Ὁ βρυκόλακας
Καθὼς οἱ δαίμονες μὲ τ᾿ ἄγριο μάτι,
θὰ σοῦ ξανάρθω σιγὰ στὸ κρεβάτι
καὶ θὰ γλυστρήσω κοντά σου ἀχνός,
σὰν τὰ φαντάσματα τῆς νυκτός.
Ξανὰ θὰ σοῦ δώσω μελαχροινή μου
σὰν τὸ φεγγάρι ψυχρὸ τὸ φιλί μου
καὶ χάδια τέτοια σὰν τοῦ φιδιοῦ
ποὺ σέρνεται πλάι σὲ τάφο νεκροῦ.
Καὶ μόλις φέξει ἡ αὐγὴ πελιδνὴ
τὴ θέση μου θὰ ῾βρεις ἐκεῖ ἀδειανὴ
καὶ κρύα ὡς ποὺ νὰ ῾ρθει πάλι τὸ βράδυ.
Ὅπως οἱ ἄλλοι μ᾿ ἀγκαλιὲς καὶ χάδι...
στὴ νιότη σου καὶ στὴ ζωή σου ἐδῶ
θὰ βασιλέψω μὲ τὴ φρίκη ἐγώ.
Spleen
Εἶμαι σὰν ἕνας βασιλιὰς σὲ βροχερὸ ἕνα μέρος,
πλούσιος μὰ χωρὶς δύναμη, νιὸς κι ὅμως πολὺ γέρος,
ποῦ στοὺς σοφούς του ἀδιάφορος ποὺ σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει μὲ τὰ γεράκια του, τ᾿ ἄλογα, τὰ σκυλιά του.
Κυνήγι, ζῶα, τίποτα πιὰ αὐτὸν δὲν τὸν φαιδρύνει,
οὔτε ὁ λαός του ποὺ μπροστὰ στ᾿ ἀνάκτορα τοῦ φθίνει.
Μὰ καὶ τ᾿ ἀστεῖα ποὺ ὁ τρελὸς παλιάτσος κάνει ἐμπρός του,
δὲ διώχνουν τὴ βαρυθυμιὰ τ᾿ ἄκαρδου αὐτοῦ ἀρρώστου·
τάφο τὴ κλίνη τοῦ θαρρεῖ, ποὺ ῾χει κρινένιαν ἅρμα
κι οἱ αὐλικὲς ποὺ βασιλιὰ σὰν δοῦν τὸν βρίσκουν χάρμα,
δὲν ξέρουν πιὰ μὲ τί ἄσεμνες στολὲς νὰ φιγουράρουν,
ἴσως ἀπ᾿ τὸ κουφάρι αὐτό, χαμόγελο ἕνα πάρουν.
Κι ὁ ἀλχημιστὴς ὅπου μπορεῖ χρυσάφι νὰ τοῦ κάνει,
δὲ μπόρεσε ἀπὸ μέσα του τὸ μαρασμὸ νὰ βγάνει,
κι οὔτε μὲς στὰ αἱμάτινα ρωμαϊκὰ λουτρά,
ποῦ τὰ θυμοῦνται οἱ ἄρχοντες πάνω στὰ γηρατειά,
δὲ μπόρεσε τὸ πτῶμα αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ν᾿ ἀναστήσει,
ποῦ ἀντὶς γιὰ αἷμα μέσα του, τῆς Λήθης τρέχει ἡ βρύση.
Charles Baudelaire, translated by Robert Lowell
Semper Eadem
-«Ποῦθ᾿ ἡ ἀλλώτικη», ἔλεγες, «ἡ θλίψη αὐτὴ σὲ πιάνει,
ποὺ λούζει σὰ τὴ θάλασσα τὸ βράχο τὸ γυμνό»;
Ἅμα ἡ καρδιά μας μιὰ φορὰ τὸ τρύγημά της κάνει,
καὶ ζεῖ κανεὶς εἶν᾿ ἄσκημο! τὸ ξέρουν ὅλοι αὐτό·
εἶν᾿ ἕνας πόνος ξάστερος, δὲν εἶναι κρύφιος! ἔλα!
σὰ τὴ δική σου τὴ χαρά, φαίνεται στὴ στιγμή.
Πάψε λοιπὸν νὰ μὲ ρωτᾶς, περίεργη κοπέλα,
κι ἂν κι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκιά, σώπα, ὡραία μου σύ.
Σώπαινε, ἀνίδεη ψυχή, μ᾿ ὅλα ξετρελαμένη!
στόμα μὲ γέλιο παιδικό! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δεμένοι
πιότερο μὲ τὸ Θάνατο παρὰ μὲ τὴ Ζωή.
Ἄστη καρδιά μου, ἄστηνα στὸ ψέμα νὰ μεθύσει!
στοῦ ὥριου ματιοῦ σου τ᾿ ὄνειρο τ᾿ ὡραῖο ν᾿ ἀρμενίσει,
καὶ στῶν βλεφάρων σου τὴ σκιὰ πολὺ νὰ κοιμηθεῖ!
πηγή: Σάρλ Μπωντλαίρ - Ποιήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου