφ και ο Μοπασάν (που ασφαλώς και τον επηρέασαν), ήξεραν πάντοτε πού στόχευαν εξαρχής, γι' αυτό και κανείς «τους διαβάζει ξανά και ξανά με μεγάλη ευχαρίστηση».
Με μεγάλη ευχαρίστηση διαβάζουμε και τα δικά του διηγήματα αλλά και με την παράξενη αίσθηση ότι βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, του Τσέχοφ και του Μοπασάν - του Τσέχοφ κυρίως, με τον οποίο ο Σίνγκερ έχει, νομίζω, και τις μεγαλύτερες ομοιότητες όσον αφορά τουλάχιστον αυτό που λέμε «λοξή ματιά», η οποία περνά συνήθως αστραπιαία σε μια φράση, ιδίως προς το τέλος, σαν να συμπυκνώνει ή να κρίνει τα όσα προηγήθηκαν, όπως για παράδειγμα στον Βλάσφημο (Χάτσκελε): «Αν υπάρχει Θεός, και ο Χάτσκελε πρέπει να λογοδοτήσει σε Αυτόν, θα είναι πολύ εύθυμα εκεί πάνω στον Παράδεισο». Ναι, κατά το παράδειγμα των κλασικών πεζογράφων, ο Σίνγκερ αγαπά τους ήρωές του.
«Η λογοτεχνία δεν είναι παράλογη»
O Σίνγκερ έχει υποστηρίξει πως η πειραματική γραφή ζημίωσε ταλέντα και έκανε μεγάλο μέρος της νεότερης ποίησης σκοτεινό, «εσωτερικό» και άχαρο. «Η λογοτεχνία μπορεί πολύ καλά να περιγράψει το παράλογο αλλά ποτέ δεν πρέπει να είναι παράλογη η ίδια» αποφαίνεται. Βεβαίως, οι σπουδαίοι συγγραφείς σε θέματα αρχών μπορεί να είναι όσο απόλυτοι θέλουν, αν οι αρχές που υποστηρίζουν και τις εφαρμόζουν στο έργο τους δίνουν σημαντικά αποτελέσματα (όπως εδώ). Οι αναγνώστες όμως δεν χρειάζεται να τις εκλαμβάνουν ως θέσφατα.
~ Μια συλλογή διηγήματων γραμμένα αρχικά σε γίντις, τη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης ~
Η οικογένεια του αμερικανοεβραίου Ιακώβ Σιφ (κάτω αριστερά με το λευκό μουστάκι), ο οποίος υποστήριξε το σημαντικό πολιτιστικό κέντρο 92Υ στη Νέα Υόρκη |
Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ
Ενας φίλος του Κάφκα
Ενας φίλος του Κάφκα
Μετάφραση Βασίλης Αμανατίδης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 371, τιμή 19,17 ευρώ
Η συλλογή διηγημάτων Ενας φίλος του Κάφκα είναι η πέμπτη του βραβευμένου
το 1979 με το βραβείο Νομπέλ Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ (1902-1991). Και
από τις σημαντικότερες - αν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο για έναν
συγγραφέα που τα διηγήματά του είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, έναν
διηγηματογράφο «από κούνια», θα λέγαμε. Ατμόσφαιρα, χαρακτήρες,
αφηγηματικός ρυθμός, οικονομία των εκφραστικών μέσων, όλα όσα
επιστρατεύονται κατά καιρούς από κριτικούς και δοκιμιογράφους για να
χαρακτηρίσουν κάθε πεζογράφο πρώτης γραμμής, συνδυάζονται και
λειτουργούν αρμονικά στα 21 διηγήματα αυτού του τόμου, αναδημιουργώντας
έναν κόσμο που ο Σίνγκερ γνωρίζει άριστα: των Πολωνοεβραίων και κατ'
επέκταση των Εβραίων όλης της Κεντρικής Ευρώπης και της Διασποράς, αφού η
υπόθεση των διηγημάτων του εκτυλίσσεται και στη Νέα Υόρκη, στο Τελ
Αβίβ, ακόμη και στην Αργεντινή.
Η θεματογραφία δεν είναι προσδιοριστική της αξίας ενός συγγραφέα. Ο τρόπος όμως που τη χειρίζεται είναι. Ο Σίνγκερ συνθέτοντας τις εμπειρίες του από τον κόσμο της εβραϊκής Διασποράς δημιουργεί χαρακτήρες με πανανθρώπινη διάσταση. Και αυτό επειδή εκφράζουν αυθεντικά τον κόσμο στον οποίο ζουν. Είναι άνθρωποι καθημερινοί με τις ιδιαιτερότητές τους, τις εμμονές, το χιούμορ, που ενίοτε φθάνει στον αυτοσαρκασμό, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες τους. Επομένως γνήσιοι, κατά το ότι όλοι μαζί συγκροτούν μεν έναν κόσμο, αλλά ο καθένας είναι και ένας κόσμος από μόνος του.
Η ατμόσφαιρα της Κεντρικής Ευρώπης κυριαρχεί σε τούτα τα διηγήματα, όπως και στα πλήθος άλλα που έγραψε ο Σίνγκερ. Είναι ο μόνος σύγχρονος συγγραφέας που έχει αναδείξει τη ζωή των (ασκενάζι κυρίως) Εβραίων της Ευρώπης με τέτοια ζωντάνια, είτε τους βάζει να κινούνται στην Πολωνία είτε στο νεοϋορκέζικο Μπρόντγουεϊ: λ.χ. πώς προσαρμόζεται στον αμερικανικό τρόπο ζωής ένας Εβραίος, που εξαιτίας των ναζιστών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ευρώπη και να καταφύγει στον Νέο Κόσμο, πώς μπορεί ένας συγγραφέας που γράφει στα γίντις (τη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης στην οποία έγραφε ο Σίνγκερ) να επικοινωνήσει με ένα ευρύτερο κοινό, πόσο τραγικωμική είναι η εμπειρία από μια «αποικία» (παροικία) Ρωσοεβραίων στην Αργεντινή ή πόσο κυνικός (και τραγικός) μπορεί να είναι κάποιος σαν τον Χάσκελε, τον Βλάσφημο του ομώνυμου διηγήματος που ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο έλεγε «τόσο χοντρά αστεία που οι υπόλοιποι κρατούσαν την κοιλιά τους απ' τα γέλια» και «πριν πεθάνει είπε ότι θα 'θελε να τον κόψουν κομμάτια και να τον ρίξουν στα σκυλιά».
Το «παιχνίδι» ανάμεσα στην ευσέβεια και τη βλασφημία αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν το αναπτύσσει - αριστοτεχνικά - ο συγγραφέας, που προέρχεται από έναν λαό ο οποίος έζησε επί αιώνες στις κοινωνίες των εθνικών και επιβίωσε διατηρώντας τις θρησκευτικές του παραδόσεις. Γι' αυτό και η δύναμη του ραβίνου σε μια συγκροτημένη εβραϊκή κοινότητα είναι ισχυρότερη από την αντίστοιχη του ιερέα στη χριστιανική.
Αλλόκοτες ιστορίες, δεισιδαιμονίες, προλήψεις, ίσκιοι και
φαντάσματα παρελαύνουν επίσης στα διηγήματα αυτά. Η εικόνα του κοσμικού
Εβραίου στη λογοτεχνία, ας πούμε, των εθνικών δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Οπως όλοι οι λαοί, και ο εβραϊκός ακολουθεί τις
παραδόσεις του ζώντας στον πραγματικό κόσμο, με μεγαλύτερη όμως, λόγω
των συνθηκών, ικανότητα προσαρμογής - αλλά ως εδώ. Τα υπόλοιπα είναι
προκαταλήψεις.
Πώς μπορεί να συναρπάσει ένας διηγηματογράφος τον αναγνώστη; Ο Σίνγκερ, που γεννήθηκε στην Πολωνία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ λόγω της ναζιστικής απειλής, το λέει ξεκάθαρα στον πρόλογο των Collected Stories του (επιλογή του ίδιου από τα όλα ως τότε διηγήματά του) που εκδόθηκαν το 1982: «Το διήγημα πρέπει να στοχεύει ευθέως στην κορύφωσή του». Η πεζογραφία δεν πρέπει να είναι αναλυτική, υποστηρίζει επίσης. Γι' αυτό και οι δύο μεγάλοι διηγηματογράφοι, ο Τσέχοφ και ο Μοπασάν (που ασφαλώς και τον επηρέασαν), ήξεραν πάντοτε πού στόχευαν εξαρχής, γι' αυτό και κανείς «τους διαβάζει ξανά και ξανά με μεγάλη ευχαρίστηση».
Με μεγάλη ευχαρίστηση διαβάζουμε και τα δικά του διηγήματα αλλά και με την παράξενη αίσθηση ότι βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα, του Τσέχοφ και του Μοπασάν - του Τσέχοφ κυρίως, με τον οποίο ο Σίνγκερ έχει, νομίζω, και τις μεγαλύτερες ομοιότητες όσον αφορά τουλάχιστον αυτό που λέμε «λοξή ματιά», η οποία περνά συνήθως αστραπιαία σε μια φράση, ιδίως προς το τέλος, σαν να συμπυκνώνει ή να κρίνει τα όσα προηγήθηκαν, όπως για παράδειγμα στον Βλάσφημο (Χάτσκελε): «Αν υπάρχει Θεός, και ο Χάτσκελε πρέπει να λογοδοτήσει σε Αυτόν, θα είναι πολύ εύθυμα εκεί πάνω στον Παράδεισο». Ναι, κατά το παράδειγμα των κλασικών πεζογράφων, ο Σίνγκερ αγαπά τους ήρωές του.
«Η λογοτεχνία δεν είναι παράλογη»
Ας επαναλάβω τους «χειρότερους» κινδύνους που απειλούν κατά τον
Σίνγκερ έναν πεζογράφο, τους οποίους ο ίδιος προσπαθεί, όπως γράφει στο Collected Stories, να αποφύγει: «1.
Την ιδέα ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι ένα είδος κοινωνιολόγου ή
πολιτικού, ο οποίος προσαρμόζεται σε αυτό που αποκαλείται κοινωνική
διαλεκτική. 2. Τη δίψα για χρήμα και γρήγορη αναγνώριση. 3. Την
εκβιασμένη αυθεντικότητα - τουτέστιν την ψευδαίσθηση ότι η εξεζητημένη
ρητορική, τα χαριτωμένα ευρήματα στο ύφος και το παιχνίδι με τα
τεχνητά σύμβολα μπορούν να εκφράσουν την κύρια και διαρκώς
μεταβαλλόμενη φύση των ανθρώπινων σχέσεων ή να αντικατοπτρίσουν τη
σύνθεση και τις περιπλοκές της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος». (Δεν απορούμε επομένως που δεν είχε σε εκτίμηση έναν άλλο κορυφαίο συγγραφέα του 20ού αιώνα, τον Αλντους Χάξλεϊ.)
O Σίνγκερ έχει υποστηρίξει πως η πειραματική γραφή ζημίωσε ταλέντα και έκανε μεγάλο μέρος της νεότερης ποίησης σκοτεινό, «εσωτερικό» και άχαρο. «Η λογοτεχνία μπορεί πολύ καλά να περιγράψει το παράλογο αλλά ποτέ δεν πρέπει να είναι παράλογη η ίδια» αποφαίνεται. Βεβαίως, οι σπουδαίοι συγγραφείς σε θέματα αρχών μπορεί να είναι όσο απόλυτοι θέλουν, αν οι αρχές που υποστηρίζουν και τις εφαρμόζουν στο έργο τους δίνουν σημαντικά αποτελέσματα (όπως εδώ). Οι αναγνώστες όμως δεν χρειάζεται να τις εκλαμβάνουν ως θέσφατα.
από την εφημερίδα Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου